Κατάφερα να ολοκληρώσω την ανάγνωση αυτού του έργου της Νίκης Αναστασέα, το οποίο πόρρω απέχει απο το εκπληκτικό πρωτόλλειό της «Αυτή η Αργή Μέρα Προχωρούσε» όπερ και έλαβε το βραβείο απο το περιοδικό Διαβάζω μερικά χρόνια πρίν.
Υφος στυφό, πλατειάζον, ύφος επιδεικτικά δηκτικό και κραυγαλέα επιτηδευμένο. Θεωρώ πως η Αναστασέα για να κρατήσει τη γραμμή της πρώτης εμφάνισης βούτηξε στα λιμνάζοντα νερά μιας περασμένης ιδεολογίας, που προσπαθώντας να την αναιρέσει , αυτοαναιρείται η ίδια με διάφορα προσχηματικά κόλπα.
Πολύς λόγος για ένα έργο δύσπεπτο και προσποιητό στη λογοτεχνική κριτική πιάτσα και πολλές πομπώδεις υποψηφιότητες για χάρη του ενδόξου παρελθόντος της.
Το Κατοικίδιο
Το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη και ο κομφορμισμός της δεκαετίας ’80
Της Τιτικας Δημητρουλια
Νίκη Αναστασέα
Επικράνθη. Διά χειρός Αλέξη Ραζή
εκδ. Κέδρος
Η γενιά του Πολυτεχνείου, παρά τα φώτα των προβολέων και τους επετειακούς εορτασμούς, διατηρεί πάντα μια αδιαφάνεια, που εξαρχής τη χαρακτήριζε, σύμφυτη με το ύψος των προσδοκιών της και το βάθος της διάψευσής τους, ανάλογη ίσως με τη μοναδικότητα του γεγονότος που τη γέννησε। Γι’ αυτή τη γενιά, αγόρια και κορίτσια προερχόμενα από όλες τις κοινωνικές τάξεις, μέσα και έξω από τις οργανώσεις και τις ομαδούλες που έθαλλαν μαζί με τις μολότωφ, τα πορτρέτα του Λένιν και του Μαρξ, του Τσε και του Μάο, τα συνθήματα, τις πορείες, τις συνελεύσεις, το προσωπικό συναιρούνταν με το συλλογικό. Συχνά μάλιστα το προσωπικό καλυπτόταν κάτω από την προστατευτική αίγλη του συλλογικού, οι σχέσεις, φιλικές κι ερωτικές, κινούνταν πολλές φορές στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης επαναστατικής ενδογαμίας, οι ανθρώπινες ιδιοτέλειες μετατρέπονταν σε ισχυρές πεποιθήσεις.
Μύθος και πραγματικότητα
Ολα ήταν δυνατά, και ερμηνεύσιμα, το σκοτάδι της εποχής καταυγαζόταν από το άπλετο φως της ζωτικής βεβαιότητας। Εως την ορμητική εισβολή της πραγματικότητας, πάντα παρούσας και σοφά συγκαλυμμένης, που επανέκαμψε προσφέροντας την εξουσία ως ανταπόδοση της πίστης, τη δημοσιότητα ως αντιστάθμισμα της αποτυχίας. Αλλοι συνέχισαν, άλλοι πήγαν στο σπίτι τους, το αίνιγμα της συσσωμάτωσής τους παρέμεινε, μιας συσσωμάτωσης που τη διέτρεχαν σωρός αντιφάσεις, πολιτικές, κοινωνικές, προσωπικές. Ο μύθος διατηρήθηκε. Παρότι κάποιοι αυτόπτες και αυτουργοί μίλησαν πολύ νωρίς, έξω από το δόντια, όπως η Μάρω Δούκα στο μυθιστόρημα-σταθμός της ελληνικής μεταπολίτευσης, την «Αρχαία Σκουριά». Εικόνες και θραύσματα της γενιάς αυτής γλιστρούν στις σελίδες του νέου βιβλίου της Νίκης Αναστασέα, εφτά χρόνια μετά το πρώτο της μυθιστόρημα, «Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε» (βραβείο Διαβάζω), κινώντας μας εξ ορισμού το ενδιαφέρον. Πιο συγκεκριμένα, το μυθιστόρημά της ανασυνθέτει το περιβάλλον των αριστερίστικων οργανώσεων που, πέρα από την πάλη ενάντια στη χούντα, ακολουθούσαν τα χνάρια της γαλλικής Προλεταριακής Αριστεράς, προετοιμάζοντας τη «νέα λαϊκή αντίσταση», εμπνέοντας στα μέλη και τους οπαδούς τους, ή προσπαθώντας, εν πάση περιπτώσει, το ιδεώδες της καθυπόταξης του προσωπικού στο συλλογικό, ενοχοποιώντας τους για τις επιθυμίες τους, οδηγώντας τους σε παράδοξες μεταθέσεις και προβολές. Ολόκληρη η παρέα την οποία ζωντανεύει η Αναστασέα κινείται σε τροχιά γύρω από το ολόλαμπρο άστρο ενός ωραίου και χαρισματικού ζωγράφου, του Αλέξη Ραζή, που θα γλιστρήσει στη μελαγχολία και το μηδέν, αφού καταστρέψει πρώτα τα έργα του. Πλάι του, η πολύ νεότερή του Νίνα, δέσμια της αίγλης του, θυσιάζει κι αυτή τη ζωή της στο ανέφικτο. Πιάνοντας το κουβάρι από παλιότερα, από τον πατέρα και το Δάσκαλο του Ραζή, που υπήρξαν κομμουνιστές και δηλωσίες, η Αναστασέα προσπαθεί να ερμηνεύσει τις συνάψεις, προσωπικές, κοινωνικές, ιστορικές που οδήγησαν στην επαναστατική φρενίτιδα της εποχής και στην ερημιά που τη διαδέχτηκε, στο νέο κομφορμισμό της δεκαετίας του ’80.
Η «εποχή του κενού»
Προσπαθεί να εξηγήσει αυτή την «εποχή του κενού» που επακολούθησε, μέσα από τα όρια των ιδεών και των προσώπων, το μέγεθος των ψευδαισθήσεων, την ουτοπία της αναμόρφωσης του ανθρώπου μέσα από τη συντριβή του. Υποταγμένα στην ύψιστη ιδέα, στη θρησκεία μιας διαρκούς επανάστασης, τα πρόσωπα αδυνατούν τελικά να ζήσουν. Και η Αναστασέα αυτό το αβίωτο του βίου το περιγράφει πολύ πειστικά.Το μυθιστόρημα όμως έχει προβλήματα που αρχίζουν ήδη σε επίπεδο προθέσεων. Διότι το βαρίδι που δεν αφήνει το κείμενο να απογειωθεί δεν είναι παρά η ίδια η υπέρμετρη φιλοδοξία του, να συναιρέσει το «Εργο» του Ζολά με τους «Μανδαρίνους» της Μποβουάρ, ένα «πορτρέτο του καλλιτέχνη» με την τοιχογραφία μιας εποχής. Η Αναστασέα θέλησε στο κείμενό της να τα πει όλα, ταυτοχρόνως: να βρει την ουσία του ιδανικού, την πολιτική και μεταφυσική ψίχα της στράτευσης, να ξεφλουδίσει το πολιτικό ώς τα σκοτάδια της ψυχής, να σχολιάσει τη δημιουργία που αναπαριστά ρουφώντας το αίμα του καλλιτέχνη. Ετσι, το βιβλίο αργεί να πάρει μπρος, κολλάει στις σχοινοτενείς αναλύσεις, ο Ραζής μένει μετέωρος ως χαρακτήρας και η θέση του ως αρχηγού μιας άτυπης θρησκείας που επιβεβαιώνεται και καλλιτεχνικά δεν πείθει. Κι ενώ κάποιοι χαρακτήρες, ειδικά γυναικείοι, είναι πολύ καλοί και κάποια επεισόδια εξαιρετικά ενδιαφέροντα, ενώ η σύλληψη είναι θαυμάσια, οι ασυνέχειες της αφήγησης αναδεικνύουν εντέλει τις ασυνέχειες μιας οπτικής που εγκλωβίζεται στην αφέλεια μιας νέας μυθολόγησης.
Saturday, August 18, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 comment:
Σε σημερινή Κυριακάτικη εφημερίδα πήρε το μάτι μου κάτι που σας αφορά. Καλημέρα
Post a Comment