Saturday, August 18, 2007

Πολύς λόγος για μια αυτοαναίρεση

Κατάφερα να ολοκληρώσω την ανάγνωση αυτού του έργου της Νίκης Αναστασέα, το οποίο πόρρω απέχει απο το εκπληκτικό πρωτόλλειό της «Αυτή η Αργή Μέρα Προχωρούσε» όπερ και έλαβε το βραβείο απο το περιοδικό Διαβάζω μερικά χρόνια πρίν.

Υφος στυφό, πλατειάζον, ύφος επιδεικτικά δηκτικό και κραυγαλέα επιτηδευμένο. Θεωρώ πως η Αναστασέα για να κρατήσει τη γραμμή της πρώτης εμφάνισης βούτηξε στα λιμνάζοντα νερά μιας περασμένης ιδεολογίας, που προσπαθώντας να την αναιρέσει , αυτοαναιρείται η ίδια με διάφορα προσχηματικά κόλπα.

Πολύς λόγος για ένα έργο δύσπεπτο και προσποιητό στη λογοτεχνική κριτική πιάτσα και πολλές πομπώδεις υποψηφιότητες για χάρη του ενδόξου παρελθόντος της.

Το Κατοικίδιο


Το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη και ο κομφορμισμός της δεκαετίας ’80

Της Τιτικας Δημητρουλια
Νίκη Αναστασέα
Επικράνθη. Διά χειρός Αλέξη Ραζή
εκδ. Κέδρος
Η γενιά του Πολυτεχνείου, παρά τα φώτα των προβολέων και τους επετειακούς εορτασμούς, διατηρεί πάντα μια αδιαφάνεια, που εξαρχής τη χαρακτήριζε, σύμφυτη με το ύψος των προσδοκιών της και το βάθος της διάψευσής τους, ανάλογη ίσως με τη μοναδικότητα του γεγονότος που τη γέννησε। Γι’ αυτή τη γενιά, αγόρια και κορίτσια προερχόμενα από όλες τις κοινωνικές τάξεις, μέσα και έξω από τις οργανώσεις και τις ομαδούλες που έθαλλαν μαζί με τις μολότωφ, τα πορτρέτα του Λένιν και του Μαρξ, του Τσε και του Μάο, τα συνθήματα, τις πορείες, τις συνελεύσεις, το προσωπικό συναιρούνταν με το συλλογικό. Συχνά μάλιστα το προσωπικό καλυπτόταν κάτω από την προστατευτική αίγλη του συλλογικού, οι σχέσεις, φιλικές κι ερωτικές, κινούνταν πολλές φορές στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης επαναστατικής ενδογαμίας, οι ανθρώπινες ιδιοτέλειες μετατρέπονταν σε ισχυρές πεποιθήσεις.

Μύθος και πραγματικότητα
Ολα ήταν δυνατά, και ερμηνεύσιμα, το σκοτάδι της εποχής καταυγαζόταν από το άπλετο φως της ζωτικής βεβαιότητας। Εως την ορμητική εισβολή της πραγματικότητας, πάντα παρούσας και σοφά συγκαλυμμένης, που επανέκαμψε προσφέροντας την εξουσία ως ανταπόδοση της πίστης, τη δημοσιότητα ως αντιστάθμισμα της αποτυχίας. Αλλοι συνέχισαν, άλλοι πήγαν στο σπίτι τους, το αίνιγμα της συσσωμάτωσής τους παρέμεινε, μιας συσσωμάτωσης που τη διέτρεχαν σωρός αντιφάσεις, πολιτικές, κοινωνικές, προσωπικές. Ο μύθος διατηρήθηκε. Παρότι κάποιοι αυτόπτες και αυτουργοί μίλησαν πολύ νωρίς, έξω από το δόντια, όπως η Μάρω Δούκα στο μυθιστόρημα-σταθμός της ελληνικής μεταπολίτευσης, την «Αρχαία Σκουριά». Εικόνες και θραύσματα της γενιάς αυτής γλιστρούν στις σελίδες του νέου βιβλίου της Νίκης Αναστασέα, εφτά χρόνια μετά το πρώτο της μυθιστόρημα, «Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε» (βραβείο Διαβάζω), κινώντας μας εξ ορισμού το ενδιαφέρον. Πιο συγκεκριμένα, το μυθιστόρημά της ανασυνθέτει το περιβάλλον των αριστερίστικων οργανώσεων που, πέρα από την πάλη ενάντια στη χούντα, ακολουθούσαν τα χνάρια της γαλλικής Προλεταριακής Αριστεράς, προετοιμάζοντας τη «νέα λαϊκή αντίσταση», εμπνέοντας στα μέλη και τους οπαδούς τους, ή προσπαθώντας, εν πάση περιπτώσει, το ιδεώδες της καθυπόταξης του προσωπικού στο συλλογικό, ενοχοποιώντας τους για τις επιθυμίες τους, οδηγώντας τους σε παράδοξες μεταθέσεις και προβολές. Ολόκληρη η παρέα την οποία ζωντανεύει η Αναστασέα κινείται σε τροχιά γύρω από το ολόλαμπρο άστρο ενός ωραίου και χαρισματικού ζωγράφου, του Αλέξη Ραζή, που θα γλιστρήσει στη μελαγχολία και το μηδέν, αφού καταστρέψει πρώτα τα έργα του. Πλάι του, η πολύ νεότερή του Νίνα, δέσμια της αίγλης του, θυσιάζει κι αυτή τη ζωή της στο ανέφικτο. Πιάνοντας το κουβάρι από παλιότερα, από τον πατέρα και το Δάσκαλο του Ραζή, που υπήρξαν κομμουνιστές και δηλωσίες, η Αναστασέα προσπαθεί να ερμηνεύσει τις συνάψεις, προσωπικές, κοινωνικές, ιστορικές που οδήγησαν στην επαναστατική φρενίτιδα της εποχής και στην ερημιά που τη διαδέχτηκε, στο νέο κομφορμισμό της δεκαετίας του ’80.

Η «εποχή του κενού»
Προσπαθεί να εξηγήσει αυτή την «εποχή του κενού» που επακολούθησε, μέσα από τα όρια των ιδεών και των προσώπων, το μέγεθος των ψευδαισθήσεων, την ουτοπία της αναμόρφωσης του ανθρώπου μέσα από τη συντριβή του. Υποταγμένα στην ύψιστη ιδέα, στη θρησκεία μιας διαρκούς επανάστασης, τα πρόσωπα αδυνατούν τελικά να ζήσουν. Και η Αναστασέα αυτό το αβίωτο του βίου το περιγράφει πολύ πειστικά.Το μυθιστόρημα όμως έχει προβλήματα που αρχίζουν ήδη σε επίπεδο προθέσεων. Διότι το βαρίδι που δεν αφήνει το κείμενο να απογειωθεί δεν είναι παρά η ίδια η υπέρμετρη φιλοδοξία του, να συναιρέσει το «Εργο» του Ζολά με τους «Μανδαρίνους» της Μποβουάρ, ένα «πορτρέτο του καλλιτέχνη» με την τοιχογραφία μιας εποχής. Η Αναστασέα θέλησε στο κείμενό της να τα πει όλα, ταυτοχρόνως: να βρει την ουσία του ιδανικού, την πολιτική και μεταφυσική ψίχα της στράτευσης, να ξεφλουδίσει το πολιτικό ώς τα σκοτάδια της ψυχής, να σχολιάσει τη δημιουργία που αναπαριστά ρουφώντας το αίμα του καλλιτέχνη. Ετσι, το βιβλίο αργεί να πάρει μπρος, κολλάει στις σχοινοτενείς αναλύσεις, ο Ραζής μένει μετέωρος ως χαρακτήρας και η θέση του ως αρχηγού μιας άτυπης θρησκείας που επιβεβαιώνεται και καλλιτεχνικά δεν πείθει. Κι ενώ κάποιοι χαρακτήρες, ειδικά γυναικείοι, είναι πολύ καλοί και κάποια επεισόδια εξαιρετικά ενδιαφέροντα, ενώ η σύλληψη είναι θαυμάσια, οι ασυνέχειες της αφήγησης αναδεικνύουν εντέλει τις ασυνέχειες μιας οπτικής που εγκλωβίζεται στην αφέλεια μιας νέας μυθολόγησης.

Saturday, August 4, 2007

Τα Χερουβείμ της Μοκέτας-Ακατάλληλο προς ανάγνωση

Την Ελένη Γιαννακάκη τη γνώρισα απο το πρώτο της βιβλίο «Περι Ορέξεως και Αλλων Δεινών», το οποίο δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω γιατί το βρήκα βαρύ, στυφό και αλλοπρόσαλλο.

Το νέο της μυθιστόρημα «Τα Χερουβείμ της Μοκέτας» κινείται στο ίδιο ύφος, που το βρίσκω στημένο, εγκεφαλικό και ακατάλληλο προς ανάγνωση. Δεν με πείθουν ούτε οι κριτικοί ούτε οι ύμνοι τους για ένα μυθιστόρημα που υποστηρίζει την παραληρηματική ψυχοπάθεια μιας γυναίκας. Λυπάμαι, αλλά δεν θα ακολουθήσω την πεπατημένη της κριτικής, καθώς δικαιούμαι να απορρίπτω την απόλυτη νεύρωση σε πρώτο ενικό!

Τα Χερουβείμ της Μοκέτας

Απο το μπλόγκ της Αναγνώστριας


Η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου μου είναι ιδιαίτερα προσφιλής ως λογοτεχνικός τρόπος γραφής। Ο συγγραφέας, ο παντογνώστης αφηγητής, δεν αφηγείται απλώς σε τρίτο πρόσωπο। Εισχωρεί ο ίδιος στη σκέψη και στη ψυχή του ήρωα ή της ηρωίδας του. Γράφει μεν σε τρίτο πρόσωπο, αλλά αποδίδει τη σκέψη και τα συναισθήματα σαν να είναι εκείνοι, οι ήρωές του που σκέφτονται. Η τεχνική αυτή, πιστεύω, είναι και ένας από τους λόγους που μου άρεσε τόσο το βιβλίο της Ελένης Γιαννακάκη (Εστία, 2006). Ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας μονόλογος της Μαρίας, μιας 37χρονης που ξυπνάει, ως τα μεσάνυχτα σχεδόν που κάνει το μπάνιο της πριν πάει για ύπνο, θυμίζοντάς μας έτσι άλλα έργα ανάλογης χρονικής διάρκειας ("24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας" του Τσβάιχ, τον "Οδυσσέα" του Τζόυς κ.λπ.). Κι όμως, τα κοινά και σε άλλα έργα στοιχεία τεχνικής, ο εσωτερικός μονόλογος και η χρονική διάρκεια, αλλά ακόμα και το πολύ κοινό θέμα, η ζωή μιας νοικοκυράς, δεν καθιστούν καθόλου κοινό το βιβλίο της Γιαννακάκη. Είχα διαβάσει και το προηγούμενό της, "Περί ορέξεως και άλλων δεινών", αλλά "Τα χερουβείμ" είναι πολύ καλύτερο.


Μέσα από το μονόλογο της Μαρίας, μέσα από τις σκέψεις που ρέουν συνειρμικά, χωρίς χρονολογική σειρά, ενώ καθαρίζει, βάζει πλυντήριο, μαγειρεύει (σ' αυτό το τελευταίο είν' αλήθεια δεν δίνει και πολλή σημασία), περνάει παρελθόν και παρόν, η ζωή της, οικογενειακές σχέσεις, φιλίες, έρωτες...Μα και πάλι, ούτε αυτό θα ήταν αρκετό για να μας δημιουργήσει το ενδιαφέρον που μας προκαλεί, ώστε να μην αφήνουμε το βιβλίο πριν φτάσουμε στην τελευταία σελίδα. "Τα χερουβείμ" είναι συνάμα κι ένα ψυχολογικό θρίλλερ. Από την αρχή φαίνεται πως αυτή η συγκεκριμένη μέρα έχει κάτι το ξεχωριστό για την ηρωίδα, κάτι που αποκαλύπτεται αργά και έντεχνα από τη συγγραφέα. Μοιάζει σαν η Γιαννακάκη να κρατάει στα χέρια ένα δόλωμα κι εκεί που πλησιάζουμε να το αρπάξουμε, τραβάει το σπάγγο και το απομακρύνει κι εμείς, ανυπόμονοι να το γευτούμε, την ακολουθούμε ως το τέλος.
Η Μαρία είχε σπουδάσει αρχιτέκτονας, εργάστηκε πολύ λίγο ως σχεδιάστρια, παντρεύτηκε τον εργοδότη της αποσπώντας τον δόλια από τη γυναίκα του, σταμάτησε να δουλεύει, απόκτησε τρία παιδιά και αφοσιώθηκε στο σπίτι και στην οικογένεια। Αφοσιώθηκε, είναι τρόπος του λέγειν. Δεν έπαψε να έχει εραστές και η ανάμνηση του τελευταίου, που υπήρξε ο φιλόλογος και φροντιστής της κόρης της, στοιχειώνει τη σκέψη της αυτή τη μέρα, που ακριβώς ένα χρόνο πριν, εκείνος πέθανε.


Πολλοί είναι οι συμβολισμοί και οι προεκτάσεις που θα μπορούσαν να δοθούν στο μυθιστόρημα. Από τον τίτλο (όπου χερουβείμ είναι τα αγγελάκια-διακοσμητικά σχέδια της μοκέτας πάνω στην οποία η Μαρία έκανε έρωτα) ως την ψυχαναγκαστική μανία της με την καθαριότητα ("το 'φαγε το σπίτι με τα νύχια της", όπως της έλεγε ο άντρας της). Από τη σκέψη μου δεν φεύγει ένας λανθάνων συσχετισμός με τον "Αγάμέμνονα": μάνα και κόρη-λουτρό-φόνος.
Απ' τις μικρές αδυναμίες του βιβλίου θα έλεγα ότι είναι οι συχνές επισκέψεις της ηρωίδας στο μπάνιο και η περιγραφή της συχνουρίας της, καθώς και σε κάποια σημεία η εξονυχιστική περιγραφή του καθαρίσματος κάθε ρωγμής που κάποτε καταντά κουραστική।