Saturday, June 28, 2008

Ημερολόγιο Αβάνας της Ιουστίνης Φραγκούλη

Αγόρασα το Ημερολόγιο Αβάνας προ καιρού σε μια μαζική επίθεση στις νέες κυκλοφορίες ελληνικής λογοτεχνίας. Το διάβασα μόλις πρόσφατα. Πρόκειται για ένα αριστούργημα. Η συγγραφέας, ενώ γράφει υπο συναισθηματική φόρτιση και μάλιστα υπο το βάρος μιας προσωπικής τραγωδίας, καταφέρνει να κρατάει τις αποστάσεις απο το αντικείμενό της, που είναι η Αβάνα και η τελευταία φάση της εποχής Κάστρο.

Οι εικόνες, τα συναισθήματα, οι λέξεις δείχνουν σαφώς πως πρόκειται για μια νέα μορφή ταξιδιωτικού κειμένου, που δεν στηρίζεται στις λεπτομερείς περιγραφές αλλά στην εξαιρετική απόδοση της ατμόσφαιρας। Βέβαια, η έκδοση σαφώς αδικείται απο τις φωτογραφίες που είναι τυπωμένες ασπρόμαυρες και λόγω του κόκκου χάνουν την καθαρότητά τους. Ισως η επανέκδοση θα πρέπει να τυπωθεί σε έγχρωμο για να απολαύσουμε κι εμείς οι αναγνώστες της Ελλάδας τις σμαραγδιές αναφορές της συγγραφέως.


Του Μπάμπη Δερμιτζάκη


Τίτλος: «Ημερολόγιο Αβάνας»


Συγγραφέας: Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη


Εκδόσεις: Ηλέκτρα, 2008 Σελίδες:135


http://lexima.blogspot.com





«Ημερολόγιο Αβάνας» είναι ο τίτλος που δίνει στο νέο της βιβλίο η Ιουστίνη Φραγκούλη, δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος και πολιτιστικός πρέσβης της χώρας μας στον μακρινό Καναδά, αν και ο τίτλος που αντιστοιχεί περισσότερο στο περιεχόμενό του είναι «Ταξιδιωτικό ημερολόγιο Αβάνας»। Πρόκειται για τις ημερολογιακές σημειώσεις που έγραψε η Ιουστίνη κατά το τελευταίο της ταξίδι στην Κούβα। Το άνετο αφηγηματικό στυλ της Ιουστίνης το έχουμε ήδη επισημάνει στα δυο μυθιστορήματά της, και εξακολουθεί να τη διακρίνει και σ’ αυτό το διαφορετικό λογοτεχνικό είδος। Μικρές προτάσεις, με τις οποίες εστιάζει σε αυτό που της προκαλεί το ενδιαφέρον όχι περισσότερο από το αναγκαίο. Δεν έχω πάει στην Κούβα, και έτσι κουβαλάω μαζί μου το στερεότυπο που έχουν οι περισσότεροι γι αυτή τη χώρα. Το «Ημερολόγιο Αβάνας» της Φραγκούλη έρχεται να διορθώσει αυτό το στερεότυπο, χωρίς όμως να το ανατρέψει: μια χώρα ξενοιασιάς και γλεντιού, με διάχυτο ερωτισμό, παρά τη φτώχεια που μαστίζει τον πληθυσμό τα τελευταία χρόνια. Ίσως και εξαιτίας του. Ελληνική είναι η παροιμία που λέει «η φτώχεια θέλει καλοπέραση». Γράφει κάπου στο βιβλίο της η Ιουστίνη ότι το επίπεδο ζωής βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από το επίπεδο που είχε το 1991. Ήταν η χρονιά που κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, και όλοι ανακουφιστήκαμε που απομακρύνθηκε ο κίνδυνος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Η ανακούφιση βέβαια κράτησε λίγο, γιατί είδαμε τα αποτελέσματα που είχε η εξάλειψη του αντίπαλου δέους. Οι Αμερικάνοι, με όλη τους την άνεση πια, μπορούσαν να στραγγαλίσουν οικονομικά με το εμπάργκο τους τη μικρή χώρα που τόλμησε να υψώσει το ανάστημά της απέναντί της. Οι εικόνες που μας δίνει η Ιουστίνη, με τα άδεια σουπερμάρκετ και τις ουρές που δημιουργούνται όταν μαθεύεται ότι κατέφθασαν κάποια προϊόντα θυμίζουν εικόνες από τις σοσιαλιστικές χώρες, μόνο που αυτές δεν οφείλονται πια στο σοσιαλισμό αλλά στο εμπάργκο. Υπάρχουν και αρκετές φωτογραφίες στο βιβλίο. Ασπρόμαυρες. Μπορεί να μπήκαν ασπρόμαυρες για να μειωθεί το κόστος της έκδοσης, όμως ταιριάζουν απόλυτα με την ασπρόμαυρη ζωή των κατοίκων της. Ασπρόμαυρη γιατί συνειρμικά παραπέμπει στον ιταλικό νεορεαλισμό ή στη δική μας δεκαετία του πενήντα. Ενώ συνήθως στα ταξιδιωτικά έργα ο συγγραφέας αφηγείται με ένα απρόσωπο «εγώ», εδώ η Ιουστίνη αφηγούμενη αυτοπροσωπογραφείται, δίνοντας παράλληλα και μια συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα στο έργο, φορτισμένη από την απουσία της αγαπημένης αδελφής. Μαζί της είχε έλθει αρκετές φορές στο παρελθόν στην Κούβα, όμως ο θάνατος της στέρησε στο εξής τη συντροφιά της. Σύμβολο της απουσίας της η πεταλούδα-ψυχή, που συνοδεύει συχνά την Ιουστίνη στους περιπάτους της: «Η αδελφή μου είναι παντού: στις αναμνήσεις, στους δρόμους, στις μυρωδιές, στις εικόνες. Μου ’ρχονται συνέχεια στο νου τα χαχανητά μας στο αντίκρυσμα των αχόρταγων αντρικών βλεμμάτων. Με συντροφεύουν οι κρυφές μας κουβέντες το βράδυ στο κρεβάτι. Οι πεταλούδες εξακουλουθούν να πετάνε γύρω μου σχεδόν γιορταστικά. Σα να με περιμένουν σε κάθε μου έξοδο. Φαίνεται πως η Κωνσταντίνα είναι δίπλα μου, πως κατεβαίνει ώρες-ώρες απ’ τη γειτονιά τ’ ουρανού για να με συντροφεύει…» (σελ. 47).Τα αποσιωπητικά δικά της. Δεν θέλει να μιλήσει περισσότερο για το πένθος της, μας δείχνει όμως ότι είναι συνεχώς παρόν. Όχι μόνο με τα αποσιωπητικά αυτά. Οι πεταλούδες, σαν λάιτ μοτίφ, επανέρχονται συνεχώς στις σελίδες του βιβλίου της. Η Ιουστίνη ενδιαφέρεται για την ομογένεια. Ομογενής και αυτή σε μια άλλη χώρα, ψάχνει τους ομοίους της, ίσως σε μια ασυνείδητη επιθυμία να μοιραστούν τη νοσταλγία για την πατρίδα. Παίρνει τηλέφωνα, τους ψάχνει, με κάποιους συναντιέται και μας παρουσιάζει τα πορτρέτα τους. Οι προσωπικές τους ιστορίες αποτελούν μια συναρπαστική αφήγηση μέσα στη συγχρονία της ταξιδιωτικής περιπλάνησης. Μου άρεσε πάρα πολύ το βιβλίο. Και μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή που μου έγραψε η Ιουστίνη στην αφιέρωση, «να ταξιδέψεις στην Κούβα μου» Στην Κούβα της. Ανήκει πια στην Κούβα, και η Κούβα σ’ αυτήν.

Saturday, June 14, 2008

Η βιομηχανοποίηση του μυθιστορήματος

Ο Αλέξης Σταμάτης είναι η επιτομή της βιομηχανοποίησης του ελληνικού μυθιστορήματος. Συλλαμβάνει μια ιδέα, κάνει έρευνα, πλέκει ένα σενάριο και το παραγεμίζει με διαλόγους που δεν αφήνουν τίποτε στον αναγνώστη. Πρόσφατα διάβασα τη Βίλα Κομπρέ (Εκδόσεις Καστανιώτης) που αποθεώνεται πάλι απο τον τύπο και κατέληξα στο ίδιο συμπέρασμα : πως ο Αλέξης Σταμάτης είναι ένας συγγραφέας που γράφει για να υπάρχει στη λογοτεχνική αγορά ως μια παρουσία δημοσίων σχέσεων παρά ως κομίζων γλαύκας εις την λογοτεχνικήν δημιουργίαν.

Ωστόσο, παραθέτω την εγκωμιαστική κριτική της Λίνας Πανταλέων για τη Βίλα Κομπρέ, την οποία βρίσκω εξεζητημένη και απόλυτα επιτηδευμένη.
Η ΒΙΛΑ ΚΟΜΠΡΕ, ΤΗΣ ΛΙΝΑΣ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Ηκατάκτηση της αυτογνωσίας μέσα από το πένθοςΑδαμόπουλος Θάνος εκ του Αθανασίου, γιος νεκροθάφτη। Ακόμα και αν το τελευταίο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη δεν ήταν κατάφορτο από συμβολισμούς, εγκατασπαρμένους σε υποφωτισμένα σημεία της ιλιγγιώδους πλοκής, η ταυτότητα του κεντρικού ήρωα είναι αρκούντως ευρηματική, δηλωτική της αμφισημίας της περιπέτειάς του। Η θανή είναι συνυφασμένη με τη ζωή του Θάνου, μεγαλωμένου ανάμεσα στους νεκρούς που φρόντιζε ο πατέρας του λίγο πριν από την ταφή, χαρίζοντάς τους τη μικρή αθανασία μιας «πολαρόιντ»। Με τον θάνατο του πατέρα, αφετηρία της αφήγησης, ο γιος υποβάλλεται στην οδυνηρή επιστροφή στις ρίζες, μετουσιωμένος βαθμιαία σε ένα θλιβερό κακέκτυπο του εκλιπόντος, νεκρός και μαζί νεκροθάφτης που σκάβει στα πετρώδη υποστρώματα της ύπαρξής του για την ανακομιδή του εσώτερου εαυτού του. Η επιστροφή του τον πάει πολύ πιο πίσω από την περιφρονημένη γενέτειρα, οδηγώντας τον σε έναν ανοίκειο χωροχρόνο, όπου όχι μόνο θα συναντηθεί με τον γεννήτορα, αλλά και θα προσεγγίσει τον αρχέτυπο πρόγονο του επωνύμου του, ταξιδεύοντας στα πέρατα της υπόστασής του. Μολονότι αγωνιά να διατηρήσει μια φυγόκεντρη τροχιά, παρεμβάλλοντας ανάμεσα στον ίδιο και τους ανοιχτούς τάφους της μνήμης και του γενέθλιου τόπου μια ολοένα μεγαλύτερη απόσταση, καταλήγει τελικά στο κέντρο από το οποίο απομακρυνόταν εδώ και είκοσι οχτώ χρόνια, στον θαμμένο του εαυτό.Παραλήπτης μιας ιστορίας«Ο πατέρας έχει να πει μιαν ιστορία». Ο Θάνος δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να αποκρυπτογραφήσει το ακατάληπτο «μεταθανάτιο κείμενο» που του κληροδότησε ο πατέρας του, αν και οι απίθανες περιπέτειές του κατατείνουν ακριβώς στην αποδοχή αυτής της πατρικής αφήγησης. Εξυπνη η επιλογή του Σταμάτη να βαφτίσει τον νεκρό πατέρα Πολύβιο, να του δώσει δηλαδή το όνομα του αρχαίου Ελληνα ιστορικού. Οι εξιστορήσεις του τωρινού Πολύβιου έχουν έναν μόνο παραλήπτη, τον μόνο ικανό να τις αποτιμήσει όσο και να τις αξιοποιήσει. Ο Θάνος θα χρειαστεί να φτάσει στο τέρμα της αναζήτησής του, για να αντιληφθεί τη σημασία αυτού του κειμένου, του οποίου η κατακλείδα γράφεται μέσα από τον τάφο. Μέχρι, ωστόσο, να αποδεχθεί το χρέος της παραλαβής, ξαπλώνει διαδοχικά σε πολύμορφα φέρετρα προκείμενου να κάνει το «είναι» του να «ειπωθεί». Η πορεία του δεν είναι απλώς φυγόκεντρη, αλλά και καθοδική. Αποτινάσσοντας νωρίς την ταφόπλακα της θεσσαλικής επαρχίας και εγκαταλείποντας οριστικά τα μικροσκοπικά σπίτια που ανακάλυπτε με την παιδική αρχιτεκτονική του φαντασία στις κουφάλες των δέντρων, κατέρχεται σε υπόγειο διαμέρισμα του αθηναϊκού κέντρου για να βυθιστεί ύστερα από χρόνια, αυτός «ο κληρονόμος ενός λάκκου», στη γούβα που είχε σχηματίσει το σώμα του φευγάτου πια πατέρα στο κρεβάτι. Υποβλητική η πρώτη σελίδα όταν ο ήρωας δρασκελίζοντας το κατώφλι του πατρικού του έχει την αίσθηση πως ο φασματικός του ένοικος, το μόλις αφυπνισμένο παρελθόν του, του επιτίθεται με απρόσμενη βαναυσότητα. Δεν θα αργήσει να ανταποδώσει τη «γροθιά που του ήρθε καταπρόσωπο» από το επέκεινα, γυρνώντας την πλάτη του στον νεκρό που περιμένει τον θρήνο του, μαγνητισμένος από έναν άλλο θάνατο, αυτόν που απαθανατίστηκε στη φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας. Η φωτογραφία μοιάζει να είναι το μυστικό κληροδότημα του πατέρα, όμως ο Θάνος αδυνατεί παντελώς να κατανοήσει τις ιερογλυφικές της σημάνσεις και γι' αυτό πασχίζει εμμόνως να τις καταστήσει μεταφράσιμες. Η νεκρή γυναίκα τού προσφέρει τον μίτο για να εισδύσει στις λαβυρινθώδεις ατραπούς του πένθους και να εξουδετερώσει το άγνωστο θηρίο που τον παραμονεύει βαθιά μέσα του. Από το υπόγειο της Χαριλάου Τρικούπη θα καταβυθιστεί στον χαμένο χρόνο της Βίλας Κομπρέ, ενός υπερήλικου, μυθιστορηματικού αρχοντικού, για να καταδυθεί κατόπιν στο απόκοσμο σκοτάδι της αφρικανικής ζούγκλας, όπου φωλιάζοντας στην κουφάλα ενός δέντρου ιερού θα συναντηθεί για πρώτη φορά ουσιαστικά με τον πατέρα του. Το αίμα από τα χείλη της νεκρής γυναίκας στην παλιά «πολαρόιντ», ανεβαίνει τελικά στα χείλη του Θάνου. Η εσωτερική αιμορραγία, απόρροια του ανεσταλμένου θρήνου, φτάνοντας στα χείλη του εξωτερικεύεται με τις μόνες λέξεις που μπορούν να ανταλλάξουν οι ζωντανοί με τους αγαπημένους απόντες, τα δάκρυα. Πριν από το καθαρτήριο κλάμα, ωστόσο, το νερό, δεσπόζον μοτίβο της αφήγησης, θα ξεπλύνει τον ήρωα από τις αντιστάσεις του και το πένθος του θα γίνει «λύσιμο». Κλαίγοντας πάνω από το μνήμα του πατέρα του το κουβάρι του περασμένου χρόνου θα «λυθεί».Ειρωνικοί συμβολισμοίΟ Σταμάτης εκμεταλλεύεται δεξιοτεχνικά τη φωτογραφία σε συνάρτηση τόσο με την προβληματική του θανάτου όσο και με την ιδιοσυστασία του πρωταγωνιστή. Ενδεικτικός ο παρακάτω συσχετισμός: «[...] η φωτογραφία, όπως και ο χαρακτήρας του ανθρώπου, αναπτύσσεται στο σκοτάδι». Η επιμελής σκηνοθεσία των νεκρικών πορτρέτων, εξωραϊστικών όσο και γαληνευτικών, βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοιχία με τις αλλεπάλληλες υποκρίσεις διαφορετικών προσωπείων από τον Θάνο, του οποίου η πλέον δεσποτική αγωνία είναι να μη φαίνεται τίποτα από αυτόν. Ωστόσο, η μεταμφίεση του εαυτού προϋποθέτει τη γνώση του. Ο Θάνος μοιάζει να μη γνωρίζει τίποτε γι' αυτό που είναι, με συνέπεια κάθε μάσκα που επιχειρεί να φορέσει, αργά ή γρήγορα να του πέφτει από το πρόσωπο. Από το άλλο μέρος, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το προοδευτικό και καταφανώς αλληγορικό βούλιαγμα του ήρωα στη γη ή, αλλιώς, η μυσταγωγική του συνάντηση με τη χοϊκή διάσταση της υπόστασής του. Στην υπόδειξη αυτής της επανασυμφιλίωσής του με το χώμα, μετωνυμία της γενέτειρας και ταυτοχρόνως του φρεσκοσκαμμένου τάφου, συμβάλλει δραστικά το κομμάτι της Αφρικής, όπου η περιπλάνησή του παραλληλίζεται με ταξίδι «στην παιδική ηλικία της Γης», σε έναν «τόπο-μηδέν». Η παραισθητική του πεζοπορία μέσα στη ζούγκλα αντανακλά έξοχα τη δυσχέρεια των υπαρξιακών διαδρομών· δυσχέρεια καθρεφτισμένη λοξά στις τελετές των ιθαγενών, υπό ένα συμβολικό πρίσμα ιεροτελεστίες ενηλικίωσης. Από το αφρικανικό ιντερλούδιο αξίζει να κρατήσουμε την άγρια σεξουαλική συνεύρεση του κυρίου Ζήτα και της κυρίας Θήτα στο πλαίσιο μιας δυσεξήγητης τελετουργίας καθώς και τη μυστήρια θεότητα του ορίου, τον Εσου. Ζωή και θάνατος σε παραλληλία και ανάμεσά τους ο ήρωας να παλεύει να απευθυνθεί στον εαυτό του σε δεύτερο πρόσωπο, να μιλήσει «[...] την περίεργη Εσπεράντο, με την οποία η ψυχή συνδιαλέγεται με τον εαυτό της».Πρέπει να προσεχθεί πως τα αλληγορικά επίπεδα της αφήγησης δεν προκύπτουν από μια εξεζητημένη συμβολοποίηση, αλλά λειτουργούν ειρωνικά, υποδηλώνοντας την αναιτιότητα των αναζητήσεων του ήρωα. Ο τελευταίος ψάχνει το οικείο μέσα στο ανοίκειο, επιμένοντας να διακρίνει στο άγνωστο κάτι δικό του. Το νόημα της ασθματικής του δράσης εκρέει από τα αδιέξοδα της σκέψης του. Εξαιρετική η σύνοψη της ιδιόρρυθμης μεθόδου αυτοσυνειδησίας του ήρωα στη διατύπωση: «εκβίαζε τον οιωνό μες στο χάος». Οταν οι μαύρες τρύπες αυτού του χάους φωτίζονται δεν του εξηγούν, όπως ήθελε να πιστεύει, τον εαυτό του, αλλά του αποκαλύπτουν τις ψευδαισθήσεις του. Αν μια φωτογραφία περισσότερο κρύβει παρά φανερώνει, ένα εκβιαστικό βλέμμα περισσότερο αυταπατάται παρά βλέπει. Το ταξίδι του Θάνου δεν είναι παρά η πλάνη ενός πλάνητος, ενός ταξιδευτή που φτάνει στον προορισμό του επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης, ενός παιδιού που ενηλικιώνεται χωρίς ποτέ να βρει ένα τιμόνι για τα ακυβέρνητα ποδήλατά του.ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/05/2008