Friday, January 23, 2009

Ούζο σημαίνει «ου ζω»

Τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του αιρετικού και παραδοξολόγου συγγραφέα που συνδύασε τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό με τη βυζαντινή παράδοση

του ανασταση βιστωνιτη |

ΒΗΜΑ, Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος- ωστόσο δεν είχε σχέση με την οργανωμένη θρησκεία. Δεν τον ενδιέφερε το ιδεολόγημα της καθ΄ ημάς Ανατολής, αλλά το Βυζάντιο. Οι βυζαντινοί χρονογράφοι τού προσφέρουν ένα πρότυπο να κινηθεί αφηγηματικά, γιατί ούτε χαρακτήρες δημιουργεί ούτε ατμόσφαιρα διά της αφηγηματικής ακολουθίας. Κινείται κυκλικά στον χρόνο, εξ ου και η παρεκβατικότητα των κειμένων του και τα απανωτά ξεστρατίσματα. Ο Πεντζίκης είναι πεζογράφος με μυθικήκαι όχι ιστορική- συνείδηση, δηλαδή με συνείδηση ποιητή. Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησε την τεχνική του παστίς- χωρίς πουθενά να δίνει την εντύπωση της μίμησης- προτού την καθιερώσουν οι μεταμοντερνιστές.

Η δήλωσή του ότι «ο χρόνος είναι το πονηρόν» παραπέμπει στην κουλτούρα της Κεντρικής Ευρώπης, δηλαδή σε μια φαουστική ιδεολογία η οποία ορίζεται από το άγχος της εξαγοράς και την παθιασμένη αντίσταση στο πονηρόν, δηλαδή στον χρόνο. Η μόνη αντίσταση (δηλαδή το πλήρες νόημα) είναι η προσευχή. Γι΄ αυτό και ο ίδιος προσευχόταν ανελλιπώς κάθε πρωί επί δύο ώρες προτού κάνει οτιδήποτε. Ως εκ τούτου, η πίστη του στη μετά θάνατον ζωή ήταν απολύτως γνήσια.
Ευφυολογήματα ή ξόρκια;


Στη λογοτεχνική συντεχνία συχνά αναφέρονται στα ευφυολογήματα του Πεντζίκη: ότι λ.χ. (επειδή υπήρξε και ζωγράφος) έλεγε πως ήταν «παις ζωγράφος» , ότι το ούζο σημαίνει «ου ζω» κτλ. Οποιος θέλει να κατανοήσει τον Πεντζίκη αυτά δεν θα πρέπει να τα θεωρεί παραδοξολογίες. Συνιστούν τον τρόπο του να κοροϊδεύει τον Οξαποδώ, να δίνει τη μάχη κατά του θανάτου ή να καταρρακώνει τους πάσης φύσεως επηρμένους. Ας μου επιτραπεί να αναφερθώ εδώ σε κάποιο περιστατικό, αποδεικτικό όχι μόνο των παραπάνω αλλά και της ευφυΐας ενός ανθρώπου που απεχθανόταν την «εξυπνάδα». Το 1978 μετά την εναρκτήρια συνεδρία ενός διεθνούς συνεδρίου συγγραφέων στην Αθήνα δινόταν δεξίωση στο ξενοδοχείο Χίλτον. Νεοσσός τότε άκουγα μαζί με τον ποιητή Δ. Π. Παπαδίτσα έναν δαιδαλώδη μονόλογο του Πεντζίκη σχετικά με τη ραψωδία λ της Οδύσσειας. Σε λίγο πλησίασε ο μορφωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας και μας συστήθηκε. Ο Πεντζίκης του είπε δείχνοντας τον Παπαδίτσα (γιατρός το επάγγελμα): «Αυτός τρώει βιολέτες». Ο Αμερικανός, που μιλούσε πολύ καλά ελληνικά, έμεινε άφωνος. «Είναι ία τρως» πρόσθεσε γελώντας ο Πεντζίκης. «Εγώ δεν καταλαβαίνω,είμαι από χωριό» είπε ο μορφωτικός ακόλουθος. «Από ποιο χωριό,αν επιτρέπεται;» ρώτησε ο Πεντζίκης. «Από τη Νέα Υόρκη» απάντησε ο ακόλουθος, βέβαιος ότι τον κατατρόπωσε. «Α,την ξέρω.Καθαρά προσφυγικός συνοικισμός» είπε ο Πεντζίκης. Ετσι αποδείκνυε ότι κανείς έξυπνος δεν είναι τόσο έξυπνος ώστε να τη γλιτώσει από κάποιον ταπεινό, που ακριβώς η ταπεινότητά του τον εφοδιάζει με σπάνια στοιχεία ευφυΐας ώστε να μετατρέπει την κομπορρημοσύνη του άλλου σε ανοησία.

Τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (1908-1993) έφεραν ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα του μοντερνισμού, του οποίου ο συγγραφέας παραμένει ο κυριότερος εκπρόσωπος. Ο ιδιότυπος χαρακτήρας του Πεντζίκη για χρόνια προβαλλόταν πάνω από το έργο του. Πολλοί μάλιστα ισχυρίζονταν ότι ο προφορικός Πεντζίκης είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα βιβλία του.

Οι ευρωπαίοι μοντερνιστές θεωρούσαν ότι το έργο υπάρχει πέρα και πάνω από τα πρόσωπα- γι΄ αυτό και δεν συμπαθούσαν τις βιογραφίες. Ο γράφων είχε την τύχη να γνωρίσει και να συναναστραφεί τον Πεντζίκη στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν άρχισε να καθιερώνεται πανελληνίως και να τιμάται όπως του έπρεπε από τη συντεχνία των γραμμάτων. Οσοι τον γνώρισαν μπορούν να διαβεβαιώσουν ότι ο προφορικός Πεντζίκης και ο συγγραφέας υπήρξαν ένα και το αυτό πρόσωπο. Και ίσως σε κανέναν άλλον πεζογράφο μας το βιωματικό στοιχείο δεν ήταν τόσο στενά συνδεδεμένο με την καλλιτεχνική του έκφραση. Αυτό δεν μοιάζει διόλου αφοριστικό αν διαβάσει κανείς όσα έχει πει κατά καιρούς ο ίδιος ο Πεντζίκης, από τους ελάχιστους που παραδέχθηκαν ότι η όλη του προσπάθεια στη λογοτεχνία ήταν να υπερβεί την αδυναμία του να συνθέσει και πως η μέθοδος, ακόμη και το ύφος του υπήρξαν παράγωγα αυτής της αδυναμίας. Είναι περίεργο που θυμίζει επί του προκειμένου τον Μπέκετ, έναν συγγραφέα ο οποίος νομίζω ότι δεν του πολυάρεσε. Αναπόφευκτα. Ο Μπέκετ ήταν αγνωστικιστής, ενώ ο Πεντζίκης βαθιά θρησκευόμενος. Η φράση όμως του Μπέκετ «δουλεύω με την άγνοια και την αδυναμία» ταιριάζει απολύτως στον Πεντζίκη- τουλάχιστον όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της. Αλλά και για το πρώτο υπάρχουν επίσης μαρτυρίες. Ο Πεντζίκης δήλωνε ότι δεν ήταν έξυπνος- και αυτό ακούγεται εκπληκτικό για έναν άνθρωπο που γνώριζε τη χλωρίδα και την πανίδα της Ελλάδος και τη βορειοελλαδίτικη τοπογραφία όσο κανείς. Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι αν ήθελε να καταβαρα θρώσει κάποιον που δεν συμπαθούσε ο Πεντζίκης τον αποκαλούσε «έξυπνο».
Το σώμα και το όραμα



Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (δεξιά) με τον Γιώργο Σεφέρη Ο Πεντζίκης έφερε στην ελληνική πεζογραφία τη συνειρμική γραφή όχι ως εισηγητής ενός ρεύματος του εξωτερικού, του λεγόμενου εσωτερικού μονολόγου (όπως έχει μεταγραφεί ο όρος stream of consciousness), αλλά ως βιωματική σχέση με τον κόσμο, τον κόσμο ως διάκοσμο, ως άθροισμα εικόνων και πραγμάτων. Η σχέση του με την εμπειρία υπήρξε σωματική, το ίδιο σχεδόν και με την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη για τον Πεντζίκη λειτουργούσε ως σώμα και ως όραμα, αυτοκτονικό εν πολλοίς, γιατί την αυτοκτονία την είχε συλλάβει ως ακραία εν ζωή εμπειρία θανάτου. Η πεζογραφική ύλη διαχέεται σε όλο του το έργο ως αποτέλεσμα της στάσης του απέναντι στη ζωή και στο θάνατο, στη διάλυση της ύλης μέσα στον εαυτό της, στη διάχυση της ζωής στο υλικό του θανάτου. Υπάρχει όμως και η άλλη ζωή, η αιώνια, η μετά θάνατον. Δεν τον ενδιέφερε επομένως η ιστορική διαδικασία. Γι΄ αυτό και δήλωνε ότι ήταν εναντίον του Διαφωτισμού. Δεν αποδιάρθρωνε τον κόσμο, αλλά τον θεωρούσε εξ ορισμού αποδιαρθρωμένο- και προσπαθούσε να τον συνθέσει. Οσο για τα διαβάσματά του, ήταν συναφή με τα γραπτά του. Και δεν προκαλεί απορία το ότι προτιμούσε τον μυθικό Ομηρο από τον ιστορικό Θουκυδίδη. Ανιστορικός εκ πεποιθήσεως, άθροιζε λεπτομέρειες για να μπορέσει να σταθεί ήρεμος απέναντι στα μεγάλα μεγέθη: τον θάνατο, τον χρόνο, το απόλυτο (που οριζόταν μόνον από την πίστη). Ηταν βεβαίως εξπρεσιονιστής, όπως οι περισσότεροι των θεσσαλονικέων πεζογράφων. Το πιο συνεκτικό βιβλίο του είναι το Μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης, χτισμένο πάνω στο θέμα αφελούς μυθιστορήματος του Δροσίνη. Ο Πεντζίκης εδώ μιλάει για τα όνειρα με έναν τρόπο που ουδέποτε εμφανίστηκε στην ελληνική πεζογραφία. Τα όνειρα - και οι ονειρώξεις- στο έργο του μετατρέπονται σε διαπιστευτήρια του θανάτου. Για να ξεφύγεις από τον θάνατο, από την ιδέα του θανάτου, θα πρέπει να τον ζήσεις.

Η ανάγνωση οποιουδήποτε βιβλίου του Πεντζίκη απαιτεί μεγάλη υπομονή και προσπάθεια εκ μέρους του αναγνώστη, που αντιμετωπίζει ένα έργο όπου έχει καταργηθεί το πριν και το μετά. Οπου παρελαύνουν πλήθος πρόσωπα, αλλά κανένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Οπου δηλαδή δεν υπάρχει ανθρωπογεωγραφία. Πρόκειται για έργο ακραίου σολιψισμού, μωσαϊκό φθοράς και ταυτοχρόνως παλίμψηστο πολλών στρωμάτων. Χρειάζεται ιώβεια υπομονή για να περάσει κανείς από το τελευταίο στο αρχικό στρώμα.

Λέμε ότι το έργο του Πεντζίκη είναι μοναδικό- και μοναχικό. Σε σχέση ωστόσο με την καταιγιστική παραγωγή των μέτριων αφηγήσεων σήμερα θα πρέπει να το θεωρούμε και παραδειγματικό. Οχι βέβαια για να το ακολουθήσει κανείς, αλλά για να σκεφτεί ποια πεδία άγγιξε η σύγχρονη πεζογραφία μια εποχή, όταν το πρώτο ζητούμενο ήταν η έκφραση και όχι η επιτυχία πάση θυσία, η οποία έχει ως αντίκρισμα την απιστία προς τον εαυτό μας.

Αλλα βιβλία του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: Μητέρα Θεσσαλονίκη (Κέδρος), Προς εκκλησιασμόν (Ινδικτος), Το μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης (Αγρα), Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία ( Αγρα), Ψιλή ή περισπωμένη ( Αγρα), Ομιλήματα ( Ακρίτας), Ο πεθαμένος και η Ανάσταση (Αγρα).

Sunday, January 11, 2009

Ο Μάρκος και το «μπλουζ της Ανατολής»

Ο πόλεμος του Βαμβακάρη με τον κόσμο και τον εαυτό του σε μορφή μυθιστορήματος
Της Τιτικας Δημητρουλια

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Ολα βαίνουν καλώς εναντίον μας

εκδ. Ελληνικά Γράμματα

«Οταν είμαι λίγο στενοχωρημένος, γράφω κάπως καλύτερα», έλεγε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Διαβάζοντας το νέο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ένα μυθιστόρημα για τον Μάρκο και το ρεμπέτικο, για την κρίσιμη περίοδο της μετάβασης από τα «σαντουρόβιολα» του σμυρναίικου στους «μπουζουκομπαγλαμάδες», έχει κανείς την αίσθηση ότι το κείμενο παρακολουθεί την ανάπτυξη της φράσης αυτής, σε ποικίλες παραλλαγές και τονικότητες. Διότι από το 1930 ώς το 1940 ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν στενοχωρημένος, όλα ήταν εναντίον του: η γυναίκα του που τον απατούσε με τον στενό του φίλο και κουμπάρο του, η οικογένειά του που δεν τον καταλάβαινε, οι καθωσπρέπει που πολεμούσαν το ρεμπέτικο, η αστυνομία που τους κυνηγούσε, η ίδια η έμπνευση που συχνά στόμωνε. Κι όμως, την ίδια περίοδο έγραψε τα καλύτερα τραγούδια του, τα ηχογράφησε, τα εκτέλεσε στο πάλκο με την ξακουστή Τετράδα του Πειραιώς, μαζί τον Μπάτη, τον Δελιά και τον Παγιουμτζή, στο μαγαζί του που δεν πήρε ποτέ άδεια, αφού αρνήθηκε να «πάει με τα νερά» της αστυνομίας, στα μαγαζιά των άλλων, στον Πειραιά και την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα. «Το μέσα του, ζωντανός ασβέστης, πολεμάει το απ’ έξω, το μαύρο». Η λαμπερή ιδέα έρχεται έστω και την τελευταία στιγμή, το δυνατό που κρύβεται βαθιά μέσα του δεν το κάνει ζάφτι τίποτα και κανείς.

Κερδίζει το στοίχημα

Αυτόν τον σπαραγμό, αυτόν τον πόλεμο, του καλλιτέχνη με τον κόσμο και τον εαυτό του αποτυπώνει ο Σκαμπαρδώνης στο μυθιστόρημά του, περνώντας από το ιστορικά και προσωπικά εντοπισμένο στο καθόλου της ανθρώπινης συνθήκης. Κερδίζοντας το στοίχημα που έβαλε τόσο σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς επιστρέφει σε ένα πεδίο που έχει ήδη εξερευνήσει αλλά διαφορετικά με το «Ουζερί Τσιτσάνης», όσο και με τα κείμενα και τις εικόνες των άλλων, για το ρεμπέτικο, τον Μάρκο, την εποχή.

Ετσι, στις σελίδες του «Ολα βαίνουν καλώς εναντίον μας», ρυθμικά κατανεμημένες και κινηματογραφικά μονταρισμένες, διαβάζει κανείς αφενός τον καημό για μια γυναίκα και αφετέρου τον σεβντά για τη δημιουργία, για τον τόνο, τον στίχο στη σωστή του ώρα, στη σωστή του μορφή, για την έμπνευση που ξεχειλίζει και αναστέλλεται, δικαιώνει και διαφεύγει: σκηνές από ένα γάμο και πορτρέτο του καλλιτέχνη. Στο βάθος το λιμάνι, ο Πειραιάς, η φτωχολογιά, η προσφυγιά, η μαγκιά. Το εμβληματικό λιμάνι των μπλουζ, των φάδος, των τάνγκος και των ρεμπέτικων κι ο λαϊκός καλλιτέχνης, βασισμένος στο ένστικτο και τη διαίσθηση, χωρίς τεχνικές γνώσεις, που τον πνίγουν τα αισθήματα, οι εικόνες, τον κατακλύζουν και πρέπει να εκφραστεί για να σωθεί, για να υπάρξει. Λέει και πάλι ο Βαμβακάρης για την πρώτη επαφή του με τα γράμματα: «Οταν έμαθα την αλφαβήτα, γιόμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Μου κονόμησε ο πατέρας ένα μολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και μετά τις διάβαζα φωναχτά. Τι δεν θα ’δινα να θυμηθώ την πρώτη λέξη που ’γραψα. Αλάφρωσε η ψυχή μου από τη φούντωση. Τα γράμματα μου παίρναν την στενοχώρια». Αυτή τη φούντωση και αυτό το αλάφρωμα πασχίζει να συλλάβει το μυθιστόρημα· την ασύνειδη επίγνωση του προορισμού, του αναπότρεπτου της δημιουργίας, όπως ορίζεται από μια ζωή και μια ψυχή που κινούνται εκτός κανόνων.

Πικρό χιούμορ

Ο Σκαμπαρδώνης αφήνει να μιλήσουν τα γεγονότα, οι κινήσεις, οι διάλογοι, οι σιωπές. Αφήνει τα πρόσωπα να αυτοπροσδιοριστούν με φυσικότητα, μέσα στο χώρο τους, ως απλοί άνθρωποι που τραγουδάνε μικρά, απλά τραγούδια, όπως έλεγε ο Ηλίας Πετρόπουλος. Καταρχήν ερωτικά, αλλά μάλλον με κοινωνικό περιεχόμενο. Τραγούδια του βγαίνουν από «το περίσσεμα του μπελά της μέρας» και τα γράφει εντέλει το όργανο μόνο του. Με άφθονο όπως πάντα χιούμορ, συχνά μαύρο και πικρό, να φωτίζει λοξά τη φτώχεια και την καταστολή, το φόβο και την απόρριψη, με μια γλώσσα ολοζώντανη, μιλημένη, ο Σκαμπαρδώνης μας μιλάει για το «μπλουζ της Ανατολής» αλλά και για τον καημό του ποιητή, που ζει μέσα και μαζί έξω από τον κόσμο, καταλήγοντας, εντέλει, να σχολιάζει σπαρακτικά την ανθρώπινη