Saturday, May 31, 2008

Διάλογος Για Την Ελληνικότητα

Δεν μας ενδιαφέρει η γνησιότητα της ταυτότητας ενός Καβάφη,
αλλά η γνησιότητα της δημιουργίας του.
Ελληνικότητα ναι, αλλά όχι με τους όρους της Γκόλφως!

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος: ttheodoropoulos@oceanida.gr

Ο Νίκος Εγγονόπουλος συνάντησε τη βυζαντινή τέχνη μέσα από τα εκφραστικά προβλήματα που του έθετε ο σουρεαλισμός του. Μόνο με αυτούς τους όρους μπορούμε να μιλάμε σήμερα για «ελληνικότητα». Με όρους δημιουργίας, όχι ταυτότητας, λέει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος.

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΡΙΝΩ ΠΟΣΟ, ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ, ΕΠΗΡΕΑΣΕ Η ΟΛΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙ «ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ» ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ. ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ ΣΤΙΣ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ, ΣΤΑ ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΛΛΗΝΟΠΡΕΠΟΥΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΟΥ ΟΙ ΙΔΙΟΙ, ΠΡΩΤΟΙ ΑΠ΄ ΟΛΟΥΣ, ΜΟΛΙΣ ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΝ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΤΣΑΛΑΠΑΤΟΥΣΑΝ

Αναφέρομαι στο ίδιο τους το έργο, σ΄ αυτήν την ιδιαίτερη και ιδιότροπη χημεία της δημιουργίας η οποία παράγει αντιδράσεις, τις περισσότερες φορές ως καλώς γνωρίζουμε, ερήμην των προθέσεων, καλών ή κακών, αγαθών ή μοχθηρών, του δημιουργού.

Τον Ντοστογιέφσκι δεν τον κρίνεις από την αρθρογραφία του, τις απόψεις του περί πανσλαβισμού και όσα ρίγη συγκίνησης του προκαλούσε η ιδέα της Μεγάλης Ρωσίας που επέπρωτο να λυτρώσει τον κόσμο από πάσα νόσο. Αν τον έκρινες έτσι θα κατέληγες στο συμπέρασμα πως ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών ήταν ένας ημίτρελος και θρησκόληπτος ιδεολόγος.

Τον Μπαλζάκ δεν τον κρίνεις ως βασιλόφρονα, γι΄ αυτό και ο Μπαλζάκ δεν είναι απλώς ένας εκκεντρικός νοσταλγός του «Παλαιού Καθεστώτος» που έπινε πολλούς καφέδες και λάτρευε το κοσμικό Παρίσι, όπως και ο Σταντάλ, ευτυχώς για μας και για τη λογοτεχνία, δεν είναι απλώς ένας ακόμη οπαδός του Μεγάλου Ναπολέοντα που είχε μια λόξα με τις γραφικότητες της Ιταλίας.

Γνήσιος Ρώσος ο ένας, γνήσιοι Γάλλοι οι άλλοι δύο, όμως αυτό που μας ενδιαφέρει εμάς, τους αναγνώστες του 21ου αιώνα, δεν είναι η γνησιότητα της ταυτότητάς τους- εθνικής, γλωσσικής, πολιτικής ή θρησκευτικής- αλλά η γνησιότητα της δημιουργίας τους. Γιατί η λογοτεχνική δημιουργία, όπως κάθε καλλιτεχνική δημιουργία, οικοδομεί τη δική της γνησιότητα.

Αυτή είναι η αξία της, αυτή είναι η δύναμή της και γι΄ αυτό η καλλιτεχνική δημιουργία παραμένει πολύτιμο αγαθό σ΄ έναν κόσμο που, καταργεί μεν τα σύνορα και τους δασμούς για τα εμπορεύματα, υψώνει όμως όλο και μεγαλύτερα τείχη για τις ψυχές που τον κατοικούν. Ο εθνικός, γλωσσικός, θρησκευτικός ή και πολιτικός προστατευτισμός, με τους φανατισμούς που συνεπάγεται μπορεί να βολεύει τον τρόμο που μας προκαλούν τα μεγέθη του παγκόσμιου χωριού, όμως, εκτός τού ότι είναι πολλές φορές θανατηφόρος στην κυριολεξία, υπονομεύει τη διαπραγματευτική μας ικανότητα απέναντι στο παρόν.

Ο προστατευτισμός που στοχεύει την καλλιτεχνική δημιουργία μοιάζει περισσότερο ανώδυνος, αφού δεν παράγει καμικάζι Ταλιμπάν. Ενίοτε δε, μετά την απόσυρση των παραδοσιακών μορφών λογοκρισίας, μας φαίνεται και χαριτωμένος ή γραφικός. Όμως, επειδή είναι ηχηρός, επειδή φωνάζει- γιατί εκεί που ο δημιουργός ψάχνει στα τυφλά, ο ιδεολογικός του προστάτης διαλαλεί τα ευρήματά του- έχει τη δυνατότητα να φαλκιδεύσει τη γνησιότητα της δημιουργίας στο όνομα της δικής του ιδεολογικής γνησιότητας.

Θα μου πείτε ότι κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Μπορεί. Το κάνω επειδή πιστεύω πως η συζήτηση που έχει ξεκινήσει στις σελίδες αυτής της εφημερίδας τις τελευταίες εβδομάδες, για τις «πολυεθνικές» και την «ελληνικότητα» μπορεί, όταν καταλαγιάσει λίγο ο κουρνιαχτός του εκνευρισμού, να μας οδηγήσει σε ορισμένα, μάλλον χρήσιμα, συμπεράσματα για την κατάσταση της πνευματικής μας κοινότητας.

Της πνευματικής μας κοινότητας είπατε; Μήπως αναφέρεστε σ΄ αυτό το σιωπηρό φάντασμα που περιφέρεται από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο και από βιβλίο σε βιβλίο; Αυτό που σιωπά, ως μη όφειλε, απέναντι στα μεγάλα προβλήματα του τόπου; Σιωπά, πλην όμως παραμένει λαλίστατο: μιλάει στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, γράφει στις εφημερίδες, απαγγέλλει από σκηνής, κι όμως, το μόνο που ακούγεται είναι η σιωπή του. Σαν να το χτύπησε η κατάρα της Κασσάνδρας, σαν κανείς να μη μπορεί να το πιστέψει.

Γιατί δεν το ακούν; Γιατί δεν μας ακούν; Μήπως γιατί ο κόσμος είναι κακός; Ή μήπως γιατί κι εμείς λέμε ό,τι λένε όλοι οι άλλοι, οπότε αφού ακούν τους άλλους, δεν τους περισσεύει χρόνος να ακούν κι εμάς, που τα λέμε και λίγο πιο περίπλοκα. Εισαγγελέας της ταυτότητάς μας ο Άνθιμος, ανθυποεισαγγελείς κι εμείς από πίσω. Ρέκτης του προοδευτισμού ο Τσίπρας, προοδευτικοί κι εμείς από πίσω, μη χάσουμε και διαδηλώσουμε την αγανάκτησή μας στο υπουργείο Πολιτισμού- ευτυχώς δεν εξαρτάται από μας η ηλεκτροδότηση της χώρας.


ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ ΜΑΣ

Ο Καβάφης δεν υπήρξε μεγάλος ποιητής επειδή έγραψε ελληνικά. Είναι μεγάλος ποιητής γιατί έγραψε την Πόλη. Ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε μεγάλος συγγραφέας επειδή έψελνε και έπινε ρετσίνα. Είναι μεγάλος συγγραφέας επειδή έγραψε τη Φόνισσα. Ή μήπως θέλετε να μου πείτε πως η Φραγκογιαννού είναι η ενσάρκωση της γνήσιας ελληνικής ψυχής σε όλη της τη δολοφονική μανία;

Και ο μεν και ο δε έγραψαν ελληνικά. Συνομιλούσαν όμως με άλλους που δεν έγραφαν ελληνικά, που έγραφαν γαλλικά, αγγλικά ή ρώσικα, και συνομιλούσαν επί ίσοις όροις, γιατί μιλούσαν την ίδια γλώσσα, τη γλώσσα της δημιουργίας.

Μπορούμε να μιλάμε για «ελληνικότητα» εν έτει 2008, στο καθεστώς της παγκοσμιοποιημένης οικουμένης; Βεβαίως μπορούμε, αρκεί να μη μιλάμε με τους όρους της Γκόλφως, αλλά με τους όρους του Εγγονόπουλου, με τους όρους του δημιουργού που βρήκε τη βυζαντινή τέχνη μέσα από τα εκφραστικά προβλήματα που του έθετε ο σουρεαλισμός του. Όπως ο Πικάσο συνάντησε τις αφρικανικές μάσκες.

Η «ελληνικότητα» ως στοιχείο της ταυτότητας είναι ένα στείρο, φοβικό σύμπλεγμα. Η «ελληνικότητα» ως εσωτερική ρωγμή, ως στοιχείο της δημιουργίας, παραλλαγμένη, μεταμορφωμένη, μεταλλαγμένη από μια δύναμη που ξεπερνάει τα όριά της και αυτοσαρκαζόμενη, έφτιαξε μερικά από τα σημαντικότερα έργα τέχνης της ιστορίας μας.

Ο κόσμος μας πάσχει από πληθωρισμό ταυτοτήτων. Εκείνο που του λείπουν είναι τα έργα, αυτά που θα μας βοηθήσουν να ανακτήσουμε τη χαμένη εμπιστοσύνη απέναντι στον εαυτό μας, αυτά που θα μας βοηθήσουν να σταθούμε όρθιοι απέναντι στο φάντασμα του τρόμου μας.

Saturday, May 24, 2008

Θανάσης Βαλτινός: ένα διαφορετικό σενάριο για τον εθνικό μας ποιητή

«Σκατά!» σχολιάζει ο Σολωμός

Μικέλα Χαρτουλάρη

1823. Ένα μόνιππο κατηφορίζει προς έναν κάμπο με ελιές. Μέσα, ο 25άρης Διονύσιος Σολωμός και η Μαρία Παπαγεωργοπούλου. Σκύβει να τη φιλήσει, αλλά την τελευταία στιγμή σταματάει. Γι΄ αυτήν θα γράψει λίγο αργότερα τη «Φαρμακωμένη».

1836. Ο Σολωμός έχει έρθει από την Κέρκυρα στη Ζάκυνθο για να υπερασπιστεί την περιουσία και τον τίτλο του στη δίκη που τον φέρνει αντιμέτωπο με τη μάνα και τον ετεροθαλή αδελφό του. Είναι το τελευταίο του ταξίδι στη γενέτειρά του και προσπαθεί να συναντήσει τον παλιό του φίλο Γιώργη Δε Ρώσση, Έπαρχο πια, προκειμένου να βολιδοσκοπήσει ποιους θα υποστηρίξει. «Είναι θυμωμένος μαζί σου. Λέει ότι χρησιμοποιείς τους ανθρώπους», του εκμυστηρεύεται η γυναίκα του...

Η ερωτική ιδιορρυθμία του Σολωμού, οι προσωπικές ανακολουθίες του με τους φίλους, η λατρεία της μάνας που μετατράπηκε σε απώθηση. Ο Σολωμός που εκφράζει την ανασφάλειά του στον Σπύρο Τρικούπη- «τα ελληνικά τα ξέρω ελάχιστα, πώς θα μπορούσα να γράψω κάτι καλό;»· ο Σολωμός που «αγοράζει λέξεις» στα καπηλειά· ο Σολωμός που τον φωνάζουν Νιόνιο, έφιππος ή γυμνός στη θάλασσα· ο Σολωμός με την παλάμη στην καρδιά μπροστά στον Φον Στάκελμπεργκ που θα του ζωγραφίσει το πορτρέτο, εξηγεί ότι κυνηγά να εκφράσει κάτι άγνωστο· ο Σολωμός στο δωμάτιό του με άδεια μπουκάλια κρασί· ο Σολωμός που προσπερνά τον Κάλβο με ένα νεύμα στην Κέρκυρα το 1848· ο Σολωμός με τον Μάντζαρο ο οποίος μελοποιεί τον «Ύμνο», αλλά του εκθειάζει τον «Πόρφυρα» κι ας μην έχει εθνικό θέμα. «Ο κόσμος πρέπει να μάθει ότι εθνικό πραγματικά είναι ό,τι είναι αληθινό», του απαντά ο 50άρης πια ποιητής, περνώντας από τα ιταλικά στα ελληνικά...

Ο Θανάσης Βαλτινός το δηλώνει ευθέως από τις πρώτες σελίδες αυτού του 13ου βιβλίου του. Δεν τον ενδιαφέρουν οι αρετές του εθνικού μας ποιητή, αλλά αυτά που αποφεύγουν να θίξουν οι μελετητές του: ο ναρκισσισμός του, η εμπάθειά του, η ευθιξία του, η φιλοδικία του, αλλά και η απελπισία του όταν παλεύει με τη γλώσσα, το πείσμα του, τα αδιέξοδά του. Αυτό το φοβερό «σκατά» που γράφει στα μουντζουρωμένα χαρτιά του με τις ιταλικές και ελληνικές παραλλαγές των ποιητικών του σπαραγμάτων...

Γι΄ αυτό και βασίστηκε στην Αλληλογραφία και στα Αυτόγραφα του Σολωμού: επειδή από εκεί προκύπτει ο ψυχισμός του...

Ως προς το περιεχόμενο λοιπόν, ο 76χρονος συγγραφέας μένει πιστός στο λογοτεχνικό του χαρακτηριστικό: την προσήλωση στη μαρτυρία (η συνάντηση με τον Κάλβο είναι από τις ελάχιστες αυθαιρεσίες του). Ως προς τη μορφή όμως, κάτι αλλάζει στα Άνθη της αβύσσου. Ο Βαλτινός πήρε το σενάριο που είχε γράψει το 1996 για την ταινία την οποία... δεν γύρισε τελικά ο Τώνης Λυκουρέσης, το ξανάγραψε κρατώντας την αποστασιοποιημένη και ασυγκίνητη γραφή του, πρόσθεσε κάποιες σκηνές- λ.χ. στο δικαστήριο- αφαίρεσε άλλες, κινηματογραφικής λογικής, και χρησιμοποίησε ως εισαγωγή μια (δημοσιευμένη το 2003) «επιστολή» του προς τον «Κόντε», η οποία υπογραμμίζει τη λοξή ματιά ενός σημερινού δημιουργού απέναντι στο εθνικό πρότυπο.

Το αποτέλεσμα είναι ένα ελλειπτικό αφήγημα όπου κυριαρχούν οι διάλογοι. Μια προσωπογραφία γυμνή από θεωρίες και λογοτεχνικότητα, κατατεμαχισμένη σε 58 σκηνές που μάλλον υποβάλλουν παρά δηλώνουν τις ιδιορρυθμίες και το δράμα του Σολωμού κατά την περίοδο 1822-1848.

Φυσικά, δεν υπάρχει ολόκληρος ο Σολωμός εδώ. Δεν υπάρχει ο σατιρικός και σκωπτικός Σολωμός, δεν υπάρχουν οι κοινωνικοπολιτικές απόψεις του ούτε τα συμφραζόμενα της εποχής του, παρά μόνο νύξεις. Υπάρχουν οι φίλοι του, ο αδελφός του Δημήτρης ή ο δικηγόρος του Γαλβάνης, αλλά δεν υπάρχει ο μαθητής του Πολυλάς που τον «παρέδωσε«« στις επόμενες γενιές και η μάνα υπάρχει μόνο ως ανάμνηση ή ως τραύμα.

Όσο για το μαρτύριό του με τις λέξεις, αυτό δεν εικονοποιείται αλλά ανιχνεύεται σε λεπτομέρειες. Όσοι ξέρουν, λ.χ., θα αναγνωρίσουν τις ρίζες ενός στίχου του στα λόγια της αγρότισσας Τζωρτζίνας προς τον αμαξά: «Πήγαινε πες του να κόψει το νερό στη μάνα του, να το μπάσει στο περβόλι»...

Τα Άνθη της αβύσσου απευθύνονται λοιπόν στον υποψιασμένο αναγνώστη και λειτουργούν μάλλον σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις που τον ερεθίζουν, παρά σαν παραμύθι που τον συνεπαίρνει.

Saturday, May 17, 2008

Το ελληνοαμερικανικό παράδειγμα: η άλλη λύση πέρα από την «Ελληνικότητα»

Χρειάζεται μία νέα μυθοπλασία
Γράφει ο Γιώργος Αναγνώστου

Εφημερίδα τα ΝΕΑ

Αν θυμηθούμε τον Θεοτοκά και την «Αργώ» του, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η «ελληνικότητα» μάς έχει καλέσει να ριγήσουμε στη θέα «μια[ς] βάρκα[ς] που ψαρεύει ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο», δηλαδή να βιώσουμε το περιβάλλον συγκινησιακά αλλά όχι και να το προασπίσουμε πολιτικά।

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΣΥΧΝΑ ΤΗΝ ΕΙΡΩΝΙΚΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΠΟΛΛΩΝ ΕΛΛΑΔΙΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ, ΕΧΟΥΝ ΙΣΩΣ ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΔΑΞΟΥΝ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΘΝΟΤΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ «ΠΟΛΙΤΙΚΟ» ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΕΟΚΟΠΗΜΕΝΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

«Εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουνε।» Με αυτή τη λαϊκή ρήση θα μπορούσε κάποιος να αντιδράσει στη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση περί «Ελληνικότητας». Η εύλογη απορία του θα ήταν «τι συνεισφέρει τούτη η συζήτηση στην αγωνία αυτού του τόπου σήμερα, όταν η περιβαλλοντική κρίση, η χαμηλομισθία, η υποαπασχόληση, η κοινωνική παράλυση και η δυσπιστία πιέζουν για πολιτική λύση και όχι για ακαδημαϊκή ενδοσκόπηση;».

Η σύντομη απάντηση είναι ότι το θέμα «ταυτότητα» δεν είναι ανεξάρτητο από την πολιτική। Η ταυτότητα μάς προσδιορίζει και επομένως κατευθύνει τη δράση μας. Το ερώτημα λοιπόν τι είδους ταυτότητα προκρίνουμε, είναι ακραιφνώς πολιτικό. Γι΄ αυτό και διακυβεύονται τόσα στον «διάλογο» για την Ελληνικότητα.

Προς τα πού να στραφούμε λοιπόν για ένα καινούργιο όραμα ζωής, αν λάβουμε υπόψη μας και την κατάρρευση των αξιών; Στον ορίζοντα διαφαίνεται η (επι)στροφή προς τη δοκιμασμένη «Ελληνικότητα» και την επαναδιατύπωσή της όπως προτείνει ο Ν। Ξυδάκης («Η Καθημερινή» 5/4). Αποβάλλοντας την προγονοπληξία σαν νόσο και την «ακλόνητη ουσιοκρατία» σαν παρακμή, ο Ξυδάκης προκρίνει μια «άλλη οδό,» αυτήν της αισιόδοξης, ανοικτής, και ήπιας Ελληνικότητας που όμως επιμένει να μυθολογεί «δημιουργικά, τα νησιά και τους λερούς φουστανελάδες»... Κάτι που προκαλεί αμηχανία, από τη στιγμή που η επανεφεύρεση της Ελληνικότητας γίνεται με βάση κοινούς τόπους της αισθητικής ιθαγένειας! Παρόλα αυτά η δημιουργία ενός ρεύματος που προτείνει μια τέτοια επαναδιατύπωση της Ελληνικότητας ως κεντρικής συνιστώσας της νεοελληνικής ταυτότητας, δεν αποκλείεται. Πόσω μάλλον που προσφέρεται σαν απάντηση, και ταυτόχρονα παράκαμψη, της κριτικής θέσης «η Ελληνικότητα δεν είναι ουσία» (βλ. Σ. Γουργουρής)- μιας κριτικής θέσης που κλονίζει τις αλήθειες της Ελληνικότητας αφού πηγάζει από την ιστορικοποίηση του φαινομένου (βλ. Β. Λαμπρόπουλος, Α. Λιάκος, Δ. Τζιόβας)... Η ελκυστικότητα εντέλει αυτού του βολικά αόριστου προσδιορισμού της Ελληνικότητας έγκειται στο ότι εμφανίζεται αφενός ως μια εθνική πολιτισμική απάντηση στην κρίση νοήματος που μαστίζει την κοινωνία και αφετέρου ως άμυνα στην εξουσιαστική εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης. Όπως κάθε Λόγος, αυτή η αισθητική Ελληνικότητα θα λειτουργήσει γόνιμα, προσφέροντας στους νέους μια πηγή νοήματος και υπερηφάνειας, ώστε να ζήσουν τον μύθο τους στην Ελλάδα «αυθεντικά», «σαν Έλληνες».

Όλα αυτά όμως ακούγονται οικεία, συναρπαστικά και αθώα μέχρι να συνειδητοποιήσει κανείς ότι αυτός ο «εφαρμοσμένος ρομαντισμός» της ταυτότητας που γίνεται αντιληπτή ως συγκινησιακό βίωμα, άφησε ιστορικά ανέγγιχτες τις πρακτικές εκείνες που προκαλούν τη σημερινή κρίση। Με άλλα λόγια, επειδή ακριβώς αυτού του είδους η ρομαντική Ελληνικότητα ιστορικά έχει λειτουργήσει σε πλαίσιο αισθητικής προσέγγισης και όχι πολιτικής δράσης, δεν αποφεύχθηκε ούτε η συστηματική απαξίωση των θεσμών ούτε η έλλειψη εμπιστοσύνης στις κοινωνικές συναλλαγές ούτε η εγκληματική καταστροφή του περιβάλλοντος.

Αναζητώντας λοιπόν ένα νέο μοντέλο, στρέφομαι προς μια ετερογενή κοινωνική κατηγορία: τους Έλληνες της Αμερικής, οι οποίοι, για λόγους που χρήζουν ξεχωριστής μελέτης, προκαλούν όχι μόνο τον χλευασμό και την ειρωνική απόρριψη αλλά ακόμη και την εχθρότητα πολλών Ελλαδιτών (Ένα δείγμα της πήραμε με τον χαρακτηρισμό κορυφαίων νεοελληνιστών της Αμερικής από τον Κ। Γεωργουσόπουλο σαν «Αμερικανάκια» της «κόκα-κόλα»). Μήπως όμως μια τέτοια περιφρόνηση μάς στερεί χρήσιμες προσεγγίσεις;

Αυτοί οι άλλοι Έλληνες με τους άλλους τρόπους, τις διαφορετικές προφορές και σίγουρα τις διαφορετικές εμπειρίες ίσως να έχουν κάτι ωφέλιμο να μας διδάξουν। Ο τρόπος λ.χ. με τον οποίο ορισμένοι Ελληνοαμερικανοί συγγραφείς προσεγγίζουν το παρελθόν ώστε να χτίσουν μια νέα εθνοτική ταυτότητα έχει να προτείνει και για την Ελλάδα ένα δημιουργικό μοντέλο μυθοπλασίας πέρα από αυτό της χρεοκοπημένης «Ελληνικότητας». Αυτοί οι συγγραφείς τολμούν να πάρουν αποστάσεις από την ηγεμονική εθνοκεντρική αφήγηση που θέλει τους Ελληνοαμερικανούς σαν μια ομάδα με ένδοξο παρελθόν και βιολογική προδιάθεση προς την κοινωνική και επιχειρηματική επιτυχία. Η ιστορικός Έλεν Παπανικόλα για παράδειγμα, που το ελληνικό κοινό τη γνώρισε μέσω του βιβλίου της Μια Ελληνική Οδύσσεια στην Αμερικανική Δύση (Εκδ. Εστία), ανασύρει τη μνήμη της ρατσιστικής περιφρόνησης την οποία βίωσε ως κόρη μεταναστών στην Αμερική του 1920 και μιλά για την άρνηση της κοινωνίας να την αποδεχθεί ως γνήσιαΑμερικανίδα. Η Παπανικόλα φωτίζει την ομοιότητα της προσωπικής της εμπειρίας με αυτήν των παιδιών έγχρωμων μεταναστών σήμερα· και προσκαλεί τους βολεμένους πλέον Ελληνοαμερικανούς να αντλήσουν από την εμπειρία της περιφρόνησης που στιγμάτισε τους γονείς και τους παππούδες τους, ώστε να καταπολεμήσουν την προκατάληψη και να συμπαρασταθούν στον αγώνα των φυλετικών μειονοτήτων για ίσα δικαιώματα. Με αυτόν το τρόπο μια ιστορικά προσδιορισμένη μνήμη ανασύρεται στην επιφάνεια και προσφέρεται σαν ένας κινητήριος μοχλός κοινωνικής και πολιτικής δράσης.

Η Παπανικόλα δεν είναι η μόνη που καταπιάνεται με θέματα μνήμης, ιστορίας, ταυτότητας και διαφυλετικών σχέσεων। Υπάρχει παράλληλα μια πλούσια ελληνοαμερικανική λογοτεχνία που πιστοποιεί μια ακμάζουσα και αναπτυσσόμενη πολιτισμική παρουσία στις «νέες πατρίδες» των Ελλήνων. Αναφέρω ενδεικτικά μερικά σύγχρονα έργα που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά: Μiddlesex ( Ανάμεσα στα Δύο Φύλα ) του Τζέφρι Ευγενίδη, Ιμάμ Μπαϊλντί (Κάθριν Ντέιβιντσον), Αμοιρολόιτος:Ο Λούις Τίκας και η Σφαγή στο Λάντλοου (Ζήσης Παπανικόλας), Φλεγόμενη Πόλη (Τζορτζ Πελεκάνος) και Ο Χαρτοπαίκτης (Χάρι Μαρκ Πετράκης).

Υπάρχουν λοιπόν ελληνοαμερικανικές πηγές από τις οποίες θα μπορούσαμε να αντλήσουμε μυθοπλασίες που τονίζουν ότι είναι ποικίλα τα ρεύματα σκέψης τα οποία εμπλέκονται στον αυτοπροσδιορισμό μας· που υποδεικνύουν τη συνύπαρξη με τον πολιτιστικά «άλλο» μέσα σε πλαίσια σεβασμού· που εμπνέουν την καταπολέμηση της εκμετάλλευσης κ.ο.κ.

__________
Ο Γιώργος Αναγνώστου είναι καθηγητής στο Οhio State University

Thursday, May 15, 2008

Θλιμένες υπάρξεις σε μια φλεγόμενη Αθήνα

Θλιμμένες υπάρξεις σε μια φλεγόμενη από τον αυγουστιάτικο καύσωνα Αθήνα
Της Λίνας Πανταλέων
Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας
ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣΡαγδαία επιδείνωση«ΠΑΤΑΚΗΣ»ΣΕΛ। 232, ?13,
«Σταματήστε επιτέλους! Σταματήστε να χτυπάτε!». Μια κραυγή μέσα στη νύχτα, μια απεγνωσμένη φωνή που πνίγεται στους ορόφους μιας κοιμισμένης πολυκατοικίας της πυρωμένης από την αυγουστιάτικη λάβα Αθήνας. Η πρώτη φράση ενός διηγήματος που δεν γράφτηκε ποτέ, καθώς ο δυνάμει συγγραφέας του πεθαίνει προτού προλάβει να μεταπλάσει τη ζωή του σε κείμενο. Πώς θα ήταν άραγε αυτό το κείμενο; Ποιες λέξεις θα μπορούσαν να αναπαραστήσουν μια κατερειπωμένη ζωή; Μήπως εξ αντανακλάσεως οι λέξεις των άλλων; Ο ηλικιωμένος συνταξιούχος που ανοίγει την αυλαία στο νέο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά επιχειρεί να ισοσταθμίσει την πικρία για τη ματαίωση των συγγραφικών του φιλοδοξιών με την όψιμη ανάληψη της συγγραφής ενός διηγήματος. Για μία εβδομάδα γίνεται μανιώδης συλλέκτης φράσεων, υποκλέπτοντας ξένες φωνές, όμως η ζωή, σπαράγματα της οποίας προσδοκούσε να εγγράψει στο κείμενό του, τον καταπίνει ακαριαία, χωρίς να του αφήσει το παραμικρό χρονικό περιθώριο για την αντιγραφή της. Ηττημένα από τη συνδιαλλαγή τους με την καθημερινότητα βγαίνουν, αργά ή γρήγορα, όλα τα πρόσωπα του βιβλίου, εξαιτίας της παντελούς αδυναμίας τους να αντεπεξέλθουν τόσο σε εξωτερικά όσο και σε εσωτερικά αιτήματα. Κάθε τους απαντοχή λιώνει στη λιποθυμική ζέστη ενός άξενου αθηναϊκού τοπίου, ναρκοθετημένου από τους λάκκους των πολλαχού εργοταξίων που στο παραισθητικό βλέμμα των ηρώων φαντάζουν με αβυσσώδεις χαράδρες, ανυπόμονες για το στραβοπάτημά τους. Οι κατ' όναρ εφιάλτες τους παρεισδύουν βαθμιαία στο μικρόκοσμό τους με άμεση συνέπεια τον εγκλωβισμό τους μέσα στους χειρότερους φόβους τους. Υπό το κράτος της παροξυμμένης τους σύγχυσης, τα αυθαίρετα ούτως ή άλλως όρια μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας διαλύονται για να αποκαλύψουν ένα πέρα για πέρα ζοφερό περιβάλλον. Εφιαλτικό αθηναϊκό τοπίοΟ Χειμωνάς εξεικονίζει μια απερίγραπτα εφιαλτική αθηναϊκή τοπιογραφία, ένα απροσδιόριστα δυσοίωνο σκηνικό που ενδείκνυται για την πλαισίωση ενός θιάσου διωκόμενων από ανυπόστατους διώκτες προσώπων. Αν ο επίδοξος συγγραφέας των εναρκτήριων σελίδων κατατρυχόταν από το άγραφο αριστούργημά του, ο Βασίλης, κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, δυναστεύεται από τον πανικόβλητο ψυχισμό του, εξίσου καταπιεστικό και για την ερωμένη του, την Ελια. Ο μέγιστος τρόμος της τελευταίας είναι η ενδεχόμενη εγκατάλειψή της από το σύντροφό της, απειλή παραλυτική στο μέτρο που θα την έφερνε αντιμέτωπη με το φάσμα της μοναξιάς. Τις στιγμές που η ηρωίδα είναι μόνη της, έχει τη δυσάρεστη αίσθηση πως οι άλλοι διαβλέποντας την ανοχύρωτη θέση της θα μπορούσαν ανενδοίαστα να παραβιάσουν την ιδιωτικότητά της. Εντυπωτικές για το υποδόριο κλίμα τρόμου οι συναντήσεις της με τη μυστήρια διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, μια ανεξήγητα ανατριχιαστική μορφή που μοιάζει να έχει αναδυθεί από το επέκεινα. Ενδεικτικές επίσης της ψυχικής ευθραυστότητας των ηρώων είναι δύο σκηνές όπου τόσο ο γηραιός συνταξιούχος όσο και η Ελια δυσκολεύονται αφάνταστα να διασχίσουν τον δρόμο για να περάσουν απέναντι. Από το άλλο μέρος, δεν είναι τυχαίο ότι το διαμέρισμα που αγοράζει η νεαρή γυναίκα εν είδει σωσιβίου για τον καταποντισμένο δεσμό της βρίσκεται σε αδιέξοδο, ενώ και τις δύο φορές που το επισκέπτεται τρέπεται τρομαγμένη σε φυγή. Γενικότερα, οι σκηνικοί χώροι του μυθιστορήματος με την επιτήδεια σκοτεινότητά τους αντανακλούν την τρομώδη ψυχοσύσταση των ενοίκων. Ο Χειμωνάς, εστιάζοντας το βλέμμα του σε επουσιώδεις λεπτομέρειες (π.χ. ο ανελέητος καύσωνας και η σκληρή θερινή ηλιοφάνεια, η απώλεια ενός πολύτιμου δαχτυλιδιού, τα ατελεύτητα έργα στην οδοποιία, μια στοίβα χαρτιά με ανακατωμένη αρίθμηση), υφαίνει μια τεταμένη, έντονα ανησυχητική ατμόσφαιρα, μια ανυπόφορη στην υπόκωφη έντασή της κατάσταση αναμονής που κάποτε εκτονώνεται με βίαια, εσωτερικά όμως πάντα, ξεσπάσματα. Οι απότομες συναισθηματικές ταλαντώσεις των ηρώων καταγράφονται με παγερή οξυδέρκεια σαν να πρόκειται για καταχωρίσεις σε κλινικό διάγραμμα όπου αποτυπώνεται η ραγδαία επιδείνωση μιας ασαφούς στη συμπτωματολογία της ασθένειας. Μια ανεπίσχετη επιδείνωση που κατατείνει στην πλήρη ψυχική απορρύθμιση. Τα πρόσωπα εμφανίζονται υποχείρια ενός εξοντωτικού άγχους, ενώ κάθε τους κίνηση στο παρόν ξυπνάει τον πόνο τραυμάτων από κοφτερά θραύσματα του παρελθόντος. Η γραφή, ή αλλιώς η καταφυγή σε μια κειμενική, εύπλαστη και ώς έναν βαθμό ασφαλή πραγματικότητα, όχι μόνο δεν κατευνάζει τις εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά, αντιθέτως, επιφέρει την ανέκκλητη ρήξη με τον πραγματικό κόσμο. Ο συνταξιούχος πεθαίνει κυκλωμένος από ξένες φωνές, χωρίς να έχει βρει έστω και μία λέξη δική του για την αφήγηση της ζωής του, η Ελια φυλάσσει σε ένα τετράδιο φράσεις ερανισμένες από λογοτεχνήματα για να ονοματίσει τα ανείπωτα που τη συνθλίβουν, ο Βασίλης, υπεύθυνος για την επιμέλεια μιας διηγηματογραφικής ανθολογίας, συγκεντρώνει κείμενα, παλεύοντας ανεπιτυχώς να ταξινομήσει αριθμητικά τις σελίδες τους, φυλακισμένος σε ένα άναρχο μυθοπλαστικό περιβάλλον, ενώ μια παλιά του ερωμένη στο ερωτικό της διήγημα προλέγει με παράδοξη ακρίβεια τη θλιβερή του κατάληξη. Επικρεμάμενη βίαΘεματικός άξονας της ανθολογίας, η παραβατικότητα, ένας πρόσθετος νυγμός για μια αγριότητα εν αναμονή, σε διαρκή εκκρεμότητα. Τα ενδοκειμενικά εγκλήματα απηχούν τις σκοτεινότερες παρορμήσεις των προσώπων, τη χειραγώγησή τους από αγωνίες σαρκοβόρες που ουδέποτε εξωτερικεύουν, ει μη μόνον μυθοπλαστικά. Ομως τα γραπτά της επικείμενης έκδοσης, εξ ων δύο εγκιβωτίζονται στο μυθιστόρημα, δεν αποτελούν παρά τη φαιόχρωμη έκφανση των πλέον μελαινών φοβιών των γραφόντων. Αν οι λέξεις αποδεικνύονται, όπως συμβαίνει συνήθως, υπερβολικά ασθενικές για να τους σώσουν, απροστάτευτους τους αφήνουν επίσης τα ερωτικά τους πάθη. Ο έρωτας γίνεται το πεδίο όπου βγαίνουν λάβρες στην επιφάνεια συναισθηματικές μειονεξίες, απωθημένες ανάγκες και ανομολόγητες στενοχώριες, το πεδίο όπου ο βαθύτερος τρόμος της ύπαρξης προσωποποιείται στη μορφή του αντικειμένου του πόθου το οποίο πάντα φεύγει και ποτέ δεν ανήκει, ένα σημείο σταθερά αδιαπέραστο και απόμακρο. Εν ολίγοις, ένα πεδίο μάχης από το οποίο κανείς δεν αποχωρεί τροπαιούχος. Οπως διεισδυτικά γράφει η Ελια: «Ερωτας είναι το κενό ανάμεσα στο έρχομαι και στην αναμονή». Κάθε φορά που επιχειρούσε να προσεγγίσει τον Βασίλη αντίκριζε σε μεγάλη απόσταση από εκείνη «μια σκοτεινή κουκκίδα». Μετέωρη για πολύ καιρό σε αυτό το κενό και ολοένα πιο αποστραγγισμένη από την παραμικρή απαντοχή, αφήνεται τελικά να κατασπαραχθεί από την παρατεταμένη αναμονή, όταν έχει πια αποκλείσει οριστικά το «έρχομαι». Ελάχιστος δροσισμός στην περίκαυστη καθημερινότητα, ένα χιόνι ζεστό που αρχίζει αίφνης να πέφτει στο διαμέρισμα του Βασίλη, μια ψευδαισθητική, διακαής χιονόπτωση που είχε κάποτε ονειρευτεί η αγαπημένη του. Ωστόσο το ότι καταφέρνει να εισχωρήσει στο όνειρό της δεν σημαίνει παρά ότι έχει ανέκκλητα αποσυρθεί από την πραγματικότητά της. Το λευκό εδώ, το χρώμα της ανυπαρξίας. Ανυπαρξία που αφορά εξίσου τους ζωντανούς και τους νεκρούς του βιβλίου, αν όχι εξ ολοκλήρου τους πρώτους.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

Saturday, May 10, 2008

Οι πέντε πρώτοι της ψηφοφορίας μας

Με την αναγγελία των μεγάλων καταλόγων για τα υπο βράβευση βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας κατα το 2007 κλείνουμε την ψηφοφορία για το δημοφιλέστερο ιστότοπο συγγραφέως η ποιητού. Αναρτούμε τη λίστα των πέντε δημοφιλέστερων ιστολογίων με εξαίρεση εκείνο της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη αφού παρεξηγήθηκε με σχόλια αναγνωστών μας και αυτοεξαιρέθηκε απο την ψηφοφορία μας.

Ετσι πρώτο σε δημοφιλία ήθρε του ιστολόγιο του Αλέξη Σταμάτη (202 ψήφους), δεύτερο το ιστολόγιο της Κατερίνας Καριζώνη (193 ψήφους), τρίτο το ιστολόγιο του Νίκου Λαγκαδινού (183 ψήφους), τέταρτο το ιστολόγιο του Γιάννη Αντιόχου (86 ψήφους) και πέμπτο εκείνο της Εύης Λαμπροπούλου (12 ψήφους).

Θα ήθελα να πώ ότι χαιρόμαστε που το ιστολόγιό μας παρα τις ανώνυμες βολές που κατα καιρούς δέχεται, έχει γίνει τόπος συνάντησης ανθρώπων των Ελληνικών Γραμμάτων.

Οσο για τις σπέκουλες ποιοί είμαστε οι επευστές του, ας βγάλει καθένας τα συμπεράσματά του. Η ιδεολογία μας είναι να κρατάμε ίσες αποστάσεις απο τους συγγραφείς, να φιλοξενούμε κριτικές για τα έργα τους και να φιλοξενούμε ψηφοφορίες για τη δημοφιλία βιβλίων και δημιουργών.

Μετά απο ένα χρόνο λειτουργίας του μπλόγκ πιστεύουμε πως τα έχουμε καταφέρει να δείξουμε ένα πρόσωπο ακεραιότητας.

Ευχαριστούμε που μας διαβάζετε.
Το Κατοικίδιο και οι συν αυτώ.

Friday, May 2, 2008

21χρονος Σμυρνιός, «ξένος και μόνος», γράφει

Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Η κυπριακή εμπειρία του Ιωάννη Συκουτρή (1901-1937) δεν ήταν μια ρομαντική ανακάλυψη του νησιού. Δεν πήγε εκεί θέλοντας να γνωρίσει την εξωτική πλευρά του, αλλά ως ένας συνειδητοποιημένος πολίτης, ο οποίος πάσχει για τα δεινά του -μην ξεχνάμε ότι η Κύπρος βρισκόταν, τότε, υπό βρετανική κυριαρχία.
Ο 21χρονος καθηγητής φιλολογίας, γιατί μ' αυτή την ιδιότητα βρέθηκε εκεί, μόλις έχει αποφοιτήσει από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρωτοπάτησε το πόδι του στην Κύπρο στα 1922, μια χρονιά ιστορικά φορτισμένη για τον ελληνισμό, λόγω Μικρασιατικής Καταστροφής. Παρέμεινε ώς το 1924, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα, εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή, παντρεύτηκε και έφυγε υπότροφος για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία.

Ιωάννης Συκουτρής: 1901-1937 (έργο του Β. Ανδρεόπουλου)Ο επίτιμος καθηγητής Πανεπιστημίου, Φάνης Ι. Κακριδής, έφερε στο φως της δημοσιότητας, ανασύροντάς τες από τα κατάλοιπα της μητέρας του, Ολγας Κομνηνού-Κακριδή, και επιμελήθηκε φιλολογικά δεκαπέντε επιστολές που έγραψε ο Ιωάννης Συκουτρής από την Κύπρο. Τα «Γράμματα του Ιωάννη Συκουτρή από την Κύπρο (1922-1924)» (Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης), εστάλησαν όταν το 1922-1924 ο Συκουτρής δίδασκε στο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας και είχε προλάβει να ιδρύσει το λογοτεχνικό περιοδικό «Κυπριακά Χρονικά» και δύο συλλόγους, τον «Σύλλογο των Νέων» και τον «Φιλολογικό Ομιλο Λάρνακος».Δεν μπορούμε επακριβώς να γνωρίζουμε, αν η φιλία του Συκουτρή και της Κομνηνού-Κακριδή κρατούσε από τα χρόνια της Σμύρνης. Σμυρνιοί και οι δύο είχαν έναν χρόνο διαφορά ως προς την ηλικία τους. Αυτός αποφοίτησε το 1918 από την Ευαγγελική Σχολή, εκείνη το 1917 από το Ελληνογαλλικό Λύκειο Αρώνη. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι συνδέθηκαν με φιλία, όταν και οι δύο φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.Οι Σμυρνιοί είχαν δημιουργήσει την «κλίκα των Σμυρνιών», όπως την αποκαλούσαν οι συμφοιτητές τους, στην οποία συμμετείχε, όμως, και ο Αθηναίος Ιωάννης Θ. Κακριδής, μετέπειτα σύζυγος της Ολγας Κομνηνού-Κακριδή και πατέρας του Φάνη Ι. Κακριδή. Ο Ιωάννης Συκουτρής θα γείρει την πλάστιγγα της φιλίας του προς το δίδυμο Κακριδή. Ο σύνδεσμος των τριών, κατά τον Φάνη Ι. Κακριδή, «είχε στήριγμα τα κοινά τους φιλολογικά ενδιαφέροντα, και κανόνα τη μεταξύ των τριών απόλυτη ειλικρίνεια. Φυσικά πίστευαν πως αυτή η ξεχωριστή τους σχέση θα διατηρηθεί για πάντα, αλλά φυσικά ήρθε η ώρα ο σύνδεσμός τους να χαλαρώσει, όταν ακολούθησαν ο καθένας το δρόμο του».
Σ' όλες τις επιστολές του από την Κύπρο ο Ιωάννης Συκουτρής υπογράφει με το ψευδώνυμο Αντιφών, το οποίο είχε επιλέξει όταν ακόμη ήταν μαθητής στη Σμύρνη. Γιατί όμως; Η επιλογή δεν είναι τυχαία εκτιμά ο Φάνης Ι. Κακριδής: «Ο Αθηναίος σοφιστής, ρήτορας και ρητοροδιδάσκαλος Αντιφών (480-411 π.Χ.) ήταν διάσημος για την ικανότητά του να επινοεί και να προβάλλει επιχειρήματα -ικανότητα ιδιαίτερα αναπτυγμένη και στον Συκουτρή, που ήταν στις συζητήσεις ακαταμάχητος, και το ήξερε».Ενας «δύσκολος» άνθρωπος είναι το ψυχογράφημα του Ιωάννη Συκουτρή. Δεν είναι εκτίμηση του φιλολογικού επιμελητή, αλλά του ίδιου του αποστολέα. Ο νέος φιλόλογος μιλάει για «παχύ εγωισμό», «ψυχρότητα και αναισθησίαν» και αυτοχαρακτηρίζεται «μισόκοσμος», «υπερβολικός», «κακός και καχύποπτος». Συν τοις άλλοις, διαρκώς παραπονιέται ότι οι άλλοι δεν τον καταλαβαίνουν: «Δεν ευρίσκω κανέναν που να ημπορή να με καταλάβη, και υποφέρω» ή «Δεν παύω να είμαι εις τον ψυχικόν μου κόσμον ξένος και μόνος».Τη γενικότερη κρίση του για την Κύπρο και την κατάστασή της, όπως επισημαίνει ο Φάνης Κακριδής, την καταλαβαίνουμε καλύτερα όταν διαβάζουμε τη βιβλιοκρισία του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνικά» (1930), με αφορμή την έκδοση του βιβλίου τού Φ. Ζανέτου, «Η Κύπρος κατά τον αιώνα της παλιγγενεσίας». Γράφει λοιπόν ο Ιωάννης Συκουτρής ότι με το βιβλίο αυτό «μετέχει με του αλυτρώτου τον πόνον των εορτών της Εκατονταετηρίδος και η νήσος εκείνη, την οποία εγωιστική, αφρόντιστος και άστοργος διοίκησις και η λεβαντινική ασυνειδησία των τοπικών της οργάνωσης κρατεί όχι μόνον εις δουλείαν πολιτικήν, αλλά και εις κατάστασιν οικονομικής και πνευματικής στασιμότητας».Πολιτικά και ιδεολογικά, αν κρίνουμε από τα βιβλία που ζητάει να του αποστείλει η Ολγα Κομνηνού-Κακριδή, ο Συκουτρής αποδεικνύεται ότι ανήκει στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. «Να μου στείλεις ολόκληρον βιβλιοθήκην σοσιαλιστού» ή «Εις του Βασιλείου θα εύρης και μερικά μικρού σχήματος κομμουνιστικά», της γράφει χαρακτηριστικά. Ας δούμε ορισμένους από τους τίτλους, όπως είναι αποτυπωμένοι στα γράμματά του: «"Marx Το κεφάλαιον", "κάτι του Engels". "Επίσης όλα τα σχετικά με τον σοσιαλισμόν συγγράματα, που θα εύρης", "Ο Ελευθερουδάκης έχει εκδώσει κάτι περί της πάλης των Τάξεων"».Από λογοτεχνία προτιμάει τους αρχαίους δραματουργούς και συγκεκριμένα τους Αισχύλο («Ορέστεια»), Σοφοκλή, Αριστοφάνη («Νεφέλες», σε μετάφραση Σουρή), Ευριπίδη («Αλκηστις», «Εκάβη», «Ανδρομάχη», «Βάκχαι», «Ιππόλυτος», «Μήδεια», «Κύκλωψ», «Τρωάδες»). Να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι στην Κύπρο ο Ιωάννης Συκουτρής μετέφρασε την κλασική μελέτη τού Zielinski «Ημείς και οι Αρχαίοι», που εκδόθηκε το 1928. *