Friday, March 30, 2007

Βιβλίο του 2006

Φίλοι μου,

Στο μπλόγκ μου παρουσιάζω τη μακριά λίστα των υποψήφιων ελληνικών βιβλίων του 2006 για λογοτεχνικό βραβείο.Η λίστα είναι μια συνάθροιση των καταλόγων των περιοδικών Νά Ενα Μήλο, Δέκατα και Διαβάζω.

Τα βιβλία που περιέχονται εδώ είναι μυθιστορήματα και διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων, ακόμη και πρωτοεμφανιζόμενων.

Επειδή δεν είναι δυνατόν να έχω άποψη για όλα τα βιβλία της λίστας και επειδή δεν θέλω να αδικήσω κανένα συγγραφέα ή βιβλίο, προτείνω σε όλους τους επισκέπτες του μπλόγκ καθώς και σε συγγραφείς ή φίλους συγγραφέων να μού αποστείλουν ένα κατατοπιστικό-κριτικό (κατά το δοκούν) κείμενο για το βιβλίο τους.

Αναλαμβάνω να το δημοσιεύσω και να ανοίξω συζήτηση επί του θέματος.

Παρακαλώ, η αποστολή να γίνει μέσω μέιλ στο zoipet@yahoo.gr (για να διατηρείται το απόρρητο του αποστολέως).

Ψηφίστε χωρίς φόβο και πάθος, με γνώμονα την προσωπική σας κρίση.

Τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στις αρχές Ιουνίου.

Το κατοικίδιο

_____________

Ελαβα διάφορα κείμενα για βιβλία. Αρχίζω απο το Μονοπάτι στη Θάλασσα του Αντώνη Σουρούνη

_____________

Το Μονοπάτι στη Θάλασσα του Αντώνη Σουρούνη

Καθημερινή 2-12-2006

Ολγα Σελλα
Ενα δύσκολο στοίχημα έβαλε ο Αντώνης Σουρούνης με το τελευταίο του βιβλίο. Αντλησε υλικό από την παιδική του ηλικία και έγραψε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα: «Το μονοπάτι στη θάλασσα» (εκδ. Καστανιώτης). Και κατάφερε να μην μπατάρει στο μελό ή στο γλυκερό, αλλά να συνδυάσει την παιδική αφέλεια και αθωότητα του παιδιού με τη γνώση και τη συνειδητοποίηση του ενήλικου. Για μια τέτοια συνταγή χρειάζεται μπόλικο χιούμορ. Και ο αναγνώστης του βιβλίου του Αντώνη Σουρούνη γελάει στις περισσότερες από τις 650 σελίδες του. Ακόμα και όταν οι αναμνήσεις συνδέονται με ουδόλως ευχάριστες στιγμές. «Τηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς έπρεπε να φάει ξύλο. Αν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου· αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Το φαΐ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα». Ο Αντώνης Σουρούνης περιγράφει μια δύσκολη εποχή. Τη δεκαετία του ’40 και τη μεταπολεμική Ελλάδα. Οταν μεγάλωναν όλα στα μάτια των παιδιών. Ακόμα και το Στενό, ένα από τα πολλά αδιέξοδα που υπήρχαν στη μη ρυμοτομημένες αστικές γειτονιές, το έβλεπε μεγάλο, αχανές. Σαν να ήταν όλος ο κόσμος. Και για να τον δει μια μέρα ο παππούς του μικρού αφηγητή τον ανέβασε στα κεραμίδια του σπιτιού του: «Εβλεπα όλο τον κόσμο και κανέναν άνθρωπο. Εβλεπα δέντρα μικρά και δέντρα μεγάλα, πουλιά να κάθονται και πουλιά να πετάνε, βουνά και βουναλάκια, έβλεπα τη γη πράσινη, τη γη κίτρινη, καφετιά, έβλεπα τη θάλασσα μπλε, τη θάλασσα άσπρη, εδώ με πλοία, εκεί χωρίς πλοία, ξανά δέντρα, ξανά τη γη και στο τέλος ένα μεγάλο κάτασπρο βουνό. Εκεί τελείωνε ο κόσμος, μετά δεν είχε τίποτ’ άλλο, το άσπρο βουνό ήταν το τέρμα και τόσο ψηλό, που δεν το ’βλεπες ολόκληρο, το μισό έμπαινε μες στα σύννεφα». Και μέσα από αυτό το Στενό ξεκίνησε ο ίδιος και η παρέα του, για να κατανοήσει τον κόσμο των μεγάλων, που ήταν πράγματι ακατανόητος: «Ο,τι και να δείξεις, για ό,τι και να ρωτήσεις, θα σου πούνε “έργο του Θεού είναι”, “πλάσμα του Θεού είναι”, ”έτσι το ’φτιαξε Εκείνος”. Εγώ όμως ξέρω πως το σπίτι μας το έφτιαξε ο παππούς μου. Κι όχι μόνο το σπίτι μας, αλλά και τη μάνα μου και τη θεία μου και το νονό μου». Είναι οπωσδήποτε μια προσωπική ματιά στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας. Μια προσωπική ματιά χωρίς νοσταλγία, αλλά με διορατικότητα, με τρυφερότητα και κατανόηση για τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις που σήμερα μοιάζουν γραφικές. Και γι’ αυτό καταφέρνει να μην είναι.

Η Φλέρυ του Φεγγαριού

«Τραγουδούσε όπως κανείς αναπνέει»


Γράφει η Αναστασία Κουκά
ankouka@pegasus.gr

«Οπως το φως του φεγγαριού είναι από μόνο του ποίηση, όπως η Μεγάλη Αρκτος μπορεί να μας δώσει περισσότερες ελπίδες απ’ όλα τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, έτσι εννοώ να τραγουδάω. Μόνο όταν η ψυχή μου είναι μπουκαρισμένη και χρειάζεται να την ξεμπουκάρω»: Κάπως έτσι περιγράφει τη σχέση της με το τραγούδι η αξέχαστη Φλέρυ Νταντωνάκη, την καλλιτεχνική προσωπικότητα της οποίας προσπαθεί να σκιαγραφήσει ο Γιώργος Λιάνης στο βιβλίο του «Φλέρυ Νταντωνάκη. Η φεγγαρική αηδόνα» που κυκλοφορεί από τον «ΙΑΝΟ».

«Δεν εμπιστευόμουνα τον εαυτό μου τόσα χρόνια να γράψει μια βιογραφία για τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Δεν τον εμπιστευόμουνα γιατί η Φλέρυ Νταντωνάκη ήταν ένα αποδημητικό πτηνό που δεν στάθηκε ποτέ κάπου και συνεχώς ταξίδευε», εξομολογείται ο Γιώργος Λιάνης στον πρόλογο του βιβλίου του.

Τελικά, όμως, βρήκε τη δύναμη και την έμπνευση και ολοκλήρωσε αυτήν την προσπάθεια «αποκρυπτογράφησης» της κορυφαίας φωνής του «Μεγάλου Ερωτικού». Στις σελίδες του βιβλίου του ο αναγνώστης ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής και της μουσικής διαδρομής της μεγάλης ερμηνεύτριας, μέσα από τις περιγραφές της ίδιας καθώς παρατίθενται μια ανέκδοτη, συνταρακτική συνέντευξή της για τα παιδικά της χρόνια καθώς και τρεις ακόμη δημοσιευμένες συνεντεύξεις της μαζί με χειρόγραφες σημειώσεις της.

Ιδιαίτερα γλαφυρές είναι οι περιγραφές του Γιώργου Λιάνη, εικόνες και περιστατικά που προκύπτουν μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες και επαφές με την ερμηνεύτρια.

«...Αλλά η Φλέρυ τραγουδούσε όπως κανείς αναπνέει: για να ζήσει δηλαδή... Η φωνή της μέσα στην άκρα σιγαλιά αυτής της μουγκής πόλης ακουγόταν σαν ήχος Δευτέρας Παρουσίας. Αυτοσχεδίαζε. Επλεκε το τραγούδι ως η κορυφαία μιας αναπόφευκτης συντέλειας...» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Λιάνης.

Στο βιβλίο όμως υπάρχουν και μαρτυρίες πολλών άλλων σημαντικών ανθρώπων οι οποίοι έζησαν από κοντά τη Φλέρυ Νταντωνάκη: «Η φωνή της Φλέρυς ήταν καημός. Ενας καημός γεμάτος ηδυπάθεια και ελευθερία. Η φωνή της Φλέρυς έκρυβε μέσα της τον λυγμό του αγριμιού και τη θλίψη κάποιας φυλακισμένης πριγκίπισσας των παραμυθιών...» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Μανιώτης, ενώ ο Σπύρος Σακκάς δηλώνει: «Η Φλέρυ ήταν η πιο σπουδαία φωνή που άκουσα στον δυτικό κόσμο... Θα μπορούσα να την παραβάλω με την Κατίνα Παξινού! Θα μπορούσα να την παραβάλω με τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Θα μπορούσα να την παραβάλω με τη Μαρία Κάλλας, τον Σικελιανό και την Εύα του!..

Οι Μπιτλς, η Μπαέζ, ο Ντίλαν. Οικειοποιήθηκαν διά της επαναλήψεως το ταλέντο τους. Η Φλέρυ όμως ήταν πάνω απ’ όλους αυτούς. Δεν οικειοποιήθηκε ποτέ το ταλέντο της ούτε τη θεϊκή προίκα της...»

Χαρακτηριστική είναι και η περιγραφή του Αλέξανδρου Ισαρη που την φωτογράφησε το ‘70: «Η Φλέρυ Νταντωνάκη στην αρχή δεν ήθελε να φωτογραφηθεί. Στραβομουτσούνιαζε και έβγαζε τη γλώσσα της. Αρχισα να της τραγουδώ το «Κέλομαί σε Γογγύλα». Κατόπιν άρχισε να τραγουδάει και κείνη ώσπου κάποια στιγμή είπε «τώρα θα ποζάρω»»!

Saturday, March 24, 2007

Η φοβία των μεμονωμένων ιδεών

ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
papag@dolnet.gr

Τα ευχάριστα νέα είναι ότι ζούμε στην εποχή μας «μια επανάσταση ισάξια με την ανακάλυψη της τυπογραφίας». Η έκφραση αυτή του 30χρονου συγγραφέα - ήδη βετεράνου στον χώρο - δεν είναι υπερβολική, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα blogs ή ιστολόγια ή διαδικτυακά ημερολόγια άρχισαν να εξαπλώνονται από το 1999, έγιναν δημοφιλή το 2004 και ήδη ορίζουμε κάποιους ως «ψηφιακά αναλφάβητους». Τα δυσάρεστα νέα απαντώνται σε κάθε κεφάλαιο αυτού του βιβλίου - και γι' αυτά κυρίως αξίζει να διαβαστεί η κατάθεση του Μανώλη Ανδριωτάκη. Αν τα αναγνωρίσει κανείς ως έμφυτη παθογένεια του φαινομένου, μπορεί να βγει αλώβητος από την εμπειρία.

Κατ' αρχάς δημιουργεί κάποιος ένα blog (σύντμηση των λέξεων web και log) για να δημοσιεύει κείμενα, εικόνες, ήχους ακόμη και μικρά βίντεο, και να εκθέτει τις απόψεις του. Οι «κυβερνοναύτες», όπως αποκαλούνται οι υπόλοιποι χρήστες στα σπίτια τους ή στα Internet καφέ ανά τον κόσμο, μπορούν να στέλνουν όποια ώρα επιθυμούν τα έργα και τα σχόλιά τους στο κάθε ημερολόγιο και να τα βλέπουν δημοσιευμένα λίγα δευτερόλεπτα μετά. Χωρίς περαιτέρω λογοκρισία, με ελάχιστες τεχνικές γνώσεις και συχνά εντελώς δωρεάν. Ολα καλά ως εδώ. Οι χρήστες, όπως και ο κάτοχος του blog, είναι ανώνυμοι ή ψευδώνυμοι, άγνωστων λοιπών στοιχείων και κινήτρων, πιθανόν με πολλαπλά προσωπεία. Ως εκ τούτου, τα ιστολόγια συχνά αναφέρονται ως θρίαμβος της απόλυτης ελευθερίας έκφρασης και της συλλογικής ευφυΐας. «Κάτι όμως που δεν λέγεται ποτέ είναι ότι η συλλογική ευφυΐα μπορεί να είναι και συλλογική βλακεία» διαπιστώνει ο συγγραφέας.

Και πάλι δεν θα πείραζε, αλλά η αληθινή «φρίκη» του κυβερνοχώρου είναι ότι «συμπεριφερόμαστε σε "πραγματικά" πρόσωπα σαν σε εικονικές οντότητες που μπορούν να βασανιστούν και να σφαγιαστούν ατιμωρητί, δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε αλληλεπίδραση μαζί τους μόνο στην Εικονική Πραγματικότητα». Βλέποντας ότι η δημοσίευση μπορεί να γίνει με τη χρήση ενός ψευδωνύμου μόνο, «η μεγάλη πλειοψηφία των ιδιωτών ιστολόγων μιμείται τους υπόλοιπους, δελεάζεται από την ελευθερία να λες ό,τι θες χωρίς να αποκαλύπτεις την ταυτότητά σου, και διαλέγει να εκφραστεί ανώνυμα». Σύντομα παρατηρείται συναγωνισμός λασπολογίας, ανεξαρτήτως αρχικών προθέσεων του κατόχου ενός blog. Αλλά και η πληροφορία της γέννησης ενός νέου ιστολογίου κάθε ένα λεπτό εγείρει την υποψία ότι «το Διαδίκτυο μπορεί να κρύψει και να προσφέρει καταφύγιο σε οποιαδήποτε νοσηρότητα και να την εκθρέψει, να την επωάσει ως ένα μοντέρνο αυγό του φιδιού...».

Η επίφοβη πια ανωνυμία δοξάζεται σαν «συλλογική εμμονή» ή σαν «φανερό πάθος», αφού οι θιασώτες της προασπίζονται πάντα την ελευθερία έκφρασης. «Δεν είναι δυνατό, λένε, να απαγορεύεις σε κάποιον να χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα, όπως δεν μπορείς να του υπαγορεύσεις τι θα πει». Οσο και αν ισχύει όμως κάτι τέτοιο στις περιπτώσεις καλλιτεχνικής δημιουργίας, το πράγμα διαφέρει όταν αναλαμβάνει κάποιος να ενημερώσει ανωνύμως με ειδήσεις της αρεσκείας του. Την απειλή αντιλήφθηκε πρώτος ο επιχειρηματικός κόσμος, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αμέσως ένας νέος επαγγελματικός κλάδος με ειδίκευση στην παρακολούθηση των ιστολογίων. «Εάν δεν παρακολουθείς καθημερινά τι λένε για σένα στα ιστολόγια, είσαι χαμένος» λένε στελέχη του κλάδου της επικοινωνίας. «Οι δυσφημιστές μπορεί να είναι υποχείρια ανταγωνιστών, ψυχασθενείς, εκδικητικοί πρώην υπάλληλοι, οτιδήποτε». Αλλά και ο απλός χρήστης στο σπίτι του δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος. «Οι αναγνώστες των πολιτικών ιστολογίων δεν θα μπορούν ποτέ να είναι βέβαιοι αν τους απευθύνεται ένας πολίτης, που μιλά με τη συνείδησή του, ή μια εταιρεία ή ένα πολιτικό κόμμα, κ.λπ.».

Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι και σε αυτή την περίπτωση αναπαράγεται ο ανταγωνισμός της κοινωνίας. Στο Διαδίκτυο όμως, «αν οι ιστολόγοι επιστρατευθούν ως πρόσωπα που επηρεάζουν την κοινή γνώμη, ή αλλιώς ως λομπίστες κομμάτων, οργανώσεων, βιομηχανιών, κρατών, απόψεων ή ό,τι άλλου, σημαίνει ότι προσλαμβάνονται προκειμένου να προωθήσουν συγκεκριμένες ιδέες». Δεν έχει ο καθένας τη δυνατότητα να προσλάβει λομπίστες, οπότε η τεχνολογία ευνοεί τεράστιες ανισότητες. «Ως γνωστόν, η δύναμη των λόμπι έγκειται στις διασυνδέσεις και το χρήμα. Η οικονομική επιρροή και η πίεση που ασκούν στα κατάλληλα πρόσωπα και θεσμούς έχουν πάντα ως στόχο την επίτευξη σκοπών που εξυπηρετούν αποκλειστικά τα δικά τους συμφέροντα». Και τα ιστολόγια προσφέρονται για να «εξαγοράζουν οι ενδιαφερόμενοι ένα Νέο Μέσο, που καλύπτει ακόμη και τους ύποπτους σκοπούς τους, δημιουργώντας μόνιμα θετικές εντυπώσεις».

Σε κάθε περίπτωση, ανάλογοι χώροι υποδοχής κινδυνεύουν να αλωθούν από τους «βανδάλους» - στην εσπεράντο της πληροφορικής, troll. Μπορεί να είναι απλώς αργόσχολοι. «Συχνά το βήμα των ιστολογίων χρησιμοποιείται από επιτήδειους που, μη έχοντας κάτι καλύτερο ή πιο εμπνευσμένο να κάνουν, καταπιάνονται με την καταστροφή συζητήσεων». Ακόμη και στα νέα ιστολόγια εκπαιδευτικού περιεχομένου, σύντομα διαπιστώνεται ο κατακλυσμός τους με ύβρεις, ασυνάρτητα σχόλια, επιθέσεις και λεκτική βία, ώσπου να αποφασίσει ο κάτοχος πια να παρέμβει και να κλείσει με πόνο ψυχής το ιστολόγιό του. Αν αυτό είναι το μέλλον της ενημέρωσης και αφού η ασυνειδησία καραδοκεί στο Διαδίκτυο, εμείς τι κάνουμε τώρα; «Κάθε εργαλείο πρέπει να παραδίδεται προς χρήση με τις απαραίτητες οδηγίες. Πρέπει να εξηγούμε ακόμη και τα αυτονόητα» προτείνει ο συγγραφέας.

Friday, March 23, 2007

Πάσών των Ρωσσιών

ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ
Ο Βόλφγκανγκ Χέσνερ ακτινογραφεί μια ποιήτρια με ακατάβλητο συγγραφικό πείσμα

«Άννα πασών των Ρωσιών»

Ο ΧΕΣΝΕΡ ΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΘΥΕΛΛΩΔΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΑΧΜΑΤΟΒΑ. ΕΜΠΑΘΕΙΣ ΕΡΩΤΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΓΑΜΟΙ, Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΟΝΤΙΛΙΑΝΙ. ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΤΗΝ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΖΝΤΑΝΟΦ ΜΙΛΑ ΓΙΑ «ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΜΕΝΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΑΛΟΝΙΟΥ ΠΟΥ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΜΠΟΥΝΤΟΥΑΡ ΚΑΙ ΣΤΑΣΙΔΙΟΥ». Η «ΑΝΝΑ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΡΩΣΙΩΝ» ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΛΥΓΙΖΕΙ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ
«Ποτέ δεν θα αποκτήσεις εσύ σαλόνι, τον πιο ενδιαφέροντα επισκέπτη θα τον παίρνεις πάντα μαζί σου στην κρεβατοκάμαρα». Αυτό έλεγε μισοαστεία μισοσοβαρά ο Γκουμιλιόφ, ποιητής και πρώτος σύζυγος της Αχμάτοβα, πειράζοντάς την. Το αρραγές τσιμέντο της κομμουνιστικής ηθικολογίας δεν ανέχτηκε την ελεύθερη ζωή της Αχμάτοβα - κυρίως όταν κατάλαβε πως δεν έχει να περιμένει από αυτήν ωδές στο καθεστώς και ποιητικές γονυκλισίες. Από τη μουδιασμένη αποδοχή του έργου της, οι σύντροφοι πέρασαν γρήγορα στην αντεπίθεση. Ενδεικτική είναι η αντίδραση της εφημερίδας «Πράβντα», κεντρικού οργάνου του καθεστώτος: «... η Αχμάτοβα, με το στομφώδες, ψαλμωδικό ύφος της παλιάς πίστης απήγγειλε κάτι για νεκρούς [...].

Η Άννα Αχμάτοβα (1889-1966) υπήρξε εμβληματική μορφή της σοβιετικής ποίησης. Ποιήτρια με αδιαπραγμάτευτο ταλέντο, έγινε γνωστή και τιμήθηκε στην Ευρώπη προς το τέλος του βίου της. Η ταραχώδης ζωή της ενίσχυσε το ενδιαφέρον για την ποίησή της. Έρωτες, γάμοι, ισχυρά αισθήματα. Ένας γιος που ποτέ δεν χάρηκε τη μητέρα του. Το καθεστώς που προσπάθησε να τη γονατίσει. Η συγγραφέας κατέστρεφε τα γραπτά της και κρατούσε προφορικό αρχείο του έργου της. Μάθαινε τα ποιήματά της απέξω, αυτός ήταν ο ασφαλής τρόπος που μηχανεύτηκε, για να σώσει και να σωθεί. Οι στίχοι της κυκλοφορούσαν σε όλη τη Ρωσία στόμα στόμα. Η Αχμάτοβα έμεινε έξω από τη χορεία των εντεταλμένων ποιητών. Μόνο μια φορά έγραψε ωδή στον Στάλιν και στο σοβιετικό κράτος, προσδοκώντας να διασφαλίσει τη ζωή του γιου της, αλλά και τη δική της. Χρησιμοποίησε όλα τα τερτίπια της κομματικής ποίησης με υπονομευτική ειρωνεία. Κανένας δεν πίστεψε ότι η Αχμάτοβα εννοούσε τους κομματικούς ύμνους που δημοσίευσε.



Γυναίκα που εξέπεμπε τεράστια γοητεία, ποιήτρια, μάρτυρας και υπέρμαχος μιας ρωσικής κουλτούρας που κατέρρευσε, η Άννα Αχμάτοβα δεν τιμήθηκε όσο ζούσε με καμία διάκριση, παρά με τον διδακτορικό τίτλο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης στα 76 της, έναν χρόνο πριν πεθάνει. Εδώ, στα 33 της το 1922

Υπήρξαν μελετητές που τη στοίχισαν με τη Σαπφώ. Ήταν και οι δυο ερωτικές ποιήτριες. Θεματογράφησαν τον πόθο, τις αισθήσεις, τα αισθήματα. Η Αχμάτοβα ωρυόταν στον Γκουμιλιόφ: «Δεν γράφω γυναικεία ποίηση», έλεγε. Όχι πως υποδύθηκε ποτέ το αντρικό γράψιμο. Όμως οι σιροπιαστές λέξεις και τα στομφώδη αισθήματα ή τα ροζ στιχάκια ημερολογίου δεν ήταν καθόλου του γούστου της. Η Αχμάτοβα έγραφε ποιήματα με ισχυρές εικόνες που καρφώνονται στο μάτι, πυκνό δίχτυ συμπαραδηλώσεων και επιμελημένη γλώσσα.

Ελευθερία

Η Αχμάτοβα αρνήθηκε τις εύκολες ταμπέλες. Είχε συγγραφικό πείσμα. Τόνιζε με έμφαση στα ποιήματά της το δικαίωμα για την ποιητική της αυτοπραγμάτωση. Το δικαίωμά της στην καλλιτεχνική ανεξαρτησία και ελευθερία. Στον σαρκοφάγο πρώτο γάμο της με τον ποιητή Γκουμιλιόφ, συγκρούστηκαν δυο ισχυρές ποιητικές προσωπικότητες. Αυτό και μόνο αρκούσε για να κάνει τον συζυγικό τους βίο αβίωτο. Όμως στους ιστορικούς καβγάδες ήρθαν να προστεθούν προβλήματα της καθημερινότητας. «Στο σπίτι τους έβρισκες με κόπο ένα πιρούνι ή ένα γερό φλιτζάνι, ούτε λόγος βέβαια να γίνεται για οτιδήποτε φαγώσιμο».

Ο Βόλφγκανγκ Χέσνερ συναιρεί στο βιβλίο του εργοβιογραφικές πληροφορίες και κειμενοκεντρικές παρατηρήσεις. Η βιογραφία του συμπληρώνεται από Χρονοδιάγραμμα, Μαρτυρίες, Βιβλιογραφία. Το κείμενό του περιέχει μακρά ποιητικά αποσπάσματα. Ο βιογράφος επιχειρεί να προσεγγίσει την ποιητική προσωπικότητα και το έργο της Αχμάτοβα μέσα από τον θυελλώδη βίο της, την ταραγμένη εποχή στην οποία έζησε, τα ποιήματά της: «Ποιητική Συντεχνία» και Ρώσοι «ακμεϊστές», διαγραφή από την Ένωση Συγγραφέων, απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, πολτοποίηση του έργου της, προσπάθειες να της αφαιρεθούν ακόμη και τα δελτία τροφίμων. Παιδική ηλικία με ροζ συννεφάκια, αβίωτος έγγαμος βίος, συνάντηση με τον Μοντιλιάνι, ερωτικές περιπέτειες, ταραγμένη και ενοχική σχέση με τον γιο της, Λεβ.


«Ναι, μπορώ»
«Το Ρέκβιεμ ήταν αφιερωμένο στον γιο της Λεβ, συγχρόνως όμως είναι και θρήνος για όσους υπέφεραν από την τρομοκρατία του Στάλιν και δριμύ κατηγορώ. Σε μια γυναίκα που περίμενε, όπως η ίδια, μπροστά στη φυλακή και τη ρώτησε αν θα μπορούσε να τα περιγράψει όλα αυτά, η Αχμάτοβα ψιθύρισε: Ναι, μπορώ» (απόσπασμα από τη σελ. 133).


«Μισή καλόγρια, μισή πόρνη»
Η Αχμάτοβα παρέμεινε έως το τέλος μια ποιήτρια με ακατάβλητο συγγραφικό πείσμα. Μια γυναίκα που χρησιμοποίησε τη ζωή της ως συγγραφικό καύσιμο. Μια Ρωσίδα διανοούμενη που έζησε στο πετσί της τη σοβιετική λογοκρισία και τη σοβιετική τρομοκρατία. Ο άντρας της δολοφονήθηκε. Ο γιος της εξορίστηκε. Η ίδια διώχθηκε συγγραφικά. Κατηγορήθηκε για δουλοπρέπεια έναντι της Δύσης και ξενομανία. Θεωρήθηκε «εκπρόσωπος του αντιδραστικού σκοταδισμού και της αποστασίας στην πολιτική και την τέχνη». Χαρακτηρίστηκε θρύψαλο της αριστοκρατικής κουλτούρας, «μισή καλόγρια, μισή πόρνη». Παρά τον πόλεμο που υπέστη, τις κακουχίες που αντιμετώπισε, τα προσωπικά δράματα, η Αχμάτοβα δεν σταμάτησε να γράφει. Έγραφε και κατέστρεφε το έργο της. Το μάθαινε απέξω και το διέδιδε. Ο δεύτερος κύκλος της αναγνώρισής της ήρθε από την Ευρώπη. Ήταν πια μια ώριμη και καταβεβλημένη κυρία. Αντιμετώπιζε τις τιμές με καρτερία και λεπτή ειρωνεία - δεν μπορούσαν πλέον να θρέψουν τη συγγραφική ματαιοδοξία της.

Η περίπτωση της Αχμάτοβα - μαζί με αυτήν της Τσβετάγεβα, του Παστερνάκ, του Μαντελστάμ - αποτελεί, ανάμεσα στα άλλα, ένα ηχηρό και παρήγορο παράδοξο. Σηματοδοτεί τον θρίαμβο της τέχνης επί της πολιτικής και αποδεικνύει την ανθεκτικότητα της ποίησης. Καμιά φορά, τα ποιήματα αποδεικνύονται πιο ισχυρά από τα ψηφίσματα και οι ποιητές πιο πείσμονες, πιο δαιμόνιοι και πιο αποτελεσματικοί από τους απανταχού κομματάρχες.

Wednesday, March 21, 2007

Μια άτακτη μουσική επίθεση

Μια άτακτη μουσική επίθεση


«Κάθε συλλογή Yuria αποτελεί μια χαρτογράφηση της τοπικής σκηνής», λέει ο Νεκτάριος Παππάς, ιδιοκτήτης του δισκοπωλείου Vinyl Microstore, όπου κάθε Νοέμβριο πραγματοποιούνται τα Yuria. «Με το φεστιβάλ βγάζουμε τη γλώσσα σε αυτό που ο μέσος όρος θεωρεί σημαντικό και κλείνουμε το μάτι στα ασήμαντα που μπορούν να αλλάξουν την καθημερινότητά μας. Εχουμε πήξει στα ωραία, τα μεγάλα, τα αληθινά. Τα αξιόλογα παίζονται σε μικρές κλίμακες».



Η γιορτή της υπόγειας σκηνής με τίτλο Yuria ξεκίνησε τρία χρόνια πριν, πήρε το όνομα του Γιούρι, του αδέσποτου άσπρου σκύλου που έγινε η μασκότ του δισκοπωλείου, και έχει καθιερωθεί ως ένα ετήσιο φεστιβάλ με συναυλίες, προβολές ταινιών και dj σετς.

«Ουσιαστικά αποτελεί τη δική μας παρέμβαση στη σκηνή», εξηγεί ο Νεκτάριος. «Προσφέρουμε ένα βήμα για κάποιες μπάντες, γιατί καλό και χρήσιμο είναι το My space του Ιντερνετ, αλλά η μουσική είναι ένα μέσο που από τη φύση του κοινωνικοποιεί τα άτομα και φτιάχνει κοινότητες. Οπότε εμείς θελήσαμε να γίνουμε ο κρίκος μιας συνεύρεσης, που να ενώσει τους μουσικούς και όσους ενδιαφέρονται για την κατάσταση της σκηνής».

Τα άλμπουμ-συλλογές Yuria, το περσινό και το φετινό, δεν έχουν μόνο «αρχειακή σημασία», αλλά δείχνουν και τις τάσεις που διαμορφώνονται στην ελληνική μουσική σκηνή. «Επιλέγουμε νέα ονόματα», λέει ο Νεκτάριος, «τις περισσότερες φορές χωρίς δισκογραφική παρουσία και χωρίς να αποκλείουμε κανένα μουσικό είδος, αφού το άλμπουμ περιέχει από ποστ πανκ μέχρι πρωτοποριακή ελεκτρόνικα. Δεν υπάρχουν όροι συμμετοχής, η αξιοπρεπής παρουσία και το ενδιαφέρον για τη μουσική είναι αρκετά».

Αλλωστε το ζήτημα δεν είναι ο ήχος, αλλά η ανατρεπτική χειρονομία. Το Yuria «σημαίνει, πρώτ' απ' όλα, επίθεση ατάκτων», θυμίζει ο Νεκτάριος. «Από εκεί ξεκινάμε κι εμείς. Επιζητούμε να ανατρέψουμε τις κυρίαρχες επικοινωνιακές δομές και να εξαλείψουμε την παθητικότητα και την αδράνεια που επικρατούν στη σκηνή. Από τη διοργάνωση μέχρι τη σαρκαστική αφίσα, που αντιγράφει αυτές των λαϊκών πανηγυριών».

Επόμενη επίθεσή τους θα είναι η Yurovision, που σχεδιάζεται να πραγματοποιηθεί στο Gagarin στις 9 Μαΐου. Ενας διαγωνισμός όπου θα συμμετέχουν όποιες μπάντες θέλουν με ένα τραγούδι (δηλώσεις συμμετοχής μέχρι τις 20 Απριλίου), ενώ θα υπάρχει επιτροπή, όπως και προκριματική και τελική φάση. Ο νικητής θα πάρει ένα κόκαλο. «Δεν είναι απλή παρωδία της Eurovision», υποστηρίζει ο Νεκτάριος. «Είναι η αντιστροφή της. Γιατί, αν αυτή είναι μια φάρσα, που καταντήσαμε να την παίρνουμε σοβαρά, εμείς ξεκινάμε με χιούμορ ένα διαγωνισμό, που θα δώσει μια ευκαιρία σε νέες μπάντες να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, χωρίς καμιά μεσολάβηση, στον κόσμο».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ



ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 21/03/2007

Tuesday, March 20, 2007

Συστάσεις

Αγαπημένοι φίλοι της μπλογκόσφαιρας,

Μπαίνω στο μπλογκοχώρο με ωραίες διαθέσεις. Κουβέντα , ποτό και ξενύχτι για την προώθηση γραμμάτων και τεχνών. Για την προώθηση της ανάγκης μας να επαναπροσδιορισθούμε στη δύσκολη φάση της ενηλικίωσης.

Σάς προσκαλώ όλους σε ένα διάλογο για τα βιβλία, τις ταινίες, τους άντρες, τις γυναίκες και τα ασήμαντα υπέροχα μικρά πράγματα!

Περιμένω θερμή ανταπόκριση

Κριτικοχροή