Thursday, October 30, 2008

Γατανιστάν;

Ανδρέας, ΠΑΣΟΚ, Γατανιστές
Μανώλης Πιμπλής (ΤΑ ΝΕΑ)





Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΪΚΟΥ ΠΑΣΟΚ, ΜΕ ΑΝΑΛΟΓΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ। ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΖΗΣΑΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΞΕΘΩΡΙΑΖΕΙ, ΕΧΟΝΤΑΣ ΑΦΗΣΕΙ ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΤΗΣ ΣΗΜΑΔΙΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΜΑΣ Η αποτίμηση ενός τόσο σύνθετου φαινομένου όσο η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, από τα μέσα του ΄70 μέχρι την πρώτη φάση της διακυβέρνησής του, τη δεκαετία του ΄80, είναι προφανώς δύσκολη υπόθεση। Και δεν μιλάμε για την αποτίμηση του κυβερνητικού έργουεκεί ο καθένας μπορεί να έχει τις απόψεις του- όσο για την αποτίμηση του κοινωνικού φαινομένου, την αξιολόγηση του τι πραγματικά συνέβη τότε ώστε να αναδειχθεί στην εξουσία ένα κίνημα με τόσο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, εντελώς διαφορετικά από οτιδήποτε είχαμε γνωρίσει ως εξουσία μέχρι τότε. Ειδικά η αμηχανία της λογοτεχνίας είναι έκδηλη. Γιατί να μιλήσεις λογοτεχνικά για την τρέχουσα πολιτική ζωή, την οποία όλοι εντέλει γνωρίζουν; Τι θα μπορούσε να προσθέσει η λογοτεχνία σε μια πραγματικότητα που, από πολλές απόψεις, ξεπερνούσε τη φαντασία; Και κυρίως πώς να μιλήσεις γι΄ αυτήν, χωρίς να θεωρηθεί ότι ανακαλύπτεις την Αμερική; Το πνευματώδες μυθιστόρημα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Το χρονικό του Δαρείου, δίνει κάποιες απαντήσεις. Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, γεννημένος στην Πασοκομάνα Κρήτη (στον Ζαρό Ηρακλείου), φιλόλογοςπανεπιστημιακός και πολυεστεμμένος συγγραφέας (Η Ιστορία του έχει πάρει Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας), αποφάσισε να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα. Αντί να γράψει ένα μυθιστόρημα με φόντο την εποχή, περνώντας έτσι τις απόψεις του εμμέσως όπως θα έκαναν οι περισσότεροι, κάνει την εποχή- και το ΠΑΣΟΚ - μυθιστόρημα. Δαρείος είναι βέβαια ο Αντρέας και το χρονικό του το γράφει, μετά τον θάνατό του, ο έμπιστος «γραμματικός» του, ένα πρόσωπο με τα χαρακτηριστικά-

ας πούμε- του Αντώνη Λιβάνη। Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, παραλλάσσοντας ονόματα προσώπων και κομμάτων, ανακατεύοντας κομμάτια πραγματικών γεγονότων με τη δική του κοπτοραπτική, ο Γιατρομανωλάκης αφηγείται την ιστορία του «Δαρείου» και του κόμματος του, του «ΠΑΓΑΛΑΚ». Γιατί το κάνει; Μα για να πει ότι το αυτονόητο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι λογοτεχνικό. Το ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου είχε κάτι το κατ΄ εξοχήν θεατρικό, είχε δραματουργία, πάθη, αντιφάσεις, στοιχεία που από μόνα τους συνιστούν λογοτεχνία. Το ότι βάζει τον «γραμματικό» να κάνει την αφήγηση είναι ενδεικτικό των προθέσεών του. Αν είσαι από την πλευρά της διάψευσης και δώσεις τον λόγο στον εαυτό σου, θα προδοθείς από το καταγγελτικό σου ύφος. Είναι σαφώς προτιμότερο να δώσεις τον λόγο σε κάποιον που πιστεύει απολύτως στη δικαίωση του οράματος, αναδεικνύοντας ως πρωταγωνιστή του έργου ένα λεπτό σκωπτικό υπόστρωμα που διατρέχει την κάθε του σελίδα. Είναι χαρακτηριστικό το πώς αποθεώνονται οι αλλαγές διαθέσεων και απόψεων του Δαρείου, πώς υπερτονίζεται το έργο της υπουργού Έλλης: «ο πυρετός της κουλτούρας έκαιγε το μέτωπο του έθνους», «καθιερώθηκαν γιορτές για να τιμηθούν ταπεινές παραγωγικές τάξεις. Η Γιορτή του Μελισσοκόμου ήταν δική της (...)». Τα ονόματα είναι αλλαγμένα, βέβαια και κανείς δεν είναι ακριβώς αυτός που υπονοείται ότι είναι.
Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης επινοεί μια ελληνική φυλή που δεν ξέραμε ότι υπήρχε, τους... Γατάν, οι οποίοι μόλις ανακαλύφθηκαν, έγιναν το σύμβολο του νέου Κινήματος. Η φυλή των γάτων, ...

Wednesday, October 1, 2008

Τοιχογραφία μιας Ελλάδας που έσβησε

Κριτική της Ελένης Γκίκα απο το Εθνος της Κυριακής

Φράσεις «σουσάμι άνοιξε» ή κλειδί για ένα διπλό ταξίδι που επιχειρεί κι επιτυγχάνει εξαιρετικά η πανεπιστημιακός-συγγραφέας Αδαμαντίνη Κουμιώτου στο καινούργιο της βιβλίο: «Της αγάπης θάλασσα», όπου θάλασσα η οικεία και αγαπημένη στο γενέθλιο νησί, η ίδια η ζωή. Ολα αρχίζουν και τελειώνουν με τον ίδιο τρόπο, σαν κύκλος: Η Αμαλία και ο Λουκιανός που επιστρέφουν μετά χρόνια αθέλητης εξορίας στο νησί. Και στο τέλος, μετά την άφεση, η επιστροφή.
Είχαν φύγει στο παρελθόν σαν τους κυνηγημένους της αγάπης, από αγαπημένους, εφόσον ο αυστηρός πατέρας της Αμαλίας, Κωνσταντής, αρνείται να το δεχθεί. Εξάλλου οι καιροί, πόλεμος, κατοχή, νεκροί, ήταν ταραγμένοι και ρευστοί. Ο Γιάννης τους, μόλις ημερών νεκρός.
Ποιητικό αίνιγμαΟλα αυτά τα σκέπτεται με κλειστά μάτια η Αμαλία και ανασκευάζοντας τον χαμένο χρόνο, ανασυναρμολογεί μια ζωή: τα παιδικά της χρόνια, τ αδέλφια, τον σοφό παππού, την καλή της νεράιδα νονά, τον αυστηρό πατέρα, τη μάνα, την αξιοπρεπή φτώχεια, την ψυχική λεβεντιά, το πανηγύρι όπου γνώρισε τον Λουκιανό της, τον θάνατο του Γιάννη τους στο μέτωπο που θα τους βρει σαν καιρικό φαινόμενο, συμφορά...
Ανοιγοκλείνοντας κεφάλαια με ποιητικό αίνιγμα (εδώ φαίνεται και η τεράστια φιλολογική της υποδομή), προβάλλει τα περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα επεισόδια της ζωής της ως παραπόταμους που την οδηγούν στην ίδια θάλασσα. Οι επιλογές, καίριες, αριστοτεχνικές: «Μέρες πάνω στις μέρες,/ κι από κάτω να στενάζει πλακωμένη/ μια ζωή» (Χρίστος Λάσκαρης). «... Και μένει μόνο/ η αναδρομική ερμηνεία: να βρούμε πότε/ γεννήθηκαν οι σχέσεις και πού και πώς/ ωρίμασαν τα αισθήματα και οι αλήθειες» (Άθως Δημουλάς) «Να περπατάμε αμίλητοι/ να μη σταθούμε πουθενά/ ώσπου να παραδώσουμε το μήνυμα» (Γιώργης Παυλόπουλος)....
Εξάλλου έτσι έζησε η Αμαλία, μια «πλακωμένη» αν και απολύτως ένδοξη και λαμπερή ζωή. Καριέρα, ταξίδια, συντροφικότητα στενάζουν κάτω από το βάρος της πατρικής και μητρικής απουσίας. Κι η αναδρομική ερμηνεία που αργεί. Τα όνειρα, όμως, πάντοτε εκεί, να παραδώσουν πριν το γεγονός γίνει βίωμα, το μήνυμα: είτε ο νεκρός Γιάννης τους είναι αυτός είτε ο πατέρας που κινδυνεύει...
Το κομβικό σημείο, η αέναη αλλά και αυτή η όντως επιστροφή. Με την καρδιά της πάλι και πάλι χρόνια και χρόνια αλλά και τώρα, για να προλάβει όσο είναι καιρός. Εξάλλου «Οσο η διαδρομή μικραίνει/ τόσο ο δρόμος του Ωμέγα μεγαλώνει» (Αγησίλαος Σ. Παπαδόπουλος).
Αλλά η άφεση έστω και με καθυστέρηση πολλών χρόνων, εν τέλει , θα ρθεί. Η Αμαλία θα αξιωθεί και πάλι το νανούρισμα του πατέρα, θα ξημερωθεί αναπλάθοντας το παρελθόν με τη νονά, θα τους φροντίσει με την αγάπη της όπως σ' αγαπημένους αρμόζει, θα αντιμετωπίσει το αμετάκλητο μέσα σε οικεία αγκαλιά. Αλλωστε ό,τι και να κάνουμε «ο ουρανός με την αλήθεια του/ κι ο άνθρωπος με την πραγματικότητά του», δεν γίνεται διαφορετικά.
Μια τοιχογραφία μιας Ελλάδας σκληρής και έντιμης, που σβήνει, τι λέμε, έσβησε, μόνο στις αναμνήσεις μας πια, ήρωες με σάρκα και οστά, ευάλωτοι και τρωτοί, μέσα στην κρούστα του ρόλου τους και τις αντιφάσεις τους, όνειρα σιβυλλικά και αλληγορικά, συναντήσεις σπαρταριστές, που να σε καθιστούν ωσεί παρόντα. Το εξαιρετικό εύρημα του βιβλίου, εκτός των στίχων που ανοίγουν ως κεντρική ιδέα ή αίνιγμα τα κεφάλαια, οι παροιμίες και τα δημοτικά τραγούδια, φράσεις σπαρμένες από σπουδαία έργα λογοτεχνικά σαν το μωσαϊκό. Η συλλογική μνήμη που συνοδεύει τη ζωή τη ζώσα που αναπνέει, πάσχει, χαίρεται, σφάλει, ερωτεύεται, συγχωρεί, μοχθεί.
Ενα βιβλίο-επιστροφή στην αφετηρία. Σε ό,τι την καθόρισε, τη σφράγισε, την πλήγωσε, τη στήριξε τόσα χρόνια σε μια χρονική περίοδο συμπυκνωμένη σα μαγική: «Πέρασαν τόσα χρόνια/ κι όμως θυμάμαι ακόμη/... έτσι ήταν οι μέρες εκείνες/ γεμάτες μικρά αλλεπάλληλα θαύματα». Κι ο αποχαιρετισμός, μοίρα κοινή: «Όπου βρεθώ,/ άλλη δεν κάνω,/ μόνο τυλίγω/ του αποχαιρετισμού/ το κουβαράκι»...
Ενας μαγικός Μάιος που ανασυναρμολογεί τα πολύτιμα κομμάτια μιας ζωής. Και η επώδυνη αναμέτρηση που είναι μονόδρομος: άλλη διαδρομή το αύριο, δεν ξέρει!
Σημαντικά σημεία του βιβλίου, ο θάνατος του αδελφού, η συνάντηση με την παιδική φίλη, η αναμέτρηση με τον πατέρα στο νοσοκομείο, όλη αυτή η αγάπη και η στοργή σχεδόν σωματική. Η πατρική ευχή που πάντα τη συνοδεύει κι ας μη το γνωρίζει, αλλιώς δεν θα είχε ζήσει μια τόσο σημαντική ζωή. Η σχέση της Αμαλίας με τον πατέρα, τόσο ίδιοι και τόσο διαφορετικοί, η αγάπη που ενώνει κι ο εγωισμός που χωρίζει, η ζωή που γνωρίζει και αποφασίζει με νομοτέλεια σοφή. Οι μνήμες που είναι ζωή χειροπιαστή.ταυτοτητα
· ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΗ Αδαμαντίνη Κουμιώτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σάμο.
· Ζει στην Αθήνα.
· Διδάσκει Αρχαία Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
· Από την «Εμπειρία Εκδοτική» κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της «Μετά τη σιωπή».ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

Ολα σου τάμαθα μα ξέχασα μια λέξη

Της Ελένης Γκίκα , ΕΘΝΟΣ
Με φιλοσοφικούς προβληματισμούς που ακτινογραφούν τη σύγχρονη εποχή ο Δημήτρης Μπουραντάς στο πρώτο του μυθιστόρημα «Ολα σού τα μαθα, μα ξέχασα μια λέξη» παραδίδει μαθήματα αυτογνωσίας
«Οι ηγέτες που διαθέτουν υπαρξιακή ευφυϊα μπορούν να εμπνευσθούν ένα καλύτερο κόσμο και να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε πρόοδο। Ενσωματώνουν το βλέμμα του άλλου στον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους. Σκέφτονται και κατανοούν τον εαυτό τους ως ανθρώπινη ολότητα στον κόσμο, αποτελούμενη από το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή. Εχουν μια ισχυρή αίσθηση αποστολής και συνείδηση της ελευθερίας των επιλογών τους. Διαθέτουν αυτογνωσία, αυτοέλεγχο και αυτοκυριαρχία. Βλέπουν καθαρά και διακρίνουν το αληθινό και το αυθεντικό, έχουν πάθος, αμφισβητούν και παλεύουν ενάντια στο παράλογο της σημερινής κοινωνίας, στην παθητικότητα, στη σύγχυση και στην αποξένωση.

Κατανοούν την ανάγκη αυτοπραγμάτωσης και αναπτύσσουν συνεχώς το δημιουργικό υπαρξιακό άγχος, που οδηγεί σε υπέρβαση, σε πρωτότυπες σκέψεις και ανακαλύψεις διαφορετικών εικόνων και νέων οριζόντων για την πρόοδο της ανθρωπότητας. Στηρίζονται σε ηθικές αξίες, ζουν αυθεντικά, έχουν ισχυρή θέληση και αυτοδεσμεύονται ν αφήσουν κληρονομιά έναν κόσμο καλύτερο. Δεν παραιτούνται, δεν ζουν παθητικά, αντίθετα από εκείνους που οδηγούνται στη «φιλοσοφική αυτοκτονία».
Ενα μυθιστόρημα-μάθημα ζωής, που αναζητά με πάθος «τον κύκλο των χαμένων Ιδεών», αποδέχεται και θεωρεί αναγκαία τη «βασιλική μοναξιά» του σύγχρονου ανθρώπου ή του επιτυχημένου και υποστηρίζει μυθοπλαστικά το ότι ο χαρακτήρας μας είναι το πεπρωμένο μας.
«Δάσκαλος»Ο Δημήτρης Μπουραντάς στο πρώτο του μυθιστόρημα «Ολα σού τα μαθα, μα ξέχασα μια λέξη» συμπεριφέρεται πρωτίστως σαν γενναιόδωρος «δάσκαλος», παραθέτοντας άλλοτε δοκιμιακά και άλλοτε αλληγορικά τις γνώσεις του, καθώς και τη δική του πείρα ζωής, χωρίς να στερείται αφηγηματικής ικανότητας.
Με κεντρικούς ήρωες τον Νίκο Αλεξίου και την φοιτήτρια Αννα Μιχαήλ, σκιαγραφεί το πορτρέτο του σημερινού ήρωα ή αντιήρωα που αγωνίζεται να χαράξει τη δική του διαδρομή στη ζωή. Χρησιμοποιώντας εμβόλιμα ιστορίες μέσα στην ιστορία, χαρίζει στην Αννα πρώτα και στον αναγνώστη μετά, το παράδειγμα του Δημήτρη που όντας αετόπουλο, η ζωή και η συγκυρία τα έφερε έτσι ώστε να βρεθεί στο... κοτέτσι. Αλλά την ίδια ακριβώς τακτική θα ακολουθήσει και η Αννα, για να του υπογραμμίσει με το δικό της αφήγημα ζωής, τη λέξη που παρέλειψε να της μάθει, διότι κι εκείνος τη φοβήθηκε..
Η Αννα Μιχαήλ, ακολουθώντας κατά γράμμα τις υποδείξεις του δάσκαλού της και μέντορα Νίκου Αλεξίου, θα βαδίσει στα ίχνη του και υπερνικώντας εμπόδια θα βρεθεί στη μοναξιά της κορυφής. Για να αναγκαστεί να επαναπροσδιορίσει τον στόχο. Να αισθανθεί το μεγαλείο του θεϊκού παρόντος όταν πια και η τελευταία κορυφή έχει κατακτηθεί.
Με μια στέρεη ιστορία αυτή του Νίκου και της Αννας, με φιλοσοφικούς προβληματισμούς που ακτινογραφούν τους νέους καιρούς, με χαρακτήρες που διαγράφουν όλη τη διαδρομή για την αυτογνωσία, αναζητώντας ταυτοχρόνως και την εθνική μας ταυτότητα και με μοντέρνα δομή, ο Δημήτρης Μπουραντάς υπογράφει ένα σύγχρονο και ταυτοχρόνως τόσο παλιό όσο η ανθρώπινη ύπαρξη, μυθιστόρημα. Βασικά χαρακτηριστικά του, ο φιλοσοφικός στοχασμός, η πορεία προς την επιτυχία και την αυτογνωσία, η επιστροφή στο αυθεντικό και στο διαχρονικό, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς ότι η ζωή είναι αυτοσχεδιασμός και δεν είναι πρόβα. Η παράσταση είναι «αυτή» κι ο σκηνοθέτης εμείς.
Με εμβόλιμο δοκιμιακό λόγο και εγκιβωτισμένες ιστορίες, με αποσπάσματα Σοπενάουερ, Νίτσε και παραδείγματα από την ιστορία, τη λογοτεχνία, την ψυχολογία και τη φιλοσοφία, τα αλλεπάλληλα επίπεδα του ίδιου βιβλίου μπορούν να προσφέρουν στον καθένα ό,τι επιζητά: μάθημα αυτογνωσίας ή επιτυχίας, φιλοσοφικό πλαίσιο ζωής, ερωτική ή υπαρξιακή ιστορία.
Διότι ο συγγραφέας με τίποτα δεν διστάζει να αναμετρηθεί, θέτοντας ζητήματα όπως αυτό της ταυτότητας ή της κοινωνικής αναλγησίας, αποδεικνύει το αρχικό συμπέρασμα ζωής: ναι, τελικά, μπορεί κάλλιστα η ανεμώνη ν ανθίσει στην έρημο. Βασική προϋπόθεση, βέβαια, είναι «να βρεις ποιος είσαι και πού θέλεις να πας».
Καθόλου τυχαία η μεγάλη επιτυχία του βιβλίου. Μικρό απόσπασμα για το τέλος και μέγιστο μάθημα για όσους βρέθηκαν κάποια στιγμή στην κορυφή: «Μέχρι τώρα προσπαθούσαμε να κάνουμε το όνειρο πραγματικότητα. Τώρα είναι καιρός να κάνουμε την πραγματικότητα όνειρο.
Να δώσουμε νόημα σε κάθε στιγμή, στα μεγάλα αλλά και μικρά καθημερινά πράγματα. Στον αέρα που αναπνέουμε, στον ουρανό που αντικρίζουμε, στους ανθρώπους που συναντάμε, στο κρασί που πίνουμε, στα τραγούδια που ακούμε.
Πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς να ελπίζουμε. Σε τούτη τη φάση της ζωής μας, εδώ που φτάσαμε, έχουμε ν απολαύσουμε τόσα πολλά και πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε, αλλιώς θα είμαστε δυστυχείς».
Κι ακόμα «Αν θέλουμε να ζούμε την κάθε στιγμή, πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι το τέλος μπορεί να είναι και πολύ κοντά. Οτι το μέλλον είναι το παρόν. Οτι το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς».
Ταυτότητα
Ο Δημήτρης Μπουραντάς θεωρείται ο πλέον διακεκριμένος καθηγητής του Μάνατζμεντ και της Ηγεσίας στην Ελλάδα, με διεθνή αναγνώριση.
Στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ίδρυσε και διευθύνει δύο μεταπτυχιακά προγράμματα για στελέχη επιχειρήσεων (Executive ΜΒΑ και Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού) εξαιρετικής φήμης και υψηλού κύρους, από όπου έχει αποφοιτήσει μεγάλος αριθμός ηγετικών στελεχών ελληνικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Πολλές εργασίες του έχουν δημοσιευθεί στα πιο έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά.
Στην Ελλάδα έχει εκδώσει πέντε βιβλία, το ένα από τα οποία διδάσκεται στο Λύκειο. Το βιβλίο του «Μάνατζμεντ» (εκδόσεις «Μπένου») και το πιο πρόσφατο με τίτλο «Ηγεσία: Ο δρόμος της διαρκούς επιτυχίας» (εκδ. «Κριτική») είναι τα ελληνικά μπεστ σέλερ στον χώρο τους.
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

Μάρω Δούκα:Σήμερα είμαι λιγότερο αφελής

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

«Σήμερα είμαι λιγότερο αφελής»
Η συγγραφέας της «Αρχαίας σκουριάς» μιλάει για τη λογοτεχνία και την πολιτική, για την κριτική και το Διαδίκτυο και αποκαλύπτει ότι έχει έτοιμο το νέο της μυθιστόρημα, τοποθετημένο στα Χανιά την περίοδο 1941- 45
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΑΦΕΡΜΟΥ
Η Μάρω Δούκα κοιτάζει τον συνομιλητή της κατευθείαν στα μάτια, χωρίς «λοξοδρομήσεις», με καθαρό βλέμμα, με τόλμη. Οπως στη γραφή της. Σπινθηροβόλα, σαφής, ακριβοδίκαιη. Και ανά στιγμές με ποιητική ελλειπτικότητα. Τις πρώτες φθινοπωρινές ημέρες, το κόκκινο αντιανεμικό της, το εντελώς άβαφο πρόσωπό της, η καρέ κόμμωση, τα τσιγάρα δεν προδίδουν τα 61 της χρόνια. Η Μάρω Δούκα γράφει ανελλιπώς. Το νέο της μυθιστόρημα είναι σχεδόν έτοιμο. Ταυτόχρονα η πρόσφατη επανέκδοση της Αρχαίας σκουριάς, του μυθιστορήματος με το οποίο μέστωσε η φωνή της μεταπολιτευτικής γενιάς, επισφραγίζει τη διαχρονικότητα της εκφραστικής της δύναμης (η επανέκδοση και άλλων χαρακτηριστικών βιβλίων της, όπως του Καρέ φιξ και της Πλωτής πόλης, όλα με εξώφυλλα φιλοτεχνημένα από τον ζωγράφο Αλέξη Βερούκα, ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια στις εκδόσεις Πατάκη). Οι δύο όψεις του προβληματισμού της, η πολιτική και η υπαρξιακή, παραμένουν το ίδιο επίκαιρες σήμερα, τριάντα χρόνια αργότερα, ως επίμονα αιτήματα αλλαγής.
- Παραμένετε πολιτικό ον όπως τότε;
«Φυσικά. Μόνο που σήμερα είμαι λιγότερο αφελής και με την εντύπωση ότι το "έργο" αυτό το έχω ξαναδεί...».
- Το πολιτικό σχόλιο είναι πιο δυνατό όταν προέρχεται από τη λογοτεχνία;
«Ναι. Αλλά μόνο αν ενσωματώνεται δημιουργικά στο κείμενο, αν είναι δηλαδή αναπόσπαστο στοιχείο της μυθοπλασίας, άμεσα συνδεόμενο με τον ψυχισμό των χαρακτήρων και τη θερμοκρασία του κειμένου».
- Αν γράφατε ένα βιβλίο σήμερα, ποιο θα ήταν το θέμα του;
«Το έχω ήδη γράψει. Θα χρειαστώ όμως πολύ καιρό εντατικής δουλειάς ώσπου να πάρει την τελική μορφή του. Θέμα του είναι η γερμανική πρώτα και η αγγλογερμανική έπειτα κατοχή στα Χανιά (1941-1945) μέσα από την οπτική και τις αναζητήσεις μιας σημερινής κοπέλας».
- Το ταλέντο ή το θράσος κυριαρχεί στους νεότερους συναδέλφους σας; Και στα δικά σας πρώτα βήματα;
«Δεν θέλω να ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι στα χρόνια της νεότητάς τους υπήρξαν σοβαρότεροι από τους σημερινούς νέους. Διότι κάθε εποχή, μας αρέσει ή όχι, έχει τα δικά της μέτρα και σταθμά. Στα δικά μου πρώτα βήματα, πάντως, η πεζογραφία μπερδευόταν λιγότερο με την παραφιλολογία και απαιτούσε, παράλληλα με το όποιο ταλέντο, πολλή δουλειά, υπομονή, αφοσίωση και μόχθο. Το έχω πει και άλλη φορά: ορισμένοι από τους νέους συγγραφείς, αν και ταλαντούχοι, αναλώνονται πέραν του δέοντος με τη δημόσια εικόνα τους».
- Τι μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας για να «ακουστεί»: να πάει με τα νερά της κοινότοπης «τηλεοπτικής» γλώσσας ή να επιλέξει να είναι απόλυτα πιστός στα καλλιτεχνικά του ένστικτα, παρά τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης;
«Ο αληθινός συγγραφέας δεν ροκανίζεται με παρόμοια διλήμματα. Και να σας πω, αυτοί που γράφουν σήμερα ακολουθώντας, όπως λέτε, την κοινότοπη τηλεοπτική γλώσσα γράφουν έτσι επειδή δεν είναι ικανοί να γράψουν αλλιώς. Τονίζω επίσης ότι δεν γράφουμε για να "ακουστούμε", γράφουμε από τη βαθύτερη ανάγκη μας να εξηγήσουμε με τον δικό μας τρόπο τον κόσμο. Οσο για το περιθώριο, γιατί να το φοβόμαστε; Εκεί ανθίζουν τα πιο σπάνια λουλούδια».
- Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας σε μια Ελλάδα που κυριαρχείται από την τηλεόραση;
«Δεν ξέρω αν μπορεί να οριστεί επακριβώς ο ρόλος της. Θα έλεγα πάντως ότι πρωτίστως οφείλει να μην ετεροκαθορίζεται. Χωρίς να εθελοτυφλεί, δηλαδή, απέναντι στην επικαιρότητα, καλό θα ήταν να μη σύρεται από αυτήν».
- Πώς κρίνετε λοιπόν την εποχή μας ιδεολογικά και καλλιτεχνικά σε σύγκριση με τον καιρό της πρώτης δημιουργίας σας;
«Κάθε εποχή - το είπαμε - έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Πριν από 30 χρόνια οι ατομικές αναζητήσεις συμπλέκονταν δυναμικά με τα συλλογικά οράματα. Και μέσα από αυτή τη συμπλοκή το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είχε αναπόφευκτα μιαν άλλη δραστικότητα».
- Ποιο ήταν ιστορικά το γεγονός που σας στιγμάτισε περισσότερο;
«Η επταετής δικτατορία των συνταγματαρχών. Επειδή όμως το "στιγματίζω" έχει και αρνητική χροιά, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι τα χρόνια της χούντας, που συμπίπτουν με τον ερχομό μου στην Αθήνα και με τις σπουδές μου, ήταν η πιο γόνιμη από κάθε άποψη περίοδος της ζωής μου».
- Ποιο προσωπικό τραύμα μετουσιώσατε στη λογοτεχνία και η πράξη αυτή σάς θεράπευσε; Διότι, επί παραδείγματι, έχετε περιγράψει αδιέξοδους έρωτες στην «Πλωτή πόλη».

Η Μάρω Δούκα
«Τα τραύματα στη ζωή μας δεν απαριθμούνται, δεν ταξινομούνται, δεν αξιολογούνται. Εφόσον αυτά ακριβώς είναι η ίδια μας η ζωή, η ουσία της. Θυμάμαι έναν στίχο του Ρίτσου: Ζωή - ένα τραύμα στην ανυπαρξία. Οσο για το γράψιμο, παρηγορεί ίσως αλλά δεν θεραπεύει. Διότι αν θεράπευε... δεν θα υπήρχε λόγος να ξαναγράψουμε».
- Γιατί ως τρόπο αφήγησης επιλέξατε τον ρεαλισμό;
«Θα έλεγα ότι ο ρεαλισμός είναι αυτός που σε γενικές γραμμές, παρά τους όποιους πειραματισμούς μου, με έχει επιλέξει».
- Σύμφωνα με την Τόνι Μόρισον, «η ικανότητα των συγγραφέων να φανταστούν αυτό που δεν είναι "εγώ", να κάνουν ό,τι παράξενο να φαίνεται οικείο και ό,τι οικείο να φαίνεται εξωπραγματικό, είναι η άσκηση της δύναμής τους». Πώς σας ακούγεται η άποψή της;
«Θα συμφωνούσα. Και θα είχα μάλιστα να προσθέσω ότι αυτή η λειτουργία του συγγραφέα να "υποτάσσει" το εγώ του και να το εξακτινώνει μέσω της φαντασίας αλλά και της επινόησης σε άλλα "εγώ" αποτελεί όχι μόνο τη δύναμη της μυθιστοριογραφίας αλλά και τη βαθύτερη ουσία της. Από τα πρώτα μου συγγραφικά βήματα, άλλωστε, είχα διαπιστώσει ότι, και όταν ακόμη ο πεζογράφος επιχειρεί να γράψει μια βιωματική ιστορία, η εσωτερική οικονομία του κειμένου του θα τον οδηγήσει ερήμην του (και αυτό θα είναι το σημάδι ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο) σε επινοήσεις και σε φανταστικές προεκτάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τις αρχικές προθέσεις του και τον πρωτογενή σχεδιασμό. Και το θαυμαστό είναι ότι ακριβώς για αυτό, επειδή δηλαδή λοξοδρόμησε, η προσωπική του ιστορία έγινε πολύ πιο αληθινή και πιο οικεία, ικανή να συγκινήσει και τον άλλον, τον αναγνώστη. Θα είχα επίσης να επισημάνω ότι ο μυθιστοριογράφος καλείται όχι μόνο να επινοήσει τα "πρόσωπά" του αλλά και να τα υποδυθεί "χάνοντας" απολύτως το "εγώ" του, ενώ ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να λησμονεί ότι αυτός είναι ο σκηνοθέτης. Και ως σκηνοθέτης, ασκώντας τη δύναμή του, οφείλει να γνωρίζει ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο οικείο και στο παράξενο τείνει να μηδενίζεται όσο αυτός θα είναι σε θέση να μηδενίζεται, όσο αυτός είναι σε θέση να αποδέχεται την αυθυπαρξία και την αυτοτέλεια που δικαιούνται τα πλάσματα της φαντασίας του».
- Η ζύμωση ανάμεσα σε ομοτέχνους είναι σημαντική; Ποιος είναι ο λόγος που δεν έχει ξανασυμβεί από τη γόνιμη δεκαετία του '30;
«Το γράψιμο είναι άκρως μοναχική αναζήτηση και περιπλάνηση που απαιτεί ζυμώσεις στα σκοτεινά. Πώς γίνεται ο μούστος κρασί; Πέρα από αυτό, όμως, στη δεκαετία του '30 τα ζητούμενα της τέχνης ήταν ευδιάκριτα και οι ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας είχαν συγκεκριμένο προσανατολισμό. Σήμερα βρισκόμαστε στο λυκαυγές μιας εποχής που ορίζεται από ασαφή κριτήρια και αναζητεί σε τοπικό, παγκόσμιο και διαδικτυακό επίπεδο τα ακόμη πιο ασαφή χαρακτηριστικά της».
- Ποιον σύγχρονο συγγραφέα θα θέλατε να συναντήσετε και τι θα του λέγατε;
«Συνήθως με τους συγγραφείς επικοινωνώ μέσω των βιβλίων τους. Θα ήθελα όμως να πιω ένα καφεδάκι με την Γκόρντιμερ μιλώντας μαζί της περί ανέμων και υδάτων».
- Η κριτική έχει ρόλο σήμερα;
«Πολύ σημαντικό. Εστω και αν όλοι αναζητούμε τη "δικαίωσή" μας στις λίστες των ευπώλητων, η κριτική είναι αυτή που θα μας τοποθετήσει στην εποχή μας μεσολαβώντας επί της ουσίας στην επικοινωνία μας με τον αναγνώστη και είναι αυτή επίσης που σε γενικές γραμμές θα μας επισημάνει τα υπέρ και τα κατά ενός βιβλίου μας».
- Εχετε τιμηθεί με πολλά αξιόλογα βραβεία. Αυτά μπορούν να αποτελέσουν «μπούσουλα» για έναν υποψήφιο αναγνώστη; Αρκετοί νέοι συγγραφείς τα εκλαμβάνουν ως ύψιστη καταξίωση.
«Τα βραβεία είναι καλά όταν έρχονται στην ώρα τους. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσαν να αποτελέσουν "μπούσουλα" για τον αναγνώστη. Επειδή, όχι σπανίως, είναι βραβεία ισορροπιών ή συγκυριών».
- Σε ποια χίμαιρα έχετε πιστέψει προσωπικά, κοινωνικά, πολιτικά;
«Δεν αφέθηκα ποτέ σε χίμαιρες. Από μικρή ήξερα ότι δικαιούμαι να προσβλέπω στους άλλους κωπηλάτες μόνο εφόσον και εγώ κωπηλατώ».