Sunday, December 30, 2007

Καλή Χρονιά με νέα ψηφοφορία

Αγαπητοί αναγνώστες του μπλόγκ,

Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για τη συμμετοχή σας σ΄αυτό το μπλόγκ, που δεν διεκδικεί δάφνες, αλλά μια επαναδιαπραγμάτευση των πολιτικών όρων στο παιχνίδι της ελληνικής λογοτεχνίας.

Πρόθεσή μας είναι να θέτουμε τα αυτονόητα ζητήματα, να επισημαίνουμε τα προβλήματα και γενικά να προωθούμε την ελληνική λογοτεχνία με λιγότερο συντεχνιακούς όρους.

Η περασμένη χρονιά έκλεισε με την παραίτηση του συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα απο την προεδρία του ΕΚΕΒΙ. Πιστεύουμε πως για να ξεκαθαρίσει το τοπίο απο την προηγούμενη διοίκηση , θα πρέπει να παραιτηθεί ολόκληρο το διοικητικό συμβούλιο του ΕΚΕΒΙ και η διευθύντριά του Κατερίνα Βελισσάρη.

Το ΕΚΕΒΙ χρειάζεται φρέσκο αίμα, που θα απέχει μακράν απο τη διαπλοκή στην λογοτεχνική παραγωγή και παραεξουσία.


Ψηφοφορίες

Η ψηφοφορία για τους δημοφιλέστερους κριτικούς έληξε με τη Μάρη Θεοδοσοπούλου του Βήματος να είναι πρώτη σε ψήφους (58). Δεύτερη ήρθε η Ελένη Γκίκα του Εθνους (55), Τρίτη η Ελισάβετ Κοτζιά της Καθημερινής (44), τέταρτος ο Αναστάσης Βιστωνίτης (41) και πέμπτος ο Δημοσθένης Κούρτοβικ των Νέων.

Με τη νέα χρονιά ξεκινούμε μια νέα ψηφοφορία για τα δημοφιλέστερα ιστολόγια συγγραφέων και ποιητών. Προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τα περισσότερα, εξαιρέσαμε όσα δηλώνουν ανενεργά αυτή την εποχή και δεχόμαστε προτάσεις απο σάς για συμπληρώματα. Επίσης , εκτός ψηφοφορίας είναι τα websites συγγραφέων και ποιητών.

Καλή Χρονιά, Καλή Ψηφοφορία!

Το Κατοικίδιο

Monday, December 24, 2007

Καλά Χριστούγεννα

Αγαπητοί φίλοι ,

Χρόνια Πολλά και Καλά Χριστούγεννα. Με υγεία και ευτυχία το 2008.
Θα επανέλθουμε οσονούπω με νέα ψηφοφορία και πολλές καυτές ειδήσεις.

Εκ μέρους της ομάδας σύνταξης

Το Κατοικίδιο

Tuesday, December 18, 2007

Τα διαπλεκόμενα βραβεία του ΥΠΠΟ και του ΕΚΕΒΙ

Η πρωθυπουργική διαπλοκή, οι απειλές , το ασυμβίβαστο
των μελών της κριτικής επιτροπής και ο ρόλος του Καστανιώτη


Είπα μέρες Γιορτών να σιωπήσω περι τα βραβεία λογοτεχνίας για να μην οξύνω την ατμόσφαιρα. Αλλά απο τη μία η επιστολή μιας επώνυμης συγγραφέως –που εκτιμώ ιδιαίτερα για το κοφτερό της γράψιμο- κι απο την άλλη τα σχόλια στο προηγούμενο πόστ, με έβαλαν στην υπόθεση της κριτικής για τα βραβεία.

Για το επετηριακό βραβείο λογοτεχνίας στον Κώστα Τσιρόπουλο, δεν θα διαφωνήσω λόγω του κύρους και της ηλικίας του.

Το βραβείο μυθιστορήματος όμως γιατί πήγε στην κα Καρυστιάνη με το «Σουέλ»; Επειδή ήταν εκδόσεις Καστανιώτης ή επειδή τρώει στο ίδιο τραπέζι με τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή στη Ραφήνα και κοκορεύεται για την υψηλή φιλία της;

Η κυρία Καρυστιάνη δεν ξέρει να γράψει μυθιστόρημα, γιατι της λείπει το βασικό στοιχείο του, που είναι η πλοκή. Το μυθιστόρημα έχει επίκεντρο την αρχιτεκτονική δομή και μετά έπονται όλα τα άλλα. Η κυρία Καρυστιάνη έχει εφεύρει μια δική της γλώσσα- είναι η μόνη καινοτομία της- και εκεί τελειώνει η σχέση της με τη λογοτεχνία. Είναι επομένως μεγάλη πρόκληση να βραβεύεται και μάλιστα εκ δευτέρου με το βραβείο μυθιστορήματος.

Το βραβείο ποίησης έλαβε ο Ντίνος Σιώτης για το έργο του"Αυτοβιογραφία ενός στόχου", Εκδ. Κέδρος. Ο Σιώτης πήρε το βραβείο επειδή είναι κολλητός με το Λωράκι (όπως η ίδια η Λώρη Κέζα καμαρώνει πως την αποκαλεί ;) ή επειδή οι απειλές του κατά του προέδρου του ΕΚΕΒΙ Δημήτρη Νόλλα έπιασαν τόπο;

Ο Ντίνος Σιώτης είναι άξιος εκδότης αλλά δυσκοίλιος μέχρι θανάτου ποιητής. Γιατί βραβεύτηκε λοιπόν ο εξαιρετικά εσφιγμένος ποιητής; Για τα ποιήματα ή για τη διαπλοκή στο χώρο των περιοδικών και του βιβλίου γενικότερα;

Το βραβείο διηγήματος, κατά πλειοψηφία πήγε στο βιβλίο της Ελένης Λαδιά "Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι", Εκδ. Εστία. Η κυρία Λαδιά βραβεύτηκε για το δύστοκο διηγηματάκι της ή για να βουλώσουν τα στόματα περι ποιότητας στα κρατικά βραβεία; Γιατί η δυστοκία δεν είναι συνώνυμη με την ποιότητα, ξέρετε.

Και τα βραβεία δοκιμίου-κριτικής και χρονικού μαρτυρίας γιατί πήγαν και τα δυό στα Ελληνικά Γράμματα; Για να κάνει η Λώρη Κέζα εκδούλευση στο αφεντικό της το ΔΟΛ; Η για να σταματήσει ο ΔΟΛ να κάνει «έντιμη» κριτική στα έντυπά του;

Οσο για το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ, όπου μεσολάβησε η γνωστή «δοτή» επιτροπή βιβλιοκριτικών, πήγε στον Ανδρέα Μήτσου για το βιβλίο του «Ο κύριος Επισκοπάκης» παρά τις ελάχιστες πωλήσεις του εν λόγω βιβλίου. Αλλοίμονο, φέτος οι εκδόσεις Καστανιώτη δεν θα έδρεπαν πάλι το βραβείο έστω και ας μην ήταν ευπώλητο το βιβλιαράκι του καλού συγγραφέως Μήτσου;

Πάντως, για να έχετε πλήρη άποψη περι των βραβείων , παραθέτουμε τη σύνθεση της επιτροπής:Η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας αποτελείται από τους Μαστροδημήτρη Παναγιώτη, πρόεδρο, ομότιμο καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κοπιδάκη Μιχάλη, αντιπρόεδρο, καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ανδρειωμένο Γεώργιο, αναπληρωτή καθηγητή Νεοελληνικής Γραμματείας του Ιονίου Πανεπιστημίου, Λαμπρέλλη Δημήτριο, συγγραφέα-λογοτέχνη, καθηγητή Φιλοσοφίας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Μπουρναζάκη Κώστα, συγγραφέα, Καπάνταη Ισμήνη, συγγραφέα, Σοφιανό Κώστα, κριτικό Λογοτεχνίας, ποιητή, Κέζα Λώρη, κριτικό βιβλίου, Χαρίκλεια Γεωργίου - Δημακοπούλου, κριτικό βιβλίου, δημοσιογράφο.

Και για επίλογο έχω να πώ ότι είναι απόλυτα ανήθικο και επιβλαβές να προσκαλούνται στις επιτροπές κρίσης βιβλίων δημοσιογράφοι ή ποιητές και πεζογράφοι, που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του ενός ή του άλλου συγκροτήματος ή εκδοτικού οίκου. Είναι λυπηρό να πιστεύουν οι διαπλεκόμενοι πως μας κοροϊδεύουν κατάφωρα και επιδεικτικά.

Το Κατοικίδιο

ΥΓ। Τώρα μου επεσήμαναν πως για να βουλώσουν και το στόμα του εκδότη κ Θανάση Ψυχογιού, έδωσαν μισιακό βραβείο παιδικού βιβλίου στο "Αγαπώ μια γάτα, εντάξει;" του Αντώνη Δελώνη (Εκδόσεις Ψυχογιός) Ελεος με τα μαγειρέματα!

Saturday, December 1, 2007

Η διάτρητη λίστα του ΕΚΕΒΙ

Θέμα ηθικής και δεοντολογίας μπαίνει με την αλλαγή πλεύσης του ΕΚΕΒΙ σε σχέση με τα βραβεία των αναγνωστών. Μέχρι πέρισι στη λίστα έμπαιναν τα ευπώλητα ελληνικά μυθιστορήματα, σύμφωνα με τους καταλόγους των βιβλιοπωλείων και των εφημερίδων. Ξαφνικά , φέτος ορίσθηκε μια επιτροπή κριτικών, οι οποίοι ψήφισαν τους δικούς τους εκλεκτούς.

Το θέμα ήγειραν καποιοι αναγνώστες του μπλόγκ , γι αυτό το ανακινώ. Προπάντων με εξέπληξε η επιστολή του εκδότη κ. Θάνου Ψυχογιού, ο οποίος δεν φείδεται κριτικής έναντι της παρεούλας του βιβλίου.

Παραθέτω την επιστολή αυτούσια , καθώς και κάποια σχόλια του κ. Ντίνου Σιώτη, εκδότη του περιοδικού Δέκατα σχετικά με τα κατευθυνόμενα βραβεία του ΕΚΕΒΙ και τον πρόεδρό του Δημήτρη Νόλλα:

«Δεν έχει ακούσει τίποτε για τα μαγειρέματα του Βραβείου των Ακροατών του ΣΚΑΙ που πατρονάρει το ΕΚΕΒΙ του; Δεν έχει ακούσει τίποτε για τα τηλεφωνήματα που ικέτευε συγγραφέας να γίνουν ομαδικά απο υπαλλήλους του ΕΚΕΒΙ, ενοχλώντας τους ακόμη και στα σπίτια τους , να στείλουν SMS ψηφίζοντας το βιβλίο της; Αυτά είναι μαγειρέματα, αυτές είναι κάστες, αυτοί είναι κύκλοι. Κάποιος πρέπει να συμμαζέψει τον επιδοτούμενο πρόεδρο του ΕΚΕΒΙ που είναι λαλίστατος ως προς τις ανοησίες που εκτοξεύει αλλά δεν μπορεί να δεί πέρα απο τη μύτη του.»
Ντίνος Σιώτης


Κύριοι,

Πληροφορηθήκαμε την αναγγελία του Διαγωνισμού για το Βραβείο Αναγνωστών που για τρίτη χρονιά διοργανώνεται από το ΕΚΕΒΙ, φέτος σε συνεργασία με την ΕΡΤ.

Με μεγάλη λύπη, έκπληξη αλλά και αγανάκτηση διαπιστώσαμε μια αλλαγή στη διαδικασία διενέργειας του διαγωνισμού που, κατά τη γνώμη μας, έπαψε πλέον να ανταποκρίνεται στον τίτλο του: ότι από τη βραχεία λίστα έχουν εξαιρεθεί βιβλία που για μήνες συμπεριλαμβάνονταν στις λίστες των ευπωλήτων μεγάλων και έγκριτων εφημερίδων. Όπως είναι γνωστό, οι λίστες αυτές προκύπτουν κάθε εβδομάδα από τα στοιχεία που δίνουν τα βιβλιοπωλεία όλης της χώρας.

Εφόσον το βραβείο του ΕΚΕΒΙ ονομάζεται ακόμη «Βραβείο Αναγνωστών» διερωτόμαστε:
1. Με ποιο σκεπτικό δε συμπεριλαμβάνονται αυτά τα βιβλία;
2. Γιατί δεν υπάρχει μακρά λίστα των βιβλίων, όπως σε όλους τους διεθνείς διαγωνισμούς, για παράδειγμα στο Βραβείο Booker όπου οι υποψηφιότητες (entries) ήταν 110 εκ των οποίων βγήκε η μακρά λίστα (longlist) που αριθμούσε 13 τίτλους και στη συνέχεια η βραχεία (shortlist) που αριθμούσε 6 τίτλους ή το Βραβείο IMPAC όπου η μακρά λίστα αριθμούσε 137 τίτλους κλπ);
3. Για ποιο λόγο δεν προτάθηκαν οι τίτλοι και από τα βιβλιοπωλεία, όπως τα προηγούμενα έτη;
4. Ποιοι θεωρούνται καταλληλότεροι να προτείνουν τα βιβλία που θα διεκδικήσουν το Βραβείο Αναγνωστών: τα βιβλιοπωλεία που γνωρίζουν τις πωλήσεις των βιβλίων και τις προτιμήσεις των αναγνωστών, καθώς έχουν άμεση επαφή με το βιβλιόφιλο κοινό ή τέσσερις βιβλιοκριτικοί;

Αν το ΕΚΕΒΙ θεωρεί ότι ο σωστότερος τρόπος δημιουργίας της βραχείας λίστας είναι οι προτάσεις των βιβλιοκριτικών και ο αποκλεισμός των βιβλιοπωλείων από την όλη διαδικασία, μάλλον θα πρέπει να ονομάσει κάπως αλλιώς το βραβείο και όχι Αναγνωστών. Το γεγονός ότι αποκλείει βιβλία που οι λίστες των ευπωλήτων αποδεικνύουν ότι έχουν αγαπηθεί από το ευρύ αναγνωστικό κοινό ζητώντας ταυτόχρονα από το ίδιο κοινό να ψηφίσει το «αγαπημένο» του βιβλίο ανάμεσα σε 10 μόνο τίτλους, δείχνει έλλειψη σεβασμού αν όχι σκοπιμότητα.

Παρακαλούμε, λοιπόν, να μας κοινοποιήσετε τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία επιλέχθηκαν τα βιβλία της λίστας καθώς και για ποιο λόγο φέτος, αλλοιώνετε την ταυτότητα του Βραβείο Αναγνωστών εγκαινιάζοντας κάποιο άλλο χωρίς ξεκάθαρη ταυτότητα. Επίσης, θα θέλαμε να μάθουμε για ποιο λόγο καλείτε τους αναγνώστες να ψηφίσουν, όταν εξαρχής περιορίζετε τις επιλογές τους και τους κατευθύνετε. Η φετινή σας πολιτική θα μπορούσε να παρερμηνευθεί ως ένας νέος τρόπος έμμεσης διαφήμισης και υποστήριξης συγκεκριμένων εκδοτών, συγγραφέων και τίτλων που οι βιβλιοκριτικοί επιθυμούν να προωθήσουν. Ζητάμε την αναθεώρηση της βραχείας λίστας, καθώς και τον επαναπροσδιορισμό της διαδικασίας επιλογής των τίτλων σύμφωνα με την αρχική ταυτότητα του θεσμού αλλά και την ονομασία του βραβείου.

Με εκτίμηση,

Θάνος Ψυχογιός
Δ/νων Σύμβουλος
Εκδόσεις Ψυχογιός

Tuesday, November 27, 2007

Ο άνθρωπος του λεωφορείου

Σάββατο, 19 Μάϊος 2007
Ανεμοπορία ανάμεσα στην τέχνη & τη ζωή
Παρουσιάζουμε σήμερα απο το νεανικό –φοιτητικό http://foitorio.blogspot.com/2007/05/blog-post_19.html- βιβλιόφιλο μπλόγκ Φοιτώριο μια κριτική για το βιβλίο του Στρατή Πασχάλη « Ο άνθρωπος του λεωφορείου» (εκδόσεις Μεταίχμιο)
Στρατής Πασχάλης, Ο άνθρωπος του λεωφορείου।ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΣΙΝΑΦΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΞΙΩΜΕΝΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΘΗΝΑ, ΕΝΑΣ ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ ΒΙΩΝΕΙ ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΗ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΩΣΤΟΣΟ Ο ΙΔΙΟΣ ΑΝΗΚΕΙ।Το συναπάντημα με το άγνωστο"Τι να σήμαινε όλο αυτό, τι θέση να παίρνει μέσα στην ιστορία της ζωής μου, έχει άραγε σημασία και λόγο ύπαρξης ως γεγονός, όπως και τόσες άλλες αποσπασματικές εμπειρίες αδιέξοδες, εμβόλιμες μέσα στο μονότονο ρεύμα της περιδιάβασής σε αυτό τον κόσμο, εμπειρίες που αν τις ενώσεις φτιάχνουν μια δεύτερη ζωή, ένα παράλληλο ανεπίσημο σενάριο, πλάι στο επίσημο, σενάριο;" (σ. 51)Ο καταξιωμένος ποιητής Στρατής Πασχάλης στο πρώτο του μυθιστόρημα, Ο άνθρωπος του λεωφορείου, επιθυμεί να μας παρουσιάσει το παράλληλο, κρυφό, εσωτερικό σενάριο της ζωής του κεντρικού ήρωα, ενός σαρανταπεντάχρονου λογοτέχνη από τη Μυτιλήνη (από όπου και ο ίδιος ο συγγραφέας). Ο αισθαντικός, ανασφαλής, άτολμος και μονήρης πρωταγωνιστής βυθίζεται στις σκέψεις του, αιωρείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Παρακολουθούμε την πορεία του στην Αθήνα, όπου δοκιμάζει την τύχη του στην εγχώρια καλλιτεχνική συντεχνία, αλλά και στην Ευρώπη, όπου πηγαίνει, για να ξεφύγει ή για να εκπροσωπήσει τη χώρα του σε συναντήσεις λογοτεχνών.


Το τυχαίο συναπάντημα του ήρωα με το «σκοτεινό βλέμμα» ενός επιβάτη λεωφορείου, ενός «κοινότατου άνθρωπου της καθημερινότητας», προκαλεί μέσα του μια τεράστια αλλαγή. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τη θέση του σε αυτόν μεταβάλλεται. Από εκείνη τη στιγμή βιώνει αλλεπάλληλες μυστικιστικές εμπειρίες, έρχεται σε επαφή με τον Άλλο του εαυτό. Η ικανότητά του να ερμηνεύει την πραγματικότητα διά του ορθού λόγου εξασθενεί. Πέρα από την εξωτερική πραγματικότητα, υπάρχει μια άλλη εσωτερική, δυσθεώρητη, αλλά ανιχνεύσιμη από ένα ευαίσθητο ον, όπως ο καλλιτέχνης. Αναζητά πλέον την αλήθεια της ύπαρξης στο περιθώριο, στο ανεξήγητο και τυχαίο, στο ερμαφρόδιτο και αντισυμβατικό, στο μεταίχμιο του πρόδηλου και του αφανούς. Στην αρχή εξάλλου του έργου παρατίθεται ένα απόσπασμα από την Έρημη Χώρα του Έλιοτ· πορεύεται δίπλα μας ένας άγνωστος, άνδρας ή γυναίκα κανείς δεν ξέρει. Δύο μόνο βεβαιότητες υπάρχουν: η υπόσταση του άγνωστου και ότι κι αυτός ανεμοπορεί αόρατος, κουκουλωμένος σε έναν καφέ μανδύα.
Στον Άνθρωπο του λεωφορείου εντυπωσιάζει η φαντασία και η δεξιοτεχνία του συγγραφέα στην απόδοση της περιπλάνησης του ήρωα στους ημιφωτισμένους διαδρόμους της σκέψης, στις αλλόκοτες, ενορατικές εμπειρίες του και στα υποβλητικά βραδινά σκηνικά, όπου εξελίσσεται η δράση. Το τρίτο μάτι του ήρωα ανακαλύπτει παντού μια κρυμμένη αλήθεια. Συναντήσεις με το άγνωστο, οι οποίες γίνονται το αντικείμενο της λογοτεχνικής του δημιουργίας και εγκιβωτίζονται στην αφήγηση (ο Αλλοπρόσαλλος-ζητιάνος, η Κοντέσα Παράνοια, ο LIMBO, ένας «διφορούμενος μάγος», που αποκαλύπτει την ιστορία ζωής του ίδιου και του δίδυμου αδερφού του κ.ά.).
Τα διακειμενικά νήματα του έργου καταλήγουν σε ένα ευρύ φάσμα τεχνών –τη μουσική, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο– και εμφορούνται από το κλίμα της εσωτερικότητας, αλλά και του εσωτερισμού, της ρομαντικής και συμβολιστικής αισθητικής. Ανάγονται επιπλέον στο ανανεωμένο ενδιαφέρον της εποχής μας (New Age) για θεωρήσεις με αποκρυφιστικό προσανατολισμό όσον αφορά τη ζωή και τον άνθρωπο. Μερικά είναι πρόδηλα, όπως οι μουσικές του Μπαχ και του Μέντελσον, «το χιονάτο ρομαντικό κλίμα» της παπαδιαμαντικής διηγηματογραφίας, οι ερεβώδεις ήρωες της Μπροντέ ή του Σαίξπηρ, ο Χαμένος Παράδεισος του Μίλτον, ο Μποντλέρ, ο Ουάιλντ, οι μυστικοί της Ορθοδοξίας. Άλλα πάλι είναι συγκαλυμμένα, όπως η ιστορία του LIMBO, που ανακαλεί τους κινηματογραφικούς δίδυμους των Διχασμένων του Κρόνεμπεργκ, η ειρωνική προσέγγιση του σιναφιού των αλγολάγνων λογίων, που θυμίζει το κύκνειο άσμα του Μπουλγκάκωφ Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα, για να αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Οι διάσπαρτες παραπομπές σε συγγενικά σύμπαντα άλλων δημιουργών συντελούν στο στήσιμο της μυστικιστικής ατμόσφαιρας του έργου. Ο συγγραφέας φαίνεται ότι τα έχει μελετήσει διεξοδικά –στο ενεργητικό του έχει μεταφράσεις τραγωδιών του Ρακίνα, ποιημάτων του Ρεμπώ, έργων του Σαίξπηρ και των Ρομαντικών του Edmond Rostand. Έχει επίσης συνθέσει μια ανθολογία με τα Σκοτεινά Παραμύθια του Παπαδιαμάντη, και ετοιμάζει μια νέα με αντικείμενο το πεζό ποίημα από τον Μπλαίηκ έως τον Ελύτη.Ένας αλαφροΐσκιωτος μοιρολάτρης του 21ου αιώναΟι φράσεις-κλειδιά του έργου ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΖΕΙ Ο,ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΘΕΛΕΙ. ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΛΑΣΗ ή ΟΤΑΝ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ, ΚΟΙΜΟΜΑΣΤΕ, ΚΙ ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ, ΕΧΕΙ ΧΑΘΕΙ συμπυκνώνουν την κριτική ματιά του πρωταγωνιστή απέναντι στις συμβάσεις που παρατηρεί γύρω του και μέσα του. Η αντισυμβατική ωστόσο θεώρηση, η ανάδειξη της διαφορετικότητας (κοινωνικής, οικονομικής, ερωτικής) συνοδοιπορεί με την υποταγή στις υπαγορεύσεις του πεπρωμένου, την εγκαρτέρηση και τη γαλήνη· διακριτικά γνωρίσματα της στάσης του ήρωα. Η πολυπληθής πρωτομαγιάτικη διαδήλωση στο Λονδίνο τον πανικοβάλει, μοιάζει με «μια θάλασσα από μυρμήγκια», ένα «τέρας» που θέλει να τον καταπιεί. Ύστερα από μια συνάντηση με ομοτέχνους του, βυθίζεται ανακουφισμένος στον καναπέ του, χρησιμοποιώντας μια ενδιαφέρουσα παρομοίωση· νιώθει σαν να εναποθέτει το είναι του σε κάτι ακλόνητο, σαν να κάθεται «στα πόδια του Παντεπόπτη θεού».
Όσο εξελίσσεται η αφήγηση, κάτι χάνεται από την αρχική έλξη για το μυστηριώδες κενό ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, στο πλήθος των αντιθέσεων που παρακολουθεί ο αναγνώστης και αποκαλύπτουν την υποκρισία που ταλανίζει τους ήρωες. Η τάση του πρωταγωνιστή να λειτουργεί με το ένστικτο, η κλίση του να «βλέπει» παντού συνομωσίες, λέσχες αποκρυφιστών, παράδοξα σχήματα, αναζητώντας διαρκώς τη Συνάντηση με τον Άλλο ή την Αποκάλυψη της αλήθειας, χάνει την δυναμική της. Το τέχνασμα της αρχικής ενορατικής εμπειρίας επαναλαμβάνεται τρις. Σαν να καταφεύγει ο συγγραφέας σε αυτό κάθε φορά που κινητοποιεί έναν νέο αφηγηματικό κύκλο.Το σινάφιΣυνολικά ο Πασχάλης ανατέμνει με ειρωνεία το καλλιτεχνικό σινάφι. Η τέχνη φαντάζει στον ήρωα μυστηριακή και θανατολάγνα. Οι καλλιτέχνες παρομοιάζονται με μέλη «υπεροπτικής αίρεσης», μοιάζουν με «Πνευματιστές-βρικόλακες», που αρέσκονται να θυσιάζουν «ταλαντούχους νέους», όπως ο ήρωας. Δύο άνδρες, ο δεσποτικός Μαρκήσιος Ιν Εξέλσις και ο ποιητής Στέφανος με «την όψη έκπτωτου αγγέλου» κινούν τα νήματα της αθηναϊκής καλλιτεχνικής ελίτ. Από δίπλα δύο γυναίκες· η υπομονετική Λιζέτ, με το μυστηριώδες παρελθόν, σύζυγος του Στέφανου, και η Κάτια, μία ευφυής, καταξιωμένη, αλλά «εξαρτώμενη» από τον Στέφανο, συγγραφέας. Άραγε υπάρχει αντιστοιχία των ηρώων με πραγματικά πρόσωπα του ελληνικού καλλιτεχνικού στερεώματος; Υποψίες δημιουργούνται. Εντούτοις μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει κατά πόσο ο συγγραφέας καταφέρνει εν τέλει να εμβαθύνει στα κακώς κείμενα που απεικονίζει ή υπαινίσσεται, κριτικάροντας τα ήθη του σιναφιού.
Ο Στέφανος και ο λόγιος Μαρκήσιος Ιν Εξέλσις είναι οι τύποι που φθονεί και συνάμα θαυμάζει ο ήρωας. Ο πρώτος έχει το βασικό χαρακτηριστικό του Άλλου στο εναρκτήριο απόσπασμα του Έλιοτ: «Τον γοητεύει η αντίθεση και του αρέσει η ακροβασία». Ο δεύτερος, που «θα μπορούσε να είναι γκέι», όπως σημειώνει ο αφηγητής, ανακαλεί την άφυλη φύση του Άλλου. Και ο ήρωας, που αρέσκεται να σχοινοβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, παραδέχεται ότι κάτι έχει «κολλήσει από τις συνήθειές τους».
Όταν ο Μπουλγκάκωφ, τη δεκαετία του 1930, συνέθεσε τον Μαιτρ και τη Μαργαρίτα, αποδοκιμάζοντας τους καλλιτεχνικούς κύκλους της σταλινικής Μόσχας, ήταν πλέον στο περιθώριο. Απογοητευμένος, απείχε από θέσεις, αξιώσεις και βραβεία. Το κύκνειο άσμα του εκδόθηκε και κέρδισε το ενδιαφέρον τού κοινού στη δεκαετία πλέον του 1960. Ο Στρατής Πασχάλης στις αρχές του 21ου αιώνα εκδίδει τον Άνθρωπο του λεωφορείου αμέσως μετά την εξάχρονη σχεδόν επεξεργασία του (Φθινόπωρο 1999-Άνοιξη 2006), παρουσιάζοντας τις αποσπασματικές εσωτερικές εμπειρίες του ήρωα –πολίτη μιας «παγκόσμιας επαρχίας». Και στα δυο μυθιστορήματα κυριαρχεί η παιγνιώδης και ευρηματική διαφυγή στον κόσμο της φαντασίας και του μυστηρίου που προσωποποιείται στην ύπαρξη μιας σατανικής φυσιογνωμίας. Ο Σατανάς στο μυθιστόρημα του Μπουλγκάκωφ φθάνει στη Μόσχα, συναντά ρώσους διανοούμενους και τους ξεσκεπάζει. Ο Στέφανος στο μυθιστόρημα του Πασχάλη είναι ένας διαβολικός ιεροφάντης, ο οποίος κινεί τους λόγιους-μαριονέτες που τον περιτριγυρίζουν. Είναι και η πηγή, από όπου εκπορεύεται το βρώμικο παιχνίδι της συντεχνίας. Ο άτολμος επαρχιώτης ήρωας είναι αντίθετα αυτός που τους ξεμπροστιάζει, αν και ο ίδιος συμμετέχει ταυτόχρονα στο παιχνίδι της καλλιτεχνικής ελίτ. Ίσως αυτή η αντίφαση να παραμένει μέχρι το τέλος το θέλγητρο του βιβλίου· η ανάγκη ενός φτασμένου, να καταθέσει την αλήθεια του (όσο παράδοξη και αν είναι, όσο αλλόκοτη και αν φαντάζει), να αναδιπλωθεί, να δει από απόσταση τις δαιδαλώδεις ατραπούς στις οποίες κινείται (πρόδηλες και εσωτερικές), να αναμοχλεύσει καταστάσεις που γνώρισε στην προσπάθειά του να μπει στο σινάφι και βιώνει, όντας πλέον μέρος του. Να παραμείνει εν ολίγοις σε εγρήγορση.

Tuesday, November 13, 2007

Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου

του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
Εφημερίδα Ριζοσπάστης
Κριτική της Δώρας Μόσχου

Ο Μάης του 1963 είναι σημαντικός για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία: Στις 22 του μήνα, στη Θεσσαλονίκη, από έναν εσμό παρακρατικών που είχαν στενότατες διασυνδέσεις με τους πιο επίσημους μηχανισμούς του ελληνικού μετεμφυλιακού κράτους (χωροφυλακή και στρατό), αλλά και με τις ξένες μυστικές υπηρεσίες, δολοφονείται ο βουλευτής της ΕΔΑ και στέλεχος του φιλειρηνικού κινήματος, Γρηγόρης Λαμπράκης.
Τη λογοτεχνική αποτύπωση αυτής της δολοφονίας έχουμε γνωρίσει μέσα από το βιβλίο «Ζ», του Βασίλη Βασιλικού. Το 2006, ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης έδωσε, μέσα από τις εκδόσεις «Κέδρος», τη δική του λογοτεχνική ματιά στο μυθιστόρημά του «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου». Ο συγγραφέας περιγράφει όσα συνέβησαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης λίγες μέρες πριν τη δολοφονία Λαμπράκη όχι ακριβώς όπως έγιναν, αλλά όπως θα μπορούσαν να έχουν γίνει. Δεν εννοούμε με αυτό ότι δείχνει μία εκδοχή της πραγματικότητας που δεν υπήρξε, αλλά, αντίθετα, ότι επιχειρεί μία διερεύνηση στα όσα δε γράφτηκαν ποτέ στις εφημερίδες, δεν αναδείχτηκαν ούτε μέσα από την ανακριτική διαδικασία για τη δολοφονία Λαμπράκη.
Το πραγματικό γεγονός: Οι ίδιοι παρακρατικοί που εκτέλεσαν τη δολοφονία Λαμπράκη συμμετείχαν, λίγες μέρες πριν, σε έναν άτυπο μηχανισμό περιφρούρησης του Γάλλου Προέδρου, στρατηγού Ντε Γκωλ, που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη. Πάνω σ' αυτόν τον πραγματικό καμβά, κεντά ο Σκαμπαρδώνης το μυθιστόρημά του: Οι μυστικές υπηρεσίες του ελληνικού κράτους αναλαμβάνουν, σε συνεργασία με τους παρακρατικούς, τη φρούρηση του Ντε Γκωλ: Παράλληλα, ο άτυπος υπαρχηγός των εν λόγω υπηρεσιών έχει στενές διασυνδέσεις με τον αμερικάνικο παράγοντα και την αντικομμουνιστική οργάνωση «Κόκκινη Προβιά». Ο στόχος του είναι η δολοφονία του Γάλλου ηγέτη, ώστε να επιτευχθούν ταυτόχρονα δύο στόχοι: Η διάρρηξη οποιασδήποτε δυνατότητας προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς το γαλλικό παράγοντα και η απόδοση της δολοφονίας στους κομμουνιστές και στην ΕΔΑ. Τελικά, το σχέδιο αποτυγχάνει και οι μηχανισμοί, επίσημοι και ανεπίσημοι, της αστικής τάξης και των συμμάχων της στρέφονται προς τον επόμενο στόχο τους, τον Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το μυθιστόρημα είναι βέβαια πολιτικό, αλλά οι άνθρωποι που περιγράφει ο συγγραφέας έχουν λογοτεχνικό κύρος: Είναι εκφραστές συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης και συγκεκριμένων συμφερόντων, που καθορίζουν, πέρα από σχηματοποιήσεις, και τις προσωπικές τους συμπεριφορές. Εξαιρετικές είναι οι περιγραφές των παρακρατικών: Μια πραγματική «Αυλή των Θαυμάτων», άνθρωποι ξεπεσμένοι από την ίδια τους την τάξη, που μισθώνονται στην υπηρεσία των αντιπάλων της. Ακραία φτώχεια, ακραία αποκλίνουσες συμπεριφορές, ακραία αλλοιωμένη συνείδηση: Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά ενός μικρόκοσμου, που αποτυπώνει, με το λογοτεχνικά αρτιότερο τρόπο, τις ιδιότητες που αποδίδει στο λούμπεν προλεταριάτο ο Μαρξ, στο κλασικό του έργο «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη».
Ο Σκαμπαρδώνης θέτει ορισμένους ιστορικούς και πολιτικούς προβληματισμούς: Ποια είναι τα όρια ανεξαρτησίας κίνησης του ελληνικού κρατικού μηχανισμού στη δεκαετία του '60, σε σχέση με τις επιλογές των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ; Πώς εκδηλώνεται η διαπάλη των ίδιων αυτών ιμπεριαλιστικών κέντρων στο ελληνικό έδαφος και στην ελληνική πολιτική ζωή; Τι συμβαίνει μέσα στο ίδιο το ελληνικό λαϊκό κίνημα; Πώς εκφράζεται η σχέση του παράνομου - την εποχή εκείνη - ΚΚΕ, με την ΕΔΑ, μέσα από τις γραμμές της οποίας δρουν οι κομμουνιστές; Οσον αφορά αυτήν την τελευταία διάσταση, βλέπουμε εντελώς κριτικά την τοποθέτηση του συγγραφέα, που δεν αποδέχεται την όποια προσπάθεια των κομμουνιστών να διατηρήσουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους μέσα στο συμμαχικό σχήμα.
Η αισιόδοξη νότα στη γενική αδιέξοδη ατμόσφαιρα του βιβλίου έρχεται από την πιο απροσδόκητη πλευρά. Η γυναίκα του διοικητή της ΚΥΠ, κόρη παλιού Μακρονησιώτη, που προχώρησε στο συγκεκριμένο γάμο μετά από πίεση της μάνας της, για να γλιτώσει από τη φτώχεια, μετά από μια μακρόχρονη περιπλάνηση σε σαθρές προσωπικές επιλογές, κάνει μια προσπάθεια να ξαναβρεί την αξιοπρέπειά της, μελετώντας ένα ...βιβλίο Γεωμετρίας: Το βιβλίο που της έκανε δώρο ο πατέρας της σαν έκφραση της επιθυμίας του να σπουδάσει... Να υποθέσουμε ότι αυτό είναι ένα βήμα προς την επανάκτηση μιας λαϊκής αγωνιστικής συνείδησης;
Εν τέλει, ένα βιβλίο που ο αναγνώστης θα πρέπει να δει με κριτικό μάτι, αλλά που, από την άλλη πλευρά, αξίζει να διαβάσει, να απολαύσει την αναμφισβήτητη δύναμη γραφής του Σκαμπαρδώνη και να στοχαστεί πάνω στα πολιτικά ζητήματα που θέτει.

Sunday, November 4, 2007

ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

---
Το μυθιστόρημα ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ του Αντώνη Σιμιτζή κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Άγκυρα").

Ιδού και το ρεζουμέ του: Η ζωή είναι περισσότερο από ένα μεγάλο θέατρο, από μια μεγάλη περιπέτεια, είναι ακόμη πιο πολύ κι από ένα συνταρακτικό ταξίδι, ή ένα μαγευτικό όνειρο! Η ζωή είναι μια συντριπτική συνέχεια! Είναι ένα φοβερό Πριν, ένα μοναδικό Τώρα, και ένα απλησίαστο Αύριο... Η ζωή είναι τα πάντα!

Ο ήρωας Φρίξος -ένας απαράδεκτα συναισθηματικός και απαράδεκτα πρωτότυπος άνθρωπος- το πιστεύει, το διαλαλεί!, κοιτάζοντας κατάματα τις ανελεύθερες, φθαρμένες και περιχαρακωμένες προσωπικότητες του καιρού του, και το πραγματώνει κάθε μέρα συμπαρασύροντας στον κόσμο του και όλον τον άλλο κόσμο μαζί.

Ποιος θ' αντέξει έως το τέλος για ν' αλλάξει την ουσία του; Αυτό είναι το επιτακτικό στοίχημα...

Ο Σιμιτζής έχει γράψει ουκ ολίγα βιβλία. Απλώς αναφέρω, εκτός από τον μοναδικό Καπιταλιστή του, και τα Αν αγαπάς, Φύλαξέ μου τις παλιές φωτογραφίες, Ο Θεός αγαπάει τις γυναίκες ("Άγκυρα").

Thursday, October 25, 2007

Δε θα ξαναρωτήσω το μπαμπά

Φρυκτωρίες
Θέμα Βιβλία - κριτική

Κυριακή Φραντζή

Το βιβλίο της Αγγελικής Στρατηγοπούλου «Δε θα ξαναρωτήσω το μπαμπά» κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 2006 από τις εκδόσεις Μελάνι। Η συγγραφέας ζει στην Αθήνα και είναι Υπεύθυνη Ανάπτυξης στη Στοά του Βιβλίου. Το απόσπασμα που δημοσιεύεται με ευγενική παραχώρησή της, χρησιμοποιείται ως υλικό για τη διδάσκουσα για το θέμα της μετανάστευσης ως εκτοπισμού/αυτοεκτοπισμού εντός και εκτός εθνικών και άλλων συνόρων.

Τα κομμάτια μου βρίσκονται παντού। Διάσπαρτα σα φήμες. Συχνά τα συγκεντρώνω για να τα συμβουλέψω. Μετά τα αφήνω να φύγουν πάλι. Μερικές φορές κάποια έρχονται μόνα τους. Λέω αυτά είναι της Ελλάδας. Ήρθαν για να μείνουν. Και φεύγω εγώ.Κάποτε καιγόμουνα τέλεια. Είχα μάθει να καίγομαι χωρίς κατάλοιπα. Δεν άφηνα ίχνη. Δεν λέρωνα την Ελλάδα. Την άφηνα καθαρή να κάνει ό,τι θέλει. Η φωνή μου καιγόταν κι αυτή και δε μιλούσε καμιά γλώσσα. Ούτε καν εκείνη που καταλάβαινα μόνο εγώ. Aλλοι δεν καίγονταν. Βρόμιζαν τα νερά ξεδιψώντας και έτρωγαν τα αποφάγια που τους πέταγαν. Η Ελλάδα ξεχνούσε κι αυτούς που καίγονταν κι αυτούς που λέρωναν. Θυμόταν μόνο χρονολογίες και ονόματα χωρίς επίθετα που επαναλάμβανε αδιάκοπα στα γεράματά της. Σκέφτομαι πως αν γεράσω, μπορεί κι εγώ να επαναλαμβάνω αδιάκοπα το όνομά της, χωρίς επίθετο. Όμως τώρα πρέπει να την ξυπνήσω. Φτάνει η ησυχία! Να την ξυπνήσω με τσιριχτές φωνές και μαχαιροπήρουνα να κροταλίζουν στο νεροχύτη. Και το νερό να τρέχει. Μόνο για μένα. Να τρέχει και να ξεχειλίζω.

Όσο για τα κομμάτια μου που βρίσκονται σκόρπια εδώ κι εκεί, αυτά δεν ανήκουν πουθενά। Αν το μάθει η Ελλάδα μπορεί να μου τα πάρει και δε θέλω. Μπορεί να τα κάνει χρονολογίες ή να τα βάλει να κλαίνε σε επιτάφιους. Μπορεί ακόμα να τα στείλει να πολεμήσουν στην Περσία, έτσι που τα'χει χαμένα. Όμως είμαι η μάνα τους και έχω τον έλεγχο. Είμαι η μάνα τους και στην Ελλάδα θα τα στέλνω μόνο τα καλοκαίρια. Για λίγο. Για να μην είναι ορφανά.

8 Μαρτίου 2007

Wednesday, October 17, 2007

Οι αγαπημένοι σας βιβλιοκριτικοί!

Για να κρατούμε σε εγρήγορση το βιβλιόφιλο κοινό μας, αποφασίσαμε να αναρτήσουμε μια ψηφοφορία για τον καλύτερο κριτικό ελληνικής λογοτεχνίας.

Στον κατάλογό μας επιλέξαμε τους κριτικούς (και όχι αυτούς που παρουσιάζουν βιβλία), γι’ αυτό μην παραξενευτείτε που δεν περιλαμβάνονται κάποια μεγάλα ονόματα της βιβλιαγοράς.

Παραλείψαμε τους κριτικούς της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, καθότι το μπλόγκ μας ασχολείται κυρίως με την ελληνική πρωτογενή παραγωγή. Ανάμεσά τους υπάρχουν και ορισμένοι που ασχολούνται αμιγώς με την κριτική της ποίησης.

Ψηφίστε, στην αριστερή στήλη, τον αγαπημένο σας βιβλιοκριτικό:

Αλέξης Ζήρας
Ελένη Γκίκα
Κατερίνα Σχινά
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Δημοσθένης Κούρτοβικ
Μάρη Θεοδοσοπούλου
Γιώργος Βέης
Βασίλης Καλαμάρας
Λίνα Πανταλέων
Τάκης Θεοδωρόπουλος
Τιτίκα Δημητρούλια
Πέτρος Τατσόπουλος
Χρήστος Αστερίου
Γιώργος Αράγης
Κώστας Κατσουλάρης
Ελισάβετ Κοτζιά
Δημήτρης Ραυτόπουλος
Γιώργος Κορδομενίδης
Σταυρούλα Σκαλίδη
Αναστάσης Βιστωνίτης

Saturday, October 13, 2007

Τα τόπ πέντε βιβλιοφιλικά μπλόγκς στην ψηφοφορία μας!

Οπως σας είχαμε υποσχεθεί η ψηφοφορία για τα δημοφιλέστερα βιλιοφιλικά μπλόγκς έληξε και σάς παρουσιάζουμε σήμερα τα πέντε πρώτα, τα οποία θα παραμείνουν ανηρτημένα μέχρι το τέλος του έτους।

Πρώτο ήρθε το μπλόγκ του Βιβλιοφάγου, ο οποίος παρουσιάζει αραιά αλλά εμπεριστατωμένα κυρίως ελληνικά βιβλία που διαβάζει χωρίς να αναμιγνύει στο μπλόγκ του άλλα είδη τέχνης.
Δεύτερο ήρθε το μπλόγκ της Αλεφ (Ελένης Γκίκα) και του Μόχα। Πρόκειται για ένα ιστολόγιο, όπου η έγκριτη βιβλιοκριτικός Ελένη Γκίκα παρουσιάζει βιβλία (κυρίως μεταφρασμένα) με ένα μοναδικό τρόπο. Τα συνοδευτικά τραγούδια και βιντεοκλιπάκια του Μόχα ντύνουν ακουστικά και οπτικά τα ωραία κείμενα της Αλεφ. Υπάρχει διάλογος και τρομερή ζωντάνια σ’ αυτό το μπλόγκ.

Τρίτο ήρθε το μπλόγκ της Εαρινής Συμφωνίας (Αγγελικής Κώττη) η οποία ασχολείται μόνο με αγαπημένους της -κυρίως - ποιητές δίνοντας έμφαση στο Γιάννη Ρίτσο। Πρόκειται για ένα προσωπικό ημερολόγιο γύρω απο την κλασική ελληνική και ξένη ποίηση.

Το Ποέμα είναι το μπλόγκ του ποιητή και δημοσιογράφου Βασίλη Ρούβαλη, ο οποίος ασχολείται περισσότερο με την κατάθεση προσωπικών εμπειριών παρά με την ανάλυση ή παρουσίαση βιβλίων। Παράλληλα το μπλόγκ του είναι συνδεδεμένο με την ιστοσελίδα της Ποέμα , όπου ο Ρούβαλης και οι συνεργάτες του επιχειρούν αξιόλογες παρουσιάσεις ελληνικής και μεταφρασμένης στα ελληνικά ποίησης.

Πέμπτη στην ψηφοφορία ήρθε η Αννα, η Ερωτευμένη Με Τα Βιβλία। Είναι η πιό αυθεντική βιβλιόφιλη μπλόγκερ, γιατί είναι παθιασμένη με το διάβασμα και δεν έχει καμία επαγγελματική σχέση με τις εκδόσεις.

Και τα πέντε βιβλιόφιλα ιστολόγια- καθένα με την ιδιαιτερότητά του- συνεισφέρουν στην υπόθεση της βιβλιοφιλίας με ένα απροσποίητο και καθαρό τρόπο.

Σύντομα θα αρχίσει μια νέα ψηφοφορία στο μπλόγκ μας, που πιστεύουμε πως θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για όλους τους βιβλόφιλους μπλόγκερς.

Αναλυτικά η ψηφοφορία έφερε τα κάτωθι αποτελέσματα:

Βιβλιοφάγος 185
Αλεφ Μόχα 142
Εαρινή Συμφωνία 95
Ποέμα –Ρούβαλης 64
Αννα Ερωτευμένη με βιβλία 40


Κατοικίδιο

Saturday, October 6, 2007

Καταδολίευση του Πρόδρομου Μάρκογλου


Απο την εφημερίδα Καθημερινή

Η Καβάλα στις μυλόπετρες της αγοράς Μια κοινωνική τοιχογραφία της πόλης του ’60 την εποχή της κρίσης των καπνών

Του Γιωργου Κορδομενιδη*

Πρόδρομος Χ। Μάρκογλου

Καταδολίευση
εκδ। Κέδρος -σελ.157

Στην περίπτωση του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου (γενν. Καβάλα, 1935) επιβεβαιώνεται η άποψη ότι κάθε συγγραφέας, όσα βιβλία κι αν γράψει στη ζωή του, ουσιαστικά γράφει ένα και μοναδικό βιβλίο. Είτε επιλέγει την αφαιρετική γλώσσα της ποίησης είτε τη σχετική άνεση που παρέχει η πεζογραφία, από την πρώτη του ποιητική συλλογή «Εγκλειστοι» (1962) μέχρι το πρόσφατο μυθιστόρημά του «Καταδολίευση», αναφέρεται, κατά περίπτωση από διαφορετική οπτική, στη στενών οριζόντων ασφυκτική ζωή της ελληνικής επαρχίας πριν από μισό αιώνα, με τα συλλογικά οράματα, τα ατομικά όνειρα, τις διαψεύσεις των κοινωνικών και των προσωπικών προσδοκιών.
Μάλιστα, ο Μάρκογλου κάνει κάτι ακόμη πιο σαφές: τρία χρόνια μετά την έκδοση των «Σπαραγμάτων» (1997, κρατικό βραβείο διηγήματος 1998) αρχίζει να γράφει τη συνέχειά τους, το μυθιστόρημα «Καταδολίευση», που όμως βγήκε μόλις στα τέλη του 2006. Η δράση εκτυλίσσεται στην ίδια σχεδόν περίοδο, αρχές δεκαετίας του 1960, μια μεταιχμιακή εποχή για την πόλη, όταν οι νέες τεχνολογίες στην επεξεργασία του καπνού και –κυρίως– η προσθήκη του φίλτρου στα τσιγάρα αλλά και η στροφή των ξένων καπνοβιομηχανιών προς ποικιλίες που καλλιεργούνταν στην τότε Ανατολική Ευρώπη, προκάλεσαν δεινό πλήγμα στην οικονομική ζωή της Καβάλας και η πρώην εργατούπολη μετατράπηκε ραγδαία σε αστικό πρώτα, διοικητικό - μεταπρατικό κέντρο επειτα, που ωθούσε το εργατικό δυναμικό της στη μετανάστευση.

Η άρχουσα τάξη
Αυτή τη φορά ο συγγραφέας, προκειμένου να μιλήσει για το πώς συντρίβονται οι ζωές των ανθρώπων στις μυλόπετρες των νόμων της αγοράς, του αθέμιτου και αλόγιστου ανταγωνισμού και του αχαλίνωτου πλουτισμού, αλλάζει οπτική γωνία και επιλέγει αφηγηματικούς ήρωες από την άρχουσα τάξη της πόλης και του καιρού εκείνου.
Στο προσκήνιο, ένας δαιμόνιος επιχειρηματίας, πρόεδρος του Συλλόγου Καπνεμπόρων, φανατικός αντικομμουνιστής, που υποδέχεται διαδοχικά τους διευθυντές αγορών μιας αμερικανικής καπνοβιομηχανίας και τους παραλήπτες καπνού μιας σοβιετικής εταιρείας. Στον χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ των δύο αυτών συνεργασιών με τους ανθρώπους των τότε «υπερδυνάμεων», μικρές φέτες από τις ζωές προσώπων που ορισμένα τα ξέρουμε ήδη από τα «Σπαράγματα» σκιαγραφούν με αδρές γραμμές το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Πρόκειται: για τον άσωτο γιο ενός παλιού καπνέμπορου και την ανύπαντρη αδελφή του στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής· για τον διευθυντή τοπικού καταστήματος τράπεζας που εκμεταλλεύεται τις δυσκολίες πελατών της τράπεζας με σκοπό να εξυπηρετήσει τοκογλυφικά και άλλα συμφέροντα· έναν μεγαλοδικηγόρο που καταφέρνει να «κρατάει τα μπόσικα» και να προφυλάσσει ποικιλοτρόπως τους πελάτες του, καθώς και τον αριβίστα και φιλόδοξο βοηθό του· μια «ατυχήσασα» τραπεζική υπάλληλο, που έχασε στη θάλασσα τον νεανικό της έρωτα κι αφέθηκε κατόπιν σε ποικίλες εξαρτήσεις και «προστασίες».
Από ιστορία σε ιστορία θίγονται και μια σειρά από άλλα θέματα: η προσφυγιά του ’22, η εξόντωση των Εβραίων της Καβάλας και η τύχη των περιουσιών τους, οι σχέσεις των καπνάδων με τους συνδικαλιστές, τα πλούσια σε τύρφη κοιτάσματα της περιοχής...
Η πολύχρονη θητεία του Μάρκογλου στην ποίηση αλλά και η συγγραφική του ιδιοσυγκρασία του εξασφαλίζουν οικονομημένη αφήγηση, χωρίς αυτονόητες λεπτομέρειες μα με αφαιρετικότητα που κινητοποιεί τη φαντασία του αναγνώστης· κι ακόμη λιτή, χαμηλόφωνη γλώσσα που υποβάλλει αλλά δεν εκμαιεύει το συναίσθημα.
Μια πεζογραφία όπως αυτή του Μάρκογλου, χωρίς άσους κρυμμένους στο μανίκι και ανατροπές, με «σχηματικές» ίσως ταξινομήσεις των ανθρώπων και των συμπεριφορών τους, θα μπορούσε εύκολα όσο και άδικα να χαρακτηριστεί παλιομοδίτικη. Αλλά είναι μια πεζογραφία ατμοσφαιρική, που αναπλάθει πειστικά έναν κόσμο δύσοσμο και παθολογικό πλην υπαρκτό.


* Ο Γιώργος Κορδομενίδης είναι εκδότης-διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Εντευκτήριο»

Sunday, September 30, 2007

Η Χαμένη αίγλη των εκθέσεων βιβλίου

Καθημερινή της Κυριακής

Της Ολγας Σελλα

Τι συμβαίνει στις εκθέσεις βιβλίου; Ποια γεγονότα δημιουργούν; Πώς παρεμβαίνουν στην πολιτιστική ζωή της πόλης; Οι απαντήσεις θα μπορούσαν να καταλάβουν πολλές γραμμές: αν συνέβαινε κάτι στις εκθέσεις βιβλίου· αν δημιουργούσαν γεγονότα· αν παρενέβαιναν στην πολιτιστική ζωή της Αθήνας। Ομως, ιδίως τα τελευταία χρόνια, οι βόλτες στις δύο, ετησίως, εκθέσεις βιβλίου, που διοργανώνουν οι δύο συνδικαλιστικοί σύλλογοι των εκδοτών θυμίζουν επιβεβλημένη επίσκεψη σε ονομαστική γιορτή συγγενούς.

Οι εκδοτικοί οίκοι (γνωστοί και άγνωστοι, ενεργοί και ανενεργοί) παραταγμένοι είτε σε παραλληλόγραμμα είτε σε κυκλικά περίπτερα, απλώνουν τους τίτλους τους, δίνοντας έμφαση στα γνωστά τους βιβλία και στα γνωστά τους ονόματα। Οι επισκέπτες ξεφυλλίζουν, ψωνίζουν και συνεχίζουν τον περίπατό τους.

Οι εκθέσεις βιβλίου στην Ελλάδα έχουν πάψει να επικοινωνούν με τις άλλες τέχνες, έχουν πάψει να εκπλήσσουν, να προκαλούν, να προτείνουν। Δεν πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο. Ισα ίσα. Στο εξωτερικό, υπάρχουν πολλές εκθέσεις βιβλίου που είναι ζωντανές, δημιουργικές, παρεμβατικές. Που συνομιλούν με τις άλλες τέχνες και παρακολουθούν τις αλλαγές στις πολιτισμικές εκφράσεις και αναζητήσεις. Στην Ελλάδα, το πλαίσιο των εκθέσεων βιβλίου έχει καθηλωθεί στην αισθητική των υπαίθριων εκδηλώσεων τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Υπάρχουν περιθώρια αλλαγής; Μπορούν να γίνουν διαφορετικές οι εκθέσεις βιβλίου; Και προς ποια κατεύθυνση; Τρεις εκδότες και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοπωλών παίρνουν θέση.

Ολα ξεκίνησαν πριν από τριάντα περίπου χρόνια στην Κηφισιά। Εκεί έγινε η πρώτη Εκθεση Βιβλίου στην Αθήνα με διοργανωτή τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών (ΣΕΒΑ). Η «συγκατοίκηση» με την Ανθοκομική της Κηφισιάς δημιούργησε αλλοιώσεις στα περίπτερα, που δεν μπορούσαν πια να φιλοξενήσουν βιβλία και η Εκθεση κατηφόρισε προς το κέντρο. Πρώτη στάση το Ζάππειο.

Σύγχυση
Στο μεταξύ ο έτερος σύλλογος των εκδοτών, ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (ΣΕΚΒ) έκανε ταυτόχρονα τις δικές του ξεχωριστές εκθέσεις (τα πρώτα χρόνια σε πόλεις της περιφέρειας), ώσπου εγκαταστάθηκε στο Πεδίον του Αρεως। Τότε άρχισε να διοργανώνει, ως ιδιωτικός φορέας, και ο εκδότης Ηλίας Μπουκουμάνης τις εκθέσεις βιβλίου στο Ζάππειο, μπερδεύοντας το κοινό και πολλαπλασιάζοντας τα υπαίθρια βιβλιοπωλεία στο κέντρο της πόλης. Ο ΣΕΒΑ αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Πεδίον του Αρεως. Εκεί άραξαν για τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι εκθέσεις βιβλίου, δύο ετησίως, μία εαρινή και μία φθινοπωρινή, ίδιες και διαφορετικές κάθε φορά, ακολουθώντας πιστά την μεταπολιτευτικής φεστιβαλικής λογικής αντίληψη για τις υπαίθριες γιορτές και εκδηλώσεις.

Τα χρόνια πέρασαν। Από τις δύο ετήσιες εκθέσεις βιβλίου που διοργανώνουν τα δύο συνδικαλιστικά σωματεία εκδοτών (τα οποία άλλες φορές επέδειξαν ευγενή άμιλλα και άλλες λειτούργησαν ανταγωνιστικά) πέρασαν πολλοί συγγραφείς, πολλοί τίτλοι, πολλές εκδηλώσεις, άλλες ενδιαφέρουσες, άλλες αδιάφορες. Υπήρχαν φορές που επιχειρήθηκαν ανοίγματα, που έγιναν προσπάθειες η έκθεση βιβλίου να μην έχει μονομερώς εμπορικό χαρακτήρα, αλλά να εντάξει εκδηλώσεις πολιτισμού στη διάρκειά της. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου άρχισε να μετέχει στη συνδιοργάνωση, οπότε στη διάρκεια των εκθέσεων φιλοξενήθηκαν μουσικές, θεατρικές και κινηματογραφικές εκδηλώσεις.


Περίπατος
Οπως και να ήταν τα πράγματα, στο κοινό της Αθήνας άρεσε να κάνει έναν βιβλιοφιλικό περίπατο είτε στην Κηφισιά είτε στο Ζάππειο είτε στο Πεδίον του Αρεως είτε στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Εκεί, στο φιλέτο της Αθήνας, μετακινήθηκαν οι εκδότες, όταν το Πεδίον του Αρεως έκλεισε για να... αναμορφωθεί. Αντ’ αυτού, μεταμορφώθηκαν –επί τα χείρω– οι εκθέσεις βιβλίου, αφού οι περιορισμοί της Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου περιόρισαν την έκταση και τις εγκαταστάσεις των εκθέσεων βιβλίου. Ταυτόχρονα περιορίστηκε και η δημιουργική φαντασία των εκδοτών. Τι έμεινε; Η βιβλιοπαραγωγή της χρονιάς απλωμένη στους πάγκους των μακρόστενων ή των κυκλικών (φέτος) περιπτέρων, με έμφαση στα μπεστ σέλερ, μια εκδήλωση συνδικαλιστικού φορέα την οποία το υπουργείο Πολιτισμού ενισχύει με το διόλου ευκαταφρόνητο ποσόν των 40 - 50 χιλιάδων ευρώ κάθε φορά. Οσο για τον συνδιοργανωτή Δήμο Αθηναίων, «καταβάλλει» τη συμμετοχή του σε υπηρεσίες, αξίας περίπου 10 - 12 χιλ. ευρώ.
Εχουν νόημα, το 2007, τέτοιου είδους εκθέσεις; Θα είχαν άλλο περιεχόμενο αν έφευγαν από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου; Είναι κοινό μυστικό ότι η πλειοψηφία των εκδοτών έχει απομακρυνθεί από τα συνδικαλιστικά τους σωματεία, τα οποία «έχουν την οργάνωση του 1970», όπως λέει ένας εκδότης που γνωρίζει πολύ καλά το χώρο. Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοπωλών (ΠΟΕΒ) και επί πολλά χρόνια πρόεδρος του ΣΕΒΑ, Μάκης Παντελέσκος, είναι ειλικρινής: «Ολα γίνονται την τελευταία στιγμή. Οχι μόνο από τους διοργανωτές, αλλά και από τους δημόσιους φορείς, που στηρίζουν το θεσμό. Πιστεύω ότι πρέπει να περιοριστεί η διάρκεια των εκθέσεων. Οσο για το χώρο: η Αποστόλου Παύλου, η Ερμού χαμηλά προς το Γκάζι και η αψίδα στο ΟΑΚΑ είναι τρεις περιοχές που μπορούν να φιλοξενήσουν και το βιβλίο και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις».
Οι εκθέσεις βιβλίου των πρώτων δεκαετιών μετά τη μεταπολίτευση γίνονταν σε μια διαφορετική κοινωνική συγκυρία: τα βιβλιοπωλεία ήταν πολύ λιγότερα και οι εκδότες παρουσίαζαν στις εκθέσεις το σύνολο των τίτλων τους και ενημέρωναν το κοινό। Οι επισκέπτες έβρισκαν παλαιότερους τίτλους, αγόραζαν με έκπτωση (τότε δεν υπήρχε η ενιαία τιμή), ενημερώνονταν. Σήμερα, κανένας δεν περιμένει τις εκθέσεις βιβλίου για να ενημερωθεί. Εχουν προηγηθεί περισσότεροι και πιο ταχείς οδηγοί ενημέρωσης. Ποιο είναι το μέλλον για τις εκθέσεις βιβλίου; Να παραμείνουν «εκθέσεις λιανικού εμπορίου» ή να μετασχηματιστούν σε πολιτιστικά γεγονότα που θα συνδέουν τις εξελίξεις του πολιτισμού με όσα περιγράφουν και καταγράφουν οι σελίδες του βιβλίου; Ισως το πλαίσιο περιγράφει άριστα ο Γιώργος Σεφέρης, όταν μίλησε σε έκθεση βιβλίου στη Βαρκελώνη, τη δεκαετία του ’60, (κείμενο που περιλαμβάνεται στις «Δοκιμές»): «Θα έλεγα πως τα βιβλία είναι σαν τα αναρίθμητα κλειδιά ενός μεγάλου οργάνου εκκλησιάς, του οποίου οι μουσικοί είμαστε εμείς. Εξαρτώνται από την ιδιοφυΐα μας, από την τόλμη μας· εξαρτώνται επίσης από τα ελαττώματά μας». Το ίδιο ακριβώς και οι εκθέσεις βιβλίου.

Τρεις εκδότες μιλούν για εμποροπανήγυρη και προτείνουν

Τι μπορεί να γίνει; Τι είναι πια ξεπερασμένο; Τι ν’ αλλάξει; Τρεις εκδότες, ο Σάμης Γαβριηλίδης (εκδ. Γαβριηλίδης), ο Νίκος Γκιώνης (εκδ. Πόλις) και ο Θανάσης Καστανιώτης (εκδ. Καστανιώτης) καταθέτουν τις απόψεις τους, την κριτική τους, τις προτάσεις τους για τις εκθέσεις βιβλίου.
Σάμης Γαβριηλίδης: «Δεν είμαι κατά των εκθέσεων. Οι εκθέσεις όμως αυτές, μετά τόσα χρόνια έχουν εκφυλιστεί πλήρως. Κι ενώ ουσιαστικά ξεκίνησαν για να δώσουν τη δυνατότητα να παρουσιάζονται εκεί λιγότερο εμπορικά βιβλία, έχουν πλέον μετατραπεί σε εμποροπανήγυρη. Κι αυτό για δύο λόγους: επειδή δεν είναι επαρκής ο χώρος των περιπτέρων για να εκθέσει κανείς όλη την παραγωγή του. Ετσι, κάθε εκδότης προβάλλει αυτό που ξέρει ο κόσμος, για να μπορέσει να πουλήσει. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν έχουμε δέσει τις εκθέσεις με τον υπόλοιπο πολιτισμό. Δεν έχουμε πείσει την κοινωνία να μιλάει για ό,τι συμβαίνει εκεί. Δεν γίνονται εκδηλώσεις ευρύτερες του βιβλίου. Στην έκθεση του Εδιμβούργου, ο κόσμος μπορεί να ενημερωθεί για τις παραστάσεις, τις εκθέσεις, τις ταινίες, όλα τα πολιτιστικά γεγονότα της χρονιάς. Κανονικά πρέπει να προετοιμαζόμαστε όλο το χρόνο για την επόμενη έκθεση. Διαφορετικά, το βιβλίο θα απομονώνεται και οι εκθέσεις θα γίνονται εμποροπανηγύρεις».
Νίκος Γκιώνης: «Καλό θα ήταν να ακολουθήσουμε το επιτυχημένο πρότυπο της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή, οι εκθέσεις να έχουν μικρότερη διάρκεια και να πραγματοποιούνται σε κλειστό χώρο. Τέλος, το βάρος να δοθεί στην ενημέρωση των αναγνωστών και των επισκεπτών και όχι τόσο στη λιανική πώληση».
Θανάσης Καστανιώτης: «Μια μερίδα εκδοτών δεν ικανοποιείται από τον τρόπο που γίνονται οι εκθέσεις βιβλίου και πρέπει να επαναπροσδιοριστούν ως προς τον οργανωτικό τους φορέα। Δηλαδή, να το αναλάβουν άνθρωποι οι οποίοι θα τις αντιμετωπίσουν επαγγελματικά και σοβαρά: θα βρουν το χώρο, τους σπόνσορες, το πλαίσιο λειτουργίας. Γιατί πλέον έχει σταματήσει η λαϊκή αγορά στη συνείδηση του Ελληνα ως μέσον ικανοποίησης και έχει αλλάξει και η αισθητική του. Οσο για τους ανθρώπους που τα επισκέπτονται, ένα μεγάλο μέρος ψάχνει ν’ αγοράσει βιβλία τα οποία ήδη γνωρίζει. Δεν είναι δηλαδή ένα κοινό ανοιχτό σε προτάσεις».


Ποιοι και πόσοι είναι οι εκδότες;

Τις δύο εκθέσεις βιβλίου τις διοργανώνουν οι δύο σύλλογοι εκδοτών που υπάρχουν στην Ελλάδα. Ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (ΣΕΚΒ) έχει 365 και ο Σύλλογος Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών (ΣΕΒΑ) έχει περίπου 350. Σε ποσοστό περίπου 80%, τα μέλη των δύο συλλόγων είναι κοινά. Αλλωστε, τα ίδια ονόματα εκδοτικών οίκων βλέπουμε και στα φθινοπωρινά και στα εαρινά περίπτερα των εκθέσεων βιβλίου.
Γιατί λοιπόν μετέχουν σε δύο ομοειδείς συλλόγους, στην ίδια πόλη. «Ο νόμος δίνει το δικαίωμα να μετέχεις σε δύο σωματεία. Το ένα πρέπει να είναι κλαδικό και το άλλο τοπικό», λένε συνδικαλιστές εκδότες. Δηλαδή, θα μπορούσε ένας εκδότης να μετέχει στο Εμπορικό Επιμελητήριο και σ’ ένα σύλλογο εκδοτών. Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει εξηγήσει πειστικά την ανάγκη ύπαρξης δύο συλλόγων με τα ίδια μέλη!
Υπάρχουν βέβαια και εκδότες που δεν εκδίδουν τίποτα επί της ουσίας ή μάλλον απλώς τυπώνουν: καρτ ποστάλ, χάρτες, γκραβούρες! Ο πρόεδρος του ΣΕΚΒ, Πολυχρόνης Παπαχρήστου, μόλις πριν από δύο μήνες είχε δηλώσει στην «Κ» ότι θα ζητούσε τη διαγραφή 63 από τα 365 μέλη του Συνδέσμου। Ολοι θυμόμαστε περίπτερα σε εκθέσεις βιβλίου, που δεν παρουσίαζαν τίποτε έντυπο! Ο ΣΕΒΑ, επί προεδρίας Μάκη Παντελέσκου, «καθάρισε» από τους μη εκδότες. Η απάντηση στο γιατί υπάρχουν δύο σύλλογοι και ποιος ο διαφορετικός τους ρόλος, ακόμα εκκρεμεί...

ΥΓ। Οι λιανικές εκθέσεις βιβλίου δεν χρησιμεύουν ως φορείς πρωτοπόρων ιδεών, αλλά ως μέσον για την προώθηση του βιβλίου στο αναγνωστικό κοινό. Δυστυχώς η συγκυρία της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης αλλά και οι εν εξελίξει διαδικασίες στο ΠΑΣΟΚ, δεν επέτρεψαν στον κόσμο την πολυτέλεια της επίσκεψης στην Αρεοπαγείτου.
Η έκθεση της περασμένης άνοιξης είχε τεράστια επιτυχία και πλήθος επισκεπτών.
Σημειωτέον ότι ο νέος υπουργός πολιτισμού φέρνει τον βαρύ αέρα της αυτιστικής πολιτικής συμπεριφοράς ακόμη και στον πολιτισμό.

Το Κατοικίδιο

Tuesday, September 25, 2007

Νυχτερινή διαδρομή, Ενα ενδιαφέρον βιβλίο

Το διάβασα με μια ανάσα , εν μέρει γιατί είχα λατρέψει «Τη σκύλα και το κουτάβι» του Μιχαηλίδη, εν μέρει γιατί με παρέσυρε η πλοκή και η ανάπτυξη των χαρακτήρων του.
Αυτή είναι η σταθερή αξία του Μιχαηλίδη, το υποδόριο χιούμορ, η σαρακαστική πρόθεση, η ανατροπή. Θα διαφωνήσω με την Λίνα Κοντολέων (της οποίας παραθέτω την κριτική ) ως προς ένα σημείο. Εγώ αγάπησα κάθε λέξη, κάθε εικόνα απο τις περιγραφές του συγγραφέα. Βρήκα ότι η περιγραφή και οι εσωτερικές συγκρούσεις ήταν σε απόλυτη αρμονία.
Δυστυχώς, λείπει απο τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία το κύριο παραδοσιακό στοιχείο των περιγραφών, που μυούν τον αναγνώστη στην ιδιαίτερη ματιά του συγγραφέα. Εμένα αυτό το υλικό με διασκεδάζει , με μαγεύει , θα παραδεχόμουν.

Το Κατοικίδιο



Νυχτερινή Διαδρομή του Μιχάλη Μιχαηλίδη


Της Λίνας Πανταλέων

Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας



ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣΝυχτερινή διαδρομή«ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ»ΣΕΛ। 216, ΕΥΡΩ *14,6Είναι μάγκας βαρύς, αδίστακτος, αιμοβόρος και χυδαίος, ένα θύμα της σκαιότητάς του. Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος, καθ' ότι πρωταγωνιστής του νέου μυθιστορήματος του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Και εδώ ο συγγραφέας εικονογραφεί ένα αλλόκοσμο, αποτρόπαιο αθηναϊκό τοπίο, το οποίο λυμαίνονται όχι πια πωρωμένοι μεγαλοαστοί, όπως στο αξιοπρόσεκτο «Η σκύλα και το κουτάβι», αλλά τύποι του υποκόσμου. Οπως το προηγούμενο μυθιστόρημα συνθλιβόταν από τη βία και τη διαστροφή σε ακραίες εκφάνσεις, κι εδώ η σκηνοθεσία επιτρέπει στο κακό να θριαμβεύσει. Σ' αυτό το βιβλίο, ωστόσο, αναδύεται εντονότερα ένα πρόβλημα το οποίο διασκέδαζε η καλοδουλεμένη πλοκή του προαναφερθέντος μυθιστορήματος. Ο Μιχαηλίδης επιδιώκει και πάλι να σαρκάσει διά της υπερβολής και της διαστρέβλωσης σύγχρονες κακοδαιμονίες. Ομως η πρόθεση σάτιρας ή έστω διακωμώδησης σημερινών συμπεριφορών, υπερακοντίζεται από τη συσσώρευση εκρηκτικών επεισοδίων με κοινή συνισταμένη την αχρειότητα στο απόγειό της. Η διάθλαση της νεοελληνικής πραγματικότητας μέσω ενός ιδιότροπου πρίσματος που εστιάζεται μόνο στη φρίκη και την παρέκκλιση, δεν θα μπορούσε παρά να απολήγει σε μια ελλειπτική και συνεπώς ατελή απεικόνιση. Ελάχιστοι, άλλωστε, σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς επιχειρούν, και ακόμα λιγότεροι επιτυγχάνουν, να γράψουν πολιτικοποιημένο μυθιστόρημα, με την ευρύτατη ασφαλώς έννοια. Συνηθέστερα ο όποιος στοχασμός ισοπεδώνεται από τον οδοστρωτήρα του κυνισμού ή, χειρότερα, του χλευασμού. Ισως ακόμα και η «Σκύλα και το κουτάβι» με δυσκολία να διαβάζεται σαν καυστική βυθομέτρηση της νεοελληνικής κακοήθειας. Τώρα όμως η απόσταση από την καθημερινότητα, ακόμα και στην πιο ρυπαρή εκδοχή της, έχει αισθητά διευρυνθεί, ενώ η μυθοπλασία αδυνατεί να υπερκεράσει την προβληματικότητα του υποτιθέμενου αντικατοπτρισμού της πραγματικότητας. Ανάκαμψη και δραστηριοποίηση Τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, μηδενός εξαιρουμένου, εντρυφούν σε μηχανορραφίες, παρανομίες, σκοτωμούς και ποικίλα προσοδοφόρα εγκλήματα. Παραδόξως, ο χειρότερος εξ αυτών αποδεικνύεται και ο συμπαθέστερος, προς επαλήθευση της γνωστής υπεροχής του μονόφθαλμου έναντι των στραβών. Ο πρωταγωνιστής, άρχοντας της εγχώριας μαφίας, σακατεμένος βάναυσα από αποφασισμένους εχθρούς, καταλήγει στο νοσοκομείο, όπου συνέρχεται ακρωτηριασμένος, παραμορφωμένος και με ολική απώλεια μνήμης. Οι υποτελείς του, οι υφιστάμενοί του στις αιματόβρεχτες επιχειρήσεις του, προσπαθούν να τον επαναφέρουν στην ενεργό δράση, αλλά προσκρούουν στην οξυμένη καχυποψία του. Το στραπατσαρισμένο αφεντικό, όχι μόνο δεν αναγνωρίζει καμία από τις ύποπτες φάτσες που το περιφρουρούν, όχι μόνο δεν ανακαλεί ούτε το πιο μηδαμινό θραύσμα από το παρελθόν του ή από την απόπειρα δολοφονίας του, αλλά επιπλέον νιώθει αποστροφή για τον περίγυρό του. Το ένστικτο όμως της επιβίωσης επιβάλλει τη συνεργασία με τους «συναδέλφους» του, και έτσι επιστρέφει στο βασίλειό του, υποβιβασμένος σε ρόλο περιθωριακό. Παρατηρεί τις δραστηριότητες, τις εγκρίνει σιωπηλά και πασχίζει φιλότιμα να εξοικειωθεί με την προσωπικότητά του, όπως αυτή σχηματίζεται αποσπασματικά από τη συμπεριφορά του περιβάλλοντός του. Αποξενωμένος απ' ό,τι δημιούργησε και αναπόδραστα εγκλωβισμένος στις εντυπώσεις που είχε σπείρει, κινείται σαστισμένος και άβουλος σε μονοπάτια που ο ίδιος είχε ανοίξει. Η ελάχιστη διεκδίκηση, η αχνή ένδειξη του παλιού, ζόρικου εαυτού του, συνοψίζεται στην έμμονη ανάγκη εκδίκησης. Γι' αυτό αρχίζει να υποτροπιάζει, μέχρι που αφομοιώνεται από τον οικείο του χώρο, υποβασταζόμενος από τις υποδείξεις άλλων και συγκατανεύοντας στις πρωτοβουλίες τους. Με τον εντοπισμό των ενόχων θα έχει παραπλεύρως αποκαλυφθεί όλη η σκοτεινή σταδιοδρομία του πρωταγωνιστή, ενώ η τελεσίδικη υποταγή του στην αλλοτινή του ιδιοσυγκρασία θα επισφραγιστεί με το απαραίτητο αιματοκύλισμα, κατόπιν αποστήθισης του αγγελτηρίου της θανατικής καταδίκης.Μέσα από την εκτύλιξη της πλοκής προκύπτει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ζήτημα, το εάν, δηλαδή, η προσωπική ταυτότητα είναι αποτέλεσμα επιλογής, συνεπώς επιδέχεται ανασύνθεση, ή σμιλεύεται βάσει έμφυτων, απαράγραπτων ιδιοτήτων και ροπών. Το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου τίθεται προ του προνομιακού διλήμματος είτε να διαγράψει τον πρότερο βίο του είτε να ευθυγραμμιστεί με ένα ξένο σκιαγράφημα, προκειμένου να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του χώρου του. Η αρχική του απροθυμία να αποδεχθεί το προσωπείο του ατσάλινου εγκληματία, φανερώνει παράλληλα την αμηχανία του για τη μέχρι τότε πορεία του. Ο εαυτός του μπορεί να είναι όντως αυτός που του προσάπτουν οι άλλοι, πιθανότατα όμως να μπορεί να μετεξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό. Ο Μιχαηλίδης, δυστυχώς, δεν απασχολείται καθόλου σχεδόν με το συγκεκριμένο ερώτημα, διότι προφανώς το έχει εκ των προτέρων απαντήσει. Ολοι εμφανίζονται μέχρι το μεδούλι διεφθαρμένοι, κι όσοι αντιστέκονται αποδεικνύονται με την ασθενέστερη ώθηση επιρρεπείς στον εκμαυλισμό. Η χαμέρπεια και η ανηθικότητα ως συλλογικά, αθεράπευτα κουσούρια. Ο πρωταγωνιστής, όπως και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα τοπίο όπου ανακυκλώνονται και ενθαρρύνονται τα πιο χθαμαλά ένστικτα, η απαγκίστρωση από το οποίο ισοδυναμεί με θάνατο. Φλύαρες απεικονίσεις «Βρήκε την πλοκή μάλλον εξωπραγματική. Θεώρησε πολλές περιγραφές άσχετες και κουραστικές. Τα πισωγυρίσματα στην αφήγηση τον άφησαν μπερδεμένο». Διά στόματος του ήρωα μια λοξή αποτίμηση του μυθιστορήματος. Εν μέρει έχει δίκιο. Τα «πισωγυρίσματα στην αφήγηση», ωστόσο, συνιστούν το αρτιότερο μέρος του βιβλίου. Το άτακτο χρονολογικά ξετύλιγμα των γεγονότων, απόλυτα συνεπές με το κατεστραμμένο μνημονικό του πρωταγωνιστή, έχει δουλευτεί πολύ προσεκτικά, σαν ένα καλομελετημένο παζλ που σου παρέχει εξαρχής τόσο την τελική εικόνα όσο και όλες τις ψηφίδες για τη σύνθεσή της. Κατά τη γνώμη μου, όμως, η αφήγηση αναλώνεται σε εξαντλητικές (οπωσδήποτε όχι «άσχετες») περιγραφές του τοπίου όπου δραστηριοποιούνται οι χαρακτήρες. Δρόμοι, σοκάκια, γειτονιές, κτίσματα, περαστικοί, οτιδήποτε κείτεται στο έδαφος και παρακωλύει το βηματισμό, αποδίδονται σε απίστευτη ανάλυση, σαν να έχουν υποστεί σάρωση. Η κατάχρηση της εικονογραφικής γλώσσας διασπά την προσοχή του αναγνώστη και εξοστρακίζει τους ήρωες από το επίκεντρο της μυθοπλασίας, ενώ από ένα σημείο η πεισματική αναπαράσταση των εξωτερικών χώρων υπό τύπον απέραντου κρεματορίου καταντάει μονότονη. Επιπρόσθετα, αρκετά επεισόδια (εγκληματικής δράσης κυρίως) μοιάζουν αποσπασμένα από σίριαλ ή ταινίες. Συγκεκριμένα, η σκηνή των σεξουαλικών οργίων θυμίζει την περίφημη σεκάνς από το «Eyes Wide Shut» του Κιούμπρικ. Μάλλον ατυχείς είναι και οι φλύαρες εξομολογήσεις δευτερευόντων προσώπων, εξαιτίας της χαλαρής τους σύνδεσης με την περιπέτεια του ήρωα και οι οποίες, ούτως ή άλλως, μένουν ανεκμετάλλευτες κατά την εξέλιξη του βιβλίου. Το δαιδαλώδες ενύπνιο του ήρωα με μάγους και διαβόλους, αναπτυγμένο σ' ένα ολόκληρο κεφάλαιο, η έλξη του προς το ναζισμό και η τραυματική παιδική του ηλικία, μολονότι εύγλωττα ως προς τους σαρκαστικούς τους υπαινιγμούς, είναι αρκετά αφελή και εύκολα. Σπαρταριστό, αντιθέτως, το ερωτηματολόγιο για την εισαγωγή νέων μελών στην «οικογένεια». Από τα ευφυέστερα ευρήματα του μυθιστορήματος. Σκόπιμο θα ήταν να υποδηλώνονταν και ορισμένες απαντήσεις μέσω των πράξεων των χαρακτήρων.Ο τρόπος εξιστόρησης είναι ανεπίληπτος. Η δομή, η μέθοδος, η υπολογισμένη διαδρομή για την αποκωδικοποίηση των επιμέρους γρίφων έχουν σχεδιαστεί στη λεπτομέρειά τους. Θεωρώ, ωστόσο, πως τα ίδια τα συστατικά της ιστορίας έχουν επιλεγεί με επιπολαιότητα και σπάνια κατορθώνουν να υποδείξουν έναν ουσιώδη προβληματισμό πίσω από την αλληλοδιαδοχή μικροεπεισοδίων. Το αστυνομικό μυθιστόρημα ή η ιστορία μυστηρίου, πιο γενικευτικά μυθοπλασίες επικεντρωμένες σε καταστάσεις έκρυθμες και άγριες και σε πρόσωπα ανενδοίαστα και βαθιά διαβρωμένα, μπορούν να προβάλλουν πλαγίως τη σύγχυση, την έκπτωση και τους αλλοπρόσαλλους προσανατολισμούς της σημερινής εποχής. Και υποθέτω πως ο Μιχαηλίδης όχι μόνο κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά διαθέτει και τα εφόδια για να φτάσει στον προορισμό του. Το ζητούμενο είναι το μυθοπλαστικό πλαίσιο της παρακμής να έπεται μιας συγκροτημένης ιδέας, να θεμελιώνεται σε ένα στέρεο σκεπτικό σχετικά με το αντικείμενο της αναπαράστασης (την πραγματικότητα) και να το αναδεικνύει. Μια Αθήνα τεμαχισμένη σε περιοχές δικαιοδοσίας νονών της νύχτας, όσο κι αν κανείς επικαλεστεί την ποιητική άδεια, πολύ δύσκολα παραπέμπει στην αδιαμφισβήτητα ζοφερή πλευρά της σύγχρονης ζωής και στις επάλληλες μεταλλάξεις της νεοελληνικής νοοτροπίας.

Tuesday, September 18, 2007

Οι νέοι τίτλοι του χειμώνα

Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ

Πολλές νέες εκδόσεις, βιβλία-προτάσεις, αναγνωστική διάθεση: με αυτό το τρίπτυχο αρχίζει η φθινοπωρινή περίοδος για όλους όσοι αναζητούν οάσεις ψυχαγωγίας στον κόσμο της ανάγνωσης. Οι εκδοτικοί οίκοι έχουν ήδη ετοιμάσει τους καταλόγους με τα βιβλία τους, που σιγά σιγά θα βρουν τη θέση τους στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Μια πρώτη παρουσίαση τίτλων και συγγραφέων εδώ δεν θα μπορούσε παρά να είναι ενδεικτική.
Ελληνικη πεζογραφία

Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ

Με νοσταλγικές εικόνες από την ελληνική δεκαετία του '60 επανέρχεται στο συγγραφικό στίβο ο Γιάννης Ξανθούλης. Το νέο του μυθιστόρημα «Του φιδιού το γάλα» κυκλοφορεί από τα «Ελληνικά Γράμματα», όπου «συστεγάζονται» επίσης «Ο γιος του Μπίλυ Μπλου» της Νένης Ευθυμιάδη, σε μια άσκηση παρωδίας αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά και ο νέοτερος Κώστας Κατσουλάρης με τα διηγήματα «Μικρός Δακτύλιος», που χάρη στη συνδρομή του φακού τού Καμίλο Νόλα επικεντρώνει στο αθηναϊκό κέντρο, στα πρόσωπα και στις γωνιές του.
Ο Μάνος Ελευθερίου επανέρχεται με διηγήματα («Η μελαγχολία της Αθήνας μετά τις ειδήσεις των οχτώ», εκδ. «Μεταίχμιο»), δοκιμάζοντας τη σκιαγράφηση του συλλογικού ασυνειδήτου στο σύγχρονο παρόν της πρωτεύουσας. Στον ίδιο οίκο («Μεταίχμιο») εκδίδει το νέο του μυθιστόρημα «Τηλεμάχου Οδύσσεια», ύστερα από δύο χρόνια, ο βραβευμένος Δημήτρης Μίγγας. Στο καινούργιο βιβλίο του, με τίτλο «μ.Χ.», ο Βασίλης Αλεξάκης διεισδύει στον κόσμο των θεολογικών και φιλοσοφικών συστημάτων μέσα από τις διαδρομές του φοιτητή-ήρωά του στο Αγιον Ορος (εκδόσεις «Εξάντας»).Με ενδιαφέρον αναμένονται το μυθιστόρημα «Τεκμήριο αθωότητας» από τον Τηλέμαχο Κώτσια («Κέδρος») και η επανέκδοση της «Πλωτής πόλης» της Μάρως Δούκα («Πατάκης»). Ο Πέτρος Τατσόπουλος παρουσιάζει πρόσωπα που υπήρξαν πρωταγωνιστές ή συνέβαλαν στις εξελίξεις της νεοελληνικής πραγματικότητας («Νεοέλληνες», «Μεταίχμιο»). Με αντίστοιχη θεματική συνάφεια και το μυθιστόρημα «Η γνώση των νεκρών» του Γιώργου Μανιώτη («Ελληνικά Γράμματα»), ο οποίος δημιουργεί τα πορτρέτα νεκρών ανθρώπων τοποθετώντας τους απέναντι σε ζωντανά, οικεία τους πρόσωπα.Κοινωνικό προβληματισμό και υπαρξιακές αναζητήσεις συνδυάζει το μυθιστόρημα του Κώστα Βούλγαρη («Η μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες»). Το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου («Στη μεγάλη άμμο», «Κέδρος») εξελίσσεται με φόντο ένα συνηθισμένο αιγαιοπελαγίτικο νησί, με συμβάντα που υπενθυμίζουν ότι στην Ελλάδα τα πάντα αλλάζουν, αλλά τα ίδια μένουν. Με το βλέμμα στραμμένο στην ελληνική πραγματικότητα γράφουν ο Δημήτρης Στεφανάκης («Μέρες Αλεξάνδρειας»), εστιάζοντας στην αλεξανδρινή παροικία, και ο Κώστας Ακρίβος («Πανδαιμόνιο»), ο οποίος εξετάζει την ανεύρευση ενός γυναικείου πτώματος στο Αγιον Ορος.Από τον χώρο της δημοσιογραφίας με πρόσημο τη λογοτεχνία, ο Γρηγόρης Ρουμπάνης κάνει την πρώτη του πεζογραφική απόπειρα με το ιστορικό μυθιστόρημα «Η διώρυγα» («Καστανιώτης»). Πρωτοεμφανιζόμενη στην πεζογραφία και η μουσικοκριτικός Μαρία Μαρκουλή με τη συλλογή διηγημάτων «Ντράιβ Ιν» («Κέδρος»). Αντίστοιχα, ο Γιώργος Λεονάρδος εκδίδει το μυθιστόρημα «Ο τελευταίος των Παλαιολόγων» («Λιβάνης»). Ο Αναστάσης Βιστωνίτης εκδίδει μια συλλογή κειμένων δημοσιευμένων στην εφημερίδα «Το Βήμα» («Λογοτεχνική γεωγραφία: τόποι, πόλεις, άνθρωποι», «Μεταίχμιο»). Κοινωνικό μυθιστόρημα -που δημοσιεύεται σε συνέχειες στο «Πρώτο θέμα»- είναι οι «Ματαιότητες» του Χρήστου Ζαμπούνη («Φερενίκη»).Στον «Λιβάνη» κυκλοφορεί η Φωτεινή Τσαλίκογλου το νέο της μυθιστόρημα («Σχιζοφρένεια και φόνος»). Ο Γιάννης Κιουρτσάκης ολοκληρώνει την τριλογία «Το ίδιο και το άλλο», με το μυθιστόρημα «Το βιβλίο του έργου, του χρόνου και του κόσμου», ο Στρατής Χαβιαράς εκδίδει το τρίτο του μυθιστόρημα «Κόκκινη κλωστή» (και τα δύο στον «Κέδρο»), ενώ στον «Καστανιώτη» επανεκδίδεται το βραβευμένο βιβλίο του Δημήτρη Σιατόπουλου, «Ελ Γκρέκο, ο ζωγράφος του θεού», που αποτελεί τη βάση του σεναρίου για την ταινία «Ελ Γκρέκο» του Γιάννη Σμαραγδή.Χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, δημοσιευμένα στην «Πρωία» κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εκδίδονται σε τόμο για πρώτη φορά («Φέιγ βολάν της Κατοχής», «Καστανιώτης»). Επανεκδίδονται τα κείμενα του Ν.Γ. Πεντζίκη από την «Ινδικτο», αρχής γενομένης με το «Προς Εκκλησιασμό» (επιμέλεια: Γαβριήλ Πεντζίκης). Επίσης, ο «Κέδρος» επανεκδίδει δύο σύγχρονα κλασικά, την «Κάδμω» της Μέλπως Αξιώτη και τον «Πεισίστρατο» του Γιώργου Χειμωνά. Ο «Γαβριηλίδης» εκδίδει τα «Ιταλικά περικείμενα στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους του Δ. Σολωμού» του Διομήδη Βλάχου (επιμ.: Γιάννης Δάλλας) και την «Αλληλογραφία» των Γρ. Ξενόπουλου-Τ. Μαλάνου.Με συλλογές διηγημάτων εισέρχονται στο φετινό εκδοτικό στίβο οι Δημήτρης Πετσετίδης («Λυσσασμένες αλεπούδες»), Κωστής Γκιμοσούλης («Η κραυγή της πεταλούδας») στον «Κέδρο», ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης («Χάρτες») στον «Πατάκη», ενώ ο πεζογράφος και καλός μεταφραστής Μιχάλης Μακρόπουλος επιλέγει να εκδώσει μια νουβέλα με τίτλο «Η άδεια καρέκλα» στον «Καστανιώτη».
Ξένη πεζογραφία

Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ

Το «Μπάσταρδο της Κωνσταντινούπολης» της Ελίφ Σαφάκ, που προκάλεσε σκάνδαλο στην Τουρκία λόγω των αναφορών στην αρμενική γενοκτονία, κυκλοφορεί τώρα από τον «Λιβάνη». Από τον ίδιο οίκο θα κυκλοφορήσει το ιστορικό μυθιστόρημα του έγκυρου πανεπιστημιακού Πολ Κάρτλετζ, «Θερμοπύλες: η μάχη που άλλαξε τον κόσμο», το βραβευμένο με Γκονκούρ «Ευμενίδες» του Τζόναθαν Λίτελ, αλλά και το βιβλίο «Αιχμάλωτα πάθη» τής, επίσης βραβευμένης με Μπούκερ, Α.Σ. Μπάιατ.
Οι εκδόσεις «Πόλις» προτείνουν τρεις σημαντικούς αγγλόφωνους συγγραφείς: τη «Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής» του Φίλιπ Ροθ, το ολοκαίνουργιο «Σαν τη βροχή που πέφτει» του Τζόναθαν Κόου και το «America Darling» του Ράσελ Μπανκς. Στις ανερχόμενες βρετανικές δυνάμεις συγκαταλέγεται η Αλι Σμιθ, της οποίας το μυθιστόρημα «Hotel Cosmos» θα κυκλοφορήσει από τα «Ελληνικά Γράμματα».
Από το «Μεταίχμιο» αναμένονται το «Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς» του νομπελίστα Τζ. Μ. Κούτσι, το πολιτικό «Ιδιωτικές συναντήσεις» του Μάρτιν Εϊμις και το αστυνομικό «Μνήμη νεκρών» του Ιαν Ράνκιν. Οι εκδόσεις «Τόπος» ξεκινούν την ξένη σειρά τους με τη μεταφυσική κωμωδία του Φίλιπ Ντικ («Ούμπικ»), τη μυθιστορηματική βιογραφία του Τολστόι («Ο τελευταίος σταθμός») του Τζέι Παρίνι, το γεμάτο πόνο και θυμό «Θα πάω να φτύσω στους τάφους σας» του Μπορίς Βιάν.Το πολυαναμενόμενο δεύτερο μέρος του «Βιβλίου της ανησυχίας» του Φερνάντο Πεσόα θα κυκλοφορήσει από τον «Εξάντα», ενώ ταυτόχρονα αναμένεται η συγκεντρωτική έκδοση των «πεσοϊκών» βιβλίων του Αντόνιο Ταμπούκι από την «Αγρα» με γενικό τίτλο «Η νοσταλγία του πιθανού, γραπτά για τον Φερνάντο Πεσόα». Από την «Αγρα» επίσης, θα κυκλοφορήσουν οι νουβέλες «Κονστάνσια και άλλες ιστορίες» του Κάρλος Φουέντες. Από τους σύγχρονους κλασικούς, ο «Πατάκης» κυκλοφορεί το πολυσυζητημένο «Αβυσσος» της Κάρμεν Λαφορέ, με πρόλογο του Μάριο Βάργκας Λιόσα, το εξαιρετικό «Ο κύριος των ψυχών» της Ιρέν Νεμιρόβσκι αλλά και το συναρπαστικό, σύμφωνα με την κριτική στην Ισπανία, μυθιστόρημα «Ο ζωγράφος των μαχών», του Αρτούρο Περέθ-Ρεβέρτε. Κλασικά έργα μεταφράζει και η «Ινδικτος»: για πρώτη φορά το «Ταξίδι στην Αρμενία» του Οσίπ Μαντελστάμ και τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι σε νέα μετάφραση (Ελένη Μπακοπούλου). Από την «Κασταλία» εκδίδεται το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα «Συναισθηματικό ταξίδι» του Ιταλο Σβέβο. Η «Ηλέκτρα» θα εκδώσει τις «Εξι νουβέλες» του Τόμας Μαν, το έργο «Μαντάμ Μπάτερφλαϊ: Η γιαπωνέζικη κούκλα» του Τζον Λούθερ Λονγκ και το «Brigadier Jerard: Ο ήρωας της συμφοράς» του σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ.Ενα ακόμη πεζογράφημα του Ναγκίμπ Μαφχούζ («Η σοφία της ζωής») εκδίδεται από τον «Ψυχογιό», όπως και το εικονογραφημένο «Μικρές και τριανταφυλλένιες: πολύ ωραίο για να 'ναι αληθινό» της ποπ σταρ Μαντόνα. Η «Εστία» προτείνει το περίφημο «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Λ. Φ. Σελίν και το «Δεύτερο σώμα» του Μίλοραντ Πάβιτς. Το αστυνομικό «Ο γιατρός συνιστά David Bowie» του Πασκάλ Φερούλ προτείνει το «Μελάνι», ενώ εκδίδει επίσης και το τρίτο μυθιστόρημα του Ελληνοαμερικανού Ντέιβιντ Σεντάρις («Γυμνός»), τον «Γυάλινο κώδωνα» της Σίλβια Πλαθ και τον «Συμβιβασμό» του Ηλία Καζάν.Ο «Κέδρος» εκδίδει το βραβευμένο «Ο δρόμος των Εγγλέζων» του Αντόνιο Σολέρ, το πολιτικό «Αγρια αγκάθια» της Παλαιστίνιας Σαχάρ Χαλίφα, ένα από τα πρώτα βιβλία του διακεκριμένου Κουβανού Χοσέ Κάρλος Σομόθα («Γράμματα ενός ασήμαντου δολοφόνου»), την έξοχη επισκόπηση της μετακομμουνιστικής Πράγας από την πένα του Ιβάν Κλίμα («Ούτε άγιοι ούτε άγγελοι»), την ιστορία της θυελλώδους σχέσης μεταξύ του Φ. Σ. Φιτζέραλντ και της Ζέλντα Σέιρ γραμμένη από την κόρη τους Ανιές Μισό («Ζέλντα»).
Η ξένη σειρά του «Καστανιώτη» εμπλουτίζεται φέτος με μερικούς ακόμη τίτλους από σπουδαίους συγγραφείς, όπως Ζοζέ Σαραμάγκου («Περί θανάτου»), Αμος Οζ («Η τέλεια γαλήνη»), Τζον Μπάνβιλ («Σάβανο»), Σάρα Ουότερς («Ξαγρυπνώντας»), Τζον Απντάικ («Ο τρομοκράτης»), Σέρχιο Πίτολ («Η συζυγική ζωή»), Ορχάν Κεμάλ («Η παντρειά»), Αλμπέρ Καμί («Ο μύθος του Σισσύφου») και το άγνωστο αυτοβιογραφικό «Η κοιλάδα του Ισσα» του Τσέσλαβ Μίλος.
Δοκίμια - μελέτες

Αρχαιογνωστικού ενδιαφέροντος οι δύο νέες κυκλοφορίες της «Ωκεανίδας»: η Ζακλίν Ντε Ρομιγί αφηγείται και σχολιάζει την «Ορέστεια» του Αισχύλου, ενώ ο Τάκης Θεοδωρόπουλος αποδίδει λογοτεχνικά τα τρία κείμενα του Πλάτωνα (Ευθύφρων-Απολογία-Κρίτων) για τον Σωκράτη. Στον ίδιο οίκο εκδίδονται οι βυζαντινού ενδιαφέροντος βιογραφίες του Μεγάλου Κωνσταντίνου από τον Εμπερχαρντ Χορστ και της Αννας Κομνηνής («Η χαμένη αυτοκρατορία. Η Αννα του Βυζαντίου») από τον ιστορικό Πάολο Τσεζαρέτι. Η «Ινδικτος» παρουσιάζει την ιστορική μελέτη του Βάλτερ Καέγκι για τον Ηράκλειο («Ηράκλειος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου») και την έκδοση «Λόγος περί νηστείας» του Αγιορείτη αρχιμανδρίτη Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. Η «Πόλις», τον πρώτο τόμο του «Βυζαντινού κόσμου, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» της Σεσίλ Μορισόν και την «Ιστορία του καθολικισμού» του Ζαν Πιέρ Μουασέ, ενώ ο «Παπαδήμας», το έργο «Ο βυζαντινός πολιτισμός και οι Σλάβοι» του Αλεξάντερ Αβενάριους.
Η «Αγρα» προτείνει το δοκίμιο «Υπερρεαλισμός και ιστορικό γίγνεσθαι» του Νικόλα Κάλας αλλά και τους δύο τόμους ανθολογίας αρχαίων λυρικών ποιητών (ελεγειακών-ιαμβογράφων), με φιλολογική επιμέλεια του Γιάννη Δάλλα. Στον «Ικαρο» εκδίδονται δύο μελέτες για τον Γιώργο Σεφέρη: «Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες», με επιμέλεια των Ε. Γαραντούδη -Τ. Καγιαλή και «Ζήτημα φωτός. Ο Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί τις Μέρες του Γιώργου Σεφέρη». Ο «Γαβριηλίδης» προσφέρει σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά-γαλλικά) τα «Γράμματα στον Ελικώνα» της Μαρίνας Τσβετάγεβα και τους δύο τόμους «Θεατρικά, Ι+ΙΙ» του Μπρεχτ, σε επιμέλεια-μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη. Αντίστοιχα, ο Δημήτρης Καλοκύρης συμβάλλει στην μπορχική βιβλιογραφία με κριτικά και ημερολογιακά κείμενά του, νέες μεταφράσεις και επίμετρα, στον τόμο «Μπεθ, ένα αρχείο για τον Μπόρχες» («Ελληνικά Γράμματα»). Από τα «Ελληνικά Γράμματα» κυκλοφορούν επίσης το συλλογικό «Ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος» από το Ινστιτούτο Μελετών Χερσονήσου Αίμου, η αραβολογική μελέτη της Ελένης Κονδύλη («Αραβικός πολιτισμός»), αλλά και ο τόμος «Αναμνήσεις επί χάρτου. Κείμενο για τη βιβλιοφιλία» με άρθρα του διάσημου Ιταλού πανεπιστημιακού Ουμπέρτο Εκο. Στα εγχειρίδια σύγχρονης Ιστορίας, ο «Ιωλκός» προτείνει το έργο του Νάιαλ Φέργκιουσον («Ο πόλεμος στον κόσμο, ο αιώνας του μίσους, 1901-2000») και του Νόρμαν Ντέιβις («Ο πόλεμος της Ευρώπης, 1939-1945»). Ανάλογα, στο «Βιβλιόραμα» εκδίδονται οι μελέτες «Τα Δεκεμβριανά» του Γιώργου Μαργαρίτη και «Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης» (1912-1922) του Τάσου Κωστόπουλου. Το «Μεταίχμιο» εκδίδει το συλλογικό έργο «Σμύρνη, η λησμονημένη πόλη; Μνήμες ενός μεγάλου μεσογειακού λιμανιού», σε επιμέλεια της Μαρί-Κάρμεν Σμιρνελίς, και την έκδοση «Ο Γούντι Αλέν για τον Γούντι Αλέν» με κείμενα συνομιλίας του σκηνοθέτη με τον δημοσιογράφο Στιγν Μπίερκμαν.
«Η ιδιοφυής Κίνα, 3.000 χρόνια επιστημών, ανακαλύψεων και εφευρέσεων» του Ρόμπερτ Τεμπλ («Κασταλία») είναι ένα ενδιαφέρον δοκίμιο γύρω από την ανερχόμενη ασιατική δύναμη. Παράλληλα, τα κείμενα του Φίλιπ Πέτιτ («Θεωρία της ελευθερίας»), του Αλέν Ρενό («Τι είναι ένας ελεύθερος λαός; Φιλελευθερισμός ή ρεπουμπλικανισμός») και του Μπάρακ Ομπάμα («Το θάρρος της ελπίδας») στις εκδόσεις «Πόλις» συνθέτουν μια επίκαιρη ματιά στη σημερινή πολιτική σκακιέρα. Στον «Πατάκη» ετοιμάζονται τρεις τόμοι δοκιμίων από σημαντικά ονόματα: το «Περί λογοκρισίας. Η "Ωδή στον Στάλιν" του Μάντελσταμ και άλλα δοκίμια» του νομπελίστα Τζ. Μ. Κούτσι, η συλλογή «Η κυβέρνηση της γλώσσας» του Σέιμους Χίνι και το «Περί έρωτος» του Σταντάλ. Θα κυκλοφορήσουν επίσης το φιλοσοφικό κείμενο «Martin Heidegger» του Τζορτζ Στάινερ αλλά και τα «Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς. Ο ίδιος εκδότης παρουσιάζει, ύστερα από προετοιμασία πολλών χρόνων, το «Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα-έργα-ρεύματα-όροι», το οποίο αναμένεται να προσελκύσει το ενδιαφέρον και να εγείρει συζητήσεις εντός κι εκτός φιλολογικών κύκλων.
Το «American Vertigo» του Μπερνάρ Ανρί-Λεβί είναι ένα οδοιπορικό που ακολουθεί τα βήματα του Αλέξις ντε Τόκβιλ στην Αμερική του 1831, ο Ισραηλινός ιστορικός Ιλάν Πάπε υπογράφει τη μελέτη «Η ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνης» (και τα δύο στον «Κέδρο»)। Το δοκίμιο «Η τέχνη τού σιωπάν» του Αμπέ Ντινουάρ («Καστανιώτης») ταιριάζει αναγνωστικά με τον «Πειρασμό τού υπάρχειν» του Ε.Μ. Σιοράν («Scripta»). Το βιβλίο του Μαξιμίλιαν Μπράουν «Ντοστογιέφσκι: το συνολικό έργο του ως ενότητα και πολλότητα» θεωρείται βασικό εγχειρίδιο στην έρευνα για το Ρώσο συγγραφέα («Εκκρεμές»).


ΥΓ। Ανάμεσα στις κριτικές για όλα τα βιβλία της λίστας του २००६ θα εμφιλοχωρούν νέα για το χώρο του βιβλίου, που δεν μπορούν να περιμένουν।

Το Κατοικίδιο

Friday, September 14, 2007

Οικογενειακές παραφορές

Τα δύο κριτικά κείμενα που ακολουθούν για το βιβλίο του Γουδέλη με βρίσκουν απολύτως σύμφωνη στην εκτίμησή τους για το παράξενο έργο του συγγραφέα.
Πιστεύω πως αν δεν υπήρχε το παρελθόν της διηγηματικής γραφής του, η κριτική θα ήταν οξύτερη και λιγότερο ελαστική.

Προσωπικά, βρήκα το βιβλίο υπερβολικό στην πλοκή, αδύναμο στους χαρακτήρες και μη πειστικό στα μηνύματα, που τελικά χάνονται μέσα στο χωροχρόνο των περασμάτων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο συγγραφέας ακροβατεί αναποφάσιστος αν θέλει να είναι πολιτικός , φροϋδικός ή κοινωνικός ο ακραίος υπαινιγμός του.


Το Κατοικίδιο






Οικογενειακή κόλαση

Οταν η πολιτική και η Ιστορία ρίχνουν μόνο τη σκιά τους στην ατομική ψυχολογία

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣΟικογενειακές ιστορίες«ΚΕΔΡΟΣ», ΣΕΛ. 112, ΕΥΡΩ 10Και στις πέντε συλλογές διηγημάτων του, τις οποίες δημοσίευσε κατά τη διάρκεια δώδεκα ετών (από τα «Αρπακτικά» του 1990 και την «Πρωινή επίσκεψη» του 1993 μέχρι τις «Σκιές γυναικών» του 1996, τον «Υπνο του Αλφρεντ» του 1999 και τη «Γυναίκα που μιλά» του 2002), ο Τάσος Γουδέλης προέκρινε ένα είδος γραφής, το οποίο δηλώνει ευθέως τη σχέση του με τον σκληρό πυρήνα του μοντερνισμού: διασπασμένη, ασαφής ή και πολύ ανίσχυρη (στα όρια της ανυπαρξίας) πλοκή, σκιώδη (σε επίπεδο απλού περιγράμματος) πρόσωπα, έλλειψη αφηγηματικής ακολουθίας και συνέχειας, καθώς και διαρκής χρονική ρευστότητα, σε ένα μυθοπλαστικό πλαίσιο όπου τα πάντα παραμένουν από σκοπού εκκρεμή και ανοιχτά. Κυρίαρχο στοιχείο της δράσης σε αυτόν τον εκ των προτέρων ραγισμένο σκελετό είναι ένα αναλόγως ρευστό και απροσδιόριστο υποκείμενο που αντί να συλλαμβάνει το περιβάλλον του από την άποψη ενός ανεξάρτητου και σταθερού παρατηρητή, εισβάλλει αθωράκιστο στο εσωτερικό του και τείνει να ενοποιηθεί μαζί του μέσα από μια διαρκή διαδικασία ανταλλαγής και αλληλεπίδρασης (όταν η εσωτερική και η εξωτερική πραγματικότητα συγχωνεύονται σε μια ενιαία κίνηση). Ριζική μεταστροφήΜε τις «Οικογενειακές ιστορίες», που αποτελούν το πρώτο του μυθιστόρημα, ο συγγραφέας μοιάζει να εγκαινιάζει μια ριζική μεταστροφή στον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει τόσο τον μύθο του όσο και τα πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο κατά το μάλλον ή ήττον ρεαλιστικό του πεδίο. Η υπόθεση που ξετυλίγεται στις σελίδες του καινούριου βιβλίου του Γουδέλη αναφέρεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο και ιδιαίτερα φορτισμένο ιστορικό διάστημα, που δεν είναι άλλο από την τριακονταετία η οποία συνδέει τον Μεσοπόλεμο με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, έχοντας ως επίκεντρό της τη ζωή μιας μανιάτικης οικογένειας στην Αθήνα. Η αφήγηση φωτίζει με τα μελανότερα χρώματα το οικογενειακό έμπεδο. Μένοντας στο ίδιο σπίτι, ανιόντες και κατιόντες κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να διαλύσουν τα πάντα -όλα τα αισθήματα και τους δεσμούς που θα μπορούσαν να τους συνενώσουν. Προσπαθώντας να κερδίσει κάτι από τη χαμένη οικονομική του εξουσία, ο βενιζελικός πατέρας δολοφονείται κατά τη διάρκεια της εμφύλιας σύρραξης στην Πελοπόννησο από ακροδεξιούς, ενώ έχει προηγηθεί μια σφοδρή σύγκρουση με τον μικρότερο γιο του. Βαθύτερη αιτία της σύγκρουσης, η ερωτική σχέση του γιου με τη γυναίκα τού μεγαλύτερου αδελφού του, ο οποίος ταυτίζεται και με τον πραγματικό κηδεμόνα της οικογένειας. Ο κηδεμόνας αυτός φροντίζει, με τη σειρά του, να συμβάλει τα μάλα στη συνέχιση της σπιτικής κακοδαιμονίας: υποχρεώνει την ερωμένη του να παντρευτεί έναν ηλικιωμένο φίλο του και συνεχίζει τη σχέση του μαζί της, οδηγώντας τον φίλο στο να τη σκοτώσει -για να αναλάβει αμέσως μετά τόσο την υπεράσπισή του στη δίκη η οποία ακολουθεί όσο και την εντελώς αναγκαία επαγγελματική του αποκατάσταση.Τι θέλει να πει ο Γουδέλης με αυτό το τόσο καθορισμένο και ομολογουμένως απρόβλεπτο για τα εγνωσμένα μέτρα του στόρι; Μα, πολύ πιθανόν, αν λάβουμε υπόψη τον ιστορικό περίγυρο εντός του οποίου εξελίσσονται τα έντονα απωθητικά και βαριά νοσηρά οικογενειακά γεγονότα, ότι η ψυχολογία μένει στο βάθος πάντα ανεπηρέαστη από την ιστορία, την πολιτική και την ιδεολογία, παίζοντας με τους δικούς της, άτεγκτους και αρχετυπικούς όρους, που αποκαλύπτουν την ενδιάθετη ροπή της ανθρώπινης ύπαρξης προς τη σφαγή (συμβολική ή πραγματική) και τον εξανδραποδισμό. Η ιδέα είναι, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ενδιαφέρουσα και το ίδιο ενδιαφέρουσα και αποτελεσματική μοιάζει κατά το μεγαλύτερο μέρος και η εφαρμογή της. Στον κόσμο της αναπαράστασηςΤο πιο ενδιαφέρον, όμως, στη συζήτησή μας είναι η στιλιστική μεταστροφή του Γουδέλη. Ασφαλώς, η απαγκίστρωση από το καθεστώς των διηγημάτων δεν είναι πλήρης: τα αφηγηματικά πρόσωπα εξακολουθούν να έχουν μια χαλαρότητα (συνιστούν περισσότερο σύμβολα και λιγότερο χαρακτήρες), η ροή του χρόνου παραμένει ελλειπτική και οι διακειμενικές αναφορές δεν έχουν πάψει να διαπλέκονται με ένταση και εξακολουθητικά (από Τολστόι και Φλομπέρ μέχρι Παλαιά Διαθήκη, Ντάντε, Πόε, Κάφκα, Μπατάιγ και «Τριστάνο και Ιζόλδη» -βλ. τις πολύ ωραίες παρατηρήσεις του Δημήτρη Ραυτόπουλου στην κριτική του για τις «Οικογενειακές ιστορίες», που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου του 2006 της «Νέας Εστίας»). Παρ' όλα αυτά, η μόνιμη χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, που μας παραπέμπει, προδήλως, στην αντικειμενική λειτουργία του παντογνώστη αφηγητή, το ιστορικό υλικό το οποίο πλαισιώνει τους ήρωες, καθώς και η άρρηκτη εσωτερική συνοχή της περιπέτειάς τους δείχνουν πως ο Γουδέλης εγακαταλείπει ενδεχομένως σιγά σιγά τη μοντερνιστική μήτρα για να περάσει στη λογοτεχνία του καιρού μας, που δεν είναι άλλη από τη λογοτεχνία της αναφορικότητας και της αναπαράστασης.Η προσχώρηση, βέβαια, του Γουδέλη στον κόσμο της αναφορικότητας και της αναπαράστασης γίνεται, όπως το λέγαμε και πρωτύτερα, με φόντο το μοντερνιστικό πνεύμα, κι αυτό είναι ασφαλώς μια παράμετρος η οποία της δίνει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα. Οι υβριδικές συνθέσεις, άλλωστε, κατακτούν τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο τους νεότερους πεζογράφους και σε ένα τέτοιο πλέγμα θα πρέπει αναντιρρήτως να εντάξουμε και τις «Οικογενειακές ιστορίες», που συνταιριάζουν τον πάγιο πλάγιο λόγο και την εμφανή απουσία διαλόγων με τον ιστορικό διάκοσμο και το οικογενειακό ρομάντζο (κατά τη φροϊδική και όχι μόνον έννοια). Προσωπικά, πάντως, εξακολουθώ να έλκομαι εντονότερα από τα πειραματικά κείμενα του συγγραφέα. Και τούτο όχι από κάποια μορφή γενικής προτίμησης προς τις μοντερνιστικές τεχνικές, αλλά επειδή έχω την αίσθηση ότι υπό τη σκέπη τους κινείται εκφραστικότερα και με μεγαλύτερη δύναμη υποβολής η γραφίδα του Γουδέλη.



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/01/2007



Κριτική απο το μπλόγκ του Βιβλιοφάγου

Διαβάζοντας τον Τάσο Γουδέλη έχεις την εντύπωση πως κινείσαι πάνω σε ναρκοπέδιο. Σε κάθε παράγραφο πιστεύεις ότι θα γίνει η έκρηξη. Και βαδίζεις ψαχτά. Γυρίζεις σελίδα και αντί να φωτίζεται το πεδίο αυτό σκοτεινιάζει. Και η έκρηξη δεν κάνει την εμφάνισή της.

Στο βιβλίο του «Οικογενειακές Ιστορίες» από τις εκδόσεις Κέδρος, το έκτο κατά σειράν, ο Τάσος Γουδέλης προσπαθεί να αφηγηθεί μια οικογενειακή ιστορία που συνέβη γύρω στη δεκαετία του ’50 και παλιότερα. Οι ήρωες παρουσιάζονται σαν να πλέουν απομονωμένοι σε κενό χωρόχρονο καθώς κανένα από τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω τους (εποχή μεσοπολέμου) δεν τα επηρεάζει ψυχολογικά. Η γραφή του είναι κινηματογραφική, και το κάνει και ο ίδιος απόλυτα σαφές καθώς χρησιμοποιεί την ορολογία του φωτός, του φακού κλπ. Πολλές φορές η ίδια αυτή γραφή γίνεται ποιητική και σε συγκινεί. Άλλοτε αποστασιοποιείται και γίνεται απόμακρη, ελλειπτική, ερμητικά κλειστή, αδιάφανη που σε διώχνει μακριά της. Δυσκολεύτηκα να ολοκληρώσω το βιβλίο και αναρωτιόμουν συνεχώς τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις του Γουδέλη. Τότε μου ήρθε στο νου η φράση κάποιου ότι εκείνος που κρύβει αυτά που θέλει να πει δεν έχει τίποτα να πει.

Δεν θα το έλεγα αυτό για τον Γουδέλη. Θα έλεγα ότι μεταμφιέζεται γράφοντας σε κάτι άλλο. Αυτό που θέλει να πει δεν το λέει για κάποιους προσωπικούς του λόγους ή για κάποιους άλλους που μπορεί να είναι αδυναμία της έκφρασης ή συγγραφική ανωριμότητα ή αβεβαιότητα ή διάθεση εντυπωσιασμού στη χειρότερη περίπτωση ή κάτι άλλο αδιευκρίνιστο, πέρα από τις δικές μου ανεπαρκείς δυνατότητες που διαθέτω σαν απλός αναγνώστης με μεγάλη όμως επιθυμία να καταλάβω. Ευτυχώς το βιβλίο είναι μόνο 120 σελίδες.Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο.«Το «εσωτερικό» μιας οικογένειας που το παρακολουθούμε σε ένα αφηγηματικό ταχυδράμα μεταξύ 1920 και 1950. Ο Τάσος Γουδέλης αυτή τη φορά προτείνει μια ιστορία εσωστρέφειας, ενοχών και αποκρύψεων μέσα από το γνωστό του πυκνό ύφος. Το ψυχολογικό «ημίφως» που κυριαρχεί αναπαρίσταται με μία γλώσσα μη περιγραφική και αντιπεζολογική: η ποιητική απόχρωση είναι το ζητούμενο σε αυτή την κλειστοφοβική αφήγηση, η οποία περισσότερα υπαινίσσεται παρά δηλώνει

Saturday, September 8, 2007

Ενα κοριστίστικο βιβλίο για αγόρια!

Συνεχίζοντας την τακτική της ανάγνωσης βιβλίων που ξεχώρισαν το 2006 για την ιδιοτυπία τους, το ύφος και την λεκτική ομορφιά τους, παρουσιάζω σήμερα «Τα Κορίτσια της πλατείας» της Μαρίας Γαβαλά.

Πρόκειται για ένα μικρό θησαυρό με ανατάσεις και πτώσεις, με υπερβολές, χιούμορ και προπάντων με σκηνές που έχουν έντονη ατμόσφαιρα και μεταφέρουν μυρωδιές και δυσοσμίες της Αθήνας του σήμερα.

Επιλέγω την πολύ καλή κριτική του Reader καθότι προσεγγίζει το βιβλίο ρεαλιστικά χωρίς ύμνους ή απορριπτική πρόθεση . Αλλωστε, του οφείλω μια υπενθύμιση πως μας λείπει, πως υπάρχει μέσα στο νού και τις καρδιές μας και είναι καλοδεχούμενος να καταθέσει τις κρίσεις του για τα ελληνικά βιβλία, που διάβασε αυτό το καλοκαίρι σε τούτο το ανεξάρτητο βιβλιόφιλο μπλόγκ.

Το κατοικίδιο


Τα κορίτσια της πλατείας, Μαρία Γαβαλά (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ)
Reader’s Diggest

’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ έκτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ είναι ίσως η πιο ’’παράδοξη’’ επιλογή για την εικοσάδα των αδικημένων βιβλίων. Και αυτό γιατί, το βιβλίο απέσπασε και πολύ καλές (κυρίως) κριτικές και είχε αξιόλογη εμπορική διαδρομή. Προς τι λοιπόν η επιλογή; Νομίζω, ότι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ είναι θύμα αναγνωστικής…παρεξήγησης!

Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η αναγνωστική προσέγγιση ενός βιβλίου ποικίλλει και πολλοί αναγνώστες σπάνια συμπίπτουν στις κρίσεις ή τις απόψεις τους έχω την αίσθηση ότι η συγκεκριμένη δουλειά αδικήθηκε.

Σε μια εμβριθή ανάλυση σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας το είδα να παρουσιάζεται ως περίπου ’’ευαγγέλιο’’ του έρωτα μεταξύ δύο γυναικών. Οι σχετικές άμεσες ή υπαινικτικές αναφορές ή σκηνές στις 350 σελίδες του βιβλίου είναι ζήτημα αν καταλαμβάνουν, αθροιστικά, επτά οκτώ αράδες και μια σκηνή άλλων τεσσάρων αράδων. Φαντάζομαι, ότι αν τα μέλη της λεσβιακής κοινότητας έσπευσαν να αγοράσουν το βιβλίο για να απολαύσουν τον έρωτα μιας παντρεμένης αστής με μια κλεφτόβια χορεύτρια από τη Μαρτινίκα θα απογοητεύτηκαν σφόδρα.

Στις περισσότερες αναφορές το βιβλίο κατηγοριοποιήθηκε στα αστυνομικά, ίσως γιατί μεταξύ άλλων πραγματεύεται και την ιστορία ενός δραπέτη των φυλακών. Και αυτό προφανώς βοήθησε την εμπορική του πορεία αφού θα προσέλκυσε αρκετούς φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο δεν είναι βέβαια τίποτε απ’ όλα αυτά. Καλλιεργείται αλλά πολύ επιδερμικά η ατμόσφαιρα ενός θρίλερ αλλά περισσότερο προσεγγίζει την αστυνομική παρωδία αφού οι χαρακτήρες του ιδιόρρυθμοι και ενίοτε ’’γραφικές φιγούρες’’ αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκο. Η Γαβαλά, αξιοποιώντας στο μέγιστο, την κινηματογραφική εμπειρία της καταγράφει, περιγράφει και ’’κινηματογραφεί’’ λες και κρατάει κάμερα πρόσωπα και χώρους, φτάνοντας ορισμένες φορές στην υπερβολή. Και σατιρίζει ή σχολιάζει ανελέητα ότι ’’γράφει’’ η κάμερα της. Την εργοταξιακή Αθήνα, την ατμόσφαιρα πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τις αναποτελεσματικές αστυνομικές μεθόδους, εξτρεμιστικές (ως χαρακτήρες και ζωή) φιγούρες του περιθωρίου. Όμως, το βιβλίο δεν βασίζεται ούτε σ’ αυτά τα στοιχεία. Δεν βασίζεται ούτε στο διάχυτο χιούμορ του, άλλοτε υποδόριο και άλλοτε σπαρταριστό. Πέντε χαρακτήρες σε ιστορίες που τέμνονται και στην ουσία δεν υπάρχει αληθινός κεντρικός ήρωας. Έχω την αίσθηση ότι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του έκτου μυθιστορήματος της Γαβαλά είναι εντελώς άψυχοι. Μια πλατεία δημιουργημένη στη φαντασία της συγγραφέως και τοποθετημένη κάπου στο κέντρο της πόλης, τα σπίτια, τα δέντρα, τα σκουπίδια ακόμη και το απαραίτητο (για αφροδισιακούς λόγους) αμυγδαλέλαιο! Η συγγραφική κάμερα της Γαβαλά καταγράφει τα άψυχα και τους δίνει οντότητα, ζωή, λόγο ύπαρξης, εμμονή που νομίζω ότι ήταν έντονη και στην προηγούμενη δουλειά της τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’ που εκδόθηκαν το 2004. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το βιβλίο δεν χρειάζεται καμία ταμπέλα (ερωτικό, σατιρικό, αστυνομικό κλπ.) για να διαβαστεί ευχάριστα ως ένα αυτόνομα ανάγνωσμα. Γι’ αυτό ακριβώς και παίρνει μια θέση στα αδικημένα βιβλία της χρονιάς.

Και μια γενικότερη σημείωση που αφορά συνολικά τη δουλειά της Γαβαλά. Έχοντας διαβάσει τρία βιβλία της είχα την αίσθηση ότι θεματολογικά και σεναριακά μέχρι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ ήταν επαναλαμβανόμενη στα ευρήματα ή τις ιδέες της. ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ δείχνουν συγγραφική ωριμότητα, έχουν πρωτοτυπία (ακόμη και αν αγγίζουν το εκκεντρικό ορισμένες φορές) και σίγουρα απέχουν πολύ αξιολογικά τόσο από την πρώτη της εμφάνιση στη γραφή (’’Η υπηρέτρια των αγγέλων’’) όσο και από την αμέσως προηγούμενη τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’.
Ενα κοριστίστικο βιβλίο για αγόρια!

Συνεχίζοντας την τακτική της ανάγνωσης βιβλίων που ξεχώρισαν το 2006 για την ιδιοτυπία τους, το ύφος και την λεκτική ομορφιά τους, παρουσιάζω σήμερα «Τα Κορίτσια της πλατείας» της Μαρίας Γαβαλά.

Πρόκειται για ένα μικρό θησαυρό με ανατάσεις και πτώσεις, με υπερβολές, χιούμορ και προπάντων με σκηνές που έχουν έντονη ατμόσφαιρα και μεταφέρουν μυρωδιές και δυσοσμίες της Αθήνας του σήμερα.

Επιλέγω την πολύ καλή κριτική του Reader καθότι προσεγγίζει το βιβλίο ρεαλιστικά χωρίς ύμνους ή απορριπτική πρόθεση . Αλλωστε, του οφείλω μια υπενθύμιση πως μας λείπει, πως υπάρχει μέσα στο νού και τις καρδιές μας και είναι καλοδεχούμενος να καταθέσει τις κρίσεις του για τα ελληνικά βιβλία, που διάβασε αυτό το καλοκαίρι σε τούτο το ανεξάρτητο βιβλιόφιλο μπλόγκ.

Το κατοικίδιο


Τα κορίτσια της πλατείας, Μαρία Γαβαλά (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ)
Reader’s Diggest

’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ έκτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ είναι ίσως η πιο ’’παράδοξη’’ επιλογή για την εικοσάδα των αδικημένων βιβλίων. Και αυτό γιατί, το βιβλίο απέσπασε και πολύ καλές (κυρίως) κριτικές και είχε αξιόλογη εμπορική διαδρομή. Προς τι λοιπόν η επιλογή; Νομίζω, ότι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ είναι θύμα αναγνωστικής…παρεξήγησης!

Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η αναγνωστική προσέγγιση ενός βιβλίου ποικίλλει και πολλοί αναγνώστες σπάνια συμπίπτουν στις κρίσεις ή τις απόψεις τους έχω την αίσθηση ότι η συγκεκριμένη δουλειά αδικήθηκε.

Σε μια εμβριθή ανάλυση σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας το είδα να παρουσιάζεται ως περίπου ’’ευαγγέλιο’’ του έρωτα μεταξύ δύο γυναικών. Οι σχετικές άμεσες ή υπαινικτικές αναφορές ή σκηνές στις 350 σελίδες του βιβλίου είναι ζήτημα αν καταλαμβάνουν, αθροιστικά, επτά οκτώ αράδες και μια σκηνή άλλων τεσσάρων αράδων. Φαντάζομαι, ότι αν τα μέλη της λεσβιακής κοινότητας έσπευσαν να αγοράσουν το βιβλίο για να απολαύσουν τον έρωτα μιας παντρεμένης αστής με μια κλεφτόβια χορεύτρια από τη Μαρτινίκα θα απογοητεύτηκαν σφόδρα.

Στις περισσότερες αναφορές το βιβλίο κατηγοριοποιήθηκε στα αστυνομικά, ίσως γιατί μεταξύ άλλων πραγματεύεται και την ιστορία ενός δραπέτη των φυλακών. Και αυτό προφανώς βοήθησε την εμπορική του πορεία αφού θα προσέλκυσε αρκετούς φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο δεν είναι βέβαια τίποτε απ’ όλα αυτά. Καλλιεργείται αλλά πολύ επιδερμικά η ατμόσφαιρα ενός θρίλερ αλλά περισσότερο προσεγγίζει την αστυνομική παρωδία αφού οι χαρακτήρες του ιδιόρρυθμοι και ενίοτε ’’γραφικές φιγούρες’’ αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκο. Η Γαβαλά, αξιοποιώντας στο μέγιστο, την κινηματογραφική εμπειρία της καταγράφει, περιγράφει και ’’κινηματογραφεί’’ λες και κρατάει κάμερα πρόσωπα και χώρους, φτάνοντας ορισμένες φορές στην υπερβολή. Και σατιρίζει ή σχολιάζει ανελέητα ότι ’’γράφει’’ η κάμερα της. Την εργοταξιακή Αθήνα, την ατμόσφαιρα πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τις αναποτελεσματικές αστυνομικές μεθόδους, εξτρεμιστικές (ως χαρακτήρες και ζωή) φιγούρες του περιθωρίου. Όμως, το βιβλίο δεν βασίζεται ούτε σ’ αυτά τα στοιχεία. Δεν βασίζεται ούτε στο διάχυτο χιούμορ του, άλλοτε υποδόριο και άλλοτε σπαρταριστό. Πέντε χαρακτήρες σε ιστορίες που τέμνονται και στην ουσία δεν υπάρχει αληθινός κεντρικός ήρωας. Έχω την αίσθηση ότι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του έκτου μυθιστορήματος της Γαβαλά είναι εντελώς άψυχοι. Μια πλατεία δημιουργημένη στη φαντασία της συγγραφέως και τοποθετημένη κάπου στο κέντρο της πόλης, τα σπίτια, τα δέντρα, τα σκουπίδια ακόμη και το απαραίτητο (για αφροδισιακούς λόγους) αμυγδαλέλαιο! Η συγγραφική κάμερα της Γαβαλά καταγράφει τα άψυχα και τους δίνει οντότητα, ζωή, λόγο ύπαρξης, εμμονή που νομίζω ότι ήταν έντονη και στην προηγούμενη δουλειά της τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’ που εκδόθηκαν το 2004. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το βιβλίο δεν χρειάζεται καμία ταμπέλα (ερωτικό, σατιρικό, αστυνομικό κλπ.) για να διαβαστεί ευχάριστα ως ένα αυτόνομα ανάγνωσμα. Γι’ αυτό ακριβώς και παίρνει μια θέση στα αδικημένα βιβλία της χρονιάς.

Και μια γενικότερη σημείωση που αφορά συνολικά τη δουλειά της Γαβαλά. Έχοντας διαβάσει τρία βιβλία της είχα την αίσθηση ότι θεματολογικά και σεναριακά μέχρι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ ήταν επαναλαμβανόμενη στα ευρήματα ή τις ιδέες της. ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ δείχνουν συγγραφική ωριμότητα, έχουν πρωτοτυπία (ακόμη και αν αγγίζουν το εκκεντρικό ορισμένες φορές) και σίγουρα απέχουν πολύ αξιολογικά τόσο από την πρώτη της εμφάνιση στη γραφή (’’Η υπηρέτρια των αγγέλων’’) όσο και από την αμέσως προηγούμενη τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’.

Sunday, September 2, 2007

Το Κριτικόχρωμα του Κατοικίδιου

ΕΘΝΟΣ, Της Ελένης Γκίκα

Υπογράφει ως «Κατοικίδιο», η ιστοσελίδα του ονομάζεται «Κριτικόχρωμα», τη συναντάμε στη διεύθυνση http://kritikohroma.blogspot.com/ και υποστηρίζει πως είναι ομάδα. Ανεβάζει επώνυμες κριτικές για βιβλία, έχει τολμήσει ήδη δύο ψηφοφορίες («τα καλύτερα βιβλία του 2006», «ψηφίστε το τοπ βιβλιοφιλικό μπλογκ») και ο λόγος ανήκει στους ίδιους:
Το «κατοικίδιο» ξεκίνησε από μια τεράστια αγάπη για το ελληνικό βιβλίο αλλά και από το παράπονο μιας ομάδας ανθρώπων που βρίσκονται στο παρασκήνιο της βιβλιοπαραγωγής. Ο πιο έμπειρος στα ηλεκτρονικά φίλος το έστησε κι εμείς οι υπόλοιποι καταθέτουμε τις απόψεις μας για τον χώρο, τα πρόσωπα και τα βιβλία.
Είμαστε μια μικρή ομάδα επιμελητών βιβλίου, που γνωρίζουμε πολλά για τους διαδρόμους της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής. Παρακολουθούμε από κοντά τα δρώμενα, καταγράφουμε και προσπαθούμε να επέμβουμε μέσω του μπλογκ που παρά την ανωνυμία του προτείνει επώνυμες κριτικές για τα βιβλία.
Γι αυτό πολλές φορές θα δείτε τα εισαγωγικά μας κείμενα να είναι γραμμένα με διαφορετικούς τρόπους, επειδή ακριβώς προέρχονται από διαφορετικά άτομα και προσωπικότητες. Επίσης, καθένας από μάς έχει αγαπημένους συγγραφείς, είναι μοιραίο άλλωστε.
Η ζωή μας άλλαξε πραγματικά μέσα από το μπλόγκινγκ. Βρισκόμαστε πολλές φορές τα βράδια στο δικό μου σπίτι και κάνουμε σέρφινγκ στα άλλα βιβλιοφιλικά μπλογκς. Προσπαθούμε να κάνουμε παρεμβάσεις με διαφορετικά ονόματα αλλά και κάτω από την ετικέτα του Κατοικίδιου. Πιστεύουμε ότι όλα τα βιβλιοφιλικά ιστολόγια φέρνουν ένα νέο αέρα στο χώρο. Παρόλο που τις περισσότερες φορές πέφτουν θύματα της πεπατημένης των βιβλιοκριτικών, ωστόσο παρουσιάζουν και κάποια μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία που δεν ακούγονται αλλού.
Αυτό που πραγματικά μας κάνει να ξεχωρίζουμε ως μπλογκ ανάμεσα στα βιβλιόφιλα είναι η λίστα της ψηφοφορίας, όπου καταγράψαμε όλα τα υποψήφια για βράβευση βιβλία των μικρών και μεγάλων καταλόγων, καθώς και κάποια άλλα τα οποία ήταν ξεχωριστά αλλά παραγνωρισμένα από το σύστημα. Βέβαια, κάποιοι προσπάθησαν να διαβρώσουν την ψηφοφορία μας, αλλά ειδοποιηθήκαμε έγκαιρα από την εταιρεία του poll host κι έτσι το αντιμετωπίσαμε. Αν ξανασυμβεί πάντως θα καταφύγουμε στο ηλεκτρονικό έγκλημα για να διαπιστώσουμε ποιοι σαμποτάρουν την προσπάθεια και γιατί και μάλιστα ποιους συγγραφείς!
Δεν κάναμε πολλούς φίλους μέσα από το μπλόγκινγκ γιατί μας αντιμετωπίζουν με καχυποψία। Θεωρούμε πως κάποιοι μπλόγκερς που είναι για καιρό στο διαδίκτυο έχουν ένα στυλ που τείνει να γίνει συμβατικό και παρεϊστικο. Εμείς αυτό το ιστολόγιο το στήσαμε όχι από νεύρωση, αλλά από ανάγκη να τοποθετήσουμε το βιβλίο στη σωστή του διάσταση, πέρα από παρεϊστικες και άλλες νοοτροπίες. Πιστεύουμε πως έχουμε κερδίσει αυτό το στοίχημα προς το παρόν. Θα θέλαμε να σάς ανακοινώσουμε ότι ανάμεσα στην παρέα (όπου συχνάζουν και πολλοί φιλόλογοι άσχετοι με την επιμέλεια βιβλίων) σκεφτήκαμε να συγκεντρώσουμε ένα χρηματικό ποσόν για να βραβεύσουμε τα δημοφιλέστερα βιβλία του μπλογκ. Τελικά, όταν ήγγικεν η ώρα, επικράτησε η μετριοπαθής αντισυμβατική λογική να αναρτηθούν τα καλύτερα βιβλία της λίστας χωρίς να δοθούν βραβεία. Άλλωστε, τι θα μας ξεχωρίσει τελικά από τους διαπλεκόμενους περιοκατζήδες και κρατικούς καρεκλοκένταυρους; Ετσι στο μπλογκ ως επιβράβευση θα κρατήσουμε τον κατάλογο των καλύτερων 12 βιβλίων της χρονιάς μέχρι το τέλος του 2007».


Υστερόγραφο: Καθυστερήσαμε την ανάρτηση του πόστ, λόγω της τραγικής επικαιρότητας των ημερών। Θα φάνταζε αταίριαστη η υπεροψία της αυτοδημοσιότητας όταν οι πυρκαγιές λεληλατούσαν τη χώρα।
Πάντως, η προσπάθεια του Εθνους να αναδεικνύει χωρίς διάκριση και άλλα προσωπικά κριτήρια τα βιβλιοφιλικά ιστολόγια, αναπτερώνει τις επίδες πως επιτέλους προβάλλεται και η άλλη άποψη έστω κι αν είναι πιό αντικομφορμιστική!

Με εκτίμηση

Το Κατοικίδιο

Saturday, August 18, 2007

Πολύς λόγος για μια αυτοαναίρεση

Κατάφερα να ολοκληρώσω την ανάγνωση αυτού του έργου της Νίκης Αναστασέα, το οποίο πόρρω απέχει απο το εκπληκτικό πρωτόλλειό της «Αυτή η Αργή Μέρα Προχωρούσε» όπερ και έλαβε το βραβείο απο το περιοδικό Διαβάζω μερικά χρόνια πρίν.

Υφος στυφό, πλατειάζον, ύφος επιδεικτικά δηκτικό και κραυγαλέα επιτηδευμένο. Θεωρώ πως η Αναστασέα για να κρατήσει τη γραμμή της πρώτης εμφάνισης βούτηξε στα λιμνάζοντα νερά μιας περασμένης ιδεολογίας, που προσπαθώντας να την αναιρέσει , αυτοαναιρείται η ίδια με διάφορα προσχηματικά κόλπα.

Πολύς λόγος για ένα έργο δύσπεπτο και προσποιητό στη λογοτεχνική κριτική πιάτσα και πολλές πομπώδεις υποψηφιότητες για χάρη του ενδόξου παρελθόντος της.

Το Κατοικίδιο


Το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη και ο κομφορμισμός της δεκαετίας ’80

Της Τιτικας Δημητρουλια
Νίκη Αναστασέα
Επικράνθη. Διά χειρός Αλέξη Ραζή
εκδ. Κέδρος
Η γενιά του Πολυτεχνείου, παρά τα φώτα των προβολέων και τους επετειακούς εορτασμούς, διατηρεί πάντα μια αδιαφάνεια, που εξαρχής τη χαρακτήριζε, σύμφυτη με το ύψος των προσδοκιών της και το βάθος της διάψευσής τους, ανάλογη ίσως με τη μοναδικότητα του γεγονότος που τη γέννησε। Γι’ αυτή τη γενιά, αγόρια και κορίτσια προερχόμενα από όλες τις κοινωνικές τάξεις, μέσα και έξω από τις οργανώσεις και τις ομαδούλες που έθαλλαν μαζί με τις μολότωφ, τα πορτρέτα του Λένιν και του Μαρξ, του Τσε και του Μάο, τα συνθήματα, τις πορείες, τις συνελεύσεις, το προσωπικό συναιρούνταν με το συλλογικό. Συχνά μάλιστα το προσωπικό καλυπτόταν κάτω από την προστατευτική αίγλη του συλλογικού, οι σχέσεις, φιλικές κι ερωτικές, κινούνταν πολλές φορές στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης επαναστατικής ενδογαμίας, οι ανθρώπινες ιδιοτέλειες μετατρέπονταν σε ισχυρές πεποιθήσεις.

Μύθος και πραγματικότητα
Ολα ήταν δυνατά, και ερμηνεύσιμα, το σκοτάδι της εποχής καταυγαζόταν από το άπλετο φως της ζωτικής βεβαιότητας। Εως την ορμητική εισβολή της πραγματικότητας, πάντα παρούσας και σοφά συγκαλυμμένης, που επανέκαμψε προσφέροντας την εξουσία ως ανταπόδοση της πίστης, τη δημοσιότητα ως αντιστάθμισμα της αποτυχίας. Αλλοι συνέχισαν, άλλοι πήγαν στο σπίτι τους, το αίνιγμα της συσσωμάτωσής τους παρέμεινε, μιας συσσωμάτωσης που τη διέτρεχαν σωρός αντιφάσεις, πολιτικές, κοινωνικές, προσωπικές. Ο μύθος διατηρήθηκε. Παρότι κάποιοι αυτόπτες και αυτουργοί μίλησαν πολύ νωρίς, έξω από το δόντια, όπως η Μάρω Δούκα στο μυθιστόρημα-σταθμός της ελληνικής μεταπολίτευσης, την «Αρχαία Σκουριά». Εικόνες και θραύσματα της γενιάς αυτής γλιστρούν στις σελίδες του νέου βιβλίου της Νίκης Αναστασέα, εφτά χρόνια μετά το πρώτο της μυθιστόρημα, «Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε» (βραβείο Διαβάζω), κινώντας μας εξ ορισμού το ενδιαφέρον. Πιο συγκεκριμένα, το μυθιστόρημά της ανασυνθέτει το περιβάλλον των αριστερίστικων οργανώσεων που, πέρα από την πάλη ενάντια στη χούντα, ακολουθούσαν τα χνάρια της γαλλικής Προλεταριακής Αριστεράς, προετοιμάζοντας τη «νέα λαϊκή αντίσταση», εμπνέοντας στα μέλη και τους οπαδούς τους, ή προσπαθώντας, εν πάση περιπτώσει, το ιδεώδες της καθυπόταξης του προσωπικού στο συλλογικό, ενοχοποιώντας τους για τις επιθυμίες τους, οδηγώντας τους σε παράδοξες μεταθέσεις και προβολές. Ολόκληρη η παρέα την οποία ζωντανεύει η Αναστασέα κινείται σε τροχιά γύρω από το ολόλαμπρο άστρο ενός ωραίου και χαρισματικού ζωγράφου, του Αλέξη Ραζή, που θα γλιστρήσει στη μελαγχολία και το μηδέν, αφού καταστρέψει πρώτα τα έργα του. Πλάι του, η πολύ νεότερή του Νίνα, δέσμια της αίγλης του, θυσιάζει κι αυτή τη ζωή της στο ανέφικτο. Πιάνοντας το κουβάρι από παλιότερα, από τον πατέρα και το Δάσκαλο του Ραζή, που υπήρξαν κομμουνιστές και δηλωσίες, η Αναστασέα προσπαθεί να ερμηνεύσει τις συνάψεις, προσωπικές, κοινωνικές, ιστορικές που οδήγησαν στην επαναστατική φρενίτιδα της εποχής και στην ερημιά που τη διαδέχτηκε, στο νέο κομφορμισμό της δεκαετίας του ’80.

Η «εποχή του κενού»
Προσπαθεί να εξηγήσει αυτή την «εποχή του κενού» που επακολούθησε, μέσα από τα όρια των ιδεών και των προσώπων, το μέγεθος των ψευδαισθήσεων, την ουτοπία της αναμόρφωσης του ανθρώπου μέσα από τη συντριβή του. Υποταγμένα στην ύψιστη ιδέα, στη θρησκεία μιας διαρκούς επανάστασης, τα πρόσωπα αδυνατούν τελικά να ζήσουν. Και η Αναστασέα αυτό το αβίωτο του βίου το περιγράφει πολύ πειστικά.Το μυθιστόρημα όμως έχει προβλήματα που αρχίζουν ήδη σε επίπεδο προθέσεων. Διότι το βαρίδι που δεν αφήνει το κείμενο να απογειωθεί δεν είναι παρά η ίδια η υπέρμετρη φιλοδοξία του, να συναιρέσει το «Εργο» του Ζολά με τους «Μανδαρίνους» της Μποβουάρ, ένα «πορτρέτο του καλλιτέχνη» με την τοιχογραφία μιας εποχής. Η Αναστασέα θέλησε στο κείμενό της να τα πει όλα, ταυτοχρόνως: να βρει την ουσία του ιδανικού, την πολιτική και μεταφυσική ψίχα της στράτευσης, να ξεφλουδίσει το πολιτικό ώς τα σκοτάδια της ψυχής, να σχολιάσει τη δημιουργία που αναπαριστά ρουφώντας το αίμα του καλλιτέχνη. Ετσι, το βιβλίο αργεί να πάρει μπρος, κολλάει στις σχοινοτενείς αναλύσεις, ο Ραζής μένει μετέωρος ως χαρακτήρας και η θέση του ως αρχηγού μιας άτυπης θρησκείας που επιβεβαιώνεται και καλλιτεχνικά δεν πείθει. Κι ενώ κάποιοι χαρακτήρες, ειδικά γυναικείοι, είναι πολύ καλοί και κάποια επεισόδια εξαιρετικά ενδιαφέροντα, ενώ η σύλληψη είναι θαυμάσια, οι ασυνέχειες της αφήγησης αναδεικνύουν εντέλει τις ασυνέχειες μιας οπτικής που εγκλωβίζεται στην αφέλεια μιας νέας μυθολόγησης.

Saturday, August 4, 2007

Τα Χερουβείμ της Μοκέτας-Ακατάλληλο προς ανάγνωση

Την Ελένη Γιαννακάκη τη γνώρισα απο το πρώτο της βιβλίο «Περι Ορέξεως και Αλλων Δεινών», το οποίο δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω γιατί το βρήκα βαρύ, στυφό και αλλοπρόσαλλο.

Το νέο της μυθιστόρημα «Τα Χερουβείμ της Μοκέτας» κινείται στο ίδιο ύφος, που το βρίσκω στημένο, εγκεφαλικό και ακατάλληλο προς ανάγνωση. Δεν με πείθουν ούτε οι κριτικοί ούτε οι ύμνοι τους για ένα μυθιστόρημα που υποστηρίζει την παραληρηματική ψυχοπάθεια μιας γυναίκας. Λυπάμαι, αλλά δεν θα ακολουθήσω την πεπατημένη της κριτικής, καθώς δικαιούμαι να απορρίπτω την απόλυτη νεύρωση σε πρώτο ενικό!

Τα Χερουβείμ της Μοκέτας

Απο το μπλόγκ της Αναγνώστριας


Η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου μου είναι ιδιαίτερα προσφιλής ως λογοτεχνικός τρόπος γραφής। Ο συγγραφέας, ο παντογνώστης αφηγητής, δεν αφηγείται απλώς σε τρίτο πρόσωπο। Εισχωρεί ο ίδιος στη σκέψη και στη ψυχή του ήρωα ή της ηρωίδας του. Γράφει μεν σε τρίτο πρόσωπο, αλλά αποδίδει τη σκέψη και τα συναισθήματα σαν να είναι εκείνοι, οι ήρωές του που σκέφτονται. Η τεχνική αυτή, πιστεύω, είναι και ένας από τους λόγους που μου άρεσε τόσο το βιβλίο της Ελένης Γιαννακάκη (Εστία, 2006). Ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας μονόλογος της Μαρίας, μιας 37χρονης που ξυπνάει, ως τα μεσάνυχτα σχεδόν που κάνει το μπάνιο της πριν πάει για ύπνο, θυμίζοντάς μας έτσι άλλα έργα ανάλογης χρονικής διάρκειας ("24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας" του Τσβάιχ, τον "Οδυσσέα" του Τζόυς κ.λπ.). Κι όμως, τα κοινά και σε άλλα έργα στοιχεία τεχνικής, ο εσωτερικός μονόλογος και η χρονική διάρκεια, αλλά ακόμα και το πολύ κοινό θέμα, η ζωή μιας νοικοκυράς, δεν καθιστούν καθόλου κοινό το βιβλίο της Γιαννακάκη. Είχα διαβάσει και το προηγούμενό της, "Περί ορέξεως και άλλων δεινών", αλλά "Τα χερουβείμ" είναι πολύ καλύτερο.


Μέσα από το μονόλογο της Μαρίας, μέσα από τις σκέψεις που ρέουν συνειρμικά, χωρίς χρονολογική σειρά, ενώ καθαρίζει, βάζει πλυντήριο, μαγειρεύει (σ' αυτό το τελευταίο είν' αλήθεια δεν δίνει και πολλή σημασία), περνάει παρελθόν και παρόν, η ζωή της, οικογενειακές σχέσεις, φιλίες, έρωτες...Μα και πάλι, ούτε αυτό θα ήταν αρκετό για να μας δημιουργήσει το ενδιαφέρον που μας προκαλεί, ώστε να μην αφήνουμε το βιβλίο πριν φτάσουμε στην τελευταία σελίδα. "Τα χερουβείμ" είναι συνάμα κι ένα ψυχολογικό θρίλλερ. Από την αρχή φαίνεται πως αυτή η συγκεκριμένη μέρα έχει κάτι το ξεχωριστό για την ηρωίδα, κάτι που αποκαλύπτεται αργά και έντεχνα από τη συγγραφέα. Μοιάζει σαν η Γιαννακάκη να κρατάει στα χέρια ένα δόλωμα κι εκεί που πλησιάζουμε να το αρπάξουμε, τραβάει το σπάγγο και το απομακρύνει κι εμείς, ανυπόμονοι να το γευτούμε, την ακολουθούμε ως το τέλος.
Η Μαρία είχε σπουδάσει αρχιτέκτονας, εργάστηκε πολύ λίγο ως σχεδιάστρια, παντρεύτηκε τον εργοδότη της αποσπώντας τον δόλια από τη γυναίκα του, σταμάτησε να δουλεύει, απόκτησε τρία παιδιά και αφοσιώθηκε στο σπίτι και στην οικογένεια। Αφοσιώθηκε, είναι τρόπος του λέγειν. Δεν έπαψε να έχει εραστές και η ανάμνηση του τελευταίου, που υπήρξε ο φιλόλογος και φροντιστής της κόρης της, στοιχειώνει τη σκέψη της αυτή τη μέρα, που ακριβώς ένα χρόνο πριν, εκείνος πέθανε.


Πολλοί είναι οι συμβολισμοί και οι προεκτάσεις που θα μπορούσαν να δοθούν στο μυθιστόρημα. Από τον τίτλο (όπου χερουβείμ είναι τα αγγελάκια-διακοσμητικά σχέδια της μοκέτας πάνω στην οποία η Μαρία έκανε έρωτα) ως την ψυχαναγκαστική μανία της με την καθαριότητα ("το 'φαγε το σπίτι με τα νύχια της", όπως της έλεγε ο άντρας της). Από τη σκέψη μου δεν φεύγει ένας λανθάνων συσχετισμός με τον "Αγάμέμνονα": μάνα και κόρη-λουτρό-φόνος.
Απ' τις μικρές αδυναμίες του βιβλίου θα έλεγα ότι είναι οι συχνές επισκέψεις της ηρωίδας στο μπάνιο και η περιγραφή της συχνουρίας της, καθώς και σε κάποια σημεία η εξονυχιστική περιγραφή του καθαρίσματος κάθε ρωγμής που κάποτε καταντά κουραστική।