Monday, March 31, 2008

Μικρός Δακτύλιος

Πώς ψηλώνει ο Λυκαβηττός
Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ



Έπειτα από τρία μυθιστορήματα με κοινό θεματικό γνώρισμα τη συνειδησιακή αφασία τυπικών «αντιηρώων» της εποχής μας, ο 40χρονος πλέον Κώστας Κατσουλάρης επανέρχεται σ΄ αυτό που είναι η βαθύτερη ιδέα του πρώτου βιβλίου του, του Ιστορίες από τον αφρό (1997): την ποιητική αναγωγή ενός χώρου και των αλλαγών του μέσα στον χρόνο σε μεταφορά για το πεπρωμένο των κατοίκων του. Τώρα όμως ο χώρος αυτός δεν είναι ένα μπαρ, όπως σ΄ εκείνο το βιβλίο, μα το κέντρο της Αθήνας, και πιο συγκεκριμένα η περιοχή γύρω από τον Λυκαβηττό. Η μετακίνηση αυτή του βλέμματος έχει τη σημασία της, που δεν θα μας την αποκαλύψει από μόνη της η πληροφορία ότι ο συγγραφέας διαμένει σήμερα στους πρόποδες του λόφου. Ενώ τα μπαρ και η κουλτούρα που αναπτύχτηκε γύρω τους τη δεκαετία του 1980 υπήρξαν έμβλημα της πρώτης μεταπολιτικής γενιάς (της γενιάς του Κατσουλάρη), η οποία έδινε σ΄ αυτούς τους περίκλειστους, υποφωτισμένους χώρους φευγαλέων συναντήσεων και συγκινήσεων την αύρα ενός αυτόνομου κόσμου «συλλογικής ιδιώ τευσης», με τη δική του μυθολογία, στα χρόνια που ακολούθησαν οι ευαισθησίες άλλαξαν. Το πιστοποιεί η νεότερη πεζογραφία μας: η οπτική γωνία ανοίγει, οι χαρακτήρες κινούνται σε μεγαλύτερη ακτίνα, η εικόνα γίνεται λιγότερο φασματική, αλλά περισσότερο καλειδοσκοπική, λιγότερο συνεκτική, αλλά περισσότερο πλούσια και απτή στα υλικά της. Ο «έξω κόσμος» ξαναγίνεται ενδιαφέρων, αλλά η θέασή του ως συνόλου παραμένει δυσεπίτευκτη και συνεπώς η σύλληψή του μέσω μιας ποιητικής μεταφοράς εκκρεμής υπόθεση. Σ΄ αυτό το πλαίσιο συζήτησης, το καινούργιο εγχείρημα του Κατσουλάρη εμφανίζεται τολμηρό και πρωτότυπο. Πολύ περισσότερο αφού η Αθήνα, άναρχη, άμορφη, χαώδης και ωστόσο παράξενα συναρπαστική για αρκετούς, είναι απόλυτα απαξιωμένη από την ελληνική διανόηση. Απορρίπτοντας αυτή τη στάση, που ουσιαστικά προδίνει μια αντίληψη αρνητικής ηθογραφίας, ο Κατσουλάρης προσπαθεί να συλλάβει την αθηναϊκή περιπέτεια στη χρονικότητά της, συνδέοντάς τη με την πορεία της δικής του συνείδησης. Όταν, στο διήγημα «Ο Βράχος», το πρώτο της συλλογής, παρακολουθεί τη νυχτερινή βόλτα μιας παρέας απροσάρμοστων εφήβων του ΄80 στον Λυκαβηττό από τη σκοπιά ενός από αυτούς, παρεμβάλλει στη διήγηση έναν αντιφωνητή που, από ικανή χρονική απόσταση, περιγράφει το ανούσια πανηγυρικό πολιτικό κλίμα της εποχής (τόσο ξένο για εκείνους), έτσι ώστε η απρόσμενη και ανεξήγητη τραγική κατάληξη της εξόρμησης προβάλλει σε άλλο φως. Στο διήγημα «Φίλιον πυρ», πάλι, η εικόνα του ιστορικού καφέ της οδού Σκουφά και των επώνυμων θαμώνων του δεν είναι ένα ηθογραφικό ενσταντανέ μα ένα παλίμψηστο, σχηματισμένο από τους συνειρμούς της μνήμης και των σκέψεων του συγγραφέα ένα πρωινό που κάθεται ο ίδιος εκεί και παρατηρεί την κίνηση γύρω του. Ενώ σ΄ ένα διήγημα διαφορετικού κλίματος, το «Η γιαγιά (το νόημα της Πρωτοχρονιάς)», η καθιερωμένη υποδοχή της Πρωτοχρονιάς από μια αστική οικογένεια γίνεται αφορμή να σχολιαστεί έμμεσα η αποξένωση των μελών της και η φθορά του οικογενειακού θεσμού, μέσα από την αόρατη παρουσία της (πεθαμένης από καιρό) γιαγιάς και του μνημονικού φορτίου που προσωποποιείται σ΄ αυτή. Ο Κατσουλάρης δείχνει πως ξέρει να διακρίνει στα τοπόσημα της Αθήνας και στις σκηνές της αθηναϊκής ζωής τη μόνιμη δυνατότητα ανατροπής, που προκαλείται από την εισβολή του απρόοπτου, την ξαφνική εμφάνιση του γκροτέσκου, της παραφωνίας που πότε αναδεικνύει ένα κρυμμένο μοτίβο της μελωδίας και πότε γίνεται η εισαγωγή σε μια άλλη, εντελώς διαφορετική μουσική. Στο διήγημα «Ιδανικός θεατής» ο ήρωας δραπετεύει από μια θεατρική αίθουσα στη διάρκεια της παράστασης, πανικόβλητος τόσο από τον ασφυκτικό χώρο όσο και από τα τεκταινόμενα επί σκηνής, και πέφτει πάνω σ΄ έναν όμιλο από παιδάκια με σύνδρομο Ντάουν, που περιμένουν τη σειρά τους να βγουν στο πάλκο: μεμιάς, θεατρική σύμβαση και πραγματικότητα συγχωνεύονται, ο πανικός του ήρωα τον ακολουθεί έξω, στη ζωή, όπου και βρίσκεται φυσικά η αληθινή γενεσιουργός αιτία του. Από την άλλη, στο διήγημα «Τα παπούτσια και το παντελόνι» δυο φίλοι πηγαίνουν για ψώνια στο Κολωνάκι, αγοράζουν τελικά άλλα αντ΄ άλλων, μπαίνουν έπειτα σ΄ ένα ποτάδικο της Μηλιώνη, φλερτάρουν στην μπάρα με μια γυναίκα, ενώ η σύζυγος του ενός τον αναζητεί απελπισμένα στο κινητό του, ώσπου η θορυβώδης εμφάνιση στο μοδάτο μαγαζί δύο γύφτων οργανοπαικτών (ο ένας είναι ένα μικρό αγόρι ντυμένο σαν τραβεστί) προκαλεί μια έκρηξη των αισθήσεων και δρομολογεί μια ιλαροτραγική κατάληξη της ιστορίας, που λειτουργεί σαν ειρωνικό σχόλιο για τις ματαιόσχολες δραστηριότητες των δύο ηρώων. Η ματιά του Κατσουλάρη, ακόμα και σε τέτοια περιπαικτικά σπιθίσματά της, είναι μελαγχολική, πικρή, σκοτεινιασμένη από τη βαριά σκιά του θανάτου και της ματαίωσης. Αυτή η διάθεση είναι, μαζί με το κοινό τοπογραφικό στίγμα, το κύριο ενοποιητικό στοιχείο των διηγημάτων της συλλογής και η πηγή του ποιητικού δυναμικού τους. Η δραματικότε- ρη και ίσως καλύτερη έκφρασή της είναι το διήγημα «΄Ασκηση ετοιμότητας», όπου μαθητές ενός σχολείου καλούνται να υποδυθούν τους τραυματίες σε μια εκπαιδευτική προσομοίωση σιδηροδρομικού δυστυχήματος: η όλη επιχείρηση διεξάγεται σε ατμόσφαιρα ζοφερών υπαινιγμών και οιωνών, που θυμίζει έντονα Χένρυ Τζαίημς. Ακόμα και στο απολαυστικά αυτοσαρκαστικό «Αυτός ο Άλλος», όπου ο συγγραφέας θέλει να ξεκολλήσει από το κολωνακιώτικο περιβάλλον του για να βρει καινούργια έμπνευση στη «χύμα ζωή», στον κόσμο των περιθωριακών γύρω από την Ομόνοια, με αποτέλεσμα να μπλέξει σε τραγελαφικές καταστάσεις, υπάρχει μια οδυνηρή αιχμή καβαφικού χαρακτήρα: ο συγγραφέας δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σκιά του, «η πόλη τον ακολουθεί». Εκείνο που εντοπίζω ως βασική αδυναμία μερικών από τα διηγήματα του Κατσουλάρη, εκείνο που βραχυκύκλωσε σε μεγάλη έκταση και τα τρία μυθιστορήματά του, είναι η ένδοση στον πειρασμό της ναρκισσιστικής αυτολύπησης, που παρουσιάζεται με τη μορφή μιας εξαντλητικής συμπτωματολογίας του ατομικού υπαρξιακού κενού. Καρπός αυτής της τάσης είναι εδώ κάμποσες άχαρες, βαρετές σελίδες με ελάχιστη ουσία. Είναι, επίσης, η (τελείως άστοχη) επιλογή του Κατσουλάρη να συμπεριλάβει το διήγημα ενός φίλου του, το οποίο αποτελεί και το πιο κραυγαλέο δείγμα της εν λόγω στάσης. Μια και το΄ φερε η κουβέντα, περιττές βρίσκω και τις φωτογραφίες από κινητό τηλέφωνο, που συνοδεύουν τα διηγήματα, έστω και αν τις θεωρήσουμε κλείσιμο του ματιού του Κατσουλάρη στους ανθρώπους της γενιάς του, όπως υπαινίσσεται ο ίδιος σ΄ ένα σημείωμα στο τέλος του βιβλίου (δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν πιστεύει πως η λογοτεχνία χρειάζεται οπτική υποστήριξη!). Οι παραπάνω ενστάσεις δεν μειώνουν ωστόσο το ειδικό βάρος αυτού του βιβλίου. Μολονότι οι ιστορίες του διαδραματίζονται σε μια ζώνη λίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων, ανάμεσα στον Λυκαβηττό, την Ομόνοια και την Κυψέλη, η ανθρωπογεωγραφία αυτής της περιοχής εμφανίζεται στις σελίδες τους τόσο πλούσια και οι αντηχήσεις της στην ψυχή τόσο πολλαπλές ώστε έχουμε την αίσθηση ενός ασύγκριτα μεγαλύτερου χώρου. Αυτό θα θέλαμε πολύ να μας το δίνει συχνότερα όχι μόνον η πεζογραφία μας μα και γενικά ο λόγος περί Αθήνας στις τέχνες και τα γράμματα.

Monday, March 3, 2008

Επικίνδυνες λέξεις της Φιλομήλας Λαπατά

"Οι λέξεις είναι αθώες, αλλά γίνονται επικίνδυνες όταν δεν έχουμε συμφιλιωθεί με τη σημασία τους".

Tης Αναγνώστριας

Απάνω σε εφτά "επικίνδυνες" λέξεις στήνει τα εφτά κεφάλαια του βιβλίου της η Φιλομήλα Λαπατά (Καστανιώτης, 2007): Οικογένεια, Εξ αδιαιρέτου, Ζήλεια, Γάμος, Διαζύγιο, Φυγή, Συγγνώμη. Φορείς και ενσαρκωτές των "επικίνδυνων" λέξεων, μια μεγαλοαστική αθηναϊκή οικογένεια, με χρόνο έναρξης της ιστορίας το 1980. Βασικά πρόσωπα δυο δίδυμες αδελφές, η Μυρσίνη και η Αταλάντη, όμοιες εξωτερικά αλλά μ' ένα εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Μέσα από την εναλλασσόμενη δική τους αφηγηματική οπτική παρακολουθούμε την εξέλιξη του μύθου, ενώ γύρω διαπλέκονται τα πρόσωπα της οικογένειας: Η εκατοντάχρονη γιαγιά Αμαλία Κορωναίου, μια δυναμική παρουσία, που σύντομα εγκαταλείπει τη σκηνή με το θάνατό της, θείοι και θείες, ξαδέλφια από πρώτους και δεύτερους γάμους, οι γονείς των διδύμων, ο γιατρός Αλέξανδρος Κορωναίος και η σύζυγός του, η καλλονή Ζαΐρα, διεθνές μοντέλο στα νιάτα της, μια πιστή οικονόμος, μακρινή συγγένισσα, που ο ρόλος της διαρκεί ως το τέλος του βιβλίου, και άλλα ακόμη.

Η Μυρσίνη και η Αταλάντη βρίσκονταν από μικρές σε μια διαρκή αντιπαλότητα και αντιζηλία. Η Μυρσίνη ήταν η "καλή" κόρη, η φρόνιμη, η σοβαρή, η άριστη μαθήτρια, που θα σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης. Η Αταλάντη είναι το αγοροκόριτσο, η ατίθαση, αυτή που ρίχνει κεραυνό έκπληξης στο σπίτι της Διονυσίου Αρεοπαγίτου δηλώνοντας ότι θα σπουδάσει νοσοκόμα, πράγμα που θα κάνει και, εντασσόμενη στους "γιατρούς χωρίς σύνορα", θα ζήσει στα πιο επικίνδυνα μέρη του πλανήτη.

Η πορεία της ζωής της Μυρσίνης είναι η προδιαγεγραμμένη πορεία της ζωής μιας "καλής" κόρης. Μετά τις σπουδές της εργάζεται σε μια γκαλερί και παντρεύεεται έναν ωραίο αστροφυσικό, τον Παύλο.

Μεγάλη έμφαση δίνεται από τη συγγραφέα στον θρυλικό έρωτα των γονιών των δυο κοριτσιών, έναν έρωτα τόσο δυνατό που να αφήνει σε δεύτερη μοίρα την ανατροφή των διδύμων και που ο θάνατος του ενός θα οδηγήσει σύντομα και στο θάνατο του άλλου.

Η αφηγηματική δεινότητα της Λαπατά παρασύρει τον αναγνώστη, αλλά βρήκα το βιβλίο κατώτερο από τις "Κόρες του νερού", το μόνο άλλο μυθιστόρημά της που έχω διαβάσει. Οι "Επικίνδυνες λέξεις" ξεκινούν ωραία με την οικογενειακή συγκέντρωση για να γιορταστούν τα εκατόχρονα της γιαγιάς. Είναι επίσης πολύ επιτυχώς δοσμένοι οι χαρακτήρες του έργου. Σιγά-σιγά όμως το μυθιστόρημα κλίνει προς το προβλεπτό και το μελό. Όταν, για παράδειγμα, η Αταλάντη σ' ένα από τα ταξίδια της συναντά σ' ένα αεροδρόμιο έναν ωραίο άγνωστο, κουβεντιάζουν για ώρα και χωρίζουν χωρίς να πουν τα ονόματά τους, εύκολα μαντεύουμε όχι μόνο ποιος θα είναι, αλλά και τη συνέχεια που θα στηριχτεί στην αιώνια αντιπαλότητα με τη Μυρσίνη.

Ομολογώ ότι διάβασα χωρίς διακοπή το βιβλίο. Όταν όμως το έκλεισα, είπα: "Ε, και λοιπόν