Το διάβασα με μια ανάσα , εν μέρει γιατί είχα λατρέψει «Τη σκύλα και το κουτάβι» του Μιχαηλίδη, εν μέρει γιατί με παρέσυρε η πλοκή και η ανάπτυξη των χαρακτήρων του.
Αυτή είναι η σταθερή αξία του Μιχαηλίδη, το υποδόριο χιούμορ, η σαρακαστική πρόθεση, η ανατροπή. Θα διαφωνήσω με την Λίνα Κοντολέων (της οποίας παραθέτω την κριτική ) ως προς ένα σημείο. Εγώ αγάπησα κάθε λέξη, κάθε εικόνα απο τις περιγραφές του συγγραφέα. Βρήκα ότι η περιγραφή και οι εσωτερικές συγκρούσεις ήταν σε απόλυτη αρμονία.
Δυστυχώς, λείπει απο τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία το κύριο παραδοσιακό στοιχείο των περιγραφών, που μυούν τον αναγνώστη στην ιδιαίτερη ματιά του συγγραφέα. Εμένα αυτό το υλικό με διασκεδάζει , με μαγεύει , θα παραδεχόμουν.
Το Κατοικίδιο
Νυχτερινή Διαδρομή του Μιχάλη Μιχαηλίδη
Της Λίνας Πανταλέων
Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣΝυχτερινή διαδρομή«ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ»ΣΕΛ। 216, ΕΥΡΩ *14,6Είναι μάγκας βαρύς, αδίστακτος, αιμοβόρος και χυδαίος, ένα θύμα της σκαιότητάς του. Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος, καθ' ότι πρωταγωνιστής του νέου μυθιστορήματος του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Και εδώ ο συγγραφέας εικονογραφεί ένα αλλόκοσμο, αποτρόπαιο αθηναϊκό τοπίο, το οποίο λυμαίνονται όχι πια πωρωμένοι μεγαλοαστοί, όπως στο αξιοπρόσεκτο «Η σκύλα και το κουτάβι», αλλά τύποι του υποκόσμου. Οπως το προηγούμενο μυθιστόρημα συνθλιβόταν από τη βία και τη διαστροφή σε ακραίες εκφάνσεις, κι εδώ η σκηνοθεσία επιτρέπει στο κακό να θριαμβεύσει. Σ' αυτό το βιβλίο, ωστόσο, αναδύεται εντονότερα ένα πρόβλημα το οποίο διασκέδαζε η καλοδουλεμένη πλοκή του προαναφερθέντος μυθιστορήματος. Ο Μιχαηλίδης επιδιώκει και πάλι να σαρκάσει διά της υπερβολής και της διαστρέβλωσης σύγχρονες κακοδαιμονίες. Ομως η πρόθεση σάτιρας ή έστω διακωμώδησης σημερινών συμπεριφορών, υπερακοντίζεται από τη συσσώρευση εκρηκτικών επεισοδίων με κοινή συνισταμένη την αχρειότητα στο απόγειό της. Η διάθλαση της νεοελληνικής πραγματικότητας μέσω ενός ιδιότροπου πρίσματος που εστιάζεται μόνο στη φρίκη και την παρέκκλιση, δεν θα μπορούσε παρά να απολήγει σε μια ελλειπτική και συνεπώς ατελή απεικόνιση. Ελάχιστοι, άλλωστε, σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς επιχειρούν, και ακόμα λιγότεροι επιτυγχάνουν, να γράψουν πολιτικοποιημένο μυθιστόρημα, με την ευρύτατη ασφαλώς έννοια. Συνηθέστερα ο όποιος στοχασμός ισοπεδώνεται από τον οδοστρωτήρα του κυνισμού ή, χειρότερα, του χλευασμού. Ισως ακόμα και η «Σκύλα και το κουτάβι» με δυσκολία να διαβάζεται σαν καυστική βυθομέτρηση της νεοελληνικής κακοήθειας. Τώρα όμως η απόσταση από την καθημερινότητα, ακόμα και στην πιο ρυπαρή εκδοχή της, έχει αισθητά διευρυνθεί, ενώ η μυθοπλασία αδυνατεί να υπερκεράσει την προβληματικότητα του υποτιθέμενου αντικατοπτρισμού της πραγματικότητας. Ανάκαμψη και δραστηριοποίηση Τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, μηδενός εξαιρουμένου, εντρυφούν σε μηχανορραφίες, παρανομίες, σκοτωμούς και ποικίλα προσοδοφόρα εγκλήματα. Παραδόξως, ο χειρότερος εξ αυτών αποδεικνύεται και ο συμπαθέστερος, προς επαλήθευση της γνωστής υπεροχής του μονόφθαλμου έναντι των στραβών. Ο πρωταγωνιστής, άρχοντας της εγχώριας μαφίας, σακατεμένος βάναυσα από αποφασισμένους εχθρούς, καταλήγει στο νοσοκομείο, όπου συνέρχεται ακρωτηριασμένος, παραμορφωμένος και με ολική απώλεια μνήμης. Οι υποτελείς του, οι υφιστάμενοί του στις αιματόβρεχτες επιχειρήσεις του, προσπαθούν να τον επαναφέρουν στην ενεργό δράση, αλλά προσκρούουν στην οξυμένη καχυποψία του. Το στραπατσαρισμένο αφεντικό, όχι μόνο δεν αναγνωρίζει καμία από τις ύποπτες φάτσες που το περιφρουρούν, όχι μόνο δεν ανακαλεί ούτε το πιο μηδαμινό θραύσμα από το παρελθόν του ή από την απόπειρα δολοφονίας του, αλλά επιπλέον νιώθει αποστροφή για τον περίγυρό του. Το ένστικτο όμως της επιβίωσης επιβάλλει τη συνεργασία με τους «συναδέλφους» του, και έτσι επιστρέφει στο βασίλειό του, υποβιβασμένος σε ρόλο περιθωριακό. Παρατηρεί τις δραστηριότητες, τις εγκρίνει σιωπηλά και πασχίζει φιλότιμα να εξοικειωθεί με την προσωπικότητά του, όπως αυτή σχηματίζεται αποσπασματικά από τη συμπεριφορά του περιβάλλοντός του. Αποξενωμένος απ' ό,τι δημιούργησε και αναπόδραστα εγκλωβισμένος στις εντυπώσεις που είχε σπείρει, κινείται σαστισμένος και άβουλος σε μονοπάτια που ο ίδιος είχε ανοίξει. Η ελάχιστη διεκδίκηση, η αχνή ένδειξη του παλιού, ζόρικου εαυτού του, συνοψίζεται στην έμμονη ανάγκη εκδίκησης. Γι' αυτό αρχίζει να υποτροπιάζει, μέχρι που αφομοιώνεται από τον οικείο του χώρο, υποβασταζόμενος από τις υποδείξεις άλλων και συγκατανεύοντας στις πρωτοβουλίες τους. Με τον εντοπισμό των ενόχων θα έχει παραπλεύρως αποκαλυφθεί όλη η σκοτεινή σταδιοδρομία του πρωταγωνιστή, ενώ η τελεσίδικη υποταγή του στην αλλοτινή του ιδιοσυγκρασία θα επισφραγιστεί με το απαραίτητο αιματοκύλισμα, κατόπιν αποστήθισης του αγγελτηρίου της θανατικής καταδίκης.Μέσα από την εκτύλιξη της πλοκής προκύπτει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ζήτημα, το εάν, δηλαδή, η προσωπική ταυτότητα είναι αποτέλεσμα επιλογής, συνεπώς επιδέχεται ανασύνθεση, ή σμιλεύεται βάσει έμφυτων, απαράγραπτων ιδιοτήτων και ροπών. Το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου τίθεται προ του προνομιακού διλήμματος είτε να διαγράψει τον πρότερο βίο του είτε να ευθυγραμμιστεί με ένα ξένο σκιαγράφημα, προκειμένου να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του χώρου του. Η αρχική του απροθυμία να αποδεχθεί το προσωπείο του ατσάλινου εγκληματία, φανερώνει παράλληλα την αμηχανία του για τη μέχρι τότε πορεία του. Ο εαυτός του μπορεί να είναι όντως αυτός που του προσάπτουν οι άλλοι, πιθανότατα όμως να μπορεί να μετεξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό. Ο Μιχαηλίδης, δυστυχώς, δεν απασχολείται καθόλου σχεδόν με το συγκεκριμένο ερώτημα, διότι προφανώς το έχει εκ των προτέρων απαντήσει. Ολοι εμφανίζονται μέχρι το μεδούλι διεφθαρμένοι, κι όσοι αντιστέκονται αποδεικνύονται με την ασθενέστερη ώθηση επιρρεπείς στον εκμαυλισμό. Η χαμέρπεια και η ανηθικότητα ως συλλογικά, αθεράπευτα κουσούρια. Ο πρωταγωνιστής, όπως και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα τοπίο όπου ανακυκλώνονται και ενθαρρύνονται τα πιο χθαμαλά ένστικτα, η απαγκίστρωση από το οποίο ισοδυναμεί με θάνατο. Φλύαρες απεικονίσεις «Βρήκε την πλοκή μάλλον εξωπραγματική. Θεώρησε πολλές περιγραφές άσχετες και κουραστικές. Τα πισωγυρίσματα στην αφήγηση τον άφησαν μπερδεμένο». Διά στόματος του ήρωα μια λοξή αποτίμηση του μυθιστορήματος. Εν μέρει έχει δίκιο. Τα «πισωγυρίσματα στην αφήγηση», ωστόσο, συνιστούν το αρτιότερο μέρος του βιβλίου. Το άτακτο χρονολογικά ξετύλιγμα των γεγονότων, απόλυτα συνεπές με το κατεστραμμένο μνημονικό του πρωταγωνιστή, έχει δουλευτεί πολύ προσεκτικά, σαν ένα καλομελετημένο παζλ που σου παρέχει εξαρχής τόσο την τελική εικόνα όσο και όλες τις ψηφίδες για τη σύνθεσή της. Κατά τη γνώμη μου, όμως, η αφήγηση αναλώνεται σε εξαντλητικές (οπωσδήποτε όχι «άσχετες») περιγραφές του τοπίου όπου δραστηριοποιούνται οι χαρακτήρες. Δρόμοι, σοκάκια, γειτονιές, κτίσματα, περαστικοί, οτιδήποτε κείτεται στο έδαφος και παρακωλύει το βηματισμό, αποδίδονται σε απίστευτη ανάλυση, σαν να έχουν υποστεί σάρωση. Η κατάχρηση της εικονογραφικής γλώσσας διασπά την προσοχή του αναγνώστη και εξοστρακίζει τους ήρωες από το επίκεντρο της μυθοπλασίας, ενώ από ένα σημείο η πεισματική αναπαράσταση των εξωτερικών χώρων υπό τύπον απέραντου κρεματορίου καταντάει μονότονη. Επιπρόσθετα, αρκετά επεισόδια (εγκληματικής δράσης κυρίως) μοιάζουν αποσπασμένα από σίριαλ ή ταινίες. Συγκεκριμένα, η σκηνή των σεξουαλικών οργίων θυμίζει την περίφημη σεκάνς από το «Eyes Wide Shut» του Κιούμπρικ. Μάλλον ατυχείς είναι και οι φλύαρες εξομολογήσεις δευτερευόντων προσώπων, εξαιτίας της χαλαρής τους σύνδεσης με την περιπέτεια του ήρωα και οι οποίες, ούτως ή άλλως, μένουν ανεκμετάλλευτες κατά την εξέλιξη του βιβλίου. Το δαιδαλώδες ενύπνιο του ήρωα με μάγους και διαβόλους, αναπτυγμένο σ' ένα ολόκληρο κεφάλαιο, η έλξη του προς το ναζισμό και η τραυματική παιδική του ηλικία, μολονότι εύγλωττα ως προς τους σαρκαστικούς τους υπαινιγμούς, είναι αρκετά αφελή και εύκολα. Σπαρταριστό, αντιθέτως, το ερωτηματολόγιο για την εισαγωγή νέων μελών στην «οικογένεια». Από τα ευφυέστερα ευρήματα του μυθιστορήματος. Σκόπιμο θα ήταν να υποδηλώνονταν και ορισμένες απαντήσεις μέσω των πράξεων των χαρακτήρων.Ο τρόπος εξιστόρησης είναι ανεπίληπτος. Η δομή, η μέθοδος, η υπολογισμένη διαδρομή για την αποκωδικοποίηση των επιμέρους γρίφων έχουν σχεδιαστεί στη λεπτομέρειά τους. Θεωρώ, ωστόσο, πως τα ίδια τα συστατικά της ιστορίας έχουν επιλεγεί με επιπολαιότητα και σπάνια κατορθώνουν να υποδείξουν έναν ουσιώδη προβληματισμό πίσω από την αλληλοδιαδοχή μικροεπεισοδίων. Το αστυνομικό μυθιστόρημα ή η ιστορία μυστηρίου, πιο γενικευτικά μυθοπλασίες επικεντρωμένες σε καταστάσεις έκρυθμες και άγριες και σε πρόσωπα ανενδοίαστα και βαθιά διαβρωμένα, μπορούν να προβάλλουν πλαγίως τη σύγχυση, την έκπτωση και τους αλλοπρόσαλλους προσανατολισμούς της σημερινής εποχής. Και υποθέτω πως ο Μιχαηλίδης όχι μόνο κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά διαθέτει και τα εφόδια για να φτάσει στον προορισμό του. Το ζητούμενο είναι το μυθοπλαστικό πλαίσιο της παρακμής να έπεται μιας συγκροτημένης ιδέας, να θεμελιώνεται σε ένα στέρεο σκεπτικό σχετικά με το αντικείμενο της αναπαράστασης (την πραγματικότητα) και να το αναδεικνύει. Μια Αθήνα τεμαχισμένη σε περιοχές δικαιοδοσίας νονών της νύχτας, όσο κι αν κανείς επικαλεστεί την ποιητική άδεια, πολύ δύσκολα παραπέμπει στην αδιαμφισβήτητα ζοφερή πλευρά της σύγχρονης ζωής και στις επάλληλες μεταλλάξεις της νεοελληνικής νοοτροπίας.
Tuesday, September 25, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment