Wednesday, December 24, 2008

Η Γαλοπούλα στα τράπέζια μας

του ανασταση βιστωνιτη | Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Το ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ


Mοιάζει απίθανο αλλά η καθιέρωση της γαλοπούλας ως κύριου πιάτου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι οφείλεται σε ένα μυθιστόρημα, τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα του Καρόλου Ντίκενς. Εκεί, περί το τέλος του βιβλίου, ο μετανοημένος και μεταμορφωμένος πρωταγωνιστής του, ο μισάνθρωπος και τσιγκούνης Εμπενίζερ Σκρουτζ προσφέρει μια γαλοπούλα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της οικογένειας του υπαλλήλου του Μπομπ Κράτσιτ η οποία ζούσε σε συνθήκες μεγάλης ένδειας. Ως τότε το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο πιάτο ήταν η ψητή χήνα. Από το 1843, όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα, η χήνα αντικαταστάθηκε από τη γαλοπούλα και έτσι θα έλεγε κανείς ότι ήταν σαν ο Ντίκενς να προέβλεπε τον μεταγενέστερο αφορισμό ενός εντελώς διαφορετικού συγγραφέα, του Οσκαρ Γουάιλντ, ότι «η ζωή αντιγράφει την τέχνη».


Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

Ο Ολιβερ Τουίστ, οι Μεγάλες προσδοκίες, ο Ζοφερός οίκος και ο Δαβίδ Κόπερφιλντ είναι τα μεγάλα μυθιστορήματα στα οποία οφείλει τη φήμη του παγκοσμίως ο Ντίκενς, γι΄ αυτό και η μεγάλη πλειονότητα των αναλύσεων και των κριτικών κειμένων που έχουν γραφεί για τον διασημότερο βρετανό συγγραφέα του 20ού αιώνα αφορά τα παραπάνω έργα. Ο Λες Στάντιφορντ όμως (παλαιότερα συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου που πέρασε πρόσφατα στη λαϊκή ιστοριογραφία) έχει διαφορετική άποψη. Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, που εξακολουθούν να διαβάζονται από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, είναι, όπως υποστηρίζει, όχι μόνο εξαιρετικά δημοφιλές μυθιστόρημα αλλά και σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, εφάμιλλο των παραπάνω. Θα αρκούσε ίσως το γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας, ο τραπεζίτης (ή τοκογλύφος) Εμπενίζερ Σκρουτζ, θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο σύμβολο του μονόχνοτου, του άκαρδου και του φριχτού τσιγκούνη που μας έχει δώσει η παγκόσμια λογοτεχνία- αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κατά την άποψή του ο Ντίκενς δεν μας κληροδότησε απλώς έναν αθάνατο πεζογραφικό χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, όπως υποδεικνύει ο ευφυής και προκλητικός τίτλος του βιβλίου του, ο κορυφαίος συγγραφέας ήταν εκείνος που «εφηύρε» τα Χριστούγεννα, με άλλα λόγια που επανακαθόρισε το νόημά τους και άρα ως έναν βαθμό και το περιεχόμενό τους.

Τέτοιες απόψεις, θα υπέθετε κάποιος, συγκινούν τη λεγόμενη λογοτεχνική οικογένεια ή έστω και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Δύσκολα εν τούτοις θα δεχόταν ότι έχουν πραγματική βάση. Ο Στάντιφορντ όμως έχει επιχειρήματα. Βασισμένος στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, ένα βιβλίο σύντομο αν το συγκρίνει κανείς με τα μεγάλα μυθιστορήματα του Ντίκενς, έγραψε μια διόλου σχοινοτενή και ωστόσο γεμάτη συναρπαστικές λεπτομέρειες βιογραφία του Ντίκενς η οποία διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, καλύπτοντας τη ζωή του από τότε που φτωχό παιδί αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να εργαστεί σκληρά επί δέκα ώρες κάθε μέρα (το ίδιο και αργότερα ως νεαρός ρεπόρτερ) ώσπου με τα Χαρτιά του Πίκγουικ η σταδιοδρομία του απογειώθηκε. Σε αυτά πολύ σύντομα θα έρχονταν να προστεθούν και τα μυθιστορήματα που θα τον έκαναν διάσημο σε όλο τον κόσμο.

Ως τον 19ο αιώνα τα Χριστού γεννα δεν ήταν τόσο χαρμόσυνη και μεγάλη εορτή όσο τη γνωρίζουμε σήμερα. Εκείνη λοιπόν την εποχή ο γερμανικής καταγωγής πρίγκιπας Αλβέρτος, σύζυγος της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας, μεταφέροντας τη γερμανική παράδοση για το χριστουγεννιάτικο δέντρο έπειτα από αρκετές προσπάθειες κατάφερε να το καταστήσει δημοφιλές και στα βρετανικά νησιά. Ας σημειωθεί επιπλέον πως η πουριτανική παράδοση τόσο στην Αγγλία όσο και στις ΗΠΑ λειτουργούσε αποτρεπτικά στο να εορτάζονται τα Χριστούγεννα ως λαμπερή λαϊκή εορτή με καθολική συμμετοχή. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής και βεβαίως τις απόψεις των αρχών, αν τα Χριστούγεννα εορτάζονταν ως μια μεγάλη εορτή με καθολική συμμετοχή του γενικού πληθυσμού οι λαϊκές τάξεις θα μεθοκοπούσαν ασύστολα και αυτό κατά συνέπεια θα οδηγούσε στον εκτραχηλισμό των ηθών με τις αναπόφευκτες σεξουαλικές καταχρήσεις.

Στο βιβλίο του Στάντιφορντ διαβάζουμε τρεις παράλληλες ιστορίες. Την ιστορία του μυθιστορήματος του Ντίκενς, τη ζωή του συγγραφέα και την ιστορία των Χριστουγέννων. Αυτές διαπλέκονται πολύ ωραία- και έτσι εξηγείται και ο τίτλος.


Τα τρία πνεύματα



Φωτογραφία των εσωφύλλων της πρώτης έκδοσης της νουβέλας του Ντίκενς «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» Ας αναφερθώ εν συντομία στην υπόθεση του διάσημου μυθιστορήματος του Ντίκενς. Ο κεντρικός του χαρακτήρας Εμπενίζερ Σκρουτζ ζει στο Λονδίνο και αποφασίζει να περάσει μόνος τα Χριστούγεννα. Η μοίρα όμως έχει αποφασίσει διαφορετικά. Τρία πνεύματα τον επισκέπτονται. Είναι οι τρεις εκδοχές του πνεύματος των Χριστουγέννων. Πρώτο παρουσιάζεται το Πνεύμα του Παρελθόντος που του θυμίζει τα παιδικά του χρόνια και αποκαλύπτει το μίσος του Σκρουτζ για τη μεγάλη εορτή και τη φιλοχρηματία του η οποία αναγκάζει την αρραβωνιαστικιά του να τον εγκαταλείψει και να παντρευτεί κάποιον άλλο. Επειτα εμφανίζεται το Πνεύμα του Παρόντος που του δείχνει την ευτυχισμένη ζωή του ανιψιού του και το πώς ζει ο υπάλληλός του Κράτσιτ ο οποίος παρά τη φτώχεια και το ανάπηρο παιδί του καταφέρνει να γεύεται την οικογενειακή θαλπωρή, την ευτυχία των φτωχών. Το τρίτο πνεύμα, το Πνεύμα του Μέλλοντος οδηγεί τον Σκρουτζ μπροστά στον ίδιο τον άθλιο τάφο του, όπου ο φιλάργυρος και μισάνθρωπος ξεσπάει σε κλάματα φριχτά μετανιωμένος για όσα έχει διαπράξει, μεταμορφώνεται και υπόσχεται ότι από εκείνη τη στιγμή και έπειτα θα είναι καλός και γενναιόδωρος και θα διορθώσει όλα του τα σφάλματα, αν το πνεύμα τού δώσει τη δυνατότητα να προσπαθήσει. Το πνεύμα τού δίνει την ευκαιρία και ο Σκρουτζ από τότε γίνεται ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.

Ο Στάντιφορντ μας προσφέρει πλήθος πληροφορίες για το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας της εποχής. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι βρισκόμαστε στην ακμή της βιομηχανικής επανάστασης με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οσο για τον ίδιο τον Ντίκενς βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη καμπή της ζωής του. Παρά την επιτυχία των βιβλίων του αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Χρειάζεται ένα νέο βιβλίο, μια νέα μεγάλη επιτυχία για να «ξελασπώσει». Και τότε αποφασίζει να γράψει τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Τι άλλο ωστόσο μπορεί να σημαίνει το ότι ο Ντίκενς «ανακάλυψε τα Χριστούγεννα»; Τη φράση δεν μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως απλή μεταφορά. Το μυθιστόρημα εκείνη την εποχή ήταν το δημοφιλέστερο λαϊκό είδος τέχνης και κατείχε τηρουμένων των αναλογιών στη μαζική κουλτούρα της εποχής τη θέση που κατέχει στην αντίστοιχη δική μας ο κινηματογράφος. Ετσι λοιπόν δεν είναι παράξενο- αν σκεφτεί κανείς το πόσο δημοφιλής ήταν ο Ντίκενςπου με το βιβλίο του αυτό καθιέρωσε τη γαλοπούλα, κατά σύμπτωση βεβαίως, ως το βασικό πιάτο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Κατά συνέπεια είναι απολύτως λογικό το συμπέρασμα πως έτσι αναπτύχθηκαν και τα μεγάλα αγροκτήματα όπου εκτρέφονταν εκατομμύρια γαλοπούλες- μια τεράστια και επικερδέστατη παραγωγική δραστηριότητα και μια εξίσου μεγάλη αγορά με πλήθος συναφή επαγγέλματα.

Σε συμβολικό επίπεδο, τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων θα πρέπει να τα θεωρήσουμε ως ένα είδος εκκοσμικευμένης μορφής του Αγίου Πνεύματος και αυτό λειτουργεί παράλληλα με έναν εξίσου ισχυρό συμβολισμό: την εμφάνιση και την περιγραφή του ανάπηρου παιδιού του Κράτσιτ, το οποίο είναι ένα είδος μικρού τραυματισμένου Χριστού στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης.


Μεγάλος ρεαλιστής

Μια τέτοια ερμηνεία- που βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια όπως την αντιλαμβανόταν ο συγγραφέας- εξηγεί και τις απόψεις του για την κοινωνία και για τον ρόλο της λογοτεχνίας. Δεν πρόκειται για τη λεγόμενη στράτευση (με τον τρόπο που αναπτύχθησύσε να αλλάξει την κοινωνία της εποχής του, αποκαθιστώντας τις αδικίες, δηλαδή αλλάζοντας όχι μόνο τις συνθήκες αλλά και τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά- επομένως και τη συνείδηση- όσων ήταν υπεύθυνοι για τις αδικίες. Η πρόθεση αυτή είναι εμφανέστατη στα εκτενή μυθιστορήματά του. Στα Κάλαντα των Χριστουγέννων ωστόσο η επίδρασή του είχε και άλλες παραμέτρους. Αν, λ.χ., το Αγιο Πνεύμα μεταφέρεται στο κοσμικό επίπεδο, τότε έχουμε μια δοξολόγηση και μια άλλη νοηματοδότηση της εορτής- γι΄ αυτό και κατά τον Στάντιφορντ ο συγγραφέας του Ολιβερ Τουίστ «ανακάλυψε τα Χριστούγεννα». Οχι την εορτή αλλά το νόημά της. Και είναι εκπληκτικό ότι αυτό συμβαίνει σε ένα βιβλίο που ο Ντίκενς έγραψε σε χρόνο-ρεκόρ (έξι εβδομάδες).

Αντιλαμβάνεται κανείς, όχι μόνο εξηγώντας την πρόθεση αλλά πρωτίστως κρίνοντας από το αποτέλεσμα, γιατί ο Λούκατς θεωρούσε τον Ντίκενς μεγάλο ρεαλιστή. Ο Ντίκενς δεν ήταν ρεαλιστής κατά το πνεύμα της εποχής- ή πιο σωστά δεν ήταν μόνο για αυτό. (Εξάλλου ο χαρακτηρισμός παραπέμπει σε μεταγενέστερες αναλύσεις.) Στόχευε στο να εμφανίσει την κοινωνική αδικία με τέτοιο τρόπο ώστε να φαντάζει πιο πραγματική από όσο ήταν στην πραγματικότηταγιατί πώς αλλιώς θα άλλαζε η κοινωνία και οι άνθρωποι; Η ιδιοφυΐα και η επιτυχία του δεν οφείλονται στο ότι οι κοινωνικές ιδέες του υπήρξαν αποκλειστικά δικές του αλλά στο ότι ακριβώς αυτές ήταν που απασχολούσαν και τα εκατομμύρια των αναγνωστών του.

Καλοί συγγραφείς είναι, καθώς λέμε, εκείνοι οι οποίοι παρουσιάζουν πιστά την εποχή τους ή που ανταποκρίνονται στα αιτήματά της, μεγάλοι όμως συγγραφείς είναι μόνο όσοι ενώ ανταποκρίνονται στις παραπάνω απαιτήσεις (στο πνεύμα της εποχής) δημιουργούν ταυτοχρόνως με το έργο τους και μια εποχή, ανακαλύπτουν δηλαδή εκείνο που έπεται, που το προτείνουν ή το προβλέπουν. Γι΄ αυτό θαυμάζει κανείς αλλά δεν απορεί με τη διαπίστωση του Στάντιφορντ πως μετά το τέλος του 20ού αιώνα και 165 χρόνια έπειτα από την πρώτη έκδοσή τους το αναγνωστικό κοινό των Καλάντων των Χριστουγέννων είναι δεύτερο σε μέγεθος μετά το αναγνωστικό κοινό της Βίβλου.

Friday, December 12, 2008

Μαλλιοτράβηγμα κριτικών

. Καρτέλ …στην κριτική;
Απο τον Πατριάρχη Φώτιο του Βιβλιοκαφέ

Ο κριτικός των «Νέων» Δ. Κούρτοβικ πνέει μένεα εναντίον δύο άλλων κριτικών, του Β. Χατζηβασιλείου της «Ελευθεροτυπίας» και της Ελ. Κοτζιά της «Καθημερινής». Τους κατηγορεί σε άρθρο του (15.11.2008) ότι κατέχουν θέσεις κλειδιά σε βραβεύσεις, παρουσιάζουν βιβλία, έχει ο ένας εκπομπή στην τηλεόραση, ασχολούνται με κάθε είδους εκδήλωση του βιβλίου και γενικά επιβάλλουν τη συμπαιγνιακή θέση τους με ένα είδος καθεστωτικής αντίληψης για την κριτική. Κι αυτό γιατί έχουν κοινές απόψεις, όχι τυχαία, αλλά, όπως υποστηρίζει, επειδή προαποφασίζουν τι θα προωθήσουν και τι όχι, σε μια συνωμοσία σέχτας που καθορίζει και τις κριτικές επιλογές της σημερινής Ελλάδας.
Μαζί μ’ αυτούς ανήκουν και ένας-δυο άλλοι (ανάμεσά τους φαντάζομαι τοποθετεί και τον Αλ. Ζήρα, με τον οποίο είχε πρόσφατα μία ακόμα έντονη λογομαχία και ο οποίος είναι συχνά σε επιτροπές βραβείων κ.ά.), οι οποίοι αποτελούν ένα είδος δικτατορίας της κριτικής, με στημένες κριτικές και συμφωνημένες βραβεύσεις. Ένα είδος Καρτέλ της κριτικής. Η επίθεση ξεκίνησε τον Αύγουστο, οπότε στο τελευταίο κομμάτι άρθρου του (9.8.2008) είχε αφήσει ειρωνεία και χολή εναντίον τους με υπαινιγμούς για ένωση δυνάμεων με σκοπό τον έλεγχο της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Ο Κ. Κατσουλάρης που σχολίασε αυτό το πρώτο άρθρο του (22.8.2008), ενώ κατακρίνει το ύφος και τον τόνο του, προβληματίζεται για το αν η μεταξύ των δύο σχέση τούς έχει οδηγήσει –έστω και ασύνειδα- σε “οργανωμένο πόλο”.
Κρατώ τα σχόλια για άλλη στιγμή.

2. Αριστερή κριτική

Σε συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο των «Νέων» ο Δ. Ραυτόπουλος, εξέχουσα μορφή της αριστερής κριτικής και ιδρυτής του περιοδικού «Επιθεώρησης Τέχνης», παρουσιάζει τη στάση του ως κριτικού απέναντι στην κομματική γραμμή. Αποκαλύπτει, λοιπόν, ότι πήγε κόντρα στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που ήταν η κυρίαρχη τάση του κόμματος, και επαίνεσε τον Τσίρκα, ενώ η κομματική ηγεσία τον διέγραφε. Από την άλλη, παραδέχεται ότι η ιδεολογική του ταυτότητα δεν τον άφηνε να δει τα θετικά σημεία του αντίστοιχου φιλελεύθερου περιοδικού «Εποχές», το οποίο τώρα θεωρεί σημαντικό βήμα κριτικής.
Αυτό που δεν είπε είναι ότι ο ίδιος είναι ο εισηγητής του όρου “Μαύρη πολιτική λογοτεχνία” για τα έργα των δεξιών συγγραφέων, ασχέτως αν ήταν άξια λογοτεχνικά κείμενα ή όχι. Για την κριτική της Επιθεώρησης Τέχνης βλέπε και το άρθρο του Βαγενά στο «Βήμα» της 16ης Νοεμβρίου 2008.

3. Μάρη Θεοδοσοπούλου

Προσωπικά δεν μου άρεσε ο τρόπος που γράφει κριτικές η Μάρη Θεοδοσοπούλου. Τον βρίσκω εργαστηριακό, αποστειρωμένο, συχνά πλούσιο σε πραγματολογικές παρατηρήσεις αλλά ισχνό στην ερμηνεία της. Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι ντροπή το Βήμα να μην έχει ΚΑΝΕΝΑ κριτικό, αφού οι δρόμοι της βιβλιοκριτικού και της εφημερίδας έχουν χωρίσει. Το Βήμα επέλεξε να συνεχίσει χωρίς κριτικούς, αλλά με δημοσιογράφους και δημοσιογραφούντες, μόνο με συνεντεύξεις, δοκίμια, ρεπορτάζ και στήλες με βιβλιοπαρουσιάσεις αλλά καμία με άποψη.
Τουλάχιστον η Θεοδοσοπούλου μπορεί να …εκπέμπει από το μπλογκ της: http://maritheodo.blogspot.com .

Εντέλει, δίνουμε σημασία ποιος υπογράφει την κριτική που διαβάζουμε; Αναζητούμε το όνομα πριν ή μετά την ανάγνωση του άρθρου; Θεωρούμε κάποιους από αυτούς αξιόπιστους ή δεν εμπιστευόμαστε κανένα;

Tuesday, December 2, 2008

Ανθρώπινη δίψα

Της Ρούλας Γεωργακοπούλου
Απο το Βιβλιοδρόμιο των Νέων

Σωτήρης Δημητρίου
ΣΑΝ ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟ ΝΕΡΟ
ΕΚΔ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΣΕΛ. 197


ΑΚΡΑΙΑ ΦΟΡΜΑ, ΤΡΕΛΟ ΧΙΟΥΜΟΡ, ΓΛΩΣΣΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΠΡΑ ΝΤΕ ΦΕΡ ΜΕ ΤΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ.
ΤΙΠΟΤΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΟΣΑ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ.
ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΟΜΩΣ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΞΕΒΟΛΕΥΤΕΙ ΚΑΙ ΝΑ
ΜΑΣ ΞΕΒΟΛΕΨΕΙ. ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΜΕΤ΄ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
ΣΤΟ ΣΤΕΓΝΟ ΤΟΠΙΟ ΤΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ
ΜΑΣ. ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΠΑΡΕΙ;
Παρ΄ όλο που ο ίδιος κηρύσσει την «αμεριμνησία», σας συνιστώ να μην πιάσετε αυτό το βιβλίο αμέριμνοι. Θα σας κοπεί η φόρα από την πρώτη κιόλας αράδα. Η εναρκτήρια φράση «Όταν πέθανα, είχα μια έντονη εξ ύψους αίσθηση του σώματός μου» δηλώνει λογοτεχνικό θράσος, μιας και κοντράρεται στα ίσα με άλλες μνημειώδεις εναρκτήριες φράσεις της ελληνικής, έστω, πεζογραφίας. Προσωπικά διαλέγω την πρώτη φράση από τη Θάλασσα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, «Ο πατέρας μου, μύρο το κύμα που τον τύλιξε, δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό». Ίσως η ωραιότερη ρυθμολογικά δήλωση από καταβολής νέας ελληνικής πεζογραφίας.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο συνειρμός μου δεν είναι και τόσο περί διαγραμμάτου αφού και και στις δυο περιπτώσεις το υγρό στοιχείο είναι κυρίαρχο. Ο Καρκαβίτσας πνίγεται, ο Δημητρίου διψάει, το μαρτύριο όμως είναι το ίδιο παρά τη διαφορετική λογοτεχνική επεξεργασία. Στην ιδιοφυή πεζογραφία του Σωτήρη Δημητρίου, όμως, το εύρημα δεν αποτελεί κατακλείδα, αλλά μάλλον πεπονόφλουδα για τον ανέμελο αναγνώστη, γι΄ αυτό σταματώ εδώ.

Τελευταία σταγόνα
Η ιστορία έχει τέσσερα μέρη και κατά τη γνώμη μου ξεκινάει με το πιο δυνατό. Όπου ο αφηγητής, νεκρός πια, μιλάει για τις εν ζωή ολιγωρίες του με μια τέτοια σκληρότητα που παύει να είναι ατομική και τελικά γίνεται γενικότερη. Σ΄ αυτές τις Μ moires d΄outre-tombe το νερό της λησμονιάς είναι ελάχιστο και έτσι οι μνήμες θεριεύουν και το βάσανο παρατείνεται στον αιώνα τον άπαντα ζητώντας από την ψυχή να λογοδοτήσει για τη λίγη συμπόνια με την οποία πολιτεύτηκε ως ζωντανός. «Που κολάκευα αχρείους (...) το ψευτοενδιαφέρον μου για τους άλλους (...) την ψευδοευφυΐα μου (...) την ανθρωπαρέσκεια (...) τις μικρές ευτελείς σωματικές βρώμες μου». Κείμενο αφόρητο, διόλου όμως ηθικολογικό, αφού ονοματίζει τις ντροπές και τις απαγγέλλει σα να προφητεύει την ακατανίκητη έλξη τους. Σ΄ αυτή τη φάση ο Σωτήρης Δημητρίου χρησιμοποιεί τη δική του μεικτή γλώσσα, που άλλοι την είπαν καθαρευουσιάνικη κι άλλοι «επινοημένη», λησμονώντας ίσως ότι το «φώνημα» ως πρώτη απόπειρα επικοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι σπαρακτικό και αυθαίρετο. Πόσο όμως να αντέξει ο άνθρωπος χωρίς τη συνηγορία του πολιτισμού, δηλαδή της γλώσσας των άλλων; Έτσι, στο δεύτερο μέρος ο αφηγητής στρέφεται στο μητρικό ιδίωμα, το ανώτατο λεξικό συναισθηματικών όρων, μήπως και ανακαλύψει εκεί μέσα την ερμηνεία και την ετυμολογική προέλευση των ενοχών του και του αυτοματισμού των πολιτισμικών του επιλογών.

Το κείμενο έχει τη φόρμα και τη θέση χορικού και είναι γραμμένο στο προφορικό ηπειρώτικο ιδίωμα που λαλούν μόνον γυναίκες. Είναι η γλώσσα που έφτιαξε τον λογοτεχνικό μύθο του Σωτήρη Δημητρίου επαυξημένη και βελτιωμένη, αφού αυτή τη φορά ακολουθεί τη συμπύκνωση και τον μινιμαλισμό που αποπνέει ολόκληρο το μυθιστόρημα.

Ο αφηγητής θυμάται την εποχή που, παιδί ακόμα, καμωνόταν τον κοιμισμένο, ενώ στην πραγματικότητα έστηνε αυτί στα λεγόμενα των γυναικών που μηρύκαζαν τη ζωή τους. Ο Εμφύλιος, τα καμένα σπιτικά και η αδερφοφαγία, η μετανάστευση, η μαύρη ζωή των γυναικών στις μεγάλες «χωριανικές» φαμίλιες περνάνε στον ύπνο του παιδιού σαν ήχος παρηγορητικός, εξ ου και κατά τη γνώμη μου εξιδανικεύονται μέχρι εκεί που δεν παίρνει.

Saturday, November 22, 2008

Μαργαρίτα Καραπάνου- Γεννημένη στα πούπουλα της ατυχίας

Μαργαρίτα Καραπάνου
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΓΡΙΩΣ ΑΠΙΘΑΝΗ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
1959-1979
ΕΠΙΜ. Β. ΚΙΜΟΥΛΗΣ ΕΚΔ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ

Της Μικέλας Χαρτουλάρη απο την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ


ΛΑΧΤΑΡΑ ΓΙΑ ΑΓΑΠΗ, ΦΟΒΟΣ, ΖΗΛΕΙΑ,
ΜΟΝΑΞΙΑ, ΤΡΑΥΛΙΣΜΑ, ΑΡΡΩΣΤΙΑ,
ΑΝΑΛΥΣΗ, ΕΜΠΝΕΥΣΗ. Η ΠΙΟ ΓΑΛΛΙΔΑ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΑΝΑΣΚΑΛΕΥΕΙ ΤΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ,
ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ ΤΑ ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ. ΕΝΑ
ΜΑΘΗΜΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΤΑΣ
«Όλη αυτή η οδύνη πρέπει να βγει σε ένα έργο».

Η Μαργαρίτα Καραπάνου είναι 31 χρόνων όταν το 1977 σημειώνει αυτήν τη φράση στο ημερολόγιό της. Ξέρει πια ότι έχει να παλέψει με την κατάθλιψη· ξέρει ότι πρέπει να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τη μητέρα τηςτη συγγραφέα Μαργαρίτα Λυμπεράκη· ξέρει ότι αγαπά αλλά και μισεί τον αυτοκαταστροφικό αλκοολικό σύντροφό της· ξέρει ότι ο δρόμος της είναι το γράψιμο. Το πρώτο της βιβλίο, η ασεβής Κασσάνδρα και ο λύκος, για τις ανταρσίες ενός κοριτσιού που δυναμιτίζει τον ασφυκτικό κόσμο των μεγάλων, τάραξε τα λογοτεχνικά νερά, κι όμως εκείνη δεν καταφέρνει να στηριχτεί πάνω του για να ξεφύγει από τη νεύρωσή της. Μοναδικό της αποκούμπι, τα ημερολόγιά της όπου αυτοψυχαναλύεται. Τα κρατάει από τα 13 της, γράφοντας άλλοτε στα γαλλικά άλλοτε στα ελληνικά, και θα τα εγκαταλείψει στα 33 της. Για να ακολουθήσουν πέντε ακόμα βιβλία και αρκετές κρίσεις...

Αυτές λοιπόν οι ημερολογιακές σημειώσεις της, που ξεκινούν σαν πεζολογική εκδοχή της «Γρανίτας από λεμόνι» και εξελίσσονται σαν τετράδια εργασίας δύο εμβληματικών μυθιστορημάτων της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, κυκλοφορούν σήμερα χάρη στη δουλειά μυρμηγκιού του επιμελητή Βασίλη Κιμούλη. Τίτλος τους Η ζωή είναι αγρίως απίθανη(Ωκεανίδα), από ένα σχόλιο της μικρής Μαργαρίτας που ήθελε να γίνει «κάτι μεγάλο».

Τα Ημερολόγια κλείνουν με την πρώτη φράση του Υπνοβάτη: «Ο Θεός ήτανε κουρασμένος...». Από εκεί θα αρχίσει η ιστορία του Άγγελου-εξολοθρευτή μιας εκφυλισμένης κοινωνίας.

Πρότυπά της ο σύντροφος της συγγραφέως και η αποικία των ξένων καλλιτεχνών στην κοσμοπολίτικη Ύδρα όπου παραθερίζει από παιδί. «Πυρετός όχι του πάθους μα της μεταφυσικής διαύγειας (...) μακελειό, αίμα (...) το τέλος του έργου θα είναι πάλι η αρχή του(...) οι γυναίκες θα καταλήξουν μόνες (...) θέατρο της ψυχολογικής σκληρότητας (...) Σκατά! Δεν πρέπει να είναι κουλτουριάρικο...», σημειώνει μεταξύ άλλων, στα τετράδιά της.

Ο αναγνώστης την παρακολουθεί από τα 13 της, όταν πηγαίνει σχολείο στο Παρίσι όπου ζει με τη μητέρα της. Το πρώτο μέρος των Ημερολογίων της (1959-1964) έχει λοιπόν υπότιτλο γαλλικό, τον στίχο του Μυσέ «όταν φεύγεις είναι σαν να πεθαίνεις λίγο», και αντανακλά «τα χρόνια της σαχλαμάρας» όπου ταξινομεί τα φλερτ της, καταγράφει το ερωτικό της ξύπνημα, τη λατρεία για τη μάνα της, αλλά και διαπιστώνει την εμφάνιση «εκείνης», όταν την πιάνουν κρίσεις άγχους. Στο Β΄ μέρος με υπότιτλο «Φοβάμαι» αποτυπώνει την αγωνία της να αντιμετωπίσει την ψυχική της αστάθεια στα χρόνια 1967-1970, την τάση της να παρακάμπτει την αλήθεια, τα όνειρα που βλέπει και τις ερμηνείες τους, τα κλειδιά που της δίνει ο ψυχαναλυτής της (Π. Σακελλαρόπουλος) για την ευνουχιστική σχέση με τη μάνα της, αλλά και την αίσθηση της μάχης με τον εαυτό της που θα εμπνεύσει αργότερα την θεματολογία των μυθιστορημάτων της. Στο Γ΄ μέρος (1975-1979), η αναταραχή που αισθάνεται, το «Νever in peace» του υπότιτλου, αρχίζει να εκφράζεται δημιουργικά και ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς το συνειδητό και το υποσυνείδητο, οι φαντασιώσεις της και τα γεγονότα, τρέφουν τη μυθοπλασία και ακονίζουν τους αφηγηματικούς τρόπους της. Στη βάση όλων των εγγραφών (και της λογοτεχνικής διαμόρφωσής της), τα σπουδαία, γαλλικά ή αγγλικά- όχι ελληνικά- έργα που καταβροχθίζει. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην διφορούμενη φωνή της.

ΥΓ. Ζητώ συγγνώμη για την παράλειψη του ονόματος της συντάκτριας του άρθρου Μικέλας Χαρτουλάρη καθώς και της πηγής. Ατυχήματα όμως συμβαίνουν.

Το Κατοικίδιο

Monday, November 10, 2008

Τα καπελωμένα βραβεία

Ηρθε και φέτος η ανακοίνωση για τα καπελωμένα βραβεία του ΕΚΕΒΙ απο την μισθοσυντήρητη επιτροπή των συσχετισμών και πάθαμε μια αναφυλαξία όλοι εμείς που χειριζόμαστε αυτό το μπλόγκ . Φέτος προστέθηκαν και οι κατευθυνόμενες λέσχες βιβλίων του ΕΚΕΒΙ, για τις οποίες θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά.

Φυσικά, οι ίδιοι δήθεν σοβαροφανείς κριτές και η παρέα του βιβλίου υποκύπτοντας στους συσχετισμούς του αλληλογλυψίματος μας κάστας εκδοτών και συγγραφέων παρουσιάζουν τη λίστα των δήθεν πιο δημοφιλών βιβλίων αφήνοντας απέξω Δημουλίδου, Μαντά και άλλες ευπώλητες κυρίες του ερωτικο-κοινωνικού μυθιστορήματος. Και για να φανούν πιο αντικειμενικοί οι παρεοκαρεκλοκένταυροι της βιβλιοεξουσίας, εξαίρεσαν απο τη λίστα το νέο δημοφιλές αστυνομικό του προέδρου Μάρκαρη.

Τέλος, δεν θα ακουστούν σχόλια και αντιδράσεις αφού το ΕΚΕΒΙ για να καλύψει τα νώτα του φρόντισε να περιλάβει ένα βιβλίο των εκδόσεων Ψυχογιός που πέρισι κίνησε όλο το θόρυβο για την τρύπια λίστα του ΕΚΕΒΙ.

Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί! Με τον παρά μας βαρεθήκαμε να κάνετε πολιτικές σε όλα τα είδη του δημόσιου βίου!!!


Τα Κατοικίδια εν εξάλλω

· Πανδαιμόνιο του Κώστα Ακρίβου στις εκδόσεις Μεταίχμιο ·

Η αηδονόπιτα του Ισίδωρου Ζουργού στις εκδόσεις Πατάκης

· Ανεπίδοτοι έρωτες του Περικλή Κοροβέση στις εκδόσεις Ηλέκτρα

· Η Μαρία των Μογγόλων της Μαριάννας Κορομηλά στις εκδόσεις Πατάκη

· Τι ζητούν οι βάρβαροι του Δημοσθένη Κούρτοβικ στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

· Ο τελευταίος Παλαιολόγος του Γιώργου Λεονάρδου στις εκδόσεις Λιβάνη

· Αλδεβαράν του Παύλου Μάτεσι στις εκδόσεις Καστανιώτη

· Τηλεμάχου Οδύσσεια του Δημήτρη Μίγγα στις εκδόσεις Μεταίχμιο

· Όλα σου τα μαθα, μα ξέχασα μια λέξη του Δημήτρη Μπουραντά στις εκδόσεις Πατάκη

· Του φιδιού το γάλα του Γιάννη Ξανθούλη στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

· Η Μεγάλη Άμμος του Βαγγέλη Ραπτόπουλου στις εκδόσεις Κέδρος

Βίλα Κόμπρε του Αλέξη Σταμάτη στις εκδόσεις Καστανιώτη

· Φτερά από μετάξι της Πασχαλίας Τραυλού στις εκδόσεις Ψυχογιός

· Ραγδαία επιδείνωση του Θανάση Χειμωνά στις εκδόσεις Πατάκη
και (εκτός συναγωνισμού) Παλιά, πολύ παλιά του Πέτρου Μάρκαρη στις εκδόσεις Γαβριηλίδης

Thursday, October 30, 2008

Γατανιστάν;

Ανδρέας, ΠΑΣΟΚ, Γατανιστές
Μανώλης Πιμπλής (ΤΑ ΝΕΑ)





Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΪΚΟΥ ΠΑΣΟΚ, ΜΕ ΑΝΑΛΟΓΗ ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ। ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΖΗΣΑΜΕ ΚΑΙ ΠΟΥ ΞΕΘΩΡΙΑΖΕΙ, ΕΧΟΝΤΑΣ ΑΦΗΣΕΙ ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΤΗΣ ΣΗΜΑΔΙΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΜΑΣ Η αποτίμηση ενός τόσο σύνθετου φαινομένου όσο η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, από τα μέσα του ΄70 μέχρι την πρώτη φάση της διακυβέρνησής του, τη δεκαετία του ΄80, είναι προφανώς δύσκολη υπόθεση। Και δεν μιλάμε για την αποτίμηση του κυβερνητικού έργουεκεί ο καθένας μπορεί να έχει τις απόψεις του- όσο για την αποτίμηση του κοινωνικού φαινομένου, την αξιολόγηση του τι πραγματικά συνέβη τότε ώστε να αναδειχθεί στην εξουσία ένα κίνημα με τόσο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, εντελώς διαφορετικά από οτιδήποτε είχαμε γνωρίσει ως εξουσία μέχρι τότε. Ειδικά η αμηχανία της λογοτεχνίας είναι έκδηλη. Γιατί να μιλήσεις λογοτεχνικά για την τρέχουσα πολιτική ζωή, την οποία όλοι εντέλει γνωρίζουν; Τι θα μπορούσε να προσθέσει η λογοτεχνία σε μια πραγματικότητα που, από πολλές απόψεις, ξεπερνούσε τη φαντασία; Και κυρίως πώς να μιλήσεις γι΄ αυτήν, χωρίς να θεωρηθεί ότι ανακαλύπτεις την Αμερική; Το πνευματώδες μυθιστόρημα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Το χρονικό του Δαρείου, δίνει κάποιες απαντήσεις. Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, γεννημένος στην Πασοκομάνα Κρήτη (στον Ζαρό Ηρακλείου), φιλόλογοςπανεπιστημιακός και πολυεστεμμένος συγγραφέας (Η Ιστορία του έχει πάρει Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας), αποφάσισε να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα. Αντί να γράψει ένα μυθιστόρημα με φόντο την εποχή, περνώντας έτσι τις απόψεις του εμμέσως όπως θα έκαναν οι περισσότεροι, κάνει την εποχή- και το ΠΑΣΟΚ - μυθιστόρημα. Δαρείος είναι βέβαια ο Αντρέας και το χρονικό του το γράφει, μετά τον θάνατό του, ο έμπιστος «γραμματικός» του, ένα πρόσωπο με τα χαρακτηριστικά-

ας πούμε- του Αντώνη Λιβάνη। Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, παραλλάσσοντας ονόματα προσώπων και κομμάτων, ανακατεύοντας κομμάτια πραγματικών γεγονότων με τη δική του κοπτοραπτική, ο Γιατρομανωλάκης αφηγείται την ιστορία του «Δαρείου» και του κόμματος του, του «ΠΑΓΑΛΑΚ». Γιατί το κάνει; Μα για να πει ότι το αυτονόητο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι λογοτεχνικό. Το ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου είχε κάτι το κατ΄ εξοχήν θεατρικό, είχε δραματουργία, πάθη, αντιφάσεις, στοιχεία που από μόνα τους συνιστούν λογοτεχνία. Το ότι βάζει τον «γραμματικό» να κάνει την αφήγηση είναι ενδεικτικό των προθέσεών του. Αν είσαι από την πλευρά της διάψευσης και δώσεις τον λόγο στον εαυτό σου, θα προδοθείς από το καταγγελτικό σου ύφος. Είναι σαφώς προτιμότερο να δώσεις τον λόγο σε κάποιον που πιστεύει απολύτως στη δικαίωση του οράματος, αναδεικνύοντας ως πρωταγωνιστή του έργου ένα λεπτό σκωπτικό υπόστρωμα που διατρέχει την κάθε του σελίδα. Είναι χαρακτηριστικό το πώς αποθεώνονται οι αλλαγές διαθέσεων και απόψεων του Δαρείου, πώς υπερτονίζεται το έργο της υπουργού Έλλης: «ο πυρετός της κουλτούρας έκαιγε το μέτωπο του έθνους», «καθιερώθηκαν γιορτές για να τιμηθούν ταπεινές παραγωγικές τάξεις. Η Γιορτή του Μελισσοκόμου ήταν δική της (...)». Τα ονόματα είναι αλλαγμένα, βέβαια και κανείς δεν είναι ακριβώς αυτός που υπονοείται ότι είναι.
Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης επινοεί μια ελληνική φυλή που δεν ξέραμε ότι υπήρχε, τους... Γατάν, οι οποίοι μόλις ανακαλύφθηκαν, έγιναν το σύμβολο του νέου Κινήματος. Η φυλή των γάτων, ...

Wednesday, October 1, 2008

Τοιχογραφία μιας Ελλάδας που έσβησε

Κριτική της Ελένης Γκίκα απο το Εθνος της Κυριακής

Φράσεις «σουσάμι άνοιξε» ή κλειδί για ένα διπλό ταξίδι που επιχειρεί κι επιτυγχάνει εξαιρετικά η πανεπιστημιακός-συγγραφέας Αδαμαντίνη Κουμιώτου στο καινούργιο της βιβλίο: «Της αγάπης θάλασσα», όπου θάλασσα η οικεία και αγαπημένη στο γενέθλιο νησί, η ίδια η ζωή. Ολα αρχίζουν και τελειώνουν με τον ίδιο τρόπο, σαν κύκλος: Η Αμαλία και ο Λουκιανός που επιστρέφουν μετά χρόνια αθέλητης εξορίας στο νησί. Και στο τέλος, μετά την άφεση, η επιστροφή.
Είχαν φύγει στο παρελθόν σαν τους κυνηγημένους της αγάπης, από αγαπημένους, εφόσον ο αυστηρός πατέρας της Αμαλίας, Κωνσταντής, αρνείται να το δεχθεί. Εξάλλου οι καιροί, πόλεμος, κατοχή, νεκροί, ήταν ταραγμένοι και ρευστοί. Ο Γιάννης τους, μόλις ημερών νεκρός.
Ποιητικό αίνιγμαΟλα αυτά τα σκέπτεται με κλειστά μάτια η Αμαλία και ανασκευάζοντας τον χαμένο χρόνο, ανασυναρμολογεί μια ζωή: τα παιδικά της χρόνια, τ αδέλφια, τον σοφό παππού, την καλή της νεράιδα νονά, τον αυστηρό πατέρα, τη μάνα, την αξιοπρεπή φτώχεια, την ψυχική λεβεντιά, το πανηγύρι όπου γνώρισε τον Λουκιανό της, τον θάνατο του Γιάννη τους στο μέτωπο που θα τους βρει σαν καιρικό φαινόμενο, συμφορά...
Ανοιγοκλείνοντας κεφάλαια με ποιητικό αίνιγμα (εδώ φαίνεται και η τεράστια φιλολογική της υποδομή), προβάλλει τα περασμένα αλλά όχι ξεχασμένα επεισόδια της ζωής της ως παραπόταμους που την οδηγούν στην ίδια θάλασσα. Οι επιλογές, καίριες, αριστοτεχνικές: «Μέρες πάνω στις μέρες,/ κι από κάτω να στενάζει πλακωμένη/ μια ζωή» (Χρίστος Λάσκαρης). «... Και μένει μόνο/ η αναδρομική ερμηνεία: να βρούμε πότε/ γεννήθηκαν οι σχέσεις και πού και πώς/ ωρίμασαν τα αισθήματα και οι αλήθειες» (Άθως Δημουλάς) «Να περπατάμε αμίλητοι/ να μη σταθούμε πουθενά/ ώσπου να παραδώσουμε το μήνυμα» (Γιώργης Παυλόπουλος)....
Εξάλλου έτσι έζησε η Αμαλία, μια «πλακωμένη» αν και απολύτως ένδοξη και λαμπερή ζωή. Καριέρα, ταξίδια, συντροφικότητα στενάζουν κάτω από το βάρος της πατρικής και μητρικής απουσίας. Κι η αναδρομική ερμηνεία που αργεί. Τα όνειρα, όμως, πάντοτε εκεί, να παραδώσουν πριν το γεγονός γίνει βίωμα, το μήνυμα: είτε ο νεκρός Γιάννης τους είναι αυτός είτε ο πατέρας που κινδυνεύει...
Το κομβικό σημείο, η αέναη αλλά και αυτή η όντως επιστροφή. Με την καρδιά της πάλι και πάλι χρόνια και χρόνια αλλά και τώρα, για να προλάβει όσο είναι καιρός. Εξάλλου «Οσο η διαδρομή μικραίνει/ τόσο ο δρόμος του Ωμέγα μεγαλώνει» (Αγησίλαος Σ. Παπαδόπουλος).
Αλλά η άφεση έστω και με καθυστέρηση πολλών χρόνων, εν τέλει , θα ρθεί. Η Αμαλία θα αξιωθεί και πάλι το νανούρισμα του πατέρα, θα ξημερωθεί αναπλάθοντας το παρελθόν με τη νονά, θα τους φροντίσει με την αγάπη της όπως σ' αγαπημένους αρμόζει, θα αντιμετωπίσει το αμετάκλητο μέσα σε οικεία αγκαλιά. Αλλωστε ό,τι και να κάνουμε «ο ουρανός με την αλήθεια του/ κι ο άνθρωπος με την πραγματικότητά του», δεν γίνεται διαφορετικά.
Μια τοιχογραφία μιας Ελλάδας σκληρής και έντιμης, που σβήνει, τι λέμε, έσβησε, μόνο στις αναμνήσεις μας πια, ήρωες με σάρκα και οστά, ευάλωτοι και τρωτοί, μέσα στην κρούστα του ρόλου τους και τις αντιφάσεις τους, όνειρα σιβυλλικά και αλληγορικά, συναντήσεις σπαρταριστές, που να σε καθιστούν ωσεί παρόντα. Το εξαιρετικό εύρημα του βιβλίου, εκτός των στίχων που ανοίγουν ως κεντρική ιδέα ή αίνιγμα τα κεφάλαια, οι παροιμίες και τα δημοτικά τραγούδια, φράσεις σπαρμένες από σπουδαία έργα λογοτεχνικά σαν το μωσαϊκό. Η συλλογική μνήμη που συνοδεύει τη ζωή τη ζώσα που αναπνέει, πάσχει, χαίρεται, σφάλει, ερωτεύεται, συγχωρεί, μοχθεί.
Ενα βιβλίο-επιστροφή στην αφετηρία. Σε ό,τι την καθόρισε, τη σφράγισε, την πλήγωσε, τη στήριξε τόσα χρόνια σε μια χρονική περίοδο συμπυκνωμένη σα μαγική: «Πέρασαν τόσα χρόνια/ κι όμως θυμάμαι ακόμη/... έτσι ήταν οι μέρες εκείνες/ γεμάτες μικρά αλλεπάλληλα θαύματα». Κι ο αποχαιρετισμός, μοίρα κοινή: «Όπου βρεθώ,/ άλλη δεν κάνω,/ μόνο τυλίγω/ του αποχαιρετισμού/ το κουβαράκι»...
Ενας μαγικός Μάιος που ανασυναρμολογεί τα πολύτιμα κομμάτια μιας ζωής. Και η επώδυνη αναμέτρηση που είναι μονόδρομος: άλλη διαδρομή το αύριο, δεν ξέρει!
Σημαντικά σημεία του βιβλίου, ο θάνατος του αδελφού, η συνάντηση με την παιδική φίλη, η αναμέτρηση με τον πατέρα στο νοσοκομείο, όλη αυτή η αγάπη και η στοργή σχεδόν σωματική. Η πατρική ευχή που πάντα τη συνοδεύει κι ας μη το γνωρίζει, αλλιώς δεν θα είχε ζήσει μια τόσο σημαντική ζωή. Η σχέση της Αμαλίας με τον πατέρα, τόσο ίδιοι και τόσο διαφορετικοί, η αγάπη που ενώνει κι ο εγωισμός που χωρίζει, η ζωή που γνωρίζει και αποφασίζει με νομοτέλεια σοφή. Οι μνήμες που είναι ζωή χειροπιαστή.ταυτοτητα
· ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΗ Αδαμαντίνη Κουμιώτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σάμο.
· Ζει στην Αθήνα.
· Διδάσκει Αρχαία Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
· Από την «Εμπειρία Εκδοτική» κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της «Μετά τη σιωπή».ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

Ολα σου τάμαθα μα ξέχασα μια λέξη

Της Ελένης Γκίκα , ΕΘΝΟΣ
Με φιλοσοφικούς προβληματισμούς που ακτινογραφούν τη σύγχρονη εποχή ο Δημήτρης Μπουραντάς στο πρώτο του μυθιστόρημα «Ολα σού τα μαθα, μα ξέχασα μια λέξη» παραδίδει μαθήματα αυτογνωσίας
«Οι ηγέτες που διαθέτουν υπαρξιακή ευφυϊα μπορούν να εμπνευσθούν ένα καλύτερο κόσμο και να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε πρόοδο। Ενσωματώνουν το βλέμμα του άλλου στον τρόπο που βλέπουν τον εαυτό τους. Σκέφτονται και κατανοούν τον εαυτό τους ως ανθρώπινη ολότητα στον κόσμο, αποτελούμενη από το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή. Εχουν μια ισχυρή αίσθηση αποστολής και συνείδηση της ελευθερίας των επιλογών τους. Διαθέτουν αυτογνωσία, αυτοέλεγχο και αυτοκυριαρχία. Βλέπουν καθαρά και διακρίνουν το αληθινό και το αυθεντικό, έχουν πάθος, αμφισβητούν και παλεύουν ενάντια στο παράλογο της σημερινής κοινωνίας, στην παθητικότητα, στη σύγχυση και στην αποξένωση.

Κατανοούν την ανάγκη αυτοπραγμάτωσης και αναπτύσσουν συνεχώς το δημιουργικό υπαρξιακό άγχος, που οδηγεί σε υπέρβαση, σε πρωτότυπες σκέψεις και ανακαλύψεις διαφορετικών εικόνων και νέων οριζόντων για την πρόοδο της ανθρωπότητας. Στηρίζονται σε ηθικές αξίες, ζουν αυθεντικά, έχουν ισχυρή θέληση και αυτοδεσμεύονται ν αφήσουν κληρονομιά έναν κόσμο καλύτερο. Δεν παραιτούνται, δεν ζουν παθητικά, αντίθετα από εκείνους που οδηγούνται στη «φιλοσοφική αυτοκτονία».
Ενα μυθιστόρημα-μάθημα ζωής, που αναζητά με πάθος «τον κύκλο των χαμένων Ιδεών», αποδέχεται και θεωρεί αναγκαία τη «βασιλική μοναξιά» του σύγχρονου ανθρώπου ή του επιτυχημένου και υποστηρίζει μυθοπλαστικά το ότι ο χαρακτήρας μας είναι το πεπρωμένο μας.
«Δάσκαλος»Ο Δημήτρης Μπουραντάς στο πρώτο του μυθιστόρημα «Ολα σού τα μαθα, μα ξέχασα μια λέξη» συμπεριφέρεται πρωτίστως σαν γενναιόδωρος «δάσκαλος», παραθέτοντας άλλοτε δοκιμιακά και άλλοτε αλληγορικά τις γνώσεις του, καθώς και τη δική του πείρα ζωής, χωρίς να στερείται αφηγηματικής ικανότητας.
Με κεντρικούς ήρωες τον Νίκο Αλεξίου και την φοιτήτρια Αννα Μιχαήλ, σκιαγραφεί το πορτρέτο του σημερινού ήρωα ή αντιήρωα που αγωνίζεται να χαράξει τη δική του διαδρομή στη ζωή. Χρησιμοποιώντας εμβόλιμα ιστορίες μέσα στην ιστορία, χαρίζει στην Αννα πρώτα και στον αναγνώστη μετά, το παράδειγμα του Δημήτρη που όντας αετόπουλο, η ζωή και η συγκυρία τα έφερε έτσι ώστε να βρεθεί στο... κοτέτσι. Αλλά την ίδια ακριβώς τακτική θα ακολουθήσει και η Αννα, για να του υπογραμμίσει με το δικό της αφήγημα ζωής, τη λέξη που παρέλειψε να της μάθει, διότι κι εκείνος τη φοβήθηκε..
Η Αννα Μιχαήλ, ακολουθώντας κατά γράμμα τις υποδείξεις του δάσκαλού της και μέντορα Νίκου Αλεξίου, θα βαδίσει στα ίχνη του και υπερνικώντας εμπόδια θα βρεθεί στη μοναξιά της κορυφής. Για να αναγκαστεί να επαναπροσδιορίσει τον στόχο. Να αισθανθεί το μεγαλείο του θεϊκού παρόντος όταν πια και η τελευταία κορυφή έχει κατακτηθεί.
Με μια στέρεη ιστορία αυτή του Νίκου και της Αννας, με φιλοσοφικούς προβληματισμούς που ακτινογραφούν τους νέους καιρούς, με χαρακτήρες που διαγράφουν όλη τη διαδρομή για την αυτογνωσία, αναζητώντας ταυτοχρόνως και την εθνική μας ταυτότητα και με μοντέρνα δομή, ο Δημήτρης Μπουραντάς υπογράφει ένα σύγχρονο και ταυτοχρόνως τόσο παλιό όσο η ανθρώπινη ύπαρξη, μυθιστόρημα. Βασικά χαρακτηριστικά του, ο φιλοσοφικός στοχασμός, η πορεία προς την επιτυχία και την αυτογνωσία, η επιστροφή στο αυθεντικό και στο διαχρονικό, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς ότι η ζωή είναι αυτοσχεδιασμός και δεν είναι πρόβα. Η παράσταση είναι «αυτή» κι ο σκηνοθέτης εμείς.
Με εμβόλιμο δοκιμιακό λόγο και εγκιβωτισμένες ιστορίες, με αποσπάσματα Σοπενάουερ, Νίτσε και παραδείγματα από την ιστορία, τη λογοτεχνία, την ψυχολογία και τη φιλοσοφία, τα αλλεπάλληλα επίπεδα του ίδιου βιβλίου μπορούν να προσφέρουν στον καθένα ό,τι επιζητά: μάθημα αυτογνωσίας ή επιτυχίας, φιλοσοφικό πλαίσιο ζωής, ερωτική ή υπαρξιακή ιστορία.
Διότι ο συγγραφέας με τίποτα δεν διστάζει να αναμετρηθεί, θέτοντας ζητήματα όπως αυτό της ταυτότητας ή της κοινωνικής αναλγησίας, αποδεικνύει το αρχικό συμπέρασμα ζωής: ναι, τελικά, μπορεί κάλλιστα η ανεμώνη ν ανθίσει στην έρημο. Βασική προϋπόθεση, βέβαια, είναι «να βρεις ποιος είσαι και πού θέλεις να πας».
Καθόλου τυχαία η μεγάλη επιτυχία του βιβλίου. Μικρό απόσπασμα για το τέλος και μέγιστο μάθημα για όσους βρέθηκαν κάποια στιγμή στην κορυφή: «Μέχρι τώρα προσπαθούσαμε να κάνουμε το όνειρο πραγματικότητα. Τώρα είναι καιρός να κάνουμε την πραγματικότητα όνειρο.
Να δώσουμε νόημα σε κάθε στιγμή, στα μεγάλα αλλά και μικρά καθημερινά πράγματα. Στον αέρα που αναπνέουμε, στον ουρανό που αντικρίζουμε, στους ανθρώπους που συναντάμε, στο κρασί που πίνουμε, στα τραγούδια που ακούμε.
Πρέπει να μάθουμε να ζούμε χωρίς να ελπίζουμε. Σε τούτη τη φάση της ζωής μας, εδώ που φτάσαμε, έχουμε ν απολαύσουμε τόσα πολλά και πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε, αλλιώς θα είμαστε δυστυχείς».
Κι ακόμα «Αν θέλουμε να ζούμε την κάθε στιγμή, πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι το τέλος μπορεί να είναι και πολύ κοντά. Οτι το μέλλον είναι το παρόν. Οτι το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς».
Ταυτότητα
Ο Δημήτρης Μπουραντάς θεωρείται ο πλέον διακεκριμένος καθηγητής του Μάνατζμεντ και της Ηγεσίας στην Ελλάδα, με διεθνή αναγνώριση.
Στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ίδρυσε και διευθύνει δύο μεταπτυχιακά προγράμματα για στελέχη επιχειρήσεων (Executive ΜΒΑ και Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού) εξαιρετικής φήμης και υψηλού κύρους, από όπου έχει αποφοιτήσει μεγάλος αριθμός ηγετικών στελεχών ελληνικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Πολλές εργασίες του έχουν δημοσιευθεί στα πιο έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά.
Στην Ελλάδα έχει εκδώσει πέντε βιβλία, το ένα από τα οποία διδάσκεται στο Λύκειο. Το βιβλίο του «Μάνατζμεντ» (εκδόσεις «Μπένου») και το πιο πρόσφατο με τίτλο «Ηγεσία: Ο δρόμος της διαρκούς επιτυχίας» (εκδ. «Κριτική») είναι τα ελληνικά μπεστ σέλερ στον χώρο τους.
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

Μάρω Δούκα:Σήμερα είμαι λιγότερο αφελής

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

«Σήμερα είμαι λιγότερο αφελής»
Η συγγραφέας της «Αρχαίας σκουριάς» μιλάει για τη λογοτεχνία και την πολιτική, για την κριτική και το Διαδίκτυο και αποκαλύπτει ότι έχει έτοιμο το νέο της μυθιστόρημα, τοποθετημένο στα Χανιά την περίοδο 1941- 45
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΑΦΕΡΜΟΥ
Η Μάρω Δούκα κοιτάζει τον συνομιλητή της κατευθείαν στα μάτια, χωρίς «λοξοδρομήσεις», με καθαρό βλέμμα, με τόλμη. Οπως στη γραφή της. Σπινθηροβόλα, σαφής, ακριβοδίκαιη. Και ανά στιγμές με ποιητική ελλειπτικότητα. Τις πρώτες φθινοπωρινές ημέρες, το κόκκινο αντιανεμικό της, το εντελώς άβαφο πρόσωπό της, η καρέ κόμμωση, τα τσιγάρα δεν προδίδουν τα 61 της χρόνια. Η Μάρω Δούκα γράφει ανελλιπώς. Το νέο της μυθιστόρημα είναι σχεδόν έτοιμο. Ταυτόχρονα η πρόσφατη επανέκδοση της Αρχαίας σκουριάς, του μυθιστορήματος με το οποίο μέστωσε η φωνή της μεταπολιτευτικής γενιάς, επισφραγίζει τη διαχρονικότητα της εκφραστικής της δύναμης (η επανέκδοση και άλλων χαρακτηριστικών βιβλίων της, όπως του Καρέ φιξ και της Πλωτής πόλης, όλα με εξώφυλλα φιλοτεχνημένα από τον ζωγράφο Αλέξη Βερούκα, ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια στις εκδόσεις Πατάκη). Οι δύο όψεις του προβληματισμού της, η πολιτική και η υπαρξιακή, παραμένουν το ίδιο επίκαιρες σήμερα, τριάντα χρόνια αργότερα, ως επίμονα αιτήματα αλλαγής.
- Παραμένετε πολιτικό ον όπως τότε;
«Φυσικά. Μόνο που σήμερα είμαι λιγότερο αφελής και με την εντύπωση ότι το "έργο" αυτό το έχω ξαναδεί...».
- Το πολιτικό σχόλιο είναι πιο δυνατό όταν προέρχεται από τη λογοτεχνία;
«Ναι. Αλλά μόνο αν ενσωματώνεται δημιουργικά στο κείμενο, αν είναι δηλαδή αναπόσπαστο στοιχείο της μυθοπλασίας, άμεσα συνδεόμενο με τον ψυχισμό των χαρακτήρων και τη θερμοκρασία του κειμένου».
- Αν γράφατε ένα βιβλίο σήμερα, ποιο θα ήταν το θέμα του;
«Το έχω ήδη γράψει. Θα χρειαστώ όμως πολύ καιρό εντατικής δουλειάς ώσπου να πάρει την τελική μορφή του. Θέμα του είναι η γερμανική πρώτα και η αγγλογερμανική έπειτα κατοχή στα Χανιά (1941-1945) μέσα από την οπτική και τις αναζητήσεις μιας σημερινής κοπέλας».
- Το ταλέντο ή το θράσος κυριαρχεί στους νεότερους συναδέλφους σας; Και στα δικά σας πρώτα βήματα;
«Δεν θέλω να ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι στα χρόνια της νεότητάς τους υπήρξαν σοβαρότεροι από τους σημερινούς νέους. Διότι κάθε εποχή, μας αρέσει ή όχι, έχει τα δικά της μέτρα και σταθμά. Στα δικά μου πρώτα βήματα, πάντως, η πεζογραφία μπερδευόταν λιγότερο με την παραφιλολογία και απαιτούσε, παράλληλα με το όποιο ταλέντο, πολλή δουλειά, υπομονή, αφοσίωση και μόχθο. Το έχω πει και άλλη φορά: ορισμένοι από τους νέους συγγραφείς, αν και ταλαντούχοι, αναλώνονται πέραν του δέοντος με τη δημόσια εικόνα τους».
- Τι μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας για να «ακουστεί»: να πάει με τα νερά της κοινότοπης «τηλεοπτικής» γλώσσας ή να επιλέξει να είναι απόλυτα πιστός στα καλλιτεχνικά του ένστικτα, παρά τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης;
«Ο αληθινός συγγραφέας δεν ροκανίζεται με παρόμοια διλήμματα. Και να σας πω, αυτοί που γράφουν σήμερα ακολουθώντας, όπως λέτε, την κοινότοπη τηλεοπτική γλώσσα γράφουν έτσι επειδή δεν είναι ικανοί να γράψουν αλλιώς. Τονίζω επίσης ότι δεν γράφουμε για να "ακουστούμε", γράφουμε από τη βαθύτερη ανάγκη μας να εξηγήσουμε με τον δικό μας τρόπο τον κόσμο. Οσο για το περιθώριο, γιατί να το φοβόμαστε; Εκεί ανθίζουν τα πιο σπάνια λουλούδια».
- Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας σε μια Ελλάδα που κυριαρχείται από την τηλεόραση;
«Δεν ξέρω αν μπορεί να οριστεί επακριβώς ο ρόλος της. Θα έλεγα πάντως ότι πρωτίστως οφείλει να μην ετεροκαθορίζεται. Χωρίς να εθελοτυφλεί, δηλαδή, απέναντι στην επικαιρότητα, καλό θα ήταν να μη σύρεται από αυτήν».
- Πώς κρίνετε λοιπόν την εποχή μας ιδεολογικά και καλλιτεχνικά σε σύγκριση με τον καιρό της πρώτης δημιουργίας σας;
«Κάθε εποχή - το είπαμε - έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Πριν από 30 χρόνια οι ατομικές αναζητήσεις συμπλέκονταν δυναμικά με τα συλλογικά οράματα. Και μέσα από αυτή τη συμπλοκή το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είχε αναπόφευκτα μιαν άλλη δραστικότητα».
- Ποιο ήταν ιστορικά το γεγονός που σας στιγμάτισε περισσότερο;
«Η επταετής δικτατορία των συνταγματαρχών. Επειδή όμως το "στιγματίζω" έχει και αρνητική χροιά, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι τα χρόνια της χούντας, που συμπίπτουν με τον ερχομό μου στην Αθήνα και με τις σπουδές μου, ήταν η πιο γόνιμη από κάθε άποψη περίοδος της ζωής μου».
- Ποιο προσωπικό τραύμα μετουσιώσατε στη λογοτεχνία και η πράξη αυτή σάς θεράπευσε; Διότι, επί παραδείγματι, έχετε περιγράψει αδιέξοδους έρωτες στην «Πλωτή πόλη».

Η Μάρω Δούκα
«Τα τραύματα στη ζωή μας δεν απαριθμούνται, δεν ταξινομούνται, δεν αξιολογούνται. Εφόσον αυτά ακριβώς είναι η ίδια μας η ζωή, η ουσία της. Θυμάμαι έναν στίχο του Ρίτσου: Ζωή - ένα τραύμα στην ανυπαρξία. Οσο για το γράψιμο, παρηγορεί ίσως αλλά δεν θεραπεύει. Διότι αν θεράπευε... δεν θα υπήρχε λόγος να ξαναγράψουμε».
- Γιατί ως τρόπο αφήγησης επιλέξατε τον ρεαλισμό;
«Θα έλεγα ότι ο ρεαλισμός είναι αυτός που σε γενικές γραμμές, παρά τους όποιους πειραματισμούς μου, με έχει επιλέξει».
- Σύμφωνα με την Τόνι Μόρισον, «η ικανότητα των συγγραφέων να φανταστούν αυτό που δεν είναι "εγώ", να κάνουν ό,τι παράξενο να φαίνεται οικείο και ό,τι οικείο να φαίνεται εξωπραγματικό, είναι η άσκηση της δύναμής τους». Πώς σας ακούγεται η άποψή της;
«Θα συμφωνούσα. Και θα είχα μάλιστα να προσθέσω ότι αυτή η λειτουργία του συγγραφέα να "υποτάσσει" το εγώ του και να το εξακτινώνει μέσω της φαντασίας αλλά και της επινόησης σε άλλα "εγώ" αποτελεί όχι μόνο τη δύναμη της μυθιστοριογραφίας αλλά και τη βαθύτερη ουσία της. Από τα πρώτα μου συγγραφικά βήματα, άλλωστε, είχα διαπιστώσει ότι, και όταν ακόμη ο πεζογράφος επιχειρεί να γράψει μια βιωματική ιστορία, η εσωτερική οικονομία του κειμένου του θα τον οδηγήσει ερήμην του (και αυτό θα είναι το σημάδι ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο) σε επινοήσεις και σε φανταστικές προεκτάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τις αρχικές προθέσεις του και τον πρωτογενή σχεδιασμό. Και το θαυμαστό είναι ότι ακριβώς για αυτό, επειδή δηλαδή λοξοδρόμησε, η προσωπική του ιστορία έγινε πολύ πιο αληθινή και πιο οικεία, ικανή να συγκινήσει και τον άλλον, τον αναγνώστη. Θα είχα επίσης να επισημάνω ότι ο μυθιστοριογράφος καλείται όχι μόνο να επινοήσει τα "πρόσωπά" του αλλά και να τα υποδυθεί "χάνοντας" απολύτως το "εγώ" του, ενώ ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να λησμονεί ότι αυτός είναι ο σκηνοθέτης. Και ως σκηνοθέτης, ασκώντας τη δύναμή του, οφείλει να γνωρίζει ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο οικείο και στο παράξενο τείνει να μηδενίζεται όσο αυτός θα είναι σε θέση να μηδενίζεται, όσο αυτός είναι σε θέση να αποδέχεται την αυθυπαρξία και την αυτοτέλεια που δικαιούνται τα πλάσματα της φαντασίας του».
- Η ζύμωση ανάμεσα σε ομοτέχνους είναι σημαντική; Ποιος είναι ο λόγος που δεν έχει ξανασυμβεί από τη γόνιμη δεκαετία του '30;
«Το γράψιμο είναι άκρως μοναχική αναζήτηση και περιπλάνηση που απαιτεί ζυμώσεις στα σκοτεινά. Πώς γίνεται ο μούστος κρασί; Πέρα από αυτό, όμως, στη δεκαετία του '30 τα ζητούμενα της τέχνης ήταν ευδιάκριτα και οι ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας είχαν συγκεκριμένο προσανατολισμό. Σήμερα βρισκόμαστε στο λυκαυγές μιας εποχής που ορίζεται από ασαφή κριτήρια και αναζητεί σε τοπικό, παγκόσμιο και διαδικτυακό επίπεδο τα ακόμη πιο ασαφή χαρακτηριστικά της».
- Ποιον σύγχρονο συγγραφέα θα θέλατε να συναντήσετε και τι θα του λέγατε;
«Συνήθως με τους συγγραφείς επικοινωνώ μέσω των βιβλίων τους. Θα ήθελα όμως να πιω ένα καφεδάκι με την Γκόρντιμερ μιλώντας μαζί της περί ανέμων και υδάτων».
- Η κριτική έχει ρόλο σήμερα;
«Πολύ σημαντικό. Εστω και αν όλοι αναζητούμε τη "δικαίωσή" μας στις λίστες των ευπώλητων, η κριτική είναι αυτή που θα μας τοποθετήσει στην εποχή μας μεσολαβώντας επί της ουσίας στην επικοινωνία μας με τον αναγνώστη και είναι αυτή επίσης που σε γενικές γραμμές θα μας επισημάνει τα υπέρ και τα κατά ενός βιβλίου μας».
- Εχετε τιμηθεί με πολλά αξιόλογα βραβεία. Αυτά μπορούν να αποτελέσουν «μπούσουλα» για έναν υποψήφιο αναγνώστη; Αρκετοί νέοι συγγραφείς τα εκλαμβάνουν ως ύψιστη καταξίωση.
«Τα βραβεία είναι καλά όταν έρχονται στην ώρα τους. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσαν να αποτελέσουν "μπούσουλα" για τον αναγνώστη. Επειδή, όχι σπανίως, είναι βραβεία ισορροπιών ή συγκυριών».
- Σε ποια χίμαιρα έχετε πιστέψει προσωπικά, κοινωνικά, πολιτικά;
«Δεν αφέθηκα ποτέ σε χίμαιρες. Από μικρή ήξερα ότι δικαιούμαι να προσβλέπω στους άλλους κωπηλάτες μόνο εφόσον και εγώ κωπηλατώ».

Saturday, September 13, 2008

Εκθεση βιβλίου στη Διονυσίου Αεροπαγείτου

Ο,τι ωραιότερο συμβαίνει στις βιβλιομέρες μας είναι η έκθεση βιβλίου στη Διονυσίου Αεροπαγείτου। Λέω να πάω μέχρις εκεί να μαζέψω υλικό για το χειμώνα πούρχεται ψυχρός και δύσκολος।



Πάντως, απο προχτές τα κεφάλια μέσα εμείς οι εκπαιδευτικοί και τα παιδάκια!!!



Καλή σχολική χρονιά σε όλους κι όλες। Καλά διαβάσματα επίσης!!!




Αφιέρωμα στον ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ

Κι εφέτος, το Φεστιβάλ Βιβλίου στεγάζεται, για έκτη χρονιά, στον «ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ένα από τα γοητευτικότερα σημεία των Αθηνών, με ιδιαίτερη πολιτισμική σημασία. Οι εκδότες πιστεύουν, ότι ο πεζόδρομος της Διονυσίου Αρεοπαγίτου είναι ο καταλληλότερος για την προβολή του Βιβλίου.
Στη σκιά του Ιερού Βράχου και με θέα τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, οι φίλοι του βιβλίου θα έχουν την ευκαιρία, απολαμβάνοντας έναν αισθαντικό φθινοπωρινό περίπατο, να ενημερωθούν για τους νέους τίτλους και να απολαύσουν ένα πανόραμα της σύγχρονης ελληνικής εκδοτικής δραστηριότητας. Το 37ο Φεστιβάλ Βιβλίου θα διαρκέσει από 12 - 28 Σεπτεμβρίου, ενώ τα επίσημα εγκαίνια θα τελεστούν τη Δευτέρα, 15 Σεπτεμβρίου, στις 20:00.
Την εικαστική φροντίδα της διοργάνωσης του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλίου (Σ.ΕΚ.Β.), έχει αναλάβει ο Χρίστος Καράς, ο οποίος φιλοτέχνησε ένα έργο, που παραπέμπει σε κάθε μορφή διαλόγου, καθώς εφέτος το 37ο Φεστιβάλ Βιβλίου είναι αφιερωμένο στον Διαπολιτισμικό Διάλογο. Εξάλλου, το 2008 έχει ανακηρυχθεί ως έτος Διαπολιτισμικού Διαλόγου που σημαίνει, ότι διάλογος μεταξύ πολιτισμών, για πρώτη φορά, μπαίνει πρώτο θέμα στην ευρωπαϊκή ατζέντα και, ως εκ τούτου, θεωρείται, πλέον, απαραίτητο εργαλείο για τη σφυρηλάτηση στενοτέρων δεσμών μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών, καθώς και μεταξύ των πολιτισμών, που τους συνθέτουν.
Το πρόγραμμα του εφετινού Φεστιβάλ απορρέει από αυτή την κοινοτική πρωτοβουλία και είναι καρπός συνεργασίας με τις ευρωπαϊκές πρεσβείες στην Αθήνα, οι οποίες ανταποκρίθηκαν σε κοινή πρόταση του Σ.ΕΚ.Β., αλλά και της Πρεσβείας της Δανίας, να συμβάλουν σε μια γιορτή της λογοτεχνικής πολυμορφίας και καλής ιστορίας. Για την πραγματοποίηση των εκδηλώσεων στο εν λόγω αφιέρωμα για τον Διαπολιτισμικό Διάλογο, η πρεσβεία της Δανίας είχε την ευθύνη στον συντονισμό του προγράμματος των εκδηλώσεων με τη Μορφωτικό της Ακόλουθο κ. Παναγιώτα Γούλα, ενώ η συμμετοχή των πρεσβειών Βουλγαρίας, Κύπρου, Νορβηγίας, Πολωνίας και Φινλανδίας, αλλά και οι Έλληνες εκδότες, οι οποίοι, με τους συγγραφείς, που εκπροσωπούν, συνέβαλαν, ώστε «οι καλές ιστορίες να κάνουν τον κόσμο καλύτερο». Στο 37ο Φεστιβάλ Βιβλίου, 300, περίπου, εκδότες σε 228 περίπτερα, παρουσιάζουν τη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή με περισσότερους από 50.000 τίτλους.

Friday, August 22, 2008

Ο Γιώργος Δενδρινός γράφει τη «Λούφα και Παραλλαγή»
του Εθνικού Συστήματος Υγείας

Στο καζίνο του νοσοκομείου
Γράφει η Χάρη Ποντίδα
[Απο την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ]

Η ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΦΟΡΜΗ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΝΔΡΙΝΟΥ ΝΑ ΕΙΣΧΩΡΗΣΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΡΥΦΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ. Ο ΚΥΝΙΣΜΟΣ, Ο ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΣΜΟΣ, ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΑΣ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΕΚΕΙ ΜΕΣΩ ΜΙΑΣ... ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗΣ ΛΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗΣ

Αθάνατη ελληνική πραγματικότητα. Με τα ωραία σου (!). Τα πάντα πωλούνται σε τιμή ευκαιρίας. Δεξιός νεφρός για μεταμόσχευση, με μεγάλη έκπτωση. Ποσοστά για ακρωτηριασμένα μέλη. Δαιδαλώδεις διαδικασίες και συμφωνίες κάτω απ΄ το τραπέζι, για το πώς θα φτάσει ένας άρτι αποδημήσας (για την αιώνια ζωή) φουκαράς, από το κρεβάτι του πόνου, στο μαρμάρινο τραπέζι του νεκροθαλάμου στα υπόγεια του νοσοκομείου.

Όχι ότι μας εκπλήσσει το μυθιστόρημα Απ΄ τα Κόκαλα Βγαλμένα (Εκδ. Κέδρος) του Γιώργου Δενδρινού. Το αντίθετο. Η ατμόσφαιρα και τα περιστατικά που περιγράφει ως ασκούμενος (στην αρχή) γιατρός στην ορθοπεδική κλινική ενός δημόσιου νοσοκομείου, φέρνοντας στο φως την άλλη πλευρά του φεγγαριού, είναι μια πραγματικότητα που- δυστυχώς- την έχουμε μυριστεί άμα τη αφίξει μας σε δημόσιο νοσοκομείο, πολύ πριν φτάσουμε στο γνωστό φακελάκι. Εδώ, απλώς, επιστρατεύονται το χιούμορ και η γοητευτική χρήση της γλώσσας για να κάνουν τον πόνο (τον φόβο, την αγανάκτηση) φιλοτιμία και αντί να πάρουμε την απεγνωσμένη απόφαση να πηδήξουμε απ΄ τον τρίτο (για να γλιτώσουμε), προτιμάμε να ξεκαρδιστούμε.

Τόπος του αυτοβιογραφικής εμπνεύσεως μυθιστορήματος (που είναι το τρίτο βιβλίο του ορθοπεδικού χειρουργού Δενδρινού) το Περιφερειακό Γενικό και Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Άγιοι Πάντες, στο κέντρο της Αθήνας. Μην ψάξετε στον κατάλογο να το βρείτε. Το λέει καθαρά. Είναι φανταστικό. Και τα πρόσωπα επίσης. «Αν και ορισμένοι χώροι και γεγονότα μοιάζουν αληθοφανή, δεν είναι παρά προϊόντα μυθοπλασίας», λέει ο κ. Δενδρινός.

Η μαγική λέξη είναι αυτό το «αληθοφανή». Αληθοφανέστατα!!

Πώς μοιάζει σαν μια ωραία «ακτινογραφία» του στρατού το «Λούφα και Παραλλαγή», με τις πλάκες του, τις χοντράδες του, τους απίστευτους τύπους του, τον παραλογισμό του, το χιούμορ του; Περίπου το ίδιο συμβαίνει κι εδώ- με τη διαφορά ότι στο βιβλίο του Δενδρινού, ο λάθος γύψος, στο λάθος πόδι, μπορεί να μας αφορά άμεσα.

Ολόκληρος ο νοσοκομειακός πληθυσμός, από τους γιατρούς μέχρι τους διοικητικούς υπαλλήλους και τους τραυματιοφορείς, χορεύουν τον χορό μιας κωμικοτραγικής καθημερινότητας μέσα στους κακοβαμμένους τοίχους και τις «άκρως δυσάρεστες οσμές από τις μουσκεμένες με πύον γάζες, που διαφέρουν ανάλογα με τον υπεύθυνο για τη συγκεκριμένη λοίμωξη μικροοργανισμό».


Η ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Ξεχαρβαλωμένες τουαλέτες, χώροι καταθλιπτικοί αφημένοι στην τύχη τους, παπατζήδες, θεούσες, καματεροί, νταβατζήδες, ανεκπαίδευτοι, ακατάρτιστοι γιατροί που «σπρώχνονται» από το σύστημα και επιβιώνουν, εφημερίες- μαϊμού που εξαντλούνται σε παιχνίδια πρέφας στο «καζίνο» του νοσοκομείου, είναι το χορταστικό παζλ το νοσοκομειακού βίου που μας περιγράφει ο συγγραφέας. Κι εκεί που τα κομμένα αφτιά, τα κακοφορμισμένα τραύματα και τα ακρωτηριασμένα μέλη περιφέρονται μεταξύ παραλόγου, μικροεκβιασμών και ξεκαρδιστικών συγκυριών που σε κάνουν να γελάς (κρατώντας ταυτόχρονα και την μύτη σου), να λοιπόν κάτι περίεργα ανθρώπινο, βαθιά συναισθηματικό και ελπιδοφόρο που καλύπτει τη μαυρίλα. Ο ίδιος ο ήρωας, όπως και πολλά από τα πρόσωπα που «παίζουν», παρ΄ ότι αποδέχονται και κυλάνε με το σύστημα, αφιερώνουν άδολα, και με περισσή φυσικότητα, την πιο δοτική πλευρά του εαυτού τους για να σώσουν ό,τι σώζεται. Και όντως, ενώ το σύστημα φαίνεται να νοσεί, παρουσιάζοντας πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη Σπιναλόγκα των Αγίων Πάντων (έτσι ονομάζουν τον σηπτικό θάλαμο του νοσοκομείου όπου νοσηλεύονταν οι ασθενείς με μολυσμένα τραύματα), οι άνθρωποι- κάποιοι τουλάχιστον- φαίνεται να διατηρούν ακόμη κάτι από εκείνη την πολυσυζητημένη ευαισθησία και την αυταπάρνηση που, ενίοτε, έτυχε να ζήσουμε κι εμείς στα επείγοντα.

Monday, August 18, 2008

Η Εφεύρεση της Σκιας του Κ. Τζαμιώτη

Απο τον Δημήτρη Αθηνάκη

Ο Ισίδωρος Γεωργίου είναι ένας φέρελπις νέος, άρτι αφιχθείς απ’ το Παρίσι, όπου έδρεψε δάφνες σπουδάζοντας ανθρωπολογία και ειδικευόμενος στη νοηματική γλώσσα. Σήμερα, στα 1970, 32 χρόνων, διδάσκει σε μαθητές, γόνους στυλοβατών του καθεστώτος των συνταγματαρχών, καθώς και σε μια σχολή κωφαλάλων. Ξαφνικά, μία ωραία πρωία τού γίνεται πρόταση απ’ τον Γεώργιο Κοντόσταβλο, πατέρα μιας μαθήτριάς του που είναι -παράλληλα- ερωτευμένη με τον καθηγητή της, ο οποίος του προτείνει μια πάρα πολύ σημαντική θέση: ν’ αναλάβει το δελτίο ειδήσεων στη νοηματική γλώσσα στη νεοσύστατη κρατική τηλεόραση. Αυτή είναι η ευκαιρία της ζωής του, αλλά -εκ του αποτελέσματος- και πηγή δεινών ταυτόχρονα. Απ’ αυτό το σημείο και μετά, ο Ισίδωρος Γεωργίου γίνεται διασημότητα, celebrity, για να το πούμε έτσι, της εποχής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όταν, όμως, αποφασίζει να πάρει πρωτοβουλίες, από ματαιοδοξία και μόνο, και ν’ αναπαραγάγει τις ειδήσεις που εκφωνεί η Κατερίνα Μίγα, με την οποία είναι τσιμπημένος, καταπώς εκείνος νομίζει ότι είναι αλήθεια και όχι όπως τα παρουσιάζει η προπαγανδιστική τηλεόραση των συνταγματαρχών, ξεκινούν τα μεγάλα του προβλήματα.

Ένα γαϊτανάκι από παρακολουθήσεις, απαγωγές, ανακρίσεις και ξυλοφόρτωμα ξεκινά απ’ όλες τις πλευρές: απ’ το επίσημο καθεστώς, απ’ αυτούς που ετοιμάζουν το δεύτερο πραξικόπημα του 1973, τον Ιωαννίδη και τους συν αυτώ, καθώς κι από εξτρεμιστικές οργανώσεις που θέλουν ν’ ανατρέψουν το σύμπαν! Όλοι νομίζουν ότι ο Ισίδωρος Γεωργίου εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άλλης πλευράς. Κυκεώνας κανονικός. Αυτός, ωστόσο, εξυπηρετεί μόνο τα δικά του συμφέροντα ή, καλύτερα, τη δική του άμετρη φιλοδοξία και ματαιοδοξία, κάτι που αποδεικνύεται κι απ’ όλες τις άλλες του πράξεις: φιλίες με υψηλά ιστάμενους, με το εγχώριο τζετ σετ, καθώς και «έρωτες» της μιας νύχτας, μέχρι που φτάνει και να πλαγιάσει με τη μόλις δεκαέξι χρονών κωφάλαλη κόρη του ευεργέτη του, την οποία και «καταφέρνει» ν’ αφήσει έγκυο.

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης δημιουργεί ένα μυθιστόρημα για το πώς και το πόσο η εξουσία και η αναγνώριση μπορούν ν’ αλλοιώσουν και να φθείρουν απολύτως αισθητά ένα χαρακτήρα καταρχήν στιβαρό και αμετακίνητο. Μ’ όλα όσα εξελίσσονται στην «Εφεύρεση της σκιάς», ο συγγραφέας καταφέρνει, με τη γνώριμη, εν πολλοίς ακαδημαϊκή, γραφή του, να συνθέσει ένα έργο που, κατά τρόπο λιτό και χωρίς ανούσιες περικοκλάδες (μιλούν σχεδόν αποκλειστικά οι εικόνες κι όχι οι συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις – δεν υπάρχουν τέτοιες), αφηγείται και το κεντρικό του διακύβευμα: την εξουσία και τα παραφερνάλιά της.

Η «Εφεύρεση της σκιάς» είναι ένα μυθιστόρημα με διάσπαρτα τα γνώριμα χαρακτηριστικά της γραφής του Τζαμιώτη. Η δομή του (κάθε κεφάλαιο ή ενότητα κεφαλαίου αποτελούν μία και μόνη παράγραφο), η γλώσσα του (σταθερή και χωρίς εξάρσεις, δουλεμένη σε υψηλό βαθμό), η ιστορία (γραμμικής εξέλιξης), η αφηγηματική τεχνική (τριτοπρόσωπη αυστηρά, ακόμη και στους διαλόγους –κάτι που λίγες φορές χρησιμοποιεί ο συγγραφέας), καθώς και κάποιες επιλογές-πυροτεχνήματα (τα επινοημένα, όπως ο ίδιος δηλώνει, εθνολογικά στοιχεία φυλών του Αμαζονίου, της Αφρικής ή της Βόρειας Αμερικής), καθιστούν το μυθιστόρημά του πολυσύνθετο, αφενός, πολυεπίπεδο, αφετέρου, αλλά, τελικά, εύκολο να το παρακολουθήσει κανείς καθ’ όλη την πορεία του προς την ολοκλήρωση.

Στα επιμέρους στοιχεία του, χαρακτηριστικό παράδειγμα των αφηγηματικών επιλογών και των διαθέσεων του Τζαμιώτη, είναι ότι ο ήρωας, ο Ισίδωρος Γεωργίου, είναι πάντοτε αργοπορημένος σε οποιοδήποτε ραντεβού του, υποδηλώνοντας έτσι μιαν αφέλεια, καθώς κι έναν έμφυτο ωχαδερφισμό, παρ’ όλες τις σπουδαίες ευκαιρίες που του δίνονται, και που, κατά κανόνα, θα ’πρεπε να ’ναι προσεκτικότερος. Και κάτι ακόμη: αυτή η ολιγωρία του, η εύκολη αντιμετώπιση των πραγμάτων, εντείνουν την καλοσχηματισμένη άποψη ότι όποιος θεωρεί, δικαίως ή αδίκως, εαυτόν απαραίτητο στους άλλους, τότε, πολύ συχνά, πιστεύει ότι μπορεί να φέρεται όπως του καπνίσει. Ακόμη ένα στοιχείο δηλαδή της άμετρης ματαιοδοξίας αλλά και της ελαφράδας των ανθρώπων που συναναστρέφονται την ίδια την εξουσία, έστω κι αν πηγάζει απ’ τους ίδιους, που θα περίμενε κανείς να ’ναι προσεκτικότεροι μ’ αυτήν.

Η επιλογή τού Τζαμιώτη να εξηγεί και να νομιμοποιεί τις θεωρητικές του αναζητήσεις, καθώς κι αυτές του ήρωά του, μ’ αναφορές σ’ εθνολογικά στοιχεία (έστω κι επινοημένα) φυλών που ζουν πρωτόγονα ή που έχουν ήδη εξαφανιστεί, υποδηλώνει, μάλλον εύκολα, τη σύγκριση που προσπαθεί να κάνει με τις αναπτυγμένες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κοινωνίες. Ο αναγνώστης εύλογα αναρωτιέται κατά πόσο έχουμε ή δεν έχουμε απομακρυνθεί απ’ το να κρίνουμε και να ενεργούμε με γνώμονα το ένστικτο, κάτι που αναφανδόν συνέβαινε σε τέτοιες φυλές. Δηλαδή, μήπως τελικά, στο ζήτημα της επιβίωσης, της όποιας επιβίωσης, αυτό το μέτρο και το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος κρίνει πώς πρέπει να πράξει, είναι οι πρωτογενείς του λειτουργίες και όχι η λογική, με την οποία, τελικά, έχει ενταχθεί σε μιαν οργανωμένη κοινωνία; Μήπως, τελικά, η εξουσία για να διατηρηθεί χρειάζεται ένστικτο και όχι λογική, πράγμα που δεν τη διαχωρίζει από πρωτόγονες πρακτικές; Απορία ψάλτου, βηξ…

Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται στα βιβλία του Τζαμιώτη και που δε φαίνεται να εξελίσσεται προς διαφορετική κατεύθυνση, είναι η ιδιότυπη λογοτεχνικότητά του. Εξηγούμαι: ενώ, απ’ τη μια, παρατηρείται μια διάχυτη διάθεση (μετα)μοντερνιστικής γραφής και δόμησης του κειμένου του, απ’ την άλλη, διατηρεί ο συγγραφέας μια θεωρητική κι ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση απ’ αυτό, γεγονός που κάποιες φορές αδικεί το ίδιο το έργο, υπό την έννοια ότι το καθιστά ξέχωρο απ’ το χέρι που το έγραψε. Μοιάζει, λοιπόν, η «Εφεύρεση της σκιάς», μ’ αυτόν το σουρεαλιστικό τίτλο που γι’ άλλα σε προδιαθέτει, να φτάνει σε μερικά σημεία ν’ αποτελεί βάσανο για το συγγραφέα, και κατ’ επέκταση για τον αναγνώστη, σε τούτη την αδιάκοπη προσπάθεια να συνθέσει ένα μυθιστόρημα που να ’ναι, αρχικά, απομακρυσμένο απ’ όποιο συναισθηματισμό, και απ’ την άλλη, να προκαλεί συναισθήματα έντονα, ωστόσο, φορές-φορές, χωρίς να μπορεί ο αναγνώστης να τα κάνει δικά του, και άρα να ταυτιστεί με κάποιον ήρωα, με κάποια κατάσταση, με κάποιο γεγονός, με κάποια στιγμή της ιστορίας. Χαρακτηριστικό, βέβαια, και άλλων βιβλίων του Τζαμιώτη, όπως «Ο βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος 2004) ή η «Παραβολή» (Καστανιώτης 2006).

Αυτό, όμως, που προκαλεί εντύπωση είναι ότι, σ’ αντίθεση μ’ άλλους ομοτέχνους του, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης αποφεύγει αναμφίβολα να κάνει τους ήρωές του φερέφωνα των απόψεών του κι έτσι να τους καταστήσει κακέκτυπα και αστείες καρικατούρες ενός συγγραφικού «εγώ» που επιβάλλεται χωρίς δεύτερη κουβέντα και σκέψη σ’ όποια λέξη κι αν γεννήσει. Παρ’ όλες, δηλαδή, τις ενστάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ο Ισίδωρος Γεωργίου στην «Εφεύρεση της σκιάς», για ν’ αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, είναι ένας χαρακτήρας που σε καμία περίπτωση δε φέρει το «βάρος» αυτού που τον δημιούργησε, κατά τρόπο ενοχλητικό και υπερφίαλο, όπως συχνά στην εγχώρια λογοτεχνία συναντούμε.

Η «Εφεύρεση της σκιάς» πετυχαίνει, μ’ όσα προκύπτουν απ’ τα παραπάνω, να σκιαγραφήσει την εξουσία και όσους είναι πεινασμένοι γι’ αυτήν. Αποτυπώνει και συμπεραίνει ευθύβολα ότι η εξουσία δεν είναι ένα γενικό, εξωανθρώπινο στοιχείο που κατακεραυνώνει και υποτάσσει όλους όσοι εμπλέκονται μ’ αυτήν.

Η εξουσία είναι μία και, απ’ όπου κι αν προέρχεται, όπου κι αν κατευθύνεται, η δήθεν εφηβική της ακμή κρύβει από κάτω τόνους «ενήλικου» και καλοβαλμένου αίματος. Σ’ οποιαδήποτε μορφή. Και εποχή. Α, και χρώμα ή απόχρωση…

[Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1970. Δούλεψε ως αρθρογράφος σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Προηγούμενα βιβλία του: «Παραβολή» (Καστανιώτης 2006), «Ο βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος 2006), «Βαθύ πηγάδι» (Ίνδικτος 2003) και «Η συνάντηση» (Ίνδικτος 2002). Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και ανθολογίες. Το πρώτο του θεατρικό έργο «Ουδέτερη ζώνη» απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα (2004). Το έργο του «Μια εξαιρετικά απλή δουλειά» παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Θεατρικό Αναλόγιο 2007». Με το ίδιο έργο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου του Ινστιτούτου Salvatore Quasimodo of Budapest, που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2007]

[Η Εφεύρεση της Σκιας του Κ. Τζαμιώτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη]

Friday, August 15, 2008

ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΣ: Μπλε καστόρινα παπούτσια

Ιούλιος 17, 2008 by annabooklover

Όταν η φίλη μου η Ασπασία στον Καναδά μου λέει να της προτείνω ένα ελληνικό βιβλίο, μου λέει πάντα : «Αλλά πρόσεξε, δε θέλω άλλη μια ιστορία που θα αναφέρει τον εμφύλιο». Φέτος θα της προτείνω αυτό το βιβλίο παρόλο που αναφέρει τον εμφύλιο και αν δεν το διαβάσει θα χάσει.

Είναι μια ιστορία στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, με ήρωες νέα παιδιά που μεγαλώνουν ανάμεσα σε πουτάνες και πούστηδες, ανάμεσα σε λούμπεν στοιχεία και αριστερούς, παιδιά που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχια τους χωρίς να πατήσουν επι πτωμάτων. Παιδιά και νέοι άνθρωποι που έχουν γεράσει πριν την ώρα τους, ήρωες αληθινοί που ξεπηδάνε από τις σελίδες. Αν ήμασταν στην Αμερική το βιβλίο θα διαφημιζόταν ως unputdownable, και pageturner και είναι έτσι πράγματι. Δεν είναι μόνο που θες να μάθεις το τέλος της ιστορίας (αν υπάρχει ποτέ τέλος), είναι που τα γράφει έτσι ο συγγραφέας που νομίζεις ότι είσαι κι εσύ κομμάτι της ιστορίας.

Ο μύθος είναι απλός, είναι ουσιαστικά μια ιστορία ενηλικίωσης, μια ιστορία για το πώς τα αγόρια γίνονται άντρες, τα κορίτσια γυναίκες και η Ελλάδα προσπαθεί να ξεπεράσει τα μίση και τα πάθη του παρελθόντος. Το μπλέξιμο αληθινών γεγονότων της εποχής όπως η προβοκάτσια το Νοέμβριο του 1964 κατά τον εορτασμό για την επέτειο ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου, με μυθιστορηματικούς ήρωες και καταστάσεις είναι αριστοτεχνικό. Στο φόντο υπάρχει η Ελλάδα και όλο το κλίμα της εποχής, οι ρουφιάνοι, οι συνομωσίες, οι χίτες αλλά και το ροκ εν ρολ, ο έρωτας, η αριστερά, ο ρομαντισμός. Και μπροστά υπάρχουν οι ήρωες που φαντάστηκε ο συγγραφέας και μας λένε την ιστορία τους.

Ο κεντρικός ήρωας μάλιστα, ο Γαζούρης ένα παιδί με υπερμεγέθη φαλλό είναι σαν να συμβολίζει τη χαρά της ζωής, την ελπίδα, την αισιοδοξία. Όλοι τον αγαπάνε και θαυμάζουν το χάρισμα του, κι αυτός κυκλοφορεί αναμέσα τους αθώος, λίγο σαν να μην καταλαβαίνει πόσο ξεχωριστός είναι, σχεδόν θεϊκός. Η μάνα του, επίσης είναι φοβερή φιγούρα, μια γυναίκα χήρα, γύρω στα 35, που μεγαλώνει δυο παιδιά μόνη της και είναι σαν να έχει ξεχάσει ότι υπάρχει η ίδια, ότι έχει σώμα και καρδιά.

Αλλά αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν ότι λέγοντας αυτή την ιστορία ο συγγραφέας ήταν σαν να μου έδωσε μερικά κλειδιά για να καταλάβω άλλα πράγματα που ακούω χρόνια. Εντάξει δεν είμαι και πιτσιρίκι, αλλά για τη δική μου γενιά, ο εμφύλιος είναι πολύ μακρινός, η δεκαετία του ’60 είναι για μας η δεκαετία των Μπιτλς και όταν λέμε Παπανδρέου εννοούμε το Γιώργο, άντε ίσως και τον Αντρέα. Όταν όμως ο πεθερός μου μιλάει για τη Δεξιά, άλλο εννοεί, και δεν υπάρχει περίπτωση να την εμπιστευτεί ποτέ. Ε, αυτό το βιβλίο σε βάζει στην εποχή που ήταν νέοι αυτοί οι άνθρωποι, όπως ο πεθερός μου, και καταλαβαίνεις γιατί δεν μπορούν ποτέ να ξεχάσουν.

Ένα καταπληκτικό βιβλίο χωρίς υπερβολή.

Tuesday, August 12, 2008

Δημήτρης Φερούσης: “Ο τελευταίος καδής της Αθήνας”

(εκδόσεις Αρμός, 2008)

Απο το μπλόγκ του Βιβλιοκαφέ

Στην ουσία πρόκειται για μυθιστορηματική βιογραφία του τελευταίου καδή, δηλαδή δικαστή των Αθηνών, πριν την απελευθέρωση από τους Τούρκους.

Ο ήχος της εποχής ταξιδευτικός όπως και όλη η αφήγηση που ξεκινά από την Αθήνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, συνεχίζει στην Κων/πολη, έπειτα στα βάθη της Ανατολής (Βαγδάτη και Μεσοποταμία), επιστρέφει στη Μέκκα και ολοκληρώνεται πάλι στην Αθήνα. Μια ταξιδιωτική παράδοση αλά Σεβάχ που δεν μοιράζεται μαζί του τις απρόσμενες περιπέτειες αλλά τουλάχιστον τις εμπειρίες από πόλεις και πολιτισμούς εξωτικούς και παραδεισένιους, χώρες παραμυθένιες, ατμόσφαιρες μαγικές.

Και μέσα σ’ όλα αυτά βρίσκει την ευκαιρία ο Φερούσης να μεταδώσει απλές αλήθειες από το Ισλάμ που έχουν πέρα από ποιητικότητα και ανθρωπισμό, αγάπη, συμπόνια, σοφία… Εγώ ένας Ορθόδοξος Πατριάρχης μπορώ να ομολογήσω ότι και στο Ισλάμ υπάρχουν πανανθρώπινες αλήθειες άξιες λόγου και πράξης.

Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, του βιβλίου είναι η ουτοπική του διάσταση και ο εξιδανικευτικός του χαρακτήρας. Τα πάντα είναι αγγελικά, ο ήρωας δεν συναντά κακούς ανθρώπους, όλοι είναι αγαθοί, σοφοί, καλοπροαίρετοι, συμπονετικοί. Ακόμα και οι κακοί δεν προβάλλονται, δεν παίζουν ενεργό ρόλο μέσα στη δράση. Όλοι οι άνθρωποι της ζωής του είναι βαθιά φιλοσοφημένοι, είτε λόγω θυμοσοφίας είτε λόγω σπουδών, όλοι είναι ευεργετικοί και σκέπτονται με βάση τον Θεό και τον νόμο. Το αποτέλεσμα είναι να απουσιάζουν εντελώς οι εξωτερικές συγκρούσεις, να μην κορυφώνεται η ζωή του μέσα σε τραγικές στιγμές και διλήμματα. Ακόμα κι αυτά που αντιμετωπίζει προβάλλονται τόσο ανώδυνα και αθώα.

Ευχάριστο βιβλίο, ονειροπόλο, κατάλληλο για το καλοκαίρι.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, July 26, 2008

Φρέσκος Μάρκαρης με το μυθιστόρημα Παλιά Πολύ Παλιά

Ένα βιβλίο ό,τι πρέπει για όσους τους αρέσουν οι αστυνομικές ιστορίες। Ο πασίγνωστος & συμπαθέστατος αστυνόμος Κώστας Χαρίτος πηγαίνει με τη γυναίκα του εκδρομή με γκρουπ στην Κωνσταντινούπολη। Εκεί μπλέκεται στην εξιχνίαση ενός ακόμη αστυνομικού γρίφου। Μία υπερήλικη Πόντια μετατρέπεται στο τέλος της ζωής της σε σίριαλ κίλερ। Το θανατηφόρο όπλο της: οι νοστιμότατες πίτες της… που περιέχουν όμως παραθείο। Ο Χαρίτος συνεργάζεται με τον Τούρκο ομόλογό του Μουράτ Σαγλάμ της αστυνομίας της Πόλης για να μπορέσουν να σταματήσουν τη γηραιά δολοφόνο Μαρία Χάμπαινα। Η Μαρία ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς της με όσους την πίκραναν ή της συμπαραστάθηκαν κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας αλλά δυστυχισμένης ζωής της ανάλογα κερνώντας τους ή δηλητηριάζοντάς τους। Μέσα όμως από τη βιογραφία της μαθαίνουμε και την ιστορία της βασιλεύουσας, ή μάλλον της μειονότητας των Ρωμιών τον εικοστό αιώνα। Καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι, αντιλαμβανόμαστε πως δε φταίει μόνον η τουρκική πολιτική του ξεριζωμού της μειονότητας από την Πόλη, αλλά και πολλοί Ρωμιοί που επωφελούνται από το κλίμα τρομοκρατίας που ξεκίνησε με το νόμο του 1942 και ολοκληρώθηκε με τις απελάσεις του 1964।Ο συγγραφέας, Πέτρος Μάρκαρης, φαίνεται πως με το τελευταίο αυτό μυθιστόρημά του ξεκαθαρίζει και τους δικούς του λογαριασμούς με την πατρίδα του την Κωνσταντινούπολη। Χρησιμοποιεί τα δικά του βιώματα, αναμνήσεις και ιστορίες γνωστών του και συγγενών για να πλέξει μια ολοζώντανη και πειστική αστυνομική ιστορία.Η γλώσσα του απλή, λιτή, «καθημερινή» βοηθά ιδιαίτερα στο να ρουφήξει ο αναγνώστης το βιβλίο αυτό σε ένα απόγευμα! Πέτρος Μάρκαρης (2008) Παλιά, πολύ παλιά. Αθήνα: Γαβριηλίδης


Απο το μπλόγκ Βιβλιομανία

Thursday, July 10, 2008

Μπριγιόλ του Δημήτρη Χατζόπουλου

Μου άρεσε το Μπριγιόλ του Δημήτρη Χατζόπουλου παρα το γεγονός πως πάσχει απο το σύνδρομο της αδεξιότητας του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα.
Ο Χατζόπουλος καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο σε όλη τη διαδρομή του έργου του με απλό και άμεσο λόγο χωρις φιοριτούρες και παραφορές. Ενα μυθιστόρημα που θίγει την πρώιμη ανάγνώριση της αγορίστικης ομοφιλοφυλίας .

Το Κατοικίδιο

Απο το μπλόγκ του Δημήτρη Αθηνάκη

Η εξέταση με μικροσκόπιο ενός εφήβου που βήμα-βήμα ανακαλύπτει τη σεξουαλική του ταυτότητα και βυθίζεται όλο και περισσότερο σ’ έναν έρωτα που προκύπτει μετά από αυτήν, είναι το κέντρο της ιστορίας του «Μπριγιόλ». Ο Δημήτρης Χατζόπουλος, με μια νοσταλγική όσο και ρομαντική διάθεση, διηγείται μια ιστορία γραμμική που η εξέλιξή της μοιάζει να εξυπηρετεί ένα και μόνο σκοπό: την ελευθερία απ’ οποιοδήποτε μονομανές πάθος.
Ο Δημήτρης, δευτερότοκος γιος μιας μικροαστικής οικογένειας της Πάτρας, με όλα τα μικροαστικά κατάλοιπα που μπορεί κανείς να έχει κατά νου, περνά μια ιδιάζουσα όσο και τραχεία εφηβεία, μ’ έναν πατέρα απόντα, μια μάνα καταπιεστική κι έναν αδερφό που όλοι ασχολούνται μ’ αυτόν. Γνωρίζει, όμως, τον Δημήτρη, ένα χρόνο μικρότερό του, στο σχολείο, και από κει ξεκινούν όλα. Ένας ματαιωμένος έρωτας μεταξύ των δύο αγοριών καθώς και μια ψυχική παράνοια βρίσκουν χώρο κι εγκαθίστανται στην ψυχή του πρώτου Δημήτρη και τον ακολουθούν μέχρι τη λήξη των σχολικών χρόνων καθώς και τα πανεπιστημιακά χρόνια στην Αθήνα. Μέχρι, εν τέλει, την αποκοπή από όλα όσα κατέτρυχαν τους χαρακτήρες, είτε μέσω της αναχώρησης (ο δεύτερος Δημήτρης περνά κάποιο χρόνο στο Άγιο Όρος) είτε μέσω της πλήρους παραίτησης και εκ αναγέννησης που τολμά ο πρώτος Δημήτρης.
Ο μόνος λόγος που μπορώ να φανταστώ ότι ο Χατζόπουλος χρησιμοποίησε δύο ίδια ονόματα για τους ήρωές του, είναι γιατί ήθελε, μ’ έναν προφανή συμβολισμό να καταδείξει το αντικαθρέφτισμα του ενός χαρακτήρα στον άλλο. Με λίγα λόγια, χρησιμοποίησε αυτό το τέχνασμα προκειμένου να μπορέσει μ’ αυτό να δηλώσει ότι αυτό που χαρακτηριζόταν ως έλλειψη στον έναν Δημήτρη, μπορούσε να βρει το συμπλήρωμά του στον άλλον. Σοφόν το σαφές.
Όσον αφορά τώρα την ίδια την ιστορία, η ένσταση που μπορεί να εγερθεί σχετίζεται με το χτίσιμο των χαρακτήρων. Μοιάζει ο συγγραφέας τού «Μπριγιόλ» με μια ευκολία και εξ απαλών ονύχων να περιγράφει όλα τα πρόσωπα με μια διάθεση παραίτησης, ομοιαζόντων εν πολλοίς αντιδράσεων και επίπεδων σκέψεων. Αυτό, κατά κανόνα, στη λογοτεχνία δεν αποτελεί καταρχήν πρόβλημα. Ωστόσο, πολλές φορές καταδεικνύει μια εμμονή σε κλισέ χαρακτήρες που δεν ξεπερνούν το κοινώς λεγόμενον ούτε, φυσικά, τον κοινό νου.
Κοντολογίς, ο Χατζόπουλος έχει αποφασίσει να αναπαραγάγει χωρίς έντονη προσωπική πινελιά τα πρότυπα που ισχύουν και που ο περισσότερος κόσμος έχει στο μυαλό του για τους ομοφυλόφιλους, άντρες ή γυναίκες, οδηγώντας τον αναγνώστη να σκεφτεί, με τον τρόπο που έχει επιλέξει να χτίσει το μυθιστόρημά του, ότι η ανακάλυψη της σεξουαλικής ταυτότητας του καθενός και της καθεμιάς μας, τείνει να γίνει εξ αιτίας και εξ ανάγκης αποκλειστικά του καταπιεστικού ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος. Κάτι που αποτελεί, μεταξύ άλλων, μονομέρεια. Εντούτοις, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια οπτική που ο συγγραφέας επέλεξε να παρουσιάσει.
Ωστόσο, το «Μπριγιόλ» τολμά να μιλήσει για ένα θέμα με εξομολογητική διάθεση και με μια χροιά που αγγίζει τα όρια της προσωπικής μαρτυρίας. Είναι ένα κείμενο που δεν μπλοφάρει και στα σίγουρα δεν έχει γραφτεί για να πει μιαν ιστορία «απ’ έξω» ή «απ’ τα κάτω». Ο Χατζόπουλος, με λίγα λόγια, συνθέτει μιαν αφήγηση που δεν κρύβεται πίσω από κανένα δάχτυλο, που δε φοβάται καθόλου να θέσει επί τάπητος θέματα που αφορούν την ταυτότητα, τον έξω και το μέσα κόσμο που διατηρείται, κατά κανόνα, στο πλαίσιο του απόλυτου ρεαλισμού χωρίς ούτε μια στάλα πέρα απ’ την περιβάλλουσα πραγματικότητα. Κάτι που, φαινομενικά, δεν ήταν, επιπλέον, καν στις προθέσεις του συγγραφέα.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι παρά την ερωτική σχέση και σχέση πάθους μεταξύ των δύο ομόφυλων εφήβων, το «Μπριγιόλ» δεν επικεντρώνεται σ’ αυτό, παρότι φαντάζει να ήθελε να πετύχει το αντίθετο. Όπως προαναφέρθηκε, τολμά να μιλήσει, απ’ την άλλη όμως, δεν προχωρά εις βάθος στις όποιες «ιδιαιτερότητες» θα μπορούσε κανείς να βρει, κάνοντας, έτσι, το μυθιστόρημα μιαν ακόμη ερωτική ιστορία, φυσιολογική και καθημερινή. Αυτό αποτελεί αρετή για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, μιας και τάσσει το πλαίσιο των αφηγηματικών του προθέσεων στην υπερπήδηση, την απονοηματοδότηση και τη διαγραφή εννοιών όπως «ιδιαίτερος», «ιδιαιτερότητα» κ.λπ., αποφεύγοντας, έτσι, το σκληροπυρηνικό ή συνδικαλιστικό μανιφεστάρισμα της μιας ή της άλλης πλευράς.
Όλα, όμως, εξαντλούνται εκεί. Δεν πρέπει ο αναγνώστης να περιμένει αποκαλύψεις, λογοτεχνικές ή ενδοκειμενικές, δεν πρέπει να αναμένει στοχασμούς εις βάθος. Μπορεί, όμως, να αναλογιστεί επιτέλους, ότι, δυστυχώς, για κάποιους καλλιτέχνες οποιασδήποτε μορφής τέχνης, ο ομοφυλόφιλος ερωτισμός δεν εντοπίζεται πάντα μεταξύ συγγραφέων, ηθοποιών, διανοουμένων ή όποιων άλλων εστέτ χαρακτήρων.
Ο ερωτισμός, αφενός, είναι ένας και, αφετέρου, ανήκει σε όλους.
Ας το δεχτούμε.
[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική]
[Ο Δημήτρης Χατζόπουλος είναι εδώ και πολλά χρόνια ραδιοφωνικός παραγωγός. Το «Μπριγιόλ» είναι το πρώτο του βιβλίο]

Saturday, June 28, 2008

Ημερολόγιο Αβάνας της Ιουστίνης Φραγκούλη

Αγόρασα το Ημερολόγιο Αβάνας προ καιρού σε μια μαζική επίθεση στις νέες κυκλοφορίες ελληνικής λογοτεχνίας. Το διάβασα μόλις πρόσφατα. Πρόκειται για ένα αριστούργημα. Η συγγραφέας, ενώ γράφει υπο συναισθηματική φόρτιση και μάλιστα υπο το βάρος μιας προσωπικής τραγωδίας, καταφέρνει να κρατάει τις αποστάσεις απο το αντικείμενό της, που είναι η Αβάνα και η τελευταία φάση της εποχής Κάστρο.

Οι εικόνες, τα συναισθήματα, οι λέξεις δείχνουν σαφώς πως πρόκειται για μια νέα μορφή ταξιδιωτικού κειμένου, που δεν στηρίζεται στις λεπτομερείς περιγραφές αλλά στην εξαιρετική απόδοση της ατμόσφαιρας। Βέβαια, η έκδοση σαφώς αδικείται απο τις φωτογραφίες που είναι τυπωμένες ασπρόμαυρες και λόγω του κόκκου χάνουν την καθαρότητά τους. Ισως η επανέκδοση θα πρέπει να τυπωθεί σε έγχρωμο για να απολαύσουμε κι εμείς οι αναγνώστες της Ελλάδας τις σμαραγδιές αναφορές της συγγραφέως.


Του Μπάμπη Δερμιτζάκη


Τίτλος: «Ημερολόγιο Αβάνας»


Συγγραφέας: Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη


Εκδόσεις: Ηλέκτρα, 2008 Σελίδες:135


http://lexima.blogspot.com





«Ημερολόγιο Αβάνας» είναι ο τίτλος που δίνει στο νέο της βιβλίο η Ιουστίνη Φραγκούλη, δημοσιογράφος, μυθιστοριογράφος και πολιτιστικός πρέσβης της χώρας μας στον μακρινό Καναδά, αν και ο τίτλος που αντιστοιχεί περισσότερο στο περιεχόμενό του είναι «Ταξιδιωτικό ημερολόγιο Αβάνας»। Πρόκειται για τις ημερολογιακές σημειώσεις που έγραψε η Ιουστίνη κατά το τελευταίο της ταξίδι στην Κούβα। Το άνετο αφηγηματικό στυλ της Ιουστίνης το έχουμε ήδη επισημάνει στα δυο μυθιστορήματά της, και εξακολουθεί να τη διακρίνει και σ’ αυτό το διαφορετικό λογοτεχνικό είδος। Μικρές προτάσεις, με τις οποίες εστιάζει σε αυτό που της προκαλεί το ενδιαφέρον όχι περισσότερο από το αναγκαίο. Δεν έχω πάει στην Κούβα, και έτσι κουβαλάω μαζί μου το στερεότυπο που έχουν οι περισσότεροι γι αυτή τη χώρα. Το «Ημερολόγιο Αβάνας» της Φραγκούλη έρχεται να διορθώσει αυτό το στερεότυπο, χωρίς όμως να το ανατρέψει: μια χώρα ξενοιασιάς και γλεντιού, με διάχυτο ερωτισμό, παρά τη φτώχεια που μαστίζει τον πληθυσμό τα τελευταία χρόνια. Ίσως και εξαιτίας του. Ελληνική είναι η παροιμία που λέει «η φτώχεια θέλει καλοπέραση». Γράφει κάπου στο βιβλίο της η Ιουστίνη ότι το επίπεδο ζωής βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από το επίπεδο που είχε το 1991. Ήταν η χρονιά που κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, και όλοι ανακουφιστήκαμε που απομακρύνθηκε ο κίνδυνος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Η ανακούφιση βέβαια κράτησε λίγο, γιατί είδαμε τα αποτελέσματα που είχε η εξάλειψη του αντίπαλου δέους. Οι Αμερικάνοι, με όλη τους την άνεση πια, μπορούσαν να στραγγαλίσουν οικονομικά με το εμπάργκο τους τη μικρή χώρα που τόλμησε να υψώσει το ανάστημά της απέναντί της. Οι εικόνες που μας δίνει η Ιουστίνη, με τα άδεια σουπερμάρκετ και τις ουρές που δημιουργούνται όταν μαθεύεται ότι κατέφθασαν κάποια προϊόντα θυμίζουν εικόνες από τις σοσιαλιστικές χώρες, μόνο που αυτές δεν οφείλονται πια στο σοσιαλισμό αλλά στο εμπάργκο. Υπάρχουν και αρκετές φωτογραφίες στο βιβλίο. Ασπρόμαυρες. Μπορεί να μπήκαν ασπρόμαυρες για να μειωθεί το κόστος της έκδοσης, όμως ταιριάζουν απόλυτα με την ασπρόμαυρη ζωή των κατοίκων της. Ασπρόμαυρη γιατί συνειρμικά παραπέμπει στον ιταλικό νεορεαλισμό ή στη δική μας δεκαετία του πενήντα. Ενώ συνήθως στα ταξιδιωτικά έργα ο συγγραφέας αφηγείται με ένα απρόσωπο «εγώ», εδώ η Ιουστίνη αφηγούμενη αυτοπροσωπογραφείται, δίνοντας παράλληλα και μια συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα στο έργο, φορτισμένη από την απουσία της αγαπημένης αδελφής. Μαζί της είχε έλθει αρκετές φορές στο παρελθόν στην Κούβα, όμως ο θάνατος της στέρησε στο εξής τη συντροφιά της. Σύμβολο της απουσίας της η πεταλούδα-ψυχή, που συνοδεύει συχνά την Ιουστίνη στους περιπάτους της: «Η αδελφή μου είναι παντού: στις αναμνήσεις, στους δρόμους, στις μυρωδιές, στις εικόνες. Μου ’ρχονται συνέχεια στο νου τα χαχανητά μας στο αντίκρυσμα των αχόρταγων αντρικών βλεμμάτων. Με συντροφεύουν οι κρυφές μας κουβέντες το βράδυ στο κρεβάτι. Οι πεταλούδες εξακουλουθούν να πετάνε γύρω μου σχεδόν γιορταστικά. Σα να με περιμένουν σε κάθε μου έξοδο. Φαίνεται πως η Κωνσταντίνα είναι δίπλα μου, πως κατεβαίνει ώρες-ώρες απ’ τη γειτονιά τ’ ουρανού για να με συντροφεύει…» (σελ. 47).Τα αποσιωπητικά δικά της. Δεν θέλει να μιλήσει περισσότερο για το πένθος της, μας δείχνει όμως ότι είναι συνεχώς παρόν. Όχι μόνο με τα αποσιωπητικά αυτά. Οι πεταλούδες, σαν λάιτ μοτίφ, επανέρχονται συνεχώς στις σελίδες του βιβλίου της. Η Ιουστίνη ενδιαφέρεται για την ομογένεια. Ομογενής και αυτή σε μια άλλη χώρα, ψάχνει τους ομοίους της, ίσως σε μια ασυνείδητη επιθυμία να μοιραστούν τη νοσταλγία για την πατρίδα. Παίρνει τηλέφωνα, τους ψάχνει, με κάποιους συναντιέται και μας παρουσιάζει τα πορτρέτα τους. Οι προσωπικές τους ιστορίες αποτελούν μια συναρπαστική αφήγηση μέσα στη συγχρονία της ταξιδιωτικής περιπλάνησης. Μου άρεσε πάρα πολύ το βιβλίο. Και μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή που μου έγραψε η Ιουστίνη στην αφιέρωση, «να ταξιδέψεις στην Κούβα μου» Στην Κούβα της. Ανήκει πια στην Κούβα, και η Κούβα σ’ αυτήν.

Saturday, June 14, 2008

Η βιομηχανοποίηση του μυθιστορήματος

Ο Αλέξης Σταμάτης είναι η επιτομή της βιομηχανοποίησης του ελληνικού μυθιστορήματος. Συλλαμβάνει μια ιδέα, κάνει έρευνα, πλέκει ένα σενάριο και το παραγεμίζει με διαλόγους που δεν αφήνουν τίποτε στον αναγνώστη. Πρόσφατα διάβασα τη Βίλα Κομπρέ (Εκδόσεις Καστανιώτης) που αποθεώνεται πάλι απο τον τύπο και κατέληξα στο ίδιο συμπέρασμα : πως ο Αλέξης Σταμάτης είναι ένας συγγραφέας που γράφει για να υπάρχει στη λογοτεχνική αγορά ως μια παρουσία δημοσίων σχέσεων παρά ως κομίζων γλαύκας εις την λογοτεχνικήν δημιουργίαν.

Ωστόσο, παραθέτω την εγκωμιαστική κριτική της Λίνας Πανταλέων για τη Βίλα Κομπρέ, την οποία βρίσκω εξεζητημένη και απόλυτα επιτηδευμένη.
Η ΒΙΛΑ ΚΟΜΠΡΕ, ΤΗΣ ΛΙΝΑΣ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Ηκατάκτηση της αυτογνωσίας μέσα από το πένθοςΑδαμόπουλος Θάνος εκ του Αθανασίου, γιος νεκροθάφτη। Ακόμα και αν το τελευταίο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη δεν ήταν κατάφορτο από συμβολισμούς, εγκατασπαρμένους σε υποφωτισμένα σημεία της ιλιγγιώδους πλοκής, η ταυτότητα του κεντρικού ήρωα είναι αρκούντως ευρηματική, δηλωτική της αμφισημίας της περιπέτειάς του। Η θανή είναι συνυφασμένη με τη ζωή του Θάνου, μεγαλωμένου ανάμεσα στους νεκρούς που φρόντιζε ο πατέρας του λίγο πριν από την ταφή, χαρίζοντάς τους τη μικρή αθανασία μιας «πολαρόιντ»। Με τον θάνατο του πατέρα, αφετηρία της αφήγησης, ο γιος υποβάλλεται στην οδυνηρή επιστροφή στις ρίζες, μετουσιωμένος βαθμιαία σε ένα θλιβερό κακέκτυπο του εκλιπόντος, νεκρός και μαζί νεκροθάφτης που σκάβει στα πετρώδη υποστρώματα της ύπαρξής του για την ανακομιδή του εσώτερου εαυτού του. Η επιστροφή του τον πάει πολύ πιο πίσω από την περιφρονημένη γενέτειρα, οδηγώντας τον σε έναν ανοίκειο χωροχρόνο, όπου όχι μόνο θα συναντηθεί με τον γεννήτορα, αλλά και θα προσεγγίσει τον αρχέτυπο πρόγονο του επωνύμου του, ταξιδεύοντας στα πέρατα της υπόστασής του. Μολονότι αγωνιά να διατηρήσει μια φυγόκεντρη τροχιά, παρεμβάλλοντας ανάμεσα στον ίδιο και τους ανοιχτούς τάφους της μνήμης και του γενέθλιου τόπου μια ολοένα μεγαλύτερη απόσταση, καταλήγει τελικά στο κέντρο από το οποίο απομακρυνόταν εδώ και είκοσι οχτώ χρόνια, στον θαμμένο του εαυτό.Παραλήπτης μιας ιστορίας«Ο πατέρας έχει να πει μιαν ιστορία». Ο Θάνος δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να αποκρυπτογραφήσει το ακατάληπτο «μεταθανάτιο κείμενο» που του κληροδότησε ο πατέρας του, αν και οι απίθανες περιπέτειές του κατατείνουν ακριβώς στην αποδοχή αυτής της πατρικής αφήγησης. Εξυπνη η επιλογή του Σταμάτη να βαφτίσει τον νεκρό πατέρα Πολύβιο, να του δώσει δηλαδή το όνομα του αρχαίου Ελληνα ιστορικού. Οι εξιστορήσεις του τωρινού Πολύβιου έχουν έναν μόνο παραλήπτη, τον μόνο ικανό να τις αποτιμήσει όσο και να τις αξιοποιήσει. Ο Θάνος θα χρειαστεί να φτάσει στο τέρμα της αναζήτησής του, για να αντιληφθεί τη σημασία αυτού του κειμένου, του οποίου η κατακλείδα γράφεται μέσα από τον τάφο. Μέχρι, ωστόσο, να αποδεχθεί το χρέος της παραλαβής, ξαπλώνει διαδοχικά σε πολύμορφα φέρετρα προκείμενου να κάνει το «είναι» του να «ειπωθεί». Η πορεία του δεν είναι απλώς φυγόκεντρη, αλλά και καθοδική. Αποτινάσσοντας νωρίς την ταφόπλακα της θεσσαλικής επαρχίας και εγκαταλείποντας οριστικά τα μικροσκοπικά σπίτια που ανακάλυπτε με την παιδική αρχιτεκτονική του φαντασία στις κουφάλες των δέντρων, κατέρχεται σε υπόγειο διαμέρισμα του αθηναϊκού κέντρου για να βυθιστεί ύστερα από χρόνια, αυτός «ο κληρονόμος ενός λάκκου», στη γούβα που είχε σχηματίσει το σώμα του φευγάτου πια πατέρα στο κρεβάτι. Υποβλητική η πρώτη σελίδα όταν ο ήρωας δρασκελίζοντας το κατώφλι του πατρικού του έχει την αίσθηση πως ο φασματικός του ένοικος, το μόλις αφυπνισμένο παρελθόν του, του επιτίθεται με απρόσμενη βαναυσότητα. Δεν θα αργήσει να ανταποδώσει τη «γροθιά που του ήρθε καταπρόσωπο» από το επέκεινα, γυρνώντας την πλάτη του στον νεκρό που περιμένει τον θρήνο του, μαγνητισμένος από έναν άλλο θάνατο, αυτόν που απαθανατίστηκε στη φωτογραφία μιας νεαρής γυναίκας. Η φωτογραφία μοιάζει να είναι το μυστικό κληροδότημα του πατέρα, όμως ο Θάνος αδυνατεί παντελώς να κατανοήσει τις ιερογλυφικές της σημάνσεις και γι' αυτό πασχίζει εμμόνως να τις καταστήσει μεταφράσιμες. Η νεκρή γυναίκα τού προσφέρει τον μίτο για να εισδύσει στις λαβυρινθώδεις ατραπούς του πένθους και να εξουδετερώσει το άγνωστο θηρίο που τον παραμονεύει βαθιά μέσα του. Από το υπόγειο της Χαριλάου Τρικούπη θα καταβυθιστεί στον χαμένο χρόνο της Βίλας Κομπρέ, ενός υπερήλικου, μυθιστορηματικού αρχοντικού, για να καταδυθεί κατόπιν στο απόκοσμο σκοτάδι της αφρικανικής ζούγκλας, όπου φωλιάζοντας στην κουφάλα ενός δέντρου ιερού θα συναντηθεί για πρώτη φορά ουσιαστικά με τον πατέρα του. Το αίμα από τα χείλη της νεκρής γυναίκας στην παλιά «πολαρόιντ», ανεβαίνει τελικά στα χείλη του Θάνου. Η εσωτερική αιμορραγία, απόρροια του ανεσταλμένου θρήνου, φτάνοντας στα χείλη του εξωτερικεύεται με τις μόνες λέξεις που μπορούν να ανταλλάξουν οι ζωντανοί με τους αγαπημένους απόντες, τα δάκρυα. Πριν από το καθαρτήριο κλάμα, ωστόσο, το νερό, δεσπόζον μοτίβο της αφήγησης, θα ξεπλύνει τον ήρωα από τις αντιστάσεις του και το πένθος του θα γίνει «λύσιμο». Κλαίγοντας πάνω από το μνήμα του πατέρα του το κουβάρι του περασμένου χρόνου θα «λυθεί».Ειρωνικοί συμβολισμοίΟ Σταμάτης εκμεταλλεύεται δεξιοτεχνικά τη φωτογραφία σε συνάρτηση τόσο με την προβληματική του θανάτου όσο και με την ιδιοσυστασία του πρωταγωνιστή. Ενδεικτικός ο παρακάτω συσχετισμός: «[...] η φωτογραφία, όπως και ο χαρακτήρας του ανθρώπου, αναπτύσσεται στο σκοτάδι». Η επιμελής σκηνοθεσία των νεκρικών πορτρέτων, εξωραϊστικών όσο και γαληνευτικών, βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοιχία με τις αλλεπάλληλες υποκρίσεις διαφορετικών προσωπείων από τον Θάνο, του οποίου η πλέον δεσποτική αγωνία είναι να μη φαίνεται τίποτα από αυτόν. Ωστόσο, η μεταμφίεση του εαυτού προϋποθέτει τη γνώση του. Ο Θάνος μοιάζει να μη γνωρίζει τίποτε γι' αυτό που είναι, με συνέπεια κάθε μάσκα που επιχειρεί να φορέσει, αργά ή γρήγορα να του πέφτει από το πρόσωπο. Από το άλλο μέρος, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το προοδευτικό και καταφανώς αλληγορικό βούλιαγμα του ήρωα στη γη ή, αλλιώς, η μυσταγωγική του συνάντηση με τη χοϊκή διάσταση της υπόστασής του. Στην υπόδειξη αυτής της επανασυμφιλίωσής του με το χώμα, μετωνυμία της γενέτειρας και ταυτοχρόνως του φρεσκοσκαμμένου τάφου, συμβάλλει δραστικά το κομμάτι της Αφρικής, όπου η περιπλάνησή του παραλληλίζεται με ταξίδι «στην παιδική ηλικία της Γης», σε έναν «τόπο-μηδέν». Η παραισθητική του πεζοπορία μέσα στη ζούγκλα αντανακλά έξοχα τη δυσχέρεια των υπαρξιακών διαδρομών· δυσχέρεια καθρεφτισμένη λοξά στις τελετές των ιθαγενών, υπό ένα συμβολικό πρίσμα ιεροτελεστίες ενηλικίωσης. Από το αφρικανικό ιντερλούδιο αξίζει να κρατήσουμε την άγρια σεξουαλική συνεύρεση του κυρίου Ζήτα και της κυρίας Θήτα στο πλαίσιο μιας δυσεξήγητης τελετουργίας καθώς και τη μυστήρια θεότητα του ορίου, τον Εσου. Ζωή και θάνατος σε παραλληλία και ανάμεσά τους ο ήρωας να παλεύει να απευθυνθεί στον εαυτό του σε δεύτερο πρόσωπο, να μιλήσει «[...] την περίεργη Εσπεράντο, με την οποία η ψυχή συνδιαλέγεται με τον εαυτό της».Πρέπει να προσεχθεί πως τα αλληγορικά επίπεδα της αφήγησης δεν προκύπτουν από μια εξεζητημένη συμβολοποίηση, αλλά λειτουργούν ειρωνικά, υποδηλώνοντας την αναιτιότητα των αναζητήσεων του ήρωα. Ο τελευταίος ψάχνει το οικείο μέσα στο ανοίκειο, επιμένοντας να διακρίνει στο άγνωστο κάτι δικό του. Το νόημα της ασθματικής του δράσης εκρέει από τα αδιέξοδα της σκέψης του. Εξαιρετική η σύνοψη της ιδιόρρυθμης μεθόδου αυτοσυνειδησίας του ήρωα στη διατύπωση: «εκβίαζε τον οιωνό μες στο χάος». Οταν οι μαύρες τρύπες αυτού του χάους φωτίζονται δεν του εξηγούν, όπως ήθελε να πιστεύει, τον εαυτό του, αλλά του αποκαλύπτουν τις ψευδαισθήσεις του. Αν μια φωτογραφία περισσότερο κρύβει παρά φανερώνει, ένα εκβιαστικό βλέμμα περισσότερο αυταπατάται παρά βλέπει. Το ταξίδι του Θάνου δεν είναι παρά η πλάνη ενός πλάνητος, ενός ταξιδευτή που φτάνει στον προορισμό του επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης, ενός παιδιού που ενηλικιώνεται χωρίς ποτέ να βρει ένα τιμόνι για τα ακυβέρνητα ποδήλατά του.ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/05/2008

Saturday, May 31, 2008

Διάλογος Για Την Ελληνικότητα

Δεν μας ενδιαφέρει η γνησιότητα της ταυτότητας ενός Καβάφη,
αλλά η γνησιότητα της δημιουργίας του.
Ελληνικότητα ναι, αλλά όχι με τους όρους της Γκόλφως!

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος: ttheodoropoulos@oceanida.gr

Ο Νίκος Εγγονόπουλος συνάντησε τη βυζαντινή τέχνη μέσα από τα εκφραστικά προβλήματα που του έθετε ο σουρεαλισμός του. Μόνο με αυτούς τους όρους μπορούμε να μιλάμε σήμερα για «ελληνικότητα». Με όρους δημιουργίας, όχι ταυτότητας, λέει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος.

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΡΙΝΩ ΠΟΣΟ, ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ, ΕΠΗΡΕΑΣΕ Η ΟΛΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙ «ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ» ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ. ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ ΣΤΙΣ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ, ΣΤΑ ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΛΛΗΝΟΠΡΕΠΟΥΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΟΥ ΟΙ ΙΔΙΟΙ, ΠΡΩΤΟΙ ΑΠ΄ ΟΛΟΥΣ, ΜΟΛΙΣ ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΝ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΤΣΑΛΑΠΑΤΟΥΣΑΝ

Αναφέρομαι στο ίδιο τους το έργο, σ΄ αυτήν την ιδιαίτερη και ιδιότροπη χημεία της δημιουργίας η οποία παράγει αντιδράσεις, τις περισσότερες φορές ως καλώς γνωρίζουμε, ερήμην των προθέσεων, καλών ή κακών, αγαθών ή μοχθηρών, του δημιουργού.

Τον Ντοστογιέφσκι δεν τον κρίνεις από την αρθρογραφία του, τις απόψεις του περί πανσλαβισμού και όσα ρίγη συγκίνησης του προκαλούσε η ιδέα της Μεγάλης Ρωσίας που επέπρωτο να λυτρώσει τον κόσμο από πάσα νόσο. Αν τον έκρινες έτσι θα κατέληγες στο συμπέρασμα πως ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των εποχών ήταν ένας ημίτρελος και θρησκόληπτος ιδεολόγος.

Τον Μπαλζάκ δεν τον κρίνεις ως βασιλόφρονα, γι΄ αυτό και ο Μπαλζάκ δεν είναι απλώς ένας εκκεντρικός νοσταλγός του «Παλαιού Καθεστώτος» που έπινε πολλούς καφέδες και λάτρευε το κοσμικό Παρίσι, όπως και ο Σταντάλ, ευτυχώς για μας και για τη λογοτεχνία, δεν είναι απλώς ένας ακόμη οπαδός του Μεγάλου Ναπολέοντα που είχε μια λόξα με τις γραφικότητες της Ιταλίας.

Γνήσιος Ρώσος ο ένας, γνήσιοι Γάλλοι οι άλλοι δύο, όμως αυτό που μας ενδιαφέρει εμάς, τους αναγνώστες του 21ου αιώνα, δεν είναι η γνησιότητα της ταυτότητάς τους- εθνικής, γλωσσικής, πολιτικής ή θρησκευτικής- αλλά η γνησιότητα της δημιουργίας τους. Γιατί η λογοτεχνική δημιουργία, όπως κάθε καλλιτεχνική δημιουργία, οικοδομεί τη δική της γνησιότητα.

Αυτή είναι η αξία της, αυτή είναι η δύναμή της και γι΄ αυτό η καλλιτεχνική δημιουργία παραμένει πολύτιμο αγαθό σ΄ έναν κόσμο που, καταργεί μεν τα σύνορα και τους δασμούς για τα εμπορεύματα, υψώνει όμως όλο και μεγαλύτερα τείχη για τις ψυχές που τον κατοικούν. Ο εθνικός, γλωσσικός, θρησκευτικός ή και πολιτικός προστατευτισμός, με τους φανατισμούς που συνεπάγεται μπορεί να βολεύει τον τρόμο που μας προκαλούν τα μεγέθη του παγκόσμιου χωριού, όμως, εκτός τού ότι είναι πολλές φορές θανατηφόρος στην κυριολεξία, υπονομεύει τη διαπραγματευτική μας ικανότητα απέναντι στο παρόν.

Ο προστατευτισμός που στοχεύει την καλλιτεχνική δημιουργία μοιάζει περισσότερο ανώδυνος, αφού δεν παράγει καμικάζι Ταλιμπάν. Ενίοτε δε, μετά την απόσυρση των παραδοσιακών μορφών λογοκρισίας, μας φαίνεται και χαριτωμένος ή γραφικός. Όμως, επειδή είναι ηχηρός, επειδή φωνάζει- γιατί εκεί που ο δημιουργός ψάχνει στα τυφλά, ο ιδεολογικός του προστάτης διαλαλεί τα ευρήματά του- έχει τη δυνατότητα να φαλκιδεύσει τη γνησιότητα της δημιουργίας στο όνομα της δικής του ιδεολογικής γνησιότητας.

Θα μου πείτε ότι κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Μπορεί. Το κάνω επειδή πιστεύω πως η συζήτηση που έχει ξεκινήσει στις σελίδες αυτής της εφημερίδας τις τελευταίες εβδομάδες, για τις «πολυεθνικές» και την «ελληνικότητα» μπορεί, όταν καταλαγιάσει λίγο ο κουρνιαχτός του εκνευρισμού, να μας οδηγήσει σε ορισμένα, μάλλον χρήσιμα, συμπεράσματα για την κατάσταση της πνευματικής μας κοινότητας.

Της πνευματικής μας κοινότητας είπατε; Μήπως αναφέρεστε σ΄ αυτό το σιωπηρό φάντασμα που περιφέρεται από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο και από βιβλίο σε βιβλίο; Αυτό που σιωπά, ως μη όφειλε, απέναντι στα μεγάλα προβλήματα του τόπου; Σιωπά, πλην όμως παραμένει λαλίστατο: μιλάει στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, γράφει στις εφημερίδες, απαγγέλλει από σκηνής, κι όμως, το μόνο που ακούγεται είναι η σιωπή του. Σαν να το χτύπησε η κατάρα της Κασσάνδρας, σαν κανείς να μη μπορεί να το πιστέψει.

Γιατί δεν το ακούν; Γιατί δεν μας ακούν; Μήπως γιατί ο κόσμος είναι κακός; Ή μήπως γιατί κι εμείς λέμε ό,τι λένε όλοι οι άλλοι, οπότε αφού ακούν τους άλλους, δεν τους περισσεύει χρόνος να ακούν κι εμάς, που τα λέμε και λίγο πιο περίπλοκα. Εισαγγελέας της ταυτότητάς μας ο Άνθιμος, ανθυποεισαγγελείς κι εμείς από πίσω. Ρέκτης του προοδευτισμού ο Τσίπρας, προοδευτικοί κι εμείς από πίσω, μη χάσουμε και διαδηλώσουμε την αγανάκτησή μας στο υπουργείο Πολιτισμού- ευτυχώς δεν εξαρτάται από μας η ηλεκτροδότηση της χώρας.


ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ ΜΑΣ

Ο Καβάφης δεν υπήρξε μεγάλος ποιητής επειδή έγραψε ελληνικά. Είναι μεγάλος ποιητής γιατί έγραψε την Πόλη. Ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε μεγάλος συγγραφέας επειδή έψελνε και έπινε ρετσίνα. Είναι μεγάλος συγγραφέας επειδή έγραψε τη Φόνισσα. Ή μήπως θέλετε να μου πείτε πως η Φραγκογιαννού είναι η ενσάρκωση της γνήσιας ελληνικής ψυχής σε όλη της τη δολοφονική μανία;

Και ο μεν και ο δε έγραψαν ελληνικά. Συνομιλούσαν όμως με άλλους που δεν έγραφαν ελληνικά, που έγραφαν γαλλικά, αγγλικά ή ρώσικα, και συνομιλούσαν επί ίσοις όροις, γιατί μιλούσαν την ίδια γλώσσα, τη γλώσσα της δημιουργίας.

Μπορούμε να μιλάμε για «ελληνικότητα» εν έτει 2008, στο καθεστώς της παγκοσμιοποιημένης οικουμένης; Βεβαίως μπορούμε, αρκεί να μη μιλάμε με τους όρους της Γκόλφως, αλλά με τους όρους του Εγγονόπουλου, με τους όρους του δημιουργού που βρήκε τη βυζαντινή τέχνη μέσα από τα εκφραστικά προβλήματα που του έθετε ο σουρεαλισμός του. Όπως ο Πικάσο συνάντησε τις αφρικανικές μάσκες.

Η «ελληνικότητα» ως στοιχείο της ταυτότητας είναι ένα στείρο, φοβικό σύμπλεγμα. Η «ελληνικότητα» ως εσωτερική ρωγμή, ως στοιχείο της δημιουργίας, παραλλαγμένη, μεταμορφωμένη, μεταλλαγμένη από μια δύναμη που ξεπερνάει τα όριά της και αυτοσαρκαζόμενη, έφτιαξε μερικά από τα σημαντικότερα έργα τέχνης της ιστορίας μας.

Ο κόσμος μας πάσχει από πληθωρισμό ταυτοτήτων. Εκείνο που του λείπουν είναι τα έργα, αυτά που θα μας βοηθήσουν να ανακτήσουμε τη χαμένη εμπιστοσύνη απέναντι στον εαυτό μας, αυτά που θα μας βοηθήσουν να σταθούμε όρθιοι απέναντι στο φάντασμα του τρόμου μας.

Saturday, May 24, 2008

Θανάσης Βαλτινός: ένα διαφορετικό σενάριο για τον εθνικό μας ποιητή

«Σκατά!» σχολιάζει ο Σολωμός

Μικέλα Χαρτουλάρη

1823. Ένα μόνιππο κατηφορίζει προς έναν κάμπο με ελιές. Μέσα, ο 25άρης Διονύσιος Σολωμός και η Μαρία Παπαγεωργοπούλου. Σκύβει να τη φιλήσει, αλλά την τελευταία στιγμή σταματάει. Γι΄ αυτήν θα γράψει λίγο αργότερα τη «Φαρμακωμένη».

1836. Ο Σολωμός έχει έρθει από την Κέρκυρα στη Ζάκυνθο για να υπερασπιστεί την περιουσία και τον τίτλο του στη δίκη που τον φέρνει αντιμέτωπο με τη μάνα και τον ετεροθαλή αδελφό του. Είναι το τελευταίο του ταξίδι στη γενέτειρά του και προσπαθεί να συναντήσει τον παλιό του φίλο Γιώργη Δε Ρώσση, Έπαρχο πια, προκειμένου να βολιδοσκοπήσει ποιους θα υποστηρίξει. «Είναι θυμωμένος μαζί σου. Λέει ότι χρησιμοποιείς τους ανθρώπους», του εκμυστηρεύεται η γυναίκα του...

Η ερωτική ιδιορρυθμία του Σολωμού, οι προσωπικές ανακολουθίες του με τους φίλους, η λατρεία της μάνας που μετατράπηκε σε απώθηση. Ο Σολωμός που εκφράζει την ανασφάλειά του στον Σπύρο Τρικούπη- «τα ελληνικά τα ξέρω ελάχιστα, πώς θα μπορούσα να γράψω κάτι καλό;»· ο Σολωμός που «αγοράζει λέξεις» στα καπηλειά· ο Σολωμός που τον φωνάζουν Νιόνιο, έφιππος ή γυμνός στη θάλασσα· ο Σολωμός με την παλάμη στην καρδιά μπροστά στον Φον Στάκελμπεργκ που θα του ζωγραφίσει το πορτρέτο, εξηγεί ότι κυνηγά να εκφράσει κάτι άγνωστο· ο Σολωμός στο δωμάτιό του με άδεια μπουκάλια κρασί· ο Σολωμός που προσπερνά τον Κάλβο με ένα νεύμα στην Κέρκυρα το 1848· ο Σολωμός με τον Μάντζαρο ο οποίος μελοποιεί τον «Ύμνο», αλλά του εκθειάζει τον «Πόρφυρα» κι ας μην έχει εθνικό θέμα. «Ο κόσμος πρέπει να μάθει ότι εθνικό πραγματικά είναι ό,τι είναι αληθινό», του απαντά ο 50άρης πια ποιητής, περνώντας από τα ιταλικά στα ελληνικά...

Ο Θανάσης Βαλτινός το δηλώνει ευθέως από τις πρώτες σελίδες αυτού του 13ου βιβλίου του. Δεν τον ενδιαφέρουν οι αρετές του εθνικού μας ποιητή, αλλά αυτά που αποφεύγουν να θίξουν οι μελετητές του: ο ναρκισσισμός του, η εμπάθειά του, η ευθιξία του, η φιλοδικία του, αλλά και η απελπισία του όταν παλεύει με τη γλώσσα, το πείσμα του, τα αδιέξοδά του. Αυτό το φοβερό «σκατά» που γράφει στα μουντζουρωμένα χαρτιά του με τις ιταλικές και ελληνικές παραλλαγές των ποιητικών του σπαραγμάτων...

Γι΄ αυτό και βασίστηκε στην Αλληλογραφία και στα Αυτόγραφα του Σολωμού: επειδή από εκεί προκύπτει ο ψυχισμός του...

Ως προς το περιεχόμενο λοιπόν, ο 76χρονος συγγραφέας μένει πιστός στο λογοτεχνικό του χαρακτηριστικό: την προσήλωση στη μαρτυρία (η συνάντηση με τον Κάλβο είναι από τις ελάχιστες αυθαιρεσίες του). Ως προς τη μορφή όμως, κάτι αλλάζει στα Άνθη της αβύσσου. Ο Βαλτινός πήρε το σενάριο που είχε γράψει το 1996 για την ταινία την οποία... δεν γύρισε τελικά ο Τώνης Λυκουρέσης, το ξανάγραψε κρατώντας την αποστασιοποιημένη και ασυγκίνητη γραφή του, πρόσθεσε κάποιες σκηνές- λ.χ. στο δικαστήριο- αφαίρεσε άλλες, κινηματογραφικής λογικής, και χρησιμοποίησε ως εισαγωγή μια (δημοσιευμένη το 2003) «επιστολή» του προς τον «Κόντε», η οποία υπογραμμίζει τη λοξή ματιά ενός σημερινού δημιουργού απέναντι στο εθνικό πρότυπο.

Το αποτέλεσμα είναι ένα ελλειπτικό αφήγημα όπου κυριαρχούν οι διάλογοι. Μια προσωπογραφία γυμνή από θεωρίες και λογοτεχνικότητα, κατατεμαχισμένη σε 58 σκηνές που μάλλον υποβάλλουν παρά δηλώνουν τις ιδιορρυθμίες και το δράμα του Σολωμού κατά την περίοδο 1822-1848.

Φυσικά, δεν υπάρχει ολόκληρος ο Σολωμός εδώ. Δεν υπάρχει ο σατιρικός και σκωπτικός Σολωμός, δεν υπάρχουν οι κοινωνικοπολιτικές απόψεις του ούτε τα συμφραζόμενα της εποχής του, παρά μόνο νύξεις. Υπάρχουν οι φίλοι του, ο αδελφός του Δημήτρης ή ο δικηγόρος του Γαλβάνης, αλλά δεν υπάρχει ο μαθητής του Πολυλάς που τον «παρέδωσε«« στις επόμενες γενιές και η μάνα υπάρχει μόνο ως ανάμνηση ή ως τραύμα.

Όσο για το μαρτύριό του με τις λέξεις, αυτό δεν εικονοποιείται αλλά ανιχνεύεται σε λεπτομέρειες. Όσοι ξέρουν, λ.χ., θα αναγνωρίσουν τις ρίζες ενός στίχου του στα λόγια της αγρότισσας Τζωρτζίνας προς τον αμαξά: «Πήγαινε πες του να κόψει το νερό στη μάνα του, να το μπάσει στο περβόλι»...

Τα Άνθη της αβύσσου απευθύνονται λοιπόν στον υποψιασμένο αναγνώστη και λειτουργούν μάλλον σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις που τον ερεθίζουν, παρά σαν παραμύθι που τον συνεπαίρνει.

Saturday, May 17, 2008

Το ελληνοαμερικανικό παράδειγμα: η άλλη λύση πέρα από την «Ελληνικότητα»

Χρειάζεται μία νέα μυθοπλασία
Γράφει ο Γιώργος Αναγνώστου

Εφημερίδα τα ΝΕΑ

Αν θυμηθούμε τον Θεοτοκά και την «Αργώ» του, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η «ελληνικότητα» μάς έχει καλέσει να ριγήσουμε στη θέα «μια[ς] βάρκα[ς] που ψαρεύει ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο», δηλαδή να βιώσουμε το περιβάλλον συγκινησιακά αλλά όχι και να το προασπίσουμε πολιτικά।

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΣΥΧΝΑ ΤΗΝ ΕΙΡΩΝΙΚΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΠΟΛΛΩΝ ΕΛΛΑΔΙΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ, ΕΧΟΥΝ ΙΣΩΣ ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΔΑΞΟΥΝ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΘΝΟΤΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ «ΠΟΛΙΤΙΚΟ» ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΕΟΚΟΠΗΜΕΝΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

«Εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουνε।» Με αυτή τη λαϊκή ρήση θα μπορούσε κάποιος να αντιδράσει στη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση περί «Ελληνικότητας». Η εύλογη απορία του θα ήταν «τι συνεισφέρει τούτη η συζήτηση στην αγωνία αυτού του τόπου σήμερα, όταν η περιβαλλοντική κρίση, η χαμηλομισθία, η υποαπασχόληση, η κοινωνική παράλυση και η δυσπιστία πιέζουν για πολιτική λύση και όχι για ακαδημαϊκή ενδοσκόπηση;».

Η σύντομη απάντηση είναι ότι το θέμα «ταυτότητα» δεν είναι ανεξάρτητο από την πολιτική। Η ταυτότητα μάς προσδιορίζει και επομένως κατευθύνει τη δράση μας. Το ερώτημα λοιπόν τι είδους ταυτότητα προκρίνουμε, είναι ακραιφνώς πολιτικό. Γι΄ αυτό και διακυβεύονται τόσα στον «διάλογο» για την Ελληνικότητα.

Προς τα πού να στραφούμε λοιπόν για ένα καινούργιο όραμα ζωής, αν λάβουμε υπόψη μας και την κατάρρευση των αξιών; Στον ορίζοντα διαφαίνεται η (επι)στροφή προς τη δοκιμασμένη «Ελληνικότητα» και την επαναδιατύπωσή της όπως προτείνει ο Ν। Ξυδάκης («Η Καθημερινή» 5/4). Αποβάλλοντας την προγονοπληξία σαν νόσο και την «ακλόνητη ουσιοκρατία» σαν παρακμή, ο Ξυδάκης προκρίνει μια «άλλη οδό,» αυτήν της αισιόδοξης, ανοικτής, και ήπιας Ελληνικότητας που όμως επιμένει να μυθολογεί «δημιουργικά, τα νησιά και τους λερούς φουστανελάδες»... Κάτι που προκαλεί αμηχανία, από τη στιγμή που η επανεφεύρεση της Ελληνικότητας γίνεται με βάση κοινούς τόπους της αισθητικής ιθαγένειας! Παρόλα αυτά η δημιουργία ενός ρεύματος που προτείνει μια τέτοια επαναδιατύπωση της Ελληνικότητας ως κεντρικής συνιστώσας της νεοελληνικής ταυτότητας, δεν αποκλείεται. Πόσω μάλλον που προσφέρεται σαν απάντηση, και ταυτόχρονα παράκαμψη, της κριτικής θέσης «η Ελληνικότητα δεν είναι ουσία» (βλ. Σ. Γουργουρής)- μιας κριτικής θέσης που κλονίζει τις αλήθειες της Ελληνικότητας αφού πηγάζει από την ιστορικοποίηση του φαινομένου (βλ. Β. Λαμπρόπουλος, Α. Λιάκος, Δ. Τζιόβας)... Η ελκυστικότητα εντέλει αυτού του βολικά αόριστου προσδιορισμού της Ελληνικότητας έγκειται στο ότι εμφανίζεται αφενός ως μια εθνική πολιτισμική απάντηση στην κρίση νοήματος που μαστίζει την κοινωνία και αφετέρου ως άμυνα στην εξουσιαστική εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης. Όπως κάθε Λόγος, αυτή η αισθητική Ελληνικότητα θα λειτουργήσει γόνιμα, προσφέροντας στους νέους μια πηγή νοήματος και υπερηφάνειας, ώστε να ζήσουν τον μύθο τους στην Ελλάδα «αυθεντικά», «σαν Έλληνες».

Όλα αυτά όμως ακούγονται οικεία, συναρπαστικά και αθώα μέχρι να συνειδητοποιήσει κανείς ότι αυτός ο «εφαρμοσμένος ρομαντισμός» της ταυτότητας που γίνεται αντιληπτή ως συγκινησιακό βίωμα, άφησε ιστορικά ανέγγιχτες τις πρακτικές εκείνες που προκαλούν τη σημερινή κρίση। Με άλλα λόγια, επειδή ακριβώς αυτού του είδους η ρομαντική Ελληνικότητα ιστορικά έχει λειτουργήσει σε πλαίσιο αισθητικής προσέγγισης και όχι πολιτικής δράσης, δεν αποφεύχθηκε ούτε η συστηματική απαξίωση των θεσμών ούτε η έλλειψη εμπιστοσύνης στις κοινωνικές συναλλαγές ούτε η εγκληματική καταστροφή του περιβάλλοντος.

Αναζητώντας λοιπόν ένα νέο μοντέλο, στρέφομαι προς μια ετερογενή κοινωνική κατηγορία: τους Έλληνες της Αμερικής, οι οποίοι, για λόγους που χρήζουν ξεχωριστής μελέτης, προκαλούν όχι μόνο τον χλευασμό και την ειρωνική απόρριψη αλλά ακόμη και την εχθρότητα πολλών Ελλαδιτών (Ένα δείγμα της πήραμε με τον χαρακτηρισμό κορυφαίων νεοελληνιστών της Αμερικής από τον Κ। Γεωργουσόπουλο σαν «Αμερικανάκια» της «κόκα-κόλα»). Μήπως όμως μια τέτοια περιφρόνηση μάς στερεί χρήσιμες προσεγγίσεις;

Αυτοί οι άλλοι Έλληνες με τους άλλους τρόπους, τις διαφορετικές προφορές και σίγουρα τις διαφορετικές εμπειρίες ίσως να έχουν κάτι ωφέλιμο να μας διδάξουν। Ο τρόπος λ.χ. με τον οποίο ορισμένοι Ελληνοαμερικανοί συγγραφείς προσεγγίζουν το παρελθόν ώστε να χτίσουν μια νέα εθνοτική ταυτότητα έχει να προτείνει και για την Ελλάδα ένα δημιουργικό μοντέλο μυθοπλασίας πέρα από αυτό της χρεοκοπημένης «Ελληνικότητας». Αυτοί οι συγγραφείς τολμούν να πάρουν αποστάσεις από την ηγεμονική εθνοκεντρική αφήγηση που θέλει τους Ελληνοαμερικανούς σαν μια ομάδα με ένδοξο παρελθόν και βιολογική προδιάθεση προς την κοινωνική και επιχειρηματική επιτυχία. Η ιστορικός Έλεν Παπανικόλα για παράδειγμα, που το ελληνικό κοινό τη γνώρισε μέσω του βιβλίου της Μια Ελληνική Οδύσσεια στην Αμερικανική Δύση (Εκδ. Εστία), ανασύρει τη μνήμη της ρατσιστικής περιφρόνησης την οποία βίωσε ως κόρη μεταναστών στην Αμερική του 1920 και μιλά για την άρνηση της κοινωνίας να την αποδεχθεί ως γνήσιαΑμερικανίδα. Η Παπανικόλα φωτίζει την ομοιότητα της προσωπικής της εμπειρίας με αυτήν των παιδιών έγχρωμων μεταναστών σήμερα· και προσκαλεί τους βολεμένους πλέον Ελληνοαμερικανούς να αντλήσουν από την εμπειρία της περιφρόνησης που στιγμάτισε τους γονείς και τους παππούδες τους, ώστε να καταπολεμήσουν την προκατάληψη και να συμπαρασταθούν στον αγώνα των φυλετικών μειονοτήτων για ίσα δικαιώματα. Με αυτόν το τρόπο μια ιστορικά προσδιορισμένη μνήμη ανασύρεται στην επιφάνεια και προσφέρεται σαν ένας κινητήριος μοχλός κοινωνικής και πολιτικής δράσης.

Η Παπανικόλα δεν είναι η μόνη που καταπιάνεται με θέματα μνήμης, ιστορίας, ταυτότητας και διαφυλετικών σχέσεων। Υπάρχει παράλληλα μια πλούσια ελληνοαμερικανική λογοτεχνία που πιστοποιεί μια ακμάζουσα και αναπτυσσόμενη πολιτισμική παρουσία στις «νέες πατρίδες» των Ελλήνων. Αναφέρω ενδεικτικά μερικά σύγχρονα έργα που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά: Μiddlesex ( Ανάμεσα στα Δύο Φύλα ) του Τζέφρι Ευγενίδη, Ιμάμ Μπαϊλντί (Κάθριν Ντέιβιντσον), Αμοιρολόιτος:Ο Λούις Τίκας και η Σφαγή στο Λάντλοου (Ζήσης Παπανικόλας), Φλεγόμενη Πόλη (Τζορτζ Πελεκάνος) και Ο Χαρτοπαίκτης (Χάρι Μαρκ Πετράκης).

Υπάρχουν λοιπόν ελληνοαμερικανικές πηγές από τις οποίες θα μπορούσαμε να αντλήσουμε μυθοπλασίες που τονίζουν ότι είναι ποικίλα τα ρεύματα σκέψης τα οποία εμπλέκονται στον αυτοπροσδιορισμό μας· που υποδεικνύουν τη συνύπαρξη με τον πολιτιστικά «άλλο» μέσα σε πλαίσια σεβασμού· που εμπνέουν την καταπολέμηση της εκμετάλλευσης κ.ο.κ.

__________
Ο Γιώργος Αναγνώστου είναι καθηγητής στο Οhio State University