Tuesday, February 24, 2009

Ενας κυκλώνας που τα σάρωσε όλα

Της Κατερίνας Δαφέρμου
Απο το Βήμα της Κυριακής


Η ανεκπλήρωτη ερωτική σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Ιωνα Δραγούμη όπως παρουσιάζεται σε ανέκδοτα κείμενά της. Το συγκρατημένο πάθος, αλλά και η περιφρόνηση για τη Μαρίκα Κοτοπούλη, μεγάλο έρωτα του τραγικού πολιτικού και συγγραφέα
τησ κατερινασ δαφερμου | Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009
«...Και εγώ γράφω για κείνον, γιατί γνώρισα ένα μέρος της ψυχής του που δεν είδε άλλος, και θέλω αυτό, που είναι το ωραιότερο μέρος της ψυχής του, να μην ξεχαστεί.» Με αυτά τα λόγια ζητούσε η Πηνελόπη Δέλτα τα ημερολόγια του αγαπημένου της Ιωνα Δραγούμη από τον ίδιο του τον αδελφό, Φίλιππο.

Με την έκδοση του τελευταίου τόμου των αναμνήσεών της για τον Ιωνα Δραγούμη συμπληρώνεται ένα κεφάλαιο της ζωής δύο ξεχωριστών προσώπων, που είναι ταυτoχρόνως και μια ανθρώπινη, ερωτική ιστορία. Οι πρώτες αναφορές στον Δραγούμη έγιναν στις Αναμνήσεις 1921 και στις Αναμνήσεις 1940 της Π.Σ. Δέλτα. Σε αντίθεση όμως με τις προηγούμενες εκδόσεις, που αποτελούν αυτοβιογραφικά κείμενα, εδώ έχουμε την παρουσίαση και τον σχολιασμό των ημερολογίων του Ιωνα Δραγούμη σε μια προσπάθεια να σκιαγραφήσει τον πολιτικό έτσι όπως τον γνώρισε εκείνη· μέρος της ανεξίτηλης αγάπης της είναι και η (συγκινητική) εμμονή της ότι εκείνη τον γνώρισε καλύτερα από κάθε άλλον, η απονενοημένη προσπάθεια να διατηρήσει τη φαντασίωση μιας αποκλειστικότητας μαζί του, η οποία δεν πραγματώθηκε ποτέ. «Ποια θέλετε;» είχε ρωτήσει ο Φίλιππος. «Ολα, ως το τέλος» είχε αποκριθεί εκείνη.

Στον τόμο δημοσιεύονται τα τρία χειρόγραφα της Δέλτα, στα οποία σχολιάζονται τα ημερολόγια του Δραγούμη. Στο πρώτο χειρόγραφο σχολιάζονται τα ημερολόγια που καλύπτουν την περίοδο Νοέμβριος 1908- Ιανουάριος 1910. Στο δεύτερο χειρόγραφο τα ημερολόγια από τον Ιανουάριο του 1910 ως τον Ιούνιο του 1917. Στο τρίτο τα ημερολόγιά του από την εξορία του στη Σκόπελο.

Η Δέλτα εμπιστεύτηκε τη διάσωση της ανάμνησης αυτής της σχέσης στην κόρη της Σοφία Μαυρογορδάτου, παραχωρώντας της τα ημερολόγιά της με την παράκληση να ανοιχτούν μετά τον θάνατό της: η κορυφαία απόδειξη της πίστης της στο πρόσωπό του. Και τώρα γινόμαστε εμείς εντολοδόχοι αυτής της πράξης εμπιστοσύνης. Ο παρών τόμος είναι ο ένατος του Αρχείου Π.Σ. Δέλτα που άρχισε να επιμελείται ο εγγονός της Παύλος Ζάννας και που συνέχισε ο δισεγγονός της Αλέκος Ζάννας. Αρχείο το οποίο συνθέτει μια τοιχογραφία της νεότερης ιστορίας μας, ιδωμένη μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών της.


Μια ασυνήθιστη αστή

«Και τότε ήλθε ο κυκλώνας, που σάρωσε τα πάντα... και με ανέβασε σε άλλους κόσμους υπερκόσμιους». Με αυτά τα λόγια αποτύπωσε την πρώτη τους επαφή (έχει καταχωριστεί σε άλλους τόμους): τo 1905, η Πηνελόπη Δέλτα ήταν 31 ετών, παντρεμένη με τον Στέφανο Δέλτα και μητέρα τριών κοριτσιών. Ο Ιων ήταν 26 ετών, είχε μόλις διοριστεί υποπρόξενος στην Αλεξάνδρεια.

Πέραν της εντύπωσης που γεννιέται στον αναγνώστη ότι κοιτάζει μέσα από την κλειδαρότρυπα στιγμές προσωπικές και «απόκρυφες», υπάρχει και η αίσθηση του δέους μπροστά στα πραγματικά αυτά πρόσωπα: η Πηνελόπη Δέλτα, κόρη του Εμμανουήλ και της Βιργινίας Μπενάκη, αδελφή του Αντώνη Μπενάκη, ιδρυτού του ομώνυμου μουσείου, δεν ήταν απλώς μια βαθύπλουτη κληρονόμος. Από το ενδιαφέρον της για τα κοινά και τον διάλογό της με τους δημοτικιστές και τους μακεδονομάχους διέσωσε ζωντανές μαρτυρίες για την Ιστορία μας (από τον Βενιζέλο και τον Πλαστήρα, μεταξύ άλλων), έγραψε κλασικά παιδικά μυθιστορήματα ( Παραμύθι χωρίς όνομα και Στα Μυστικά του Βάλτου, μεταξύ άλλων). Την ημέρα που οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου του 1941, η Πηνελόπη Δέλτα δεν αντέχει τη συμφορά, καταπίνει δηλητήριο και εκπνέει πέντε ημέρες αργότερα· θάνατος συμβολικός του ήθους της, που εξύμνησαν ο Ψυχάρης και ο Τερζάκης. Η αγωνία της όμως ήταν ο Ιωνας: «Εσπασα τις σφραγίδες που τόσα χρόνια βούλωναν τους φακέλους και ξαναβούτηξα στη λάβρα του καημού» έγραψε.


Σύντομη γνωριμία, αιώνιος έρωτας

Για να ξεφύγει από την τυραννική επιρροή των γονιών της, η Πηνελόπη παντρεύεται τον αρκετά μεγαλύτερό της Στέφανο Δέλτα. Ενώ εμπλούτισε τη ζωή της πνευματικά, δεν μπόρεσε ποτέ να ενωθεί μαζί του συναισθηματικά. Οταν γνώρισε τον Ιωνα ο πατέρας της την έθεσε προ του διλήμματος: «Τα παιδιά σου ή τον Δραγούμη»- και έστειλε τον Δέλτα στο παράρτημα της επιχείρησής του στη Φραγκφούρτη. Από το 1908 που χωρίζουν οριστικά με τον Ιωνα, δεν ξαναβάζει ποτέ χρώμα, φοράει μαύρα ως τον θάνατό της: «Με ρώτησε αν θα φορώ πάντα μαύρα και του αποκρίθηκα, “Ναι, όσο βαστώ μέσα μου το πένθος μου, όσο σ΄ αγαπώ”. Και μου είπε: “Είσαι τόσο δυνατή!”. Και του αποκρίθηκα, “Ένα δυνατό θέλω όλα τα νικά”». Το 1908, ο Δραγούμης συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη με την οποία παραμένει μέχρι τη δολοφονία του το 1920. Υπάρχουν και άλλα θηλυκά που παρουσιάζονται στα γραπτά του. Εκείνος γράφει στο ημερολόγιό του: «Με τραβούν ακόμα τα κορμιά τους». Και εκείνη σημειώνει: «Η γυναίκα, παντού και πάντα η γυναίκα». Οπως παρατηρεί και ο Αλέκος Ζάννας, «κεντρική ιδέα που επανέρχεται συνεχώς είναι η πεποίθησή της ότι μόνον αυτή τον γνωρίζει πολύ καλά». Για να αντέξει τη συναισθηματικά κενή ζωή της δημιουργεί μια φανταστική σχέση, στην οποία παραμένει πιστή μέχρι τέλους.


Ως τον Διχασμό



Ο Ιων Δραγούμης στην Κωνσταντινούπολη το 1908 Θα συναντηθούν όμως ξανά και ξανά, στην Αθήνα και αλλού. Το 1913 γίνεται για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια μια συζήτηση για τον χωρισμό τους. «Και είδα στα μάτια του πως ήταν αλήθεια, πως δεν παρηγορήθηκε ποτέ. Και με μιας γκρεμίστηκαν και έλιωσαν και σκόρπισαν τα βουνά από πάγη που πέντε χρόνια στοίβαζα στην ψυχή μου, και τον είδα πάλι όπως τον έβλεπα άλλοτε, σαν άλλον εαυτό μου, το συμπλήρωμα του εαυτού μου, σβήστηκαν τα χρόνια και η απόσταση και ο χωρισμός, και ήμασταν πάλι εμείς, δύο ψυχές που είχαν τσουρουφλιστεί και εξαγνιστεί στο ίδιο καμίνι της απελπισμένης αγάπης». Βλέπει στο δάχτυλό του ένα δαχτυλίδι με μια σκούρα σκαλισμένη πέτρα. «Ναι, είναι δικό της», «Ναι, την αγαπώ»... Αλλά η Δέλτα δεν αποχωρεί. Παίρνει αυτό που θέλει: «Με ξέχασες γρήγορα» του είπε. «Δεν σε ξέχασα ποτέ» της απάντησε.

Στο τρίτο χειρόγραφο αντιγράφονται σε μεγάλο βαθμό τα ημερολόγια του Ιωνα Δραγούμη όταν εκείνος βρίσκεται σε εξορία στη Σκόπελο. Τη Μαρίκα Κοτοπούλη η Δέλτα την αποκαλεί «πρώτης τάξεως θεατρίνα, και μαθημένη σ΄ όλες τις πολύπλοκες μηχανορραφίες της γυναίκας που τα παίζει με δυο ή και τρεις εραστές συγχρόνως» σε αντίθεση με τη βραχύβια «αγάπη του της Κορσικής» (σ.σ.: όπου ήταν εξόριστος). «Αγαπώ γυναίκα παντρεμένη... Δεν μπορώ να της το γράψω, για να μην την εκθέσω, παραπέφτουν τα γράμματα... γιατί δεν είναι σωστό απέναντι της γυναίκας μου, που και αυτήν την αγαπώ»: είναι ο διάλογος με έναν φίλο του που αποτυπώνεται στο ημερολόγιό του και η Δέλτα σχολιάζει: «Συλλογίζεται την αγάπη του της Κορσικής, την τελευταία του; Αυτός ο “παντρεμένος” και αστεφάνωτος (σ.σ.: δεν παντρεύτηκε ποτέ την Κοτοπούλη), που έχει συνδέσει πια την τύχη του με την ερωμένη του, που τη θεωρεί πια καθήκον και δεσμό... Κάπου σε κάποια παλαιά γράμματα...ο διάλογος αυτός ξαναβρίσκεται λέξη σχεδόν προς λέξη, πιο καυτός μόνο, πιο θλιμμένος, και απείρως πιο δραματικός, και απελπισμένος έως θανάτου».

Ο Διχασμός όμως έχει ήδη σφραγίσει αρνητικά τη σχέση τους. Η Πηνελόπη Δέλτα είναι βενιζελική και ο Ιων Δραγούμης βρίσκεται στο αντίθετο στρατόπεδο, βουλευτής της αντιβενιζελικής παράταξης. Το 1916 θα της δώσει κάποια χειρόγραφά του: «Ο,τι και να κάνεις, ό,τι και να κάνω, οι ψυχές μας είναι ένα» της εκμυστηρεύεται. Και εκείνη θυμάται: «Ηταν μοναδική η ώρα αυτή, στην εξοχή, το σούρουπο, ένα σεπτεμβριάτικο απόγευμα... και μεις ζούσαμε την τελευταία σελίδα της μεγάλης αυτής αγάπης». Στα Νοεμβριανά ο πατέρας της συλλαμβάνεται και ο Δραγούμης δεν της συμπαραστέκεται όπως εκείνη ελπίζει. Είναι «η πρώτη, η μόνη απογοήτευση που μου έδωσε εκείνος».
«Και τον ξαναμεθά»

Στο απόσπασμα που ακολουθεί,η Πηνελόπη Δέλτα σχολιάζει τη σχέση τού Δραγούμη με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.Είναι φανερή η περιφρόνησή της για την ηθοποιό.Μια περιφρόνηση ταξική:

Τι να περιγράφει κανείς την ασχημιά του βούρκου αυτού; Καλύτερα σιωπή. Αλλά δεν την εγκαταλείπει· φεύγει μαζί της. «Ποτέ δεν πέρασα ασκημότερες μέρες απ΄ αυτές που ήμουν στη Σμύρνη», γράφει φεύγοντας. Και λέγει παραπάνω: «Αυτά μ΄ αηδίασαν, τόσο που την ημέρα που φεύγαμε από τη Σμύρνη μαζί, της είπα πως ούτε αργότερα δε θέλω να παντρευτώ μαζί της, γιατί φοβούμαι μη χαλάσει ολότελα η αγάπη μας». Τι είχε πια να χαλάσει; Το είδωλό του είχε γκρεμισθεί. Μα δεν την εγκαταλείπει· την παίρνει πίσω και στο πλοίο ξανανάβει η αγάπη του, και την Πρωτομαγιά, στον Αϊ-Γιώργη της Σαλαμίνας, ζει την «τελευταία ωραία μέρα που πέρασα κοντά της, ημέρα πολύ ωραία της ζωής μου», ημέρα γεμάτη σαρκικές ηδονές, που σκορπά επάνω του για να τον ξαναμεθύσει.

Και τον ξαναμεθά. Και σαν νομίσει πως τον ξανάπιασε καλά, του ξανακάνει, στις 5 Μαΐου 1911, μια σκηνή ίσως πιο πρόστυχη και πιο οδυνηρή από τις δυο της Σμύρνης, όπου τα μίση των τάξεων ανεβαίνουν στην επιφάνεια, όπου του πετά κατάμουτρα την καλοπέρασή του, ενώ αυτή, σα γύρισε από τη Λόντρα όπου ήταν μαζί, ζούσε με δανεικά, γιατί της είχαν λείψει τα χρήματα, και αυτός, χρεωμένος ως στο λαιμό, δεν είχε να της δώσει, και τον βρίζει έτσι που τρομάζει εκείνος μπρος στην αντίληψη που έχει κείνη της ζωής. «Οχι πολύ εξαιρετικά όμορφη ήταν η αντίληψη αυτή, αντίληψη πιο πολύ των δικών της ανθρώπων και του κύκλου της παρά δική της. Την αδίκησε και την αδικεί ο κύκλος της», γράφει, για να την λαφρώσει. «Ο έρωτας την εξευγένιζε την ώρα που αγαπούσε, και την έκανε θηρίο, τίγρη- και τίγρη με γλώσσα- την ώρα που μισούσε. Και όταν γίνουνταν θηρίο, ανάβρυζε από μέσα της ό,τι ασκημιά μπορεί κανείς να φανταστεί, ασχημιά σε λόγια...». «Ηταν τότε ζωγραφιά του κύκλου της...». «Μου έριχνε κατάμουτρα βρομιές κοινωνικές για το γάμο και για την τιμιότητα. Μου έριχνε κατάμουτρα βρομιές κοινωνικές και δεν παραδέχουνταν καμιά ευγένεια στη δική μου αντίληψη του κόσμου...». Και αφού τον έβρισε, τον έδιωξε. Και ενώ έφευγε, γύρισε και την είδε, «είχε βγάλει» από την πόρτα της κάμαράς της «το μαύρο της κεφαλάκι- κεφαλάκι αγριμιού- και με κοίταζε και κείνη- για τελευταία φορά».

Sunday, February 8, 2009

Στάση αριστερή

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Οκτώ μείον τρία ίσον έντεκα! Αυτό το παράδοξο είναι η φιλοσοφία ζωής του Χρόνη Μίσσιου, που επιστρέφει στο προσκήνιο με ένα βιβλίο-CD, το οποίο υπερασπίζεται μια στάση με διαφορετικές προτεραιότητες. «8-3=11»: επειδή ό,τι χάνεις δίνοντας, το κερδίζεις πολλαπλάσιο σε συναισθήματα. Άνθρωπος που μπήκε στην καρδιά της εποχής του κυνηγώντας το όραμα μιας πιο δίκαιης κοινωνίας, άνθρωπος που από θεατής έγινε δημιουργός της Ιστορίας, ο 79χρονος σήμερα Μίσσιος ύστερα από τόσους αγώνες και τόσα βάσανα, κατέληξε πως η ζωή μετριέται μονάχα με τις συγκινήσεις μας «που επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη ουσία μας». Το λέει και στον γιατρό που τον έκρυψε στα χρόνια της παρανομίας, εξηγώντας σε ένα από τα κείμενα που διαβάζει στο CD, γιατί διάλεξε τον δρόμο της πολιτικής στράτευσης και απαρνήθηκε τον δρόμο της καριέρας, της επιτυχίας, της σιγουριάς. Η φωνή του ακούγεται χαμηλή, με μια ανάσα δύσκολη κάπου-κάπου, αλλά και με πάθος εφηβικό. Στο Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο (Λόγου Χάριν, 15,80 ευρώ) ακούμε ένα είδος εξομολόγησηςόχι μια δραματοποιημένη ερμηνεία- που αναφέρεται στα βιώματά του, περνά στον αναστοχασμό τους κι έπειτα σε μια πρόταση για το αύριό μας. Ο συγγραφέας έχει διαλέξει 12 αποσπάσματα από το πολυδιαβασμένο πρώτο του αυτοβιογραφικό βιβλίο Καλά,εσύ σκοτώθηκες νωρίς (Γράμματα 1985), 4 από το δεύτερο Χαμογέλα ρε,τι σου ζητάνε; (Γράμματα, 1988) και ένα από τα πρόσφατα κείμενά του, το «Αλάθητο μιας μαργαρίτας»- οικολογικό μανιφέστο δημοσιευμένο στο περιοδικό «Άλλος τρόπος» που εκδίδεται στο Καπανδρίτι όπου έχει εγκατασταθεί από το 1986. Η έκπληξη και η γοητεία αυτού του βιβλίου-CD είναι ότι δεν αφήνει την εντύπωση μιας αφήγησης βγαλμένης από τη ναφθαλίνη. Είκοσι και κάτι χρόνια μετά την έκδοσή τους, τα κείμενα αυτά, σε άλλο πλέον πλαίσιο, δεν ακούγονται εδώ σαν μαρτυρία αλλά σαν αυτοτελή κοινωνικο-πολιτικά σχόλια, και έτσι κερδίζουν μια καινούργια επικαιρότητα.

Γι΄ αυτό και είναι σημαντική η πρωτοβουλία του πιανίστα και συνθέτη Βαγγέλη Μπόντα (δική του και η ατμοσφαιρική μουσική υπόκρουση) που δημιούργησε αυτή τη σειρά-αρχείο με έξι έως τώρα βιβλία-CD και με την πρόθεση να ηχογραφεί κείμενα πεζογραφικά, ποιητικά, θεατρικά, φιλοσοφικά και αυτοβιογραφικά, τα οποία συνοδεύουν άλλωστε το CD σε ένα 48σέλιδο φυλλάδιο. Την αρχή έκαναν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, ο Γ. Μιχαλακόπουλος με Καμπανέλλη-Πιραντέλο-Τσέχωφ, οι Μοσχίδης και Καζάκος με ελληνική ποίηση και ο Χρ. Γιανναράς με κείμενα δικά του, του Ελύτη και του Παπαδιαμάντη.

Ο Μίσσιος είναι ο πρώτος πεζογράφος του Λόγου Χάριν!

Η αναφορά στα δικά μας Γκουαντάναμο, δίνουν την αφορμή στον Μίσσιο να κάνει τα πρώτα του σχόλια. Τα αποσπάσματα όπου αναφέρεται στις φυλακές και στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας όπου μπαινόβγαινε από τα 17 έως τα 43 του (1947-1973), μιλούν για την απειλή της εκτέλεσης ή τα βασανιστήρια (Γεντί-Κουλέ, Μακρόνησος κ.α.), αλλά αντλούν τη θερμοκρασία τους από τον προβληματισμό που προκαλούν. Σήμερα που το ευρύτερο κοινό γνωρίζει πια τα γεγονότα από τη λογοτεχνία αλλά και από τις μαρτυρίες ή τις ιστορικές μελέτες που έχουν εκδοθεί, ο Μίσσιος ενδιαφέρει διότι καλεί τον ακροατή να εστιάσει σε μια στάση ζωής που αρνείται την παραίτηση. Να αντιδράς, μάς λέει, στον πόνο, στην απελπισία, στην καταπίεση, στο καθημερινό βόλεμα, στον παραλογισμό της εξουσίας, αλλά και στην τυραννία της ιεραρχίας ή της αυθεντίας· να μην παραδίνεσαι και να μάχεσαι, γιατί όταν παλεύεις έχεις σκοπό, έχεις στόχο και γεννάς δυνάμεις μέσα σου. Να εμπλέκεσαι στα πράγματα γιατί έτσι πλουτίζεις ενώ αν η επαφή σου μ΄ αυτά είναι τυπική, περιορισμένη στις βιολογικές ή πρακτικές ανάγκες σου, γερνάς.

Στο CD δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε ιδεολογίες ή κόμματα· κυριαρχεί όμως το αίτημα μιας ανθρωπιστικής προσέγγισης στα πράγματα και μια διαρκής υπόγεια αιχμή εναντίον όσων (πολιτικών και ιστορικών κυρίως) περιφρονούν την ανθρώπινη μονάδα χάριν του όλου ή των «ανώτερων σκοπών». Διότι η συμμετοχή κοστίζει- το επαναλαμβάνει- όπως κοστίζουν και τα πολιτικά λάθη. Έτσι σήμερα, ο Μίσσιος οραματίζεται μια κοινωνία με διαφορετική κοσμοαντίληψη, πρακτική και ηθική στάση απέναντι στα πράγματα, μια κοινωνία με οικολογική φιλοσοφία και συμπεριφορά. Κι αν αυτό μας φαίνεται ουτοπικό, μπορούμε τουλάχιστον να συγκρατήσουμε την πρότασή του που βασίζεται στις εμπειρίες του, για μια νέα ιεράρχηση των αξιών μας με βάση τα ανθρώπινα μέτρα.

Σύνδεσμος των ανταρτών,ΕΔΑ,ΠΑΜ, ΚΚΕ εσ., Κίνηση των 400- ο Μίσσιος δεν έπαψε να εκφράζει ένα από τα πιο αγνά πρόσωπα της Αριστεράς. Σήμερα όμως τής ασκεί κριτική, επειδή θεωρεί πως «έχει μπει μέσα στο σύστημα»· επειδή, όπως μού έλεγε, «Αριστερά που παίρνει υπόψη της το πολιτικό κόστος, δεν είναι Αριστερά». Παρότι λοιπόν θα ξαναψηφίσει ΣΥΝ, εξακολουθεί να αναζητά έναν καινούργιο λόγο, μια καινούργια οπτική, νέες εξωκομματικές μορφές παρέμβασης. Τα τελευταία του βιβλία Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι (1996) και Ντομάτα με γεύση μπανάνας (2001) δεν είχαν την απήχηση των πρώτων, αλλά εκείνος συνεχίζει να γράφει. Ζει στο περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής αλλά παραμένει σε εγρήγορση. Και δεν νιώθει μόνος. Διότι καθώς λέει, «Μοναξιά είναι να έχεις πολλά να δώσεις και να μην υπάρχει κανείς να τα πάρει».

Friday, January 23, 2009

Ούζο σημαίνει «ου ζω»

Τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του αιρετικού και παραδοξολόγου συγγραφέα που συνδύασε τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό με τη βυζαντινή παράδοση

του ανασταση βιστωνιτη |

ΒΗΜΑ, Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος- ωστόσο δεν είχε σχέση με την οργανωμένη θρησκεία. Δεν τον ενδιέφερε το ιδεολόγημα της καθ΄ ημάς Ανατολής, αλλά το Βυζάντιο. Οι βυζαντινοί χρονογράφοι τού προσφέρουν ένα πρότυπο να κινηθεί αφηγηματικά, γιατί ούτε χαρακτήρες δημιουργεί ούτε ατμόσφαιρα διά της αφηγηματικής ακολουθίας. Κινείται κυκλικά στον χρόνο, εξ ου και η παρεκβατικότητα των κειμένων του και τα απανωτά ξεστρατίσματα. Ο Πεντζίκης είναι πεζογράφος με μυθικήκαι όχι ιστορική- συνείδηση, δηλαδή με συνείδηση ποιητή. Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησε την τεχνική του παστίς- χωρίς πουθενά να δίνει την εντύπωση της μίμησης- προτού την καθιερώσουν οι μεταμοντερνιστές.

Η δήλωσή του ότι «ο χρόνος είναι το πονηρόν» παραπέμπει στην κουλτούρα της Κεντρικής Ευρώπης, δηλαδή σε μια φαουστική ιδεολογία η οποία ορίζεται από το άγχος της εξαγοράς και την παθιασμένη αντίσταση στο πονηρόν, δηλαδή στον χρόνο. Η μόνη αντίσταση (δηλαδή το πλήρες νόημα) είναι η προσευχή. Γι΄ αυτό και ο ίδιος προσευχόταν ανελλιπώς κάθε πρωί επί δύο ώρες προτού κάνει οτιδήποτε. Ως εκ τούτου, η πίστη του στη μετά θάνατον ζωή ήταν απολύτως γνήσια.
Ευφυολογήματα ή ξόρκια;


Στη λογοτεχνική συντεχνία συχνά αναφέρονται στα ευφυολογήματα του Πεντζίκη: ότι λ.χ. (επειδή υπήρξε και ζωγράφος) έλεγε πως ήταν «παις ζωγράφος» , ότι το ούζο σημαίνει «ου ζω» κτλ. Οποιος θέλει να κατανοήσει τον Πεντζίκη αυτά δεν θα πρέπει να τα θεωρεί παραδοξολογίες. Συνιστούν τον τρόπο του να κοροϊδεύει τον Οξαποδώ, να δίνει τη μάχη κατά του θανάτου ή να καταρρακώνει τους πάσης φύσεως επηρμένους. Ας μου επιτραπεί να αναφερθώ εδώ σε κάποιο περιστατικό, αποδεικτικό όχι μόνο των παραπάνω αλλά και της ευφυΐας ενός ανθρώπου που απεχθανόταν την «εξυπνάδα». Το 1978 μετά την εναρκτήρια συνεδρία ενός διεθνούς συνεδρίου συγγραφέων στην Αθήνα δινόταν δεξίωση στο ξενοδοχείο Χίλτον. Νεοσσός τότε άκουγα μαζί με τον ποιητή Δ. Π. Παπαδίτσα έναν δαιδαλώδη μονόλογο του Πεντζίκη σχετικά με τη ραψωδία λ της Οδύσσειας. Σε λίγο πλησίασε ο μορφωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας και μας συστήθηκε. Ο Πεντζίκης του είπε δείχνοντας τον Παπαδίτσα (γιατρός το επάγγελμα): «Αυτός τρώει βιολέτες». Ο Αμερικανός, που μιλούσε πολύ καλά ελληνικά, έμεινε άφωνος. «Είναι ία τρως» πρόσθεσε γελώντας ο Πεντζίκης. «Εγώ δεν καταλαβαίνω,είμαι από χωριό» είπε ο μορφωτικός ακόλουθος. «Από ποιο χωριό,αν επιτρέπεται;» ρώτησε ο Πεντζίκης. «Από τη Νέα Υόρκη» απάντησε ο ακόλουθος, βέβαιος ότι τον κατατρόπωσε. «Α,την ξέρω.Καθαρά προσφυγικός συνοικισμός» είπε ο Πεντζίκης. Ετσι αποδείκνυε ότι κανείς έξυπνος δεν είναι τόσο έξυπνος ώστε να τη γλιτώσει από κάποιον ταπεινό, που ακριβώς η ταπεινότητά του τον εφοδιάζει με σπάνια στοιχεία ευφυΐας ώστε να μετατρέπει την κομπορρημοσύνη του άλλου σε ανοησία.

Τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (1908-1993) έφεραν ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα του μοντερνισμού, του οποίου ο συγγραφέας παραμένει ο κυριότερος εκπρόσωπος. Ο ιδιότυπος χαρακτήρας του Πεντζίκη για χρόνια προβαλλόταν πάνω από το έργο του. Πολλοί μάλιστα ισχυρίζονταν ότι ο προφορικός Πεντζίκης είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα βιβλία του.

Οι ευρωπαίοι μοντερνιστές θεωρούσαν ότι το έργο υπάρχει πέρα και πάνω από τα πρόσωπα- γι΄ αυτό και δεν συμπαθούσαν τις βιογραφίες. Ο γράφων είχε την τύχη να γνωρίσει και να συναναστραφεί τον Πεντζίκη στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν άρχισε να καθιερώνεται πανελληνίως και να τιμάται όπως του έπρεπε από τη συντεχνία των γραμμάτων. Οσοι τον γνώρισαν μπορούν να διαβεβαιώσουν ότι ο προφορικός Πεντζίκης και ο συγγραφέας υπήρξαν ένα και το αυτό πρόσωπο. Και ίσως σε κανέναν άλλον πεζογράφο μας το βιωματικό στοιχείο δεν ήταν τόσο στενά συνδεδεμένο με την καλλιτεχνική του έκφραση. Αυτό δεν μοιάζει διόλου αφοριστικό αν διαβάσει κανείς όσα έχει πει κατά καιρούς ο ίδιος ο Πεντζίκης, από τους ελάχιστους που παραδέχθηκαν ότι η όλη του προσπάθεια στη λογοτεχνία ήταν να υπερβεί την αδυναμία του να συνθέσει και πως η μέθοδος, ακόμη και το ύφος του υπήρξαν παράγωγα αυτής της αδυναμίας. Είναι περίεργο που θυμίζει επί του προκειμένου τον Μπέκετ, έναν συγγραφέα ο οποίος νομίζω ότι δεν του πολυάρεσε. Αναπόφευκτα. Ο Μπέκετ ήταν αγνωστικιστής, ενώ ο Πεντζίκης βαθιά θρησκευόμενος. Η φράση όμως του Μπέκετ «δουλεύω με την άγνοια και την αδυναμία» ταιριάζει απολύτως στον Πεντζίκη- τουλάχιστον όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της. Αλλά και για το πρώτο υπάρχουν επίσης μαρτυρίες. Ο Πεντζίκης δήλωνε ότι δεν ήταν έξυπνος- και αυτό ακούγεται εκπληκτικό για έναν άνθρωπο που γνώριζε τη χλωρίδα και την πανίδα της Ελλάδος και τη βορειοελλαδίτικη τοπογραφία όσο κανείς. Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι αν ήθελε να καταβαρα θρώσει κάποιον που δεν συμπαθούσε ο Πεντζίκης τον αποκαλούσε «έξυπνο».
Το σώμα και το όραμα



Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (δεξιά) με τον Γιώργο Σεφέρη Ο Πεντζίκης έφερε στην ελληνική πεζογραφία τη συνειρμική γραφή όχι ως εισηγητής ενός ρεύματος του εξωτερικού, του λεγόμενου εσωτερικού μονολόγου (όπως έχει μεταγραφεί ο όρος stream of consciousness), αλλά ως βιωματική σχέση με τον κόσμο, τον κόσμο ως διάκοσμο, ως άθροισμα εικόνων και πραγμάτων. Η σχέση του με την εμπειρία υπήρξε σωματική, το ίδιο σχεδόν και με την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη για τον Πεντζίκη λειτουργούσε ως σώμα και ως όραμα, αυτοκτονικό εν πολλοίς, γιατί την αυτοκτονία την είχε συλλάβει ως ακραία εν ζωή εμπειρία θανάτου. Η πεζογραφική ύλη διαχέεται σε όλο του το έργο ως αποτέλεσμα της στάσης του απέναντι στη ζωή και στο θάνατο, στη διάλυση της ύλης μέσα στον εαυτό της, στη διάχυση της ζωής στο υλικό του θανάτου. Υπάρχει όμως και η άλλη ζωή, η αιώνια, η μετά θάνατον. Δεν τον ενδιέφερε επομένως η ιστορική διαδικασία. Γι΄ αυτό και δήλωνε ότι ήταν εναντίον του Διαφωτισμού. Δεν αποδιάρθρωνε τον κόσμο, αλλά τον θεωρούσε εξ ορισμού αποδιαρθρωμένο- και προσπαθούσε να τον συνθέσει. Οσο για τα διαβάσματά του, ήταν συναφή με τα γραπτά του. Και δεν προκαλεί απορία το ότι προτιμούσε τον μυθικό Ομηρο από τον ιστορικό Θουκυδίδη. Ανιστορικός εκ πεποιθήσεως, άθροιζε λεπτομέρειες για να μπορέσει να σταθεί ήρεμος απέναντι στα μεγάλα μεγέθη: τον θάνατο, τον χρόνο, το απόλυτο (που οριζόταν μόνον από την πίστη). Ηταν βεβαίως εξπρεσιονιστής, όπως οι περισσότεροι των θεσσαλονικέων πεζογράφων. Το πιο συνεκτικό βιβλίο του είναι το Μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης, χτισμένο πάνω στο θέμα αφελούς μυθιστορήματος του Δροσίνη. Ο Πεντζίκης εδώ μιλάει για τα όνειρα με έναν τρόπο που ουδέποτε εμφανίστηκε στην ελληνική πεζογραφία. Τα όνειρα - και οι ονειρώξεις- στο έργο του μετατρέπονται σε διαπιστευτήρια του θανάτου. Για να ξεφύγεις από τον θάνατο, από την ιδέα του θανάτου, θα πρέπει να τον ζήσεις.

Η ανάγνωση οποιουδήποτε βιβλίου του Πεντζίκη απαιτεί μεγάλη υπομονή και προσπάθεια εκ μέρους του αναγνώστη, που αντιμετωπίζει ένα έργο όπου έχει καταργηθεί το πριν και το μετά. Οπου παρελαύνουν πλήθος πρόσωπα, αλλά κανένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Οπου δηλαδή δεν υπάρχει ανθρωπογεωγραφία. Πρόκειται για έργο ακραίου σολιψισμού, μωσαϊκό φθοράς και ταυτοχρόνως παλίμψηστο πολλών στρωμάτων. Χρειάζεται ιώβεια υπομονή για να περάσει κανείς από το τελευταίο στο αρχικό στρώμα.

Λέμε ότι το έργο του Πεντζίκη είναι μοναδικό- και μοναχικό. Σε σχέση ωστόσο με την καταιγιστική παραγωγή των μέτριων αφηγήσεων σήμερα θα πρέπει να το θεωρούμε και παραδειγματικό. Οχι βέβαια για να το ακολουθήσει κανείς, αλλά για να σκεφτεί ποια πεδία άγγιξε η σύγχρονη πεζογραφία μια εποχή, όταν το πρώτο ζητούμενο ήταν η έκφραση και όχι η επιτυχία πάση θυσία, η οποία έχει ως αντίκρισμα την απιστία προς τον εαυτό μας.

Αλλα βιβλία του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: Μητέρα Θεσσαλονίκη (Κέδρος), Προς εκκλησιασμόν (Ινδικτος), Το μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης (Αγρα), Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία ( Αγρα), Ψιλή ή περισπωμένη ( Αγρα), Ομιλήματα ( Ακρίτας), Ο πεθαμένος και η Ανάσταση (Αγρα).

Sunday, January 11, 2009

Ο Μάρκος και το «μπλουζ της Ανατολής»

Ο πόλεμος του Βαμβακάρη με τον κόσμο και τον εαυτό του σε μορφή μυθιστορήματος
Της Τιτικας Δημητρουλια

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Ολα βαίνουν καλώς εναντίον μας

εκδ. Ελληνικά Γράμματα

«Οταν είμαι λίγο στενοχωρημένος, γράφω κάπως καλύτερα», έλεγε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Διαβάζοντας το νέο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ένα μυθιστόρημα για τον Μάρκο και το ρεμπέτικο, για την κρίσιμη περίοδο της μετάβασης από τα «σαντουρόβιολα» του σμυρναίικου στους «μπουζουκομπαγλαμάδες», έχει κανείς την αίσθηση ότι το κείμενο παρακολουθεί την ανάπτυξη της φράσης αυτής, σε ποικίλες παραλλαγές και τονικότητες. Διότι από το 1930 ώς το 1940 ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν στενοχωρημένος, όλα ήταν εναντίον του: η γυναίκα του που τον απατούσε με τον στενό του φίλο και κουμπάρο του, η οικογένειά του που δεν τον καταλάβαινε, οι καθωσπρέπει που πολεμούσαν το ρεμπέτικο, η αστυνομία που τους κυνηγούσε, η ίδια η έμπνευση που συχνά στόμωνε. Κι όμως, την ίδια περίοδο έγραψε τα καλύτερα τραγούδια του, τα ηχογράφησε, τα εκτέλεσε στο πάλκο με την ξακουστή Τετράδα του Πειραιώς, μαζί τον Μπάτη, τον Δελιά και τον Παγιουμτζή, στο μαγαζί του που δεν πήρε ποτέ άδεια, αφού αρνήθηκε να «πάει με τα νερά» της αστυνομίας, στα μαγαζιά των άλλων, στον Πειραιά και την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα. «Το μέσα του, ζωντανός ασβέστης, πολεμάει το απ’ έξω, το μαύρο». Η λαμπερή ιδέα έρχεται έστω και την τελευταία στιγμή, το δυνατό που κρύβεται βαθιά μέσα του δεν το κάνει ζάφτι τίποτα και κανείς.

Κερδίζει το στοίχημα

Αυτόν τον σπαραγμό, αυτόν τον πόλεμο, του καλλιτέχνη με τον κόσμο και τον εαυτό του αποτυπώνει ο Σκαμπαρδώνης στο μυθιστόρημά του, περνώντας από το ιστορικά και προσωπικά εντοπισμένο στο καθόλου της ανθρώπινης συνθήκης. Κερδίζοντας το στοίχημα που έβαλε τόσο σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς επιστρέφει σε ένα πεδίο που έχει ήδη εξερευνήσει αλλά διαφορετικά με το «Ουζερί Τσιτσάνης», όσο και με τα κείμενα και τις εικόνες των άλλων, για το ρεμπέτικο, τον Μάρκο, την εποχή.

Ετσι, στις σελίδες του «Ολα βαίνουν καλώς εναντίον μας», ρυθμικά κατανεμημένες και κινηματογραφικά μονταρισμένες, διαβάζει κανείς αφενός τον καημό για μια γυναίκα και αφετέρου τον σεβντά για τη δημιουργία, για τον τόνο, τον στίχο στη σωστή του ώρα, στη σωστή του μορφή, για την έμπνευση που ξεχειλίζει και αναστέλλεται, δικαιώνει και διαφεύγει: σκηνές από ένα γάμο και πορτρέτο του καλλιτέχνη. Στο βάθος το λιμάνι, ο Πειραιάς, η φτωχολογιά, η προσφυγιά, η μαγκιά. Το εμβληματικό λιμάνι των μπλουζ, των φάδος, των τάνγκος και των ρεμπέτικων κι ο λαϊκός καλλιτέχνης, βασισμένος στο ένστικτο και τη διαίσθηση, χωρίς τεχνικές γνώσεις, που τον πνίγουν τα αισθήματα, οι εικόνες, τον κατακλύζουν και πρέπει να εκφραστεί για να σωθεί, για να υπάρξει. Λέει και πάλι ο Βαμβακάρης για την πρώτη επαφή του με τα γράμματα: «Οταν έμαθα την αλφαβήτα, γιόμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Μου κονόμησε ο πατέρας ένα μολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και μετά τις διάβαζα φωναχτά. Τι δεν θα ’δινα να θυμηθώ την πρώτη λέξη που ’γραψα. Αλάφρωσε η ψυχή μου από τη φούντωση. Τα γράμματα μου παίρναν την στενοχώρια». Αυτή τη φούντωση και αυτό το αλάφρωμα πασχίζει να συλλάβει το μυθιστόρημα· την ασύνειδη επίγνωση του προορισμού, του αναπότρεπτου της δημιουργίας, όπως ορίζεται από μια ζωή και μια ψυχή που κινούνται εκτός κανόνων.

Πικρό χιούμορ

Ο Σκαμπαρδώνης αφήνει να μιλήσουν τα γεγονότα, οι κινήσεις, οι διάλογοι, οι σιωπές. Αφήνει τα πρόσωπα να αυτοπροσδιοριστούν με φυσικότητα, μέσα στο χώρο τους, ως απλοί άνθρωποι που τραγουδάνε μικρά, απλά τραγούδια, όπως έλεγε ο Ηλίας Πετρόπουλος. Καταρχήν ερωτικά, αλλά μάλλον με κοινωνικό περιεχόμενο. Τραγούδια του βγαίνουν από «το περίσσεμα του μπελά της μέρας» και τα γράφει εντέλει το όργανο μόνο του. Με άφθονο όπως πάντα χιούμορ, συχνά μαύρο και πικρό, να φωτίζει λοξά τη φτώχεια και την καταστολή, το φόβο και την απόρριψη, με μια γλώσσα ολοζώντανη, μιλημένη, ο Σκαμπαρδώνης μας μιλάει για το «μπλουζ της Ανατολής» αλλά και για τον καημό του ποιητή, που ζει μέσα και μαζί έξω από τον κόσμο, καταλήγοντας, εντέλει, να σχολιάζει σπαρακτικά την ανθρώπινη

Wednesday, December 24, 2008

Η Γαλοπούλα στα τράπέζια μας

του ανασταση βιστωνιτη | Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Το ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ


Mοιάζει απίθανο αλλά η καθιέρωση της γαλοπούλας ως κύριου πιάτου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι οφείλεται σε ένα μυθιστόρημα, τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα του Καρόλου Ντίκενς. Εκεί, περί το τέλος του βιβλίου, ο μετανοημένος και μεταμορφωμένος πρωταγωνιστής του, ο μισάνθρωπος και τσιγκούνης Εμπενίζερ Σκρουτζ προσφέρει μια γαλοπούλα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της οικογένειας του υπαλλήλου του Μπομπ Κράτσιτ η οποία ζούσε σε συνθήκες μεγάλης ένδειας. Ως τότε το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο πιάτο ήταν η ψητή χήνα. Από το 1843, όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα, η χήνα αντικαταστάθηκε από τη γαλοπούλα και έτσι θα έλεγε κανείς ότι ήταν σαν ο Ντίκενς να προέβλεπε τον μεταγενέστερο αφορισμό ενός εντελώς διαφορετικού συγγραφέα, του Οσκαρ Γουάιλντ, ότι «η ζωή αντιγράφει την τέχνη».


Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

Ο Ολιβερ Τουίστ, οι Μεγάλες προσδοκίες, ο Ζοφερός οίκος και ο Δαβίδ Κόπερφιλντ είναι τα μεγάλα μυθιστορήματα στα οποία οφείλει τη φήμη του παγκοσμίως ο Ντίκενς, γι΄ αυτό και η μεγάλη πλειονότητα των αναλύσεων και των κριτικών κειμένων που έχουν γραφεί για τον διασημότερο βρετανό συγγραφέα του 20ού αιώνα αφορά τα παραπάνω έργα. Ο Λες Στάντιφορντ όμως (παλαιότερα συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου που πέρασε πρόσφατα στη λαϊκή ιστοριογραφία) έχει διαφορετική άποψη. Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, που εξακολουθούν να διαβάζονται από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, είναι, όπως υποστηρίζει, όχι μόνο εξαιρετικά δημοφιλές μυθιστόρημα αλλά και σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, εφάμιλλο των παραπάνω. Θα αρκούσε ίσως το γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας, ο τραπεζίτης (ή τοκογλύφος) Εμπενίζερ Σκρουτζ, θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο σύμβολο του μονόχνοτου, του άκαρδου και του φριχτού τσιγκούνη που μας έχει δώσει η παγκόσμια λογοτεχνία- αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κατά την άποψή του ο Ντίκενς δεν μας κληροδότησε απλώς έναν αθάνατο πεζογραφικό χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, όπως υποδεικνύει ο ευφυής και προκλητικός τίτλος του βιβλίου του, ο κορυφαίος συγγραφέας ήταν εκείνος που «εφηύρε» τα Χριστούγεννα, με άλλα λόγια που επανακαθόρισε το νόημά τους και άρα ως έναν βαθμό και το περιεχόμενό τους.

Τέτοιες απόψεις, θα υπέθετε κάποιος, συγκινούν τη λεγόμενη λογοτεχνική οικογένεια ή έστω και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Δύσκολα εν τούτοις θα δεχόταν ότι έχουν πραγματική βάση. Ο Στάντιφορντ όμως έχει επιχειρήματα. Βασισμένος στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, ένα βιβλίο σύντομο αν το συγκρίνει κανείς με τα μεγάλα μυθιστορήματα του Ντίκενς, έγραψε μια διόλου σχοινοτενή και ωστόσο γεμάτη συναρπαστικές λεπτομέρειες βιογραφία του Ντίκενς η οποία διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, καλύπτοντας τη ζωή του από τότε που φτωχό παιδί αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να εργαστεί σκληρά επί δέκα ώρες κάθε μέρα (το ίδιο και αργότερα ως νεαρός ρεπόρτερ) ώσπου με τα Χαρτιά του Πίκγουικ η σταδιοδρομία του απογειώθηκε. Σε αυτά πολύ σύντομα θα έρχονταν να προστεθούν και τα μυθιστορήματα που θα τον έκαναν διάσημο σε όλο τον κόσμο.

Ως τον 19ο αιώνα τα Χριστού γεννα δεν ήταν τόσο χαρμόσυνη και μεγάλη εορτή όσο τη γνωρίζουμε σήμερα. Εκείνη λοιπόν την εποχή ο γερμανικής καταγωγής πρίγκιπας Αλβέρτος, σύζυγος της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας, μεταφέροντας τη γερμανική παράδοση για το χριστουγεννιάτικο δέντρο έπειτα από αρκετές προσπάθειες κατάφερε να το καταστήσει δημοφιλές και στα βρετανικά νησιά. Ας σημειωθεί επιπλέον πως η πουριτανική παράδοση τόσο στην Αγγλία όσο και στις ΗΠΑ λειτουργούσε αποτρεπτικά στο να εορτάζονται τα Χριστούγεννα ως λαμπερή λαϊκή εορτή με καθολική συμμετοχή. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής και βεβαίως τις απόψεις των αρχών, αν τα Χριστούγεννα εορτάζονταν ως μια μεγάλη εορτή με καθολική συμμετοχή του γενικού πληθυσμού οι λαϊκές τάξεις θα μεθοκοπούσαν ασύστολα και αυτό κατά συνέπεια θα οδηγούσε στον εκτραχηλισμό των ηθών με τις αναπόφευκτες σεξουαλικές καταχρήσεις.

Στο βιβλίο του Στάντιφορντ διαβάζουμε τρεις παράλληλες ιστορίες. Την ιστορία του μυθιστορήματος του Ντίκενς, τη ζωή του συγγραφέα και την ιστορία των Χριστουγέννων. Αυτές διαπλέκονται πολύ ωραία- και έτσι εξηγείται και ο τίτλος.


Τα τρία πνεύματα



Φωτογραφία των εσωφύλλων της πρώτης έκδοσης της νουβέλας του Ντίκενς «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» Ας αναφερθώ εν συντομία στην υπόθεση του διάσημου μυθιστορήματος του Ντίκενς. Ο κεντρικός του χαρακτήρας Εμπενίζερ Σκρουτζ ζει στο Λονδίνο και αποφασίζει να περάσει μόνος τα Χριστούγεννα. Η μοίρα όμως έχει αποφασίσει διαφορετικά. Τρία πνεύματα τον επισκέπτονται. Είναι οι τρεις εκδοχές του πνεύματος των Χριστουγέννων. Πρώτο παρουσιάζεται το Πνεύμα του Παρελθόντος που του θυμίζει τα παιδικά του χρόνια και αποκαλύπτει το μίσος του Σκρουτζ για τη μεγάλη εορτή και τη φιλοχρηματία του η οποία αναγκάζει την αρραβωνιαστικιά του να τον εγκαταλείψει και να παντρευτεί κάποιον άλλο. Επειτα εμφανίζεται το Πνεύμα του Παρόντος που του δείχνει την ευτυχισμένη ζωή του ανιψιού του και το πώς ζει ο υπάλληλός του Κράτσιτ ο οποίος παρά τη φτώχεια και το ανάπηρο παιδί του καταφέρνει να γεύεται την οικογενειακή θαλπωρή, την ευτυχία των φτωχών. Το τρίτο πνεύμα, το Πνεύμα του Μέλλοντος οδηγεί τον Σκρουτζ μπροστά στον ίδιο τον άθλιο τάφο του, όπου ο φιλάργυρος και μισάνθρωπος ξεσπάει σε κλάματα φριχτά μετανιωμένος για όσα έχει διαπράξει, μεταμορφώνεται και υπόσχεται ότι από εκείνη τη στιγμή και έπειτα θα είναι καλός και γενναιόδωρος και θα διορθώσει όλα του τα σφάλματα, αν το πνεύμα τού δώσει τη δυνατότητα να προσπαθήσει. Το πνεύμα τού δίνει την ευκαιρία και ο Σκρουτζ από τότε γίνεται ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.

Ο Στάντιφορντ μας προσφέρει πλήθος πληροφορίες για το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας της εποχής. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι βρισκόμαστε στην ακμή της βιομηχανικής επανάστασης με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οσο για τον ίδιο τον Ντίκενς βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη καμπή της ζωής του. Παρά την επιτυχία των βιβλίων του αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Χρειάζεται ένα νέο βιβλίο, μια νέα μεγάλη επιτυχία για να «ξελασπώσει». Και τότε αποφασίζει να γράψει τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Τι άλλο ωστόσο μπορεί να σημαίνει το ότι ο Ντίκενς «ανακάλυψε τα Χριστούγεννα»; Τη φράση δεν μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως απλή μεταφορά. Το μυθιστόρημα εκείνη την εποχή ήταν το δημοφιλέστερο λαϊκό είδος τέχνης και κατείχε τηρουμένων των αναλογιών στη μαζική κουλτούρα της εποχής τη θέση που κατέχει στην αντίστοιχη δική μας ο κινηματογράφος. Ετσι λοιπόν δεν είναι παράξενο- αν σκεφτεί κανείς το πόσο δημοφιλής ήταν ο Ντίκενςπου με το βιβλίο του αυτό καθιέρωσε τη γαλοπούλα, κατά σύμπτωση βεβαίως, ως το βασικό πιάτο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Κατά συνέπεια είναι απολύτως λογικό το συμπέρασμα πως έτσι αναπτύχθηκαν και τα μεγάλα αγροκτήματα όπου εκτρέφονταν εκατομμύρια γαλοπούλες- μια τεράστια και επικερδέστατη παραγωγική δραστηριότητα και μια εξίσου μεγάλη αγορά με πλήθος συναφή επαγγέλματα.

Σε συμβολικό επίπεδο, τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων θα πρέπει να τα θεωρήσουμε ως ένα είδος εκκοσμικευμένης μορφής του Αγίου Πνεύματος και αυτό λειτουργεί παράλληλα με έναν εξίσου ισχυρό συμβολισμό: την εμφάνιση και την περιγραφή του ανάπηρου παιδιού του Κράτσιτ, το οποίο είναι ένα είδος μικρού τραυματισμένου Χριστού στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης.


Μεγάλος ρεαλιστής

Μια τέτοια ερμηνεία- που βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια όπως την αντιλαμβανόταν ο συγγραφέας- εξηγεί και τις απόψεις του για την κοινωνία και για τον ρόλο της λογοτεχνίας. Δεν πρόκειται για τη λεγόμενη στράτευση (με τον τρόπο που αναπτύχθησύσε να αλλάξει την κοινωνία της εποχής του, αποκαθιστώντας τις αδικίες, δηλαδή αλλάζοντας όχι μόνο τις συνθήκες αλλά και τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά- επομένως και τη συνείδηση- όσων ήταν υπεύθυνοι για τις αδικίες. Η πρόθεση αυτή είναι εμφανέστατη στα εκτενή μυθιστορήματά του. Στα Κάλαντα των Χριστουγέννων ωστόσο η επίδρασή του είχε και άλλες παραμέτρους. Αν, λ.χ., το Αγιο Πνεύμα μεταφέρεται στο κοσμικό επίπεδο, τότε έχουμε μια δοξολόγηση και μια άλλη νοηματοδότηση της εορτής- γι΄ αυτό και κατά τον Στάντιφορντ ο συγγραφέας του Ολιβερ Τουίστ «ανακάλυψε τα Χριστούγεννα». Οχι την εορτή αλλά το νόημά της. Και είναι εκπληκτικό ότι αυτό συμβαίνει σε ένα βιβλίο που ο Ντίκενς έγραψε σε χρόνο-ρεκόρ (έξι εβδομάδες).

Αντιλαμβάνεται κανείς, όχι μόνο εξηγώντας την πρόθεση αλλά πρωτίστως κρίνοντας από το αποτέλεσμα, γιατί ο Λούκατς θεωρούσε τον Ντίκενς μεγάλο ρεαλιστή. Ο Ντίκενς δεν ήταν ρεαλιστής κατά το πνεύμα της εποχής- ή πιο σωστά δεν ήταν μόνο για αυτό. (Εξάλλου ο χαρακτηρισμός παραπέμπει σε μεταγενέστερες αναλύσεις.) Στόχευε στο να εμφανίσει την κοινωνική αδικία με τέτοιο τρόπο ώστε να φαντάζει πιο πραγματική από όσο ήταν στην πραγματικότηταγιατί πώς αλλιώς θα άλλαζε η κοινωνία και οι άνθρωποι; Η ιδιοφυΐα και η επιτυχία του δεν οφείλονται στο ότι οι κοινωνικές ιδέες του υπήρξαν αποκλειστικά δικές του αλλά στο ότι ακριβώς αυτές ήταν που απασχολούσαν και τα εκατομμύρια των αναγνωστών του.

Καλοί συγγραφείς είναι, καθώς λέμε, εκείνοι οι οποίοι παρουσιάζουν πιστά την εποχή τους ή που ανταποκρίνονται στα αιτήματά της, μεγάλοι όμως συγγραφείς είναι μόνο όσοι ενώ ανταποκρίνονται στις παραπάνω απαιτήσεις (στο πνεύμα της εποχής) δημιουργούν ταυτοχρόνως με το έργο τους και μια εποχή, ανακαλύπτουν δηλαδή εκείνο που έπεται, που το προτείνουν ή το προβλέπουν. Γι΄ αυτό θαυμάζει κανείς αλλά δεν απορεί με τη διαπίστωση του Στάντιφορντ πως μετά το τέλος του 20ού αιώνα και 165 χρόνια έπειτα από την πρώτη έκδοσή τους το αναγνωστικό κοινό των Καλάντων των Χριστουγέννων είναι δεύτερο σε μέγεθος μετά το αναγνωστικό κοινό της Βίβλου.

Friday, December 12, 2008

Μαλλιοτράβηγμα κριτικών

. Καρτέλ …στην κριτική;
Απο τον Πατριάρχη Φώτιο του Βιβλιοκαφέ

Ο κριτικός των «Νέων» Δ. Κούρτοβικ πνέει μένεα εναντίον δύο άλλων κριτικών, του Β. Χατζηβασιλείου της «Ελευθεροτυπίας» και της Ελ. Κοτζιά της «Καθημερινής». Τους κατηγορεί σε άρθρο του (15.11.2008) ότι κατέχουν θέσεις κλειδιά σε βραβεύσεις, παρουσιάζουν βιβλία, έχει ο ένας εκπομπή στην τηλεόραση, ασχολούνται με κάθε είδους εκδήλωση του βιβλίου και γενικά επιβάλλουν τη συμπαιγνιακή θέση τους με ένα είδος καθεστωτικής αντίληψης για την κριτική. Κι αυτό γιατί έχουν κοινές απόψεις, όχι τυχαία, αλλά, όπως υποστηρίζει, επειδή προαποφασίζουν τι θα προωθήσουν και τι όχι, σε μια συνωμοσία σέχτας που καθορίζει και τις κριτικές επιλογές της σημερινής Ελλάδας.
Μαζί μ’ αυτούς ανήκουν και ένας-δυο άλλοι (ανάμεσά τους φαντάζομαι τοποθετεί και τον Αλ. Ζήρα, με τον οποίο είχε πρόσφατα μία ακόμα έντονη λογομαχία και ο οποίος είναι συχνά σε επιτροπές βραβείων κ.ά.), οι οποίοι αποτελούν ένα είδος δικτατορίας της κριτικής, με στημένες κριτικές και συμφωνημένες βραβεύσεις. Ένα είδος Καρτέλ της κριτικής. Η επίθεση ξεκίνησε τον Αύγουστο, οπότε στο τελευταίο κομμάτι άρθρου του (9.8.2008) είχε αφήσει ειρωνεία και χολή εναντίον τους με υπαινιγμούς για ένωση δυνάμεων με σκοπό τον έλεγχο της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Ο Κ. Κατσουλάρης που σχολίασε αυτό το πρώτο άρθρο του (22.8.2008), ενώ κατακρίνει το ύφος και τον τόνο του, προβληματίζεται για το αν η μεταξύ των δύο σχέση τούς έχει οδηγήσει –έστω και ασύνειδα- σε “οργανωμένο πόλο”.
Κρατώ τα σχόλια για άλλη στιγμή.

2. Αριστερή κριτική

Σε συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο των «Νέων» ο Δ. Ραυτόπουλος, εξέχουσα μορφή της αριστερής κριτικής και ιδρυτής του περιοδικού «Επιθεώρησης Τέχνης», παρουσιάζει τη στάση του ως κριτικού απέναντι στην κομματική γραμμή. Αποκαλύπτει, λοιπόν, ότι πήγε κόντρα στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που ήταν η κυρίαρχη τάση του κόμματος, και επαίνεσε τον Τσίρκα, ενώ η κομματική ηγεσία τον διέγραφε. Από την άλλη, παραδέχεται ότι η ιδεολογική του ταυτότητα δεν τον άφηνε να δει τα θετικά σημεία του αντίστοιχου φιλελεύθερου περιοδικού «Εποχές», το οποίο τώρα θεωρεί σημαντικό βήμα κριτικής.
Αυτό που δεν είπε είναι ότι ο ίδιος είναι ο εισηγητής του όρου “Μαύρη πολιτική λογοτεχνία” για τα έργα των δεξιών συγγραφέων, ασχέτως αν ήταν άξια λογοτεχνικά κείμενα ή όχι. Για την κριτική της Επιθεώρησης Τέχνης βλέπε και το άρθρο του Βαγενά στο «Βήμα» της 16ης Νοεμβρίου 2008.

3. Μάρη Θεοδοσοπούλου

Προσωπικά δεν μου άρεσε ο τρόπος που γράφει κριτικές η Μάρη Θεοδοσοπούλου. Τον βρίσκω εργαστηριακό, αποστειρωμένο, συχνά πλούσιο σε πραγματολογικές παρατηρήσεις αλλά ισχνό στην ερμηνεία της. Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι ντροπή το Βήμα να μην έχει ΚΑΝΕΝΑ κριτικό, αφού οι δρόμοι της βιβλιοκριτικού και της εφημερίδας έχουν χωρίσει. Το Βήμα επέλεξε να συνεχίσει χωρίς κριτικούς, αλλά με δημοσιογράφους και δημοσιογραφούντες, μόνο με συνεντεύξεις, δοκίμια, ρεπορτάζ και στήλες με βιβλιοπαρουσιάσεις αλλά καμία με άποψη.
Τουλάχιστον η Θεοδοσοπούλου μπορεί να …εκπέμπει από το μπλογκ της: http://maritheodo.blogspot.com .

Εντέλει, δίνουμε σημασία ποιος υπογράφει την κριτική που διαβάζουμε; Αναζητούμε το όνομα πριν ή μετά την ανάγνωση του άρθρου; Θεωρούμε κάποιους από αυτούς αξιόπιστους ή δεν εμπιστευόμαστε κανένα;

Tuesday, December 2, 2008

Ανθρώπινη δίψα

Της Ρούλας Γεωργακοπούλου
Απο το Βιβλιοδρόμιο των Νέων

Σωτήρης Δημητρίου
ΣΑΝ ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟ ΝΕΡΟ
ΕΚΔ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΣΕΛ. 197


ΑΚΡΑΙΑ ΦΟΡΜΑ, ΤΡΕΛΟ ΧΙΟΥΜΟΡ, ΓΛΩΣΣΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΠΡΑ ΝΤΕ ΦΕΡ ΜΕ ΤΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ.
ΤΙΠΟΤΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΟΣΑ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ.
ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΟΜΩΣ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΞΕΒΟΛΕΥΤΕΙ ΚΑΙ ΝΑ
ΜΑΣ ΞΕΒΟΛΕΨΕΙ. ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΜΕΤ΄ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
ΣΤΟ ΣΤΕΓΝΟ ΤΟΠΙΟ ΤΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ
ΜΑΣ. ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΠΑΡΕΙ;
Παρ΄ όλο που ο ίδιος κηρύσσει την «αμεριμνησία», σας συνιστώ να μην πιάσετε αυτό το βιβλίο αμέριμνοι. Θα σας κοπεί η φόρα από την πρώτη κιόλας αράδα. Η εναρκτήρια φράση «Όταν πέθανα, είχα μια έντονη εξ ύψους αίσθηση του σώματός μου» δηλώνει λογοτεχνικό θράσος, μιας και κοντράρεται στα ίσα με άλλες μνημειώδεις εναρκτήριες φράσεις της ελληνικής, έστω, πεζογραφίας. Προσωπικά διαλέγω την πρώτη φράση από τη Θάλασσα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, «Ο πατέρας μου, μύρο το κύμα που τον τύλιξε, δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό». Ίσως η ωραιότερη ρυθμολογικά δήλωση από καταβολής νέας ελληνικής πεζογραφίας.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο συνειρμός μου δεν είναι και τόσο περί διαγραμμάτου αφού και και στις δυο περιπτώσεις το υγρό στοιχείο είναι κυρίαρχο. Ο Καρκαβίτσας πνίγεται, ο Δημητρίου διψάει, το μαρτύριο όμως είναι το ίδιο παρά τη διαφορετική λογοτεχνική επεξεργασία. Στην ιδιοφυή πεζογραφία του Σωτήρη Δημητρίου, όμως, το εύρημα δεν αποτελεί κατακλείδα, αλλά μάλλον πεπονόφλουδα για τον ανέμελο αναγνώστη, γι΄ αυτό σταματώ εδώ.

Τελευταία σταγόνα
Η ιστορία έχει τέσσερα μέρη και κατά τη γνώμη μου ξεκινάει με το πιο δυνατό. Όπου ο αφηγητής, νεκρός πια, μιλάει για τις εν ζωή ολιγωρίες του με μια τέτοια σκληρότητα που παύει να είναι ατομική και τελικά γίνεται γενικότερη. Σ΄ αυτές τις Μ moires d΄outre-tombe το νερό της λησμονιάς είναι ελάχιστο και έτσι οι μνήμες θεριεύουν και το βάσανο παρατείνεται στον αιώνα τον άπαντα ζητώντας από την ψυχή να λογοδοτήσει για τη λίγη συμπόνια με την οποία πολιτεύτηκε ως ζωντανός. «Που κολάκευα αχρείους (...) το ψευτοενδιαφέρον μου για τους άλλους (...) την ψευδοευφυΐα μου (...) την ανθρωπαρέσκεια (...) τις μικρές ευτελείς σωματικές βρώμες μου». Κείμενο αφόρητο, διόλου όμως ηθικολογικό, αφού ονοματίζει τις ντροπές και τις απαγγέλλει σα να προφητεύει την ακατανίκητη έλξη τους. Σ΄ αυτή τη φάση ο Σωτήρης Δημητρίου χρησιμοποιεί τη δική του μεικτή γλώσσα, που άλλοι την είπαν καθαρευουσιάνικη κι άλλοι «επινοημένη», λησμονώντας ίσως ότι το «φώνημα» ως πρώτη απόπειρα επικοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι σπαρακτικό και αυθαίρετο. Πόσο όμως να αντέξει ο άνθρωπος χωρίς τη συνηγορία του πολιτισμού, δηλαδή της γλώσσας των άλλων; Έτσι, στο δεύτερο μέρος ο αφηγητής στρέφεται στο μητρικό ιδίωμα, το ανώτατο λεξικό συναισθηματικών όρων, μήπως και ανακαλύψει εκεί μέσα την ερμηνεία και την ετυμολογική προέλευση των ενοχών του και του αυτοματισμού των πολιτισμικών του επιλογών.

Το κείμενο έχει τη φόρμα και τη θέση χορικού και είναι γραμμένο στο προφορικό ηπειρώτικο ιδίωμα που λαλούν μόνον γυναίκες. Είναι η γλώσσα που έφτιαξε τον λογοτεχνικό μύθο του Σωτήρη Δημητρίου επαυξημένη και βελτιωμένη, αφού αυτή τη φορά ακολουθεί τη συμπύκνωση και τον μινιμαλισμό που αποπνέει ολόκληρο το μυθιστόρημα.

Ο αφηγητής θυμάται την εποχή που, παιδί ακόμα, καμωνόταν τον κοιμισμένο, ενώ στην πραγματικότητα έστηνε αυτί στα λεγόμενα των γυναικών που μηρύκαζαν τη ζωή τους. Ο Εμφύλιος, τα καμένα σπιτικά και η αδερφοφαγία, η μετανάστευση, η μαύρη ζωή των γυναικών στις μεγάλες «χωριανικές» φαμίλιες περνάνε στον ύπνο του παιδιού σαν ήχος παρηγορητικός, εξ ου και κατά τη γνώμη μου εξιδανικεύονται μέχρι εκεί που δεν παίρνει.