Saturday, June 30, 2007

Μαμάδες: Πολυσυζητημένες και πολυπαιγμένες απο την παρέα του ελληνικού βιβλίου!

Το πιο πολυσυζητημένο βιβλίο του περσινού καλοκαιριού ήταν αναμφισβήτητα Οι «μαμάδες Βορείων Προαστείων» (εκδόσεις Μελάνι), που έγιναν ευπώλητες μέσα απο ένα δίκτυο αρνητικής προβολής, το οποίο οργανώθηκε εξαιρετικά απο τη συγγραφέα Παυλίνα Νάσιουτζικ και όλους του περιοικούντες του λογοτεχνικού χώρου.

Το βιβλίο πήρε τις πιό επώνυμες αρνητικές κριτικές στα μεγαλύτερα μαγαζιά της λογοτεχνικής παρέας και έτσι διέγραψε την ανοδική πορεία του. Πριν κωπάσει ο θόρυβος για το μπεστ σέλερ της απόλυτη ευτέλειας και χάρη στην μαρκετίστικη αντίληψη της συγγραφέα του Παυλίνας Νάσιουτζικ «Οι Μαμάδες» είδαν τη συνέχειά τους με το «Μύκονος Μπλούζ», που επίσης χιλιοδιαδημίστηκε αρνητικά.

Βεβαίως, και στη δική μας ψηφοφορία ήρθε τέταρτο σε δημοφιλία, γεγονός που επισημοποιεί τη σχέση του συγκεκριμένου βιβλίου με τον κόσμο.

Δεν θα κρίνω το μυθιστόρημα , το οποίο δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω ως ανάγνωσμα –παρότι είχα αποδεχθεί την ελαφρότητά του. Θα σταθώ στο γεγονός, ότι η συγγραφέας Παυλίνα Νάσιουτζικ αποδεικνύει με το παράδειγμά της πως η παρέα του ελληνικού βιβλίου μπορεί να μπουκώσει την αγορά με ευτελή αναγνώσματα, αρκεί να το θέλει.

Βεβαίως, ακολουθώντας τη μέθοδο της συγκριτικής του κ. Ζήρα, θα πρέπει να ομολογήσω πως την ίδια περίοδο είδε το φώς της έκδοσης το ρομαντσοειδές μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη «Νάντια», επίσης απευθυνόμενο σε αναγνώστριες των Αρλεκιν.

Με εντυπωσίασε το γεγονός πως η Παυλίνα Νάσιουτζικ έχει δεχθεί έστω και προσχηματικά τα πυρά της επώνυμης κριτικής, ενώ η Λένα Διβάνη κοντεύει να τοποθετηθεί στη χορεία των σοβαρών συγγραφέων με τα εφήμερα και φτηνά αναγνώσματα που γράφει με τη συχνότητα και τη φτηνή προσέγγιση της Μπάρμπαρα Κάρτλαντ, η οποία καθιέρωσε τη ΡΟΖ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ! (The Pink Collection)

Το Κατοικίδιο


Παυλίνα Νάσιουτζικ: Μαμάδες Βορείων Προαστείων

Προς τιμήν του Reader’s Diggest

Τι κάνει ένας λογοτέχνης όταν βλέπει τις δύο πρώτες δουλειές να αποσπούν καλά σχόλια αλλά να μην πουλάνε; Διαλέξτε και πάρτε: α. Αλλάζει εκδοτικό οίκο, β. αν έχει γράψει μυθιστορήματα το ’’γυρίζει’’ σε συλλογές διηγημάτων, δοκίμιο, αστυνομικό ή ιστορικό και τα…αντίστροφα, γ. σταματάει να γράφει για μερικά χρόνια αφού κανείς δεν τον αναζητά!

Η Παυλίνα Νάσιουτζικ διάλεξε ένα εντελώς διαφορετικό δρόμο ύστερα από δύο εξαιρετικά βιβλία ιστορικής έρευνας. Και έτσι μας προέκυψαν οι πολυσυζητημένες και ευπώλητες ’’Μαμάδες Βορείων προαστίων’’ (εκδόσεις Μελάνι). Υπό άλλες συνθήκες δεν θα σχολίαζα το βιβλίο, ίσως να μη με απασχολούσε κιόλας αλλά αισθανόμουν άθλια όλο το καλοκαίρι μέσα σε βιβλιοπωλεία να βλέπω κυρίες με ελάχιστη ή μικρή σχέση με τη λογοτεχνία να ζητάνε από τους πωλητές τις….’’μαμάδες’’ (άνευ συνέχειας συνήθης και ολοκληρωμένου τίτλου) με σχεδόν συνθηματικό τρόπο, όπως οι έφηβοι της γενιάς μου στο συντηρητικό ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80 ζητούσαν ένα κουτί προφυλακτικά από τον υπάλληλο του φαρμακείου ή τον περιπτερά. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχω μέσα στους έξι πρώτους μήνες κυκλοφορίας το βιβλίο είχε ξεπεράσει τις 26.000 αντίτυπα και στα τέλη του προηγούμενου μήνα είχε σπάσει και το φράγμα των 30.000 αντιτύπων, συνεχίζοντας να πουλάει.

Η κυρία Νάσιουτζικ, γόνος λογοτέχνη που απασχόλησε το πανελλήνιο με τη γνωστή υπόθεση φόνου πριν από αρκετά χρόνια βρήκε τον τρόπο να γράψει το μπεστ σέλερ του 2006. Υπό αυτή την έννοια της βγάζω το καπέλο και φαντάζομαι ότι η πλειοψηφία των λογοτεχνών θα ήθελε να είναι στη θέση της. Όπως θα ήθελε να είναι στη θέση της Μειμαρίδη ή παλαιότερα της Παπαθανασοπούλου. Με μια ουσιαστικά διαφορά…Η Παπαθανασοπούλου είναι εξαιρετικά χαμηλών τόνων άνθρωπος, δε νομίζω ότι αισθάνθηκε πως έγραψε (με τον Ιούδα) ένα βιβλίο ύψιστης λογοτεχνικής αξίας και την ’’κυνήγησαν’’ επικριτικά και υποκριτικά κυρίως εκείνοι που είχαν απορρίψει το βιβλίο της όταν το περιέφερε από εκδοτικό οίκο σε εκδοτικό οίκο.

Στη συνέχεια, απέδειξε ότι έχει το χάρισμα της γραφής. Η Μειμαρίδη ’’τρυγάει’’ την εμπορική ιδέα που είχε σε κάθε άλλο πιθανό και απίθανο επίπεδο και τελικά ιδρύει σχολή μαγισσών. Η κυρία Νάσιουτζικ και με τις Μαμάδες αλλά και σε ουκ ολίγες συνεντεύξεις της που διάβασα στον ημερήσιο τύπο προσπαθεί να μας πείσει ότι προσφέρει λογοτεχνικό έργο. Η συνέντευξη της στην Ελευθεροτυπία ξεκίνησε με αναφορά στον Χένρι Τζέιμς. Μέσα στο βιβλίο της, προσπαθώντας να ξορκίσει λογοτεχνικές ερινύες και της προσωπικής παιδείας της αναμειγνύει τον Σαίξπηρ με τα φαστ φουντ, τα τζακούζι και το Εκάλη Τένις Κλαμπ. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο είναι αποψιλωμένο από κάθε πιθανή λογοτεχνική αξία με γλώσσα και γραφή που θα αρίστευε ως σενάριο σε τηλεοπτική καθημερινή σειρά (υπάρχει διάδοχος της ’’Λάμψης’’;).

Η Νάσιουτζικ αποτυγχάνει σε όλα πλην του δεδομένου και αυτονόητου: Να προσελκύσει ένα τεράστιο κοινό γυναικών που διαβάζει βιβλία με θεματολογία που αντιπροσωπεύει περίπου το 2-5% της σημερινής Αθήνας. Αλλά η επιτυχία της είναι ότι μαγνητίζει γυναίκες που θα ήθελαν να φοράνε original Gucci και Prada, να ζουν με ένα φανταχτερό περιτύλιγμα το απόλυτο τίποτα. Τυπικά, η Νάσιουτζικ μοιάζει να κριτικάρει αυτό τον κόσμο. Αλλά στο τέλος όχι μόνο τον αποθεώνει αλλά διαλέγει για την ηρωϊδα της μια ακόμη καλύτερη τύχη! Στο ενδιάμεσο ’’κοπιάρει’’ ατάκες και τσιτάτα από τον Σαίξπηρ, τον Σοπενάουερ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Σπινόζα προσπαθώντας να γεμίσει το απόλυτο κενό μιας ματαιόδοξης αφήγησης για ματαιόδοξες γυναίκες και wanna be ματαιόδοξες αναγνώστριες. Και επειδή, όπως και να το κάνουμε άντρας είμαι, συνηθισμένος ενδεχομένως σε εντελώς άλλα αναγνώσματα τυχόν αντιρρησίες τους παραπέμπω στην πολύ εύστοχη ’’Προσωπική ματιά’’ της Ελευθεροτυπίας όταν προ μηνών η κυρία Βάνα Γεωργακοποπούλου εξηγούσε στη συγγραφέα ότι και η ίδια είναι μαμά και η ίδια μένει στα βόρεια προάστια αλλά η συμπεριφορά και η λογική της είναι πολύ διαφορετική απ΄ αυτή των χαρακτήρων του βιβλίου.

Η κ.Νάσιουτζικ εκτός όλων των άλλων (και αυτό πολύ εύστοχα το έγραψε η δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας) κατάφερε να μετατρέψει μια ολόκληρη κατηγορία γυναικών σε ’’τέρατα’’ που δεν αγαπάνε τα παιδιά τους και προσπαθούν να τα ξεφορτωθούν. Να συμπληρώσω ότι πέραν των υπολοίπων καταντάει αστείο στη σημερινή Αθήνα να μιλάμε για ελίτ των βορείων προαστίων αφού ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης έχει μετακινηθεί προς αυτές τις περιοχές και τα όποια στερεότυπα υπήρχαν για την Κηφισιά ή την Εκάλη πριν από 15-20-30 χρόνια έχουν διαλυθεί.

Η Νάσιουτζικ είχε μια εξαιρετική ιδέα και ένα υλικό από το οποίο θα μπορούσε να προκύψει (ενδεχομένως) ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Αντ’ αυτού προέκυψε ένα μυθιστόρημα αποθέωση της κοινωνικής ανωτερότητας και μια αναμφίβολη εμπορική δουλειά. Αν η κριτική-σαρκαστική της διάθεση εξαντλείται με ατάκες γυναικείας αθυροστομίας, δείγμα μιας όψιμης σεξουαλικής απελευθέρωσης τότε είναι φανερό ότι πολλοί άντρες έχουμε εδώ και χρόνια το προνόμιο να ξέρουμε καλύτερα από τη συγγραφέα τι και πως συζητάνε οι γυναίκες μεταξύ τους!

Friday, June 22, 2007

Πέρσα Κουμούτση : Η εξ Αιγύπτου διείσδυση

Το βιβλίο της Πέρσας Κουμούτση «Δυτικά του Νείλου» ήρθε έκτο στη μεγάλη ψηφοφορία του μπλόγκ για το 2006. Η Κουμούτση, σεμνή και εκτός της παρεϊστικης νοοτροπίας (παρότι κατέχει νευραλγική θέση στον κόσμο των εκδοτών) είδε το βιβλίο της να γίνεται αντικείμενο ελαφρών παρουσιάσεων και λιγότερο ενδελεχών κριτικών.

Ισως να φταίει το γεγονός πως πρόκειται για μια μυθιστορηματική πλοκή με δυνατά περιγραφικά στοιχεία, ίσως ο ρομαντισμός που διαπνέει το γραπτό της, ίσως πάλι η έλλειψη ακραίων προσωπικών συγρκούσεων να τοποθέτησε το βιβλίο στις παρυφές της σπουδαιοφανούς κριτικής .

Πάντως, πρόκειται για ένα βιβλίο ευχάριστο με μαγικές εικόνες ,που διαβάζεται κυριολεκτικά απνευστί. Ακολουθεί η κριτική του Αλέξη Ζήρα (παρα το γεγονός ότι ο Ζήρας δεν είναι ο αγαπημένος μου κριτικός!)

Το Κατοικίδιο

Πέρσα Κουμούτση,Δυτικά του Νείλου.Ψυχογιός 2006 , σ.277



Αλέξης Ζήρας, ένθετο «Αναγνώσεις», εφημερίδα ΑΥΓΗ.


Θα ήθελα εισαγωγικά να κάνω μια επισήμανση που νομίζω ότι έχει τη σημασία της όταν ιδίως αναφερόμαστε σε νέους συγγραφείς ,όπως η Πέρσα Κουμούτση, που προέρχονται από τον παροικιακό ελληνισμό και που με το έργο τους ανασυνθέτουν εικόνες,ανθρώπινους χαρακτήρες και καταστάσεις από τις χώρες και τις πόλεις καταγωγής τους.Οι μυθοπλασίες αυτές από τη μια πλευρά μπορώ να πω ότι δημιουργούν ένα αίσθημα οικειότητας στον σημερινό αναγνώστη, επειδή ακριβώς είναι συνδεδεμένες με σημεία-τομές του συλλογικού μας φανταστικού και της εθνικής ιστορίας ,όπως για παράδειγμα η Λωξάντρα της Μαρίας Ιωαννίδου,τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου ή η τριλογία των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα.Από την άλλη πλευρά τα ίδια αυτά βιβλία,και ένας σημαντικός αριθμός άλλων που έχουν ενσωματωθεί στον κύκλο των σύγχρονων γραμμάτων μας,διαφέρουν, γιατί κατά τεκμήριο βασίζονται σε λογοτεχνικές ανασκευές εποχών ,ηθών ,τόπων και γεγονότων που έχουν προσλάβει στο φανταστικό μας μυθικές ή και εξωτικές διαστάσεις :η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη των αρχών του αιώνα,η Αλεξάνδρεια και η Αίγυπτος της δεκαετίας του ‘ 40 και του ’50.
Η επισήμανση όμως που κυρίως με ενδιαφέρει να κάνω και που έχει ιδιαίτερη σημασία για το Δυτικά του Νείλου,όπως και για μια σειρά διηγημάτων και μυθιστορημάτων που γράφτηκαν ειδικά από έλληνες συγγραφείς που αναπαριστάνουν τόπους και κοινωνίες της Ανατολής,αναφέρεται στο είδος των σχέσεων που ανέπτυξαν κατά καιρούς οι “πάροικοι” με τους τοπικούς πληθυσμούς.Και,κατά προέκταση,στο κατά πόσο και με ποιόν τρόπο οι σχέσεις αυτές πέρασαν στη λογοτεχνία που δημιουργήθηκε, από ελλαδίτες και κυπρίους πεζογράφους ,εγκατεστημένους στην Πόλη, στην Σμύρνη ή στην Αίγυπτο στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Για παράδειγμα,δεν είναι χωρίς σημασία το φαινόμενο ότι ορισμένοι σημαντικοί συγγραφείς του έξω ελληνισμού, όπως η πολίτισσα,εξαιρετική διηγηματογράφος, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου ή ένας μεγάλος αριθμός αλεξανδρινών πεζογράφων,έγραφαν ως τος 1925-1930 ερήμην του κοινωνικού χώρου στον οποίο ζούσαν.Σε αντίθεση δηλαδή με το Δυτικά του Νείλου ,ένα μυθιστόρημα που είναι κατ’ εξοχήν επικεντρωμένο στη σύγχρονη Αίγυπτο –ειδικότερα, στις νοοτροπίες και στις αντιθέσεις που χαρακτήριζαν συνολικά την κοινωνία του Καίρου μετά τον πόλεμο- οι ελληνικής καταγωγής λογοτέχνες των πρώτων δεκαετιών του 20ού αι. έμοιαζαν σε πολλές περιπτώσεις να περιγράφουν έναν κόσμο αφύσικα εθνοκεντρικό ,προφυλαγμένο τεχνητά από το αραβικό περιβάλλον. Μπορεί το γηγενές στοιχείο να είχε περάσει πρωιμότερα στο έργο του Καβάφη, κυρίως στα ερωτικά του ποιήματα,στην πεζογραφία όμως εμφανίστηκε ακόμα πιο διστακτικά και αργοπορημένα.Προηγείται χρονικά ο διηγηματογράφος Κώστας Τσαγκαράδας και έπονται οι κυπριακής καταγωγής Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης και Νίκος Νικολαίδης,ο Στρατής Τσίρκας,η Ελένη Βοίσκου ,ο Σωτήρης Ιορδάνου και άλλοι.
Ως εσχατο σημείο σ’ αυτήν τη σειρά των πεζογράφων που ενσωμάτωσαν τον σφυγμό της σύγχρονης Αιγύπτου στα έργα τους,βλέπω και το μυθιστόρημα της Πέρσας Κουμούτση, τηρουμένων προφανώς των αναλογιών και των μεγεθών. Αν μάλιστα παρατηρήσουμε ότι κοινό στοιχείο στα έργα όσων αναφέραμε προηγουμένως είναι η πολιτικά ευνοϊκή τους στήριξη ως προς την αραβική υπόθεση, το στοιχείο αυτό επαναλαμβάνεται και στο Δυτικά του Νείλου.Είναι ένα καθαρά πολιτικό βιβλίο.Γιατί,αν και παρουσιάζει την Αλεξάνδρα,τη νεαρή αιγυπτιώτισσα ,να αντιπροσωπεύει μια καινούργια γενιά που είναι έτοιμη να αποδεχθεί τους άραβες ως άλλους ίσους,κατανοώντας τη διαφορετικότητά τους,στο μεγαλύτερο μέρος τους οι υπόλοιποι έλληνες εμφανίζονται ως ένας αλλοεθνής ,αβέβαιος κόσμος.Παρ’ ότι ορισμένες οικογένειες βρίσκονταν εκεί επί πολλές δεκαετίες,μοιάζουν ριζωμένες αμετακίνητα στην έπαρση του “ένδοξου” παρελθόντος και η θέση τους στην Αίγυπτο όπως και η συνύπαρξή τους με τους άραβες φαίνεται να εξαρτώνται προπάντων από την παρωχημένη ιδεολογία του επιχειρηματικού laissez faire και το περιθώριο του εμπορικού κέρδους.`Ολα αυτά μας δείχνουν ότι η συγγραφέας απέφυγε να περιορίσει τον άξονα της μυθοπλασίας της στην περιγραφή της άνθησης και του μαρασμού της ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε έναν άραβα και μια ελληνίδα.
Τυπικά αυτή διατρέχει το βιβλίο και ως ένα βαθμό είναι η κινητήρια πρόφασή του.Στο βάθος όμως την σχέση του άραβα αξιωματικού,`Αντελ ελ Ντιν,μαθητή και συνεργάτη του Νάσερ,με την νεαρή αιγυπτιώτισσα Αλεξάνδρα,την συνοδεύουν ,την εντείνουν αλλά και την φθείρουν ανεπανόρθωτα,οι κοινωνικές αντιθέσεις, οι νοοτροπίες και οι ιστορικές συγκυρίες.Είμαστε στο 1952,η διεθνής κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο υποδαυλίζει την άνοδο του αραβικού εθνικισμού,η ελληνική παροικία είναι ήδη σε φάση παρακμής.Κοντά στις δυσκολίες αυτής της σχέσης μπορούμε να αντιληφθούμε και τα ανυπέρβλητα εμπόδια που δημιουργούνται από ριζωμένες προκαταλήψεις, στο συνειδητό και στο ασυνείδητο των ανθρώπων,γηγενών και παροίκων.Διαφορετικές αντιλήψεις, ασύμπτωτα ήθη,αλλαζονικές εμμονές και θρησκευτικές μισαλλοδοξίες καθορίζουν το βάθος της σκηνής όπου εκτυλίσσεται το ερωτικό δράμα.Και προοιωνίζονται κατά κάποιο τρόπο το χάσμα Δύσης και αράβων · την ανάδυση και την κυριαρχία του νέου,επιθετικού Ισλάμ.Γι’ αυτούς τους λόγους καλό είναι να επαναλάβω εδώ με έμφαση ότι το μυθιστόρημα της Κουμούτση δεν είναι ένα γλυκερό ρομάντζο για πληγωμένες καρδιές.Οι προσωπικές περιπέτειες και οι συναισθηματικές δοκιμασίες συμπλέκονται με τους γενικότερους όρους ζωής και τις κοινωνικές συνθήκες ενός κόσμου που ζει στο μεταίχμιο κάποιων αλλαγών.
`Ενα μεταίχμιο που το διακρίναμε άλλωστε και στα προηγούμενα βιβλία της. Στην Αλεξάνδρεια,στο δρόμο των ξένων (2003),μια σύντομη αλλά γραμμένη με νεύρο και χιούμορ οικογενειακή σάγκα που είναι κατά κάποιο τρόπο της οδυσσεϊκής περιπέτειας του ελληνισμού στην Αίγυπτο. Αλλά και στο επόμενο,Τα χρόνια της νεότητός του.Ο ηδονικός του βίος (2004), ένα βιβλίο λάμψης και φθοράς του μεσοπολεμικού αιγυπτιώτικου ελληνισμού, ενός κόσμου σχεδόν παραμυθένιου στην επιφάνεια μα και ιδιαίτερα σκοτεινού .Γιατί πίσω από το φωτεινό προσκήνιο της χαρισάμενης ζωής στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, ορθώνεται η βιαιότητα και η ωμότητα των επιχειρηματικών συμφερόντων,των οικονομικών δοσοληψιών και του ηθικού αμοραλισμού.Και τα τρια βιβλία είναι αξιανάγνωστα γιατί μας παρέχουν ,εκτός των άλλων,μια περιεκτική και πολυπρισματική εικόνα της μετέωρης κοινωνίας των Αιγυπτιωτών,της βαθύτερης αβεβαιότητας της και της ουσιαστικής αδυναμίας της να ενσωματωθεί εκεί όπου για χρόνια αναπτύχθηκε. Αξιανάγνωστα είναι όμως τα βιβλία αυτά, ακόμα, γιατί συνδέουν στενά την μυθοπλασία με τις άμεσες ή οι έμμεσες αναφορές σε γεγονότα που σημάδεψαν εμβληματικά τον 20ό αιώνα στην Αίγυπτο και στην ευρύτερη περιοχή.Και, τέλος,γιατί αποδίδοντας τον τρόπο σκέψης και τις νοοτροπίες των προσώπων, μας βοηθούν με την αφηγηματική παραστατικότητά τους να καταλάβουμε τον ψυχισμό που διέκρινε τις τέσσερις τελευταίες γενιές ελλήνων που έζησαν εκεί.Την ταχύτατη οικονομική τους άνοδο αλλά και την εντυπωσιακά γοργή παρακμή και διάλυση της ιδιότυπης κοινωνίας τους.
Θα έλεγα μάλιστα, ότι προπάντων στο τελευταίο βιβλίο της Κουμούτση ως αναγνώστης σταμάτησα εντυπωσιασμένος από τον ομολογουμένως χαρισματικό τρόπο που έχει να περνάει το ιστορικό φόντο στον πυρήνα των γεγονότων,να το συνδέει με τα τρέχοντα και να το ενσωματώνει τόσο στην πλάγια όσο και στην άμεση αφήγηση, στις σκέψεις των προσώπων, στις καθημερινές τους κουβέντες ή στους διαλόγους τους.`Αλλοτε με δωρική απλότητα και άλλοτε με λυρική διάθεση που ποτέ ωστόσο δεν γίνεται αφαιρετική και ποτέ δεν απομακρύνεται από τα καθέκαστα της αφήγησης.Κάτι που μάλλον οφείλεται στην εργασία που προηγήθηκε του βιβλίου.Το αναφέρει , εξάλλου,και η συγγραφέας στο επίμετρό της, ότι ανέτρεξε σε εφημερίδες και περιοδικά της συγκεκριμένης εποχής ,σε στοιχεία της δεκαετίας του ’40 και του ‘50,έτσι ώστε να δημιουργήσει για την μυθοπλασία της έναν στέρεο καμβά.Η τελευταία, παρακμιακή φάση της βασιλείας του Φαρούκ, η αφύπνιση του αραβικού εθνικισμού,η διόγκωση του πολιτικού ριζοσπαστισμού στον λαό και η αντανάκλασή του στις συνειδήσεις των νέων αξιωματικών που το 1952 θα ανατρέψουν το παλιό καθεστώς,το πραξικόπημα και η αποθεωτική υποδοχή του Νάσερ.
`Ομως όλα αυτά θα έμοιαζαν αποστεωμένα και άνυδρα αν πλάι στην αγάπη για την τεκμηρίωση για την οποία διακρίνεται η συγγραφέας του Δυτικά του Νείλου ,δεν υπήρχε η περίπτυξη της φαντασίας της.Οι υποβλητικές περιγραφές του Καίρου, ιδίως η ζωντάνια με την οποία δίνεται η ζωή στους δρόμους και στις συνοικίες, οι θόρυβοι και οι φωνές των περαστικών, η παραστατικότητα που αναδεικνύει τα λαϊκά και τα πλούσια σπίτια στις δυο περιοχές της πόλης,το Ελ Μπουλάκ και το Ελ Ζαμάλεκ,οι εικόνες του εκτυφλωτικού φωτός,της ζέστης,το ωραίο εύρημα της γέφυρας του ποταμού που επανέρχεται σε διάφορα σημεία της ιστορίας της Κουμούτση,συνδέοντας και χωρίζοντας σαν μοιραίο νήμα τις ζωές της Αλεξάνδρας και του `Αντελ.Η πανταχού παρουσία του Νείλου,τέλος, που με τον κυματισμό του συνοδεύει τις ψυχικές μεταπτώσεις όλων των προσώπων.

Αλέξης Ζήρας, ένθετο «Αναγνώσεις», εφημερίδα ΑΥΓΗ.

Saturday, June 16, 2007

Βιβλιόφιλα μπλόγκς και κακόβουλοι επικριτές

Αυτό το πόστ είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στο φίλο Reader’s Diggest, ο οποίος μετά απο 17μηνη παρεμβατική και δημιουργία πορεία στο χώρο του βιβλιόφιλου μπλόγκινγκ κατέθεσε τα όπλα, προφανώς κουρασμένος και απηυδησμένος απο τα κακεντρεχή σχόλια και τις επιθέσεις.

Είναι απολύτως φυσικό και αναμενόμενο κάποιοι κύκλοι λογοτεχνών, εκδοτών και πολιτιστικού κατεστημένου να επιθυμούν να κάμψουν την αντοχή και την ανιδιοτελή προσπάθεια των μπλόγκερς, επειδή δεν εξυπηρετούν τα δικά τους «θεάρεστα συμφέροντα».

Οπως πολύ σωστά το έθεσε ο Librofilo, απαντώντας σε σχετική επίθεση, ένας μοναχικός καουμπόι της ανάγνωσης είναι και την απολαμβάνει μοιραζόμενος τις στιγμές και τις σκέψεις του με άλλους επισκέπτες της μπλογκόσφαιρας.

Δεν γράφω αυτό το πόστ για να απολογηθούμε συλλήβδην ως βιβλιόφιλοι μπλόγκερς, αλλά για να τοποθετήσουμε τη σχέση μας με τα βιβλία στη σωστή της διάσταση. Είμαστε προσωπικοί στις αρέσκειες και απαρέσκειες βιβλίων, αλλά δεν είμαστε επουδενί ιδιοτελείς στην επιλογή των τίτλων προς ανάγνωση. Προσπαθούμε να είμαστε σφαιρικοί στην πληροφόρηση με όριο την υποκειμενικότητά μας.

Για να γιορτάσουμε αυτή την απόλυτη σχέση μας με το βιβλίο εγκαινιάζουμε σήμερα μια ψηφοφορία για το δημοφιλέστερο βιβλιοφιλικό μπλόγκ του καλοκαιριού. Αυτή η ψηφοφορία είναι φόρος τιμής στον Reader που εγκαινίασε τη λογική των ψηφοφοριών. (Εννοείται ότι εξαιρούμε το δικό μας μπλόγκ λόγω ηθικού κωλύματος και ασυμβίβαστου).

Καλή ψηφοφορία!

Το Κατοικίδιο

ΥΓ. Αν έχω παραλείψει βιβλιόφιλα μπλόγκς παρακαλώ να με ενημερώσετε σχετικά στο μέιλ zoipet@yahoo.gr

Monday, June 11, 2007

Κώστας Μαυρουδής για ψαγμένους αναγνώστες

Απ’ όλη τη λίστα των δημοφιλών βιβλίων του 2006 ,εκείνο που χάρηκα περισσότερο για τη διάκρισή του ήταν η «Στενογραφία» του Κώστα Μαυρουδή. Οχι γιατί ήταν βαρύ και δύσκολο, αλλά γιατί κατόρθωσε να ξεχωρίσει ανάμεσα στη δημοφιλή κι ευκολοδιάβαστη μυθοπλασία των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων της χρονιάς.
Σιωπηρά, χωρίς τυμανοκρουσίες ο Κώστας Μαυρουδής με την εξαιρετική πένα του κατάφερε να κατακτήσει την μπλογκόσφαιρα της μάζας δρέποντας τις δάφνες της πρώτης πεντάδας. Τα αναλυτικά περι του δύσκολου και πολύπλευρου πονήματος θα τα διαβάσετε στην εξαιρετική κριτική του Νίκου Κουφάκη. Εγώ θα μείνω στο γεγονός ότι στην μπλογκόσφαιρα κυκλοφορούν οι πιό ψαγμένοι αναγνώστες, αυτοί που έχουν κρίση, ήθος και στύλ μακριά απο παρέες και άλλες συμβατικές καταστάσεις.
Το Κατοικίδιο


Κώστας Μαυρουδής, “Στενογραφία” (διαβάζει ο Νίκος Κουφάκης)
Απο το poiein.gr του Σωτήρη Παστάκα

Αφήγηση, δοκίμιο, ποίηση, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και εγγραφές στην πυκνή φόρμα του αφορισμού, που θέτουν σε τροχιά μια σειρά προβληματισμών αναφορικά με τη γραφή, την τέχνη και την αισθητική, τη φιλοσοφία, την (εθνική) Ιστορία και την πολιτική. Όσο δύσκολο είναι να κατατάξεις τη Στενογραφία του Κώστα Μαυρουδή σε ένα ορισμένο λογοτεχνικό είδος, τόσο και περισσότερο ίσως, είναι να ακολουθήσεις τις λεπτές αποχρώσεις της σκέψης του -τη θεωρία καθώς συμπλέκεται με το βίωμα και την εξομολόγηση- με τη συνήθη σχολαστικότητα ενός ευσυνείδητου εντομολόγου της φιλολογίας. Κείμενα στοχαστικά και πνευματώδη, κομψά, στιλιστικά επιτεύγματα, σε κερδίζουν χάρη στην ποιητική τους σύνταξη και τη εξαίρετη αίσθηση του χιούμορ, το μαλακό και ευέλικτο όχημα, το παιδικό αυτοκινητάκι που αθώα ελίσσεται στις αναρίθμητες αιχμές που εγείρει αυτό το τολμηρό και συχνά προκλητικό βιβλίο της (ελληνικής) ανησυχίας.
Η αιρετικότητα είναι για τον Μαυρουδή ένα γενικευμένο πεδίο εφαρμογής, αρχής γενομένης από τα σχήματα του μοντερνισμού. Ότι μια μύγα συνοψίζει τη μυθολογία της παιδικής μνήμης, ένα κουτί σαρδέλες του 1942 παντρεύεται με την εμβρίθεια των λατινικών (τη μόνη γλώσσα στην οποία θα άξιζε να «προσευχηθεί» ένας «άθεος εστέτ») και η λεκάνη της τουαλέτας (ένα «κλασικό» σύμβολο του μοντερνισμού) που γίνεται αντικείμενο εκτεταμένης αφήγησης («Ο κλήρος του Βεσπασιανού») προκειμένου να σκιαγραφηθεί μια ιλαρή οντολογία της υπάρξεως, δεν μαρτυρούν, βεβαίως, την συλλήβδην άρνηση του μοντερνισμού όπως το θέτει ο ποιητής:

«[…]-οι αυτοαναφορικές νευρώσεις της τέχνης και σύμπασα η νεωτερικότητα, που απέμπλεξε το έργο από εξωγενείς κανόνες, καθιστώντας το ένα περίκλειστο και ανέγγιχτο κόσμο[…]». (σελ. 78)
Ο μοντερνισμός, έναν αιώνα μετά τη σκανδαλώδη εμφάνισή του, ανήκει πια στα κοινόχρηστα του λογοτεχνικού χώρου, συνιστά μια περίπου φυσική συνθήκη: τα αυτονόητα γυαλιά στα μάτια του πρεσβύωπος αναγνώστη. Η στάση του Μαυρουδή περισσότερο καταγράφει την επιφύλαξή του για τους όρους αποδοχής του μοντερνισμού παρά την απόρριψή του. Αναζητά την (αυστηρή) συνθήκη ενορχήστρωσης των δομικών και θεματικών μοτίβων ενός μοντερνισμού που δε θα ξεπέφτει στο πείραμα. Ενίσταται σε μια εκδοχή του γλωσσικού οργάνου η οποία διολισθαίνει στην αυτοαναφορικότητα:
«Το να απολαμβάνεις την αυτοαναφορικότητα της πεζογραφικής ή της ποιητικής γλώσσας […] είναι κάτι εξίσου σοβαρό και ενδιαφέρον με το να βλέπεις το νερό να λούζεται ή τον αέρα να παίρνει βαθιές ανάσες.» (σελ. 31)
Και ο στόχος μοιάζει να επιτυγχάνεται, αφού, εισπράττουμε να ʽνεωτερίζει υπέροχα αυτός ο αντι-νεωτερικόςʼ. Είναι διάχυτη η αίσθηση στη Στενογραφία ότι η φόδρα μιας κλασικής ανατροφής δίνει τη δυνατότητα στον Μαυρουδή να ενσωματώνει κάθε νεωτερικό στοιχείο με υποδειγματική αρμονία, δίχως να δημιουργείται η παραμικρή υποψία αμυχής στη σάρκα των κειμένων.
Παρά τους αστερίσκους και τις υποσημειώσεις κάτω από το λήμμα μοντερνισμός, ο Μαυρουδής, κατά τη σύνταξη των «ανθελληνικών» του, θα βρει έναν απροσδόκητο σύμμαχο. Ο λόγος για τον Στέφεν Ντένταλους, το alter ego του Τζέιμς Τζόις στο Πορτρέτο του καλλιτέχνη ως νέου:
«Δεν πρόκειται να υπηρετήσω αυτό στο οποίο δεν πιστεύω πια, είτε αυτό αποκαλείται γενέθλια γη ή χώρα μου, είτε εκκλησία μου: και θα προσπαθήσω να εκφραστώ με έναν τρόπο ζωής ή τέχνης όσο πιο ελεύθερα μπορώ, χρησιμοποιώντας για την υπεράσπισή μου τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου –τη σιωπή, την εξορία και τον περιπαιχτικό τόνο.»
(Μολαταύτα, ο Τζόις σε ολόκληρο το έργο του δεν εγκαταλείπει ποτέ το Δουβλίνο και τον Καθολικισμό.). Αν ο Μαυρουδής, κάτοικος της παιδικής μνήμης του γενέθλιου τόπου (Τήνος, δεκαετία του ʼ50-ʽ60) και συγχρόνως αυτοεξόριστος, επιτίθεται σε παγιωμένα σχήματα της εθνικής ιστοριογραφίας, είναι επειδή ασφυκτιά και εξεγείρεται. Πρωτίστως μας παρακινεί στη ριζική αναδιαπραγμάτευση του ελληνοκεντρισμού και άλλων ηχηρών εννοιών:
«Ενώ οι γραπτοί θησαυροί του έργου του είναι προϊόν ιδιοφυούς αρπαγής, αυτός ο πειρατής (της κομψότητας, του ύφους και της ποικιλομορφίας των ευρωπαϊκών γραμμάτων) με τον μαύρο επίδεσμο στο μάτι, επιχειρεί να φιλοτεχνήσει ιθαγενή οικόσημα, επίμονες ιδέες εθνικής καταγωγής. Εντάσσει τη λάμψη των λαφύρων στην υπηρεσία μιας ψευδεπίγραφης γενεαλογίας, σε ένα ευγενές και αυτάρεσκο παρελθόν, έναν εθνικό μύθο που βαυκαλίζεται ότι διαθέτουμε.» (σελ. 46)
Η αποδόμηση του εθνικού μύθου συντελείται ποιητικά. Στο βαρύ βηματισμό που αφήνει η βεβαιότητα του εθνικού βάθους, αντιπαρατίθεται η κομψή, χαρίεσσα διάθεση και η νεοελληνική επιφάνεια. Από τον Μακρυγιάννη και τον Θεόφιλο, έως τον Ζουράρι και τον Γιανναρά, μια λεπτή απόχρωση χιούμορ εισάγεται με μαεστρία σαν το πεντάλ της σουρντίνας λίγο πριν ο ήχος γίνει εκκωφαντικός:
«Είχα παρακολουθήσει εκστατικός τη Λειτουργία σε σι ελάσσονα του Μπαχ[…]Κανείς, απʼ όσο μπορούσα να δω γύρω, δεν έμεινε συναισθηματικά αδρανής, ειδικά την τρομερή στιγμή της Αναστάσεως…καθώς οι τρομπέτες της ορχήστρας ηχούν, αλαλάζοντας την πραγματοποιημένη λαχτάρα της αθανασίας και το γιγαντιαίο θρίαμβό της.
»Όμως, καμιά παροχή δεν αποτρέπει τις επιφυλάξεις. Ακόμη κι αν το συγκλονιστικό αυτό γεγονός με αφορούσε προσωπικά (έχοντάς με λυτρώσει απʼ τα σκοτεινά τάρταρα και την ανυπαρξία), και πάλι θα ήμουν απρόθυμος να εγερθώ, αν στον ουράνιο συγχρωτισμό ο Ζουράρις κι ο Γιανναράς ξεσκόνιζαν δίπλα μου τα φτερά τους[…]» (σελ. 23)
«Τη νεοελληνική λογοτεχνία μπορούμε να την ερευνούμε, ή να την περιγράφουμε, εις πλάτος και εις μήκος. Περιοχή χωρίς κρύπτες και χθόνιο σκότος (σκηνικό άτακτης εξωστρέφειας, ακριβής αντιστοιχία της ακατέργαστης και πρωτογενούς οικιστικής μας εικόνας) κάνει αδιανόητο ένα περίπλοκο βλέμμα που θα έλεγχε χαρακτήρες και φαινόμενα εις ύψος και εις βάθος.»
(σελ. 49)
Και η εξόρμηση προς τα νεοελληνικά ήθη συνεχίζεται εξίσου καυστικά (και σε πνεύμα συγγενές με αυτό του Ροΐδη):
«Κανείς παπάς δεν θα βαριόταν το πολύ «Kyrie Eleison» του Ροσίνι (πρώτο και μόνο μέρος μιας χαμένης Λειτουργίας του 1808).» (σελ. 145)
«Αν η κατασκευή της παλάμης επέτρεψε στον πρωτόγονο την χρήση εργαλείων (και μέσω αυτών την ανάπτυξη του εγκεφάλου του), η χρήση του κομπολογιού μπορεί να ερμηνεύσει την εξέλιξη του εγχώριου πνεύματος.» (σελ. 144)
Κάποιες φορές η φλογερή του θεώρηση ερωτοτροπεί με τα όρια του πραγματολογικού σφάλματος. (Λόγου χάριν, στο τελευταίο κείμενο της σελ. 19 η βυζαντινή εικονογραφία εξομοιώνεται με το ναΐφ, γεγονός ασύγγνωστης αμέλειας αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για τέχνη μεγάλων απαιτήσεων: στις λατρευτικές παραστάσεις το ζητούμενο είναι η ταύτιση του πιστού με το θέμα. Απέναντι λ.χ. σε μια Πιετά του Τζιοβάνι Μπελίνι ο πιστός ταυτίζεται με την συναισθηματική αναπαράσταση του πόνου της Παναγίας ασυγκρίτως ευκολότερα απʼ ό,τι με οποιαδήποτε -απόκοσμη- βυζαντινή απεικόνιση της Αποκαθήλωσης, μια και στην τελευταία περίπτωση η μέθεξη επιτυγχάνεται κάτω από υψηλότατες συμβολικές και πνευματικές προϋποθέσεις.) Όμως, ακόμη και τότε ο Μαυρουδής δεν παραλείπει αυτό, που τελικά νομιμοποιεί συνολικά το εγχείρημά του. Εμφατικά προτάσσει την αυτοκριτική στάση, όταν με εξαίσια αυτοσαρκαστική διάθεση στρέφει τα βέλη προς εαυτόν. Αν και μιλά από τα δώματα της αριστοκρατίας του ύφους, η καίρια αυτοϋπονόμευση σε ακινητοποιεί:
«Θυμάσαι τους λόγους του στα καφενεία (δεκάρικοι σε χαύνους καφεπότες της επαρχίας που έπαιζαν βαριά κομπολόγια), τις επισκέψεις του σε ασήμαντες εορτές, τη δημαγωγία του δημόσιου βλέμματός του στις αφίσες. Πολύ αργότερα, νιώθεις περισσότερο εκτεθειμένος παρά έκπληκτος, μαθαίνοντας ότι αγαπούσε το Ρέκβιεμ του Φορέ.» (σελ. 123)
Και συνεχίζει μεθοδικά την άρτια επιχείρηση θρυμματισμού του καθρέφτη που μεγεθύνει το ναρκισσισμό του εστέτ. Έτσι, στην τελευταία από τις «Δεκατρείς θέσεις για τον Εστέτ» –ένα ειρωνικό μανιφέστο των απανταχού αισθητών, αν βέβαια το επέτρεπε η γενική αποστροφή του εστέτ προς τις κοινόχρηστες διακηρύξεις- μας χαρίζει μιαν αφήγηση στην κόψη του βιώματος και της εξομολόγησης:
«Κάθε αξιοπρεπής εστέτ θα ήθελε τις λεπτομέρειες της παιδικής του ηλικίας αντάξιες της μεταγενέστερης εικόνας του. θα επιθυμούσε, για παράδειγμα, να θυμάται (και να αφηγείται) ότι η θεία του, ένα μεσημέρι του 1954, ενώ σέρβιραν τη σούπα, ανακοίνωσε στο τραπέζι με κατήφεια: «Πέθανε, χθες,
ο Ανρί Ματίς», αντί να έχει γνωστοποιήσει το θάνατο του κυρίου Σήφη, ενός εργολάβου με προβλήματα υπέρτασης, συγγενούς τους εξ αγχιστείας.»
(σελ. 61)
Αλλά και οι θέσεις του Μαυρουδή για την Ιστορία, με την απερίφραστη απαξίωση των μαζών, δεν διατυπώνονται σε λιγότερο εριστικό ύφος:
«Το επάγγελμα του σύγχρονου πολιτικού οφείλει να αναγνωρίζει ως πατέρα εκείνον τον γενναιόδωρο νου που ένα πρωί, κοιτάζοντας στο δρόμο τα πλήθη, διέκρινε αιφνιδίως στο μέτωπό τους την ευγενή και υπεύθυνη ταυτότητα του λαού.» (σελ. 44)
Ολόκληρο το οικοδόμημα του Διαφωτισμού φαίνεται να υπερακοντίζεται από τον Μακιαβέλι, με τον ʽρεαλισμό του αποτελέσματοςʼ και την πίστη στην πεφωτισμένη μοναρχία. Ο Μαυρουδής, με αρκούντως λεπταίσθητο σαρκασμό, υποβάλει τα σέβη του στον γενάρχη της Αγίας Πετρούπολης:
«Παρά την εκτίμησή μου στα συνταγματικά καθεστώτα (ισότης, αδελφοσύνη, κλπ), με συναρπάζει εκείνος ο Δεσπότης, που κοιτάζοντας τα έλη της Βαλτικής αποφάσισε, με μία μόνο φράση, να κτιστεί πάνω τους η ωραιότερη πόλη του κόσμου.» (σελ. 146)
Όσο όμως και αν «[…]στην κουζίνα της (δημοκρατίας) μαγειρεύουν ο Ρουσό και ο Βολτέρος, αποσιωπώντας ότι οι συνταγές ανήκουν στις παρακαταθήκες και στη στέρεα σοφία του Μακιαβέλι» (σελ. 64), δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε την πολυκουζίνα του Χέγκελ και τη δραστική αλλαγή που μας κληροδότησε στον τρόπο θέασης της Ιστορίας, δημιουργώντας τους κοινούς τόπους πάνω στους οποίους εδράζεται η σύγχρονη ιστορική και πολιτική σκέψη. Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πως ο Χέγκελ και ο ιδιοφυής μαθητής του Κάρολος Μαρξ μας έπεισαν πως η ιστορία είναι ένα ζωντανό μόρφωμα με στοιχεία νεότητας, ανάπτυξης και παρακμής, που συνδέεται οργανικά με τις κοινωνικές (και άρα τις μαζικές) δυνάμεις που το συγκροτούν. Κάθε ιστορικός σχηματισμός ήταν και παραμένει σε διαλεκτική εγρήγορση με κάποιον νέο, που ετοιμάζεται να τον υπερφαλαγγίσει ανεξάρτητα από τα καπρίτσια ή τη βούληση ενός εκάστου φωτισμένου (ή μη) μονάρχη.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να μας διαφεύγει ότι τα κριτήρια του Μαυρουδή δεν είναι αμιγώς πολιτικά. Ο ιστορικά παροπλισμένος τύπος της φωτισμένης δεσποτείας προτάσσεται ως αντίδοτο στην ανοικονόμητη ηγεμονία του μέσου αναγνώστη και του μέσου θεατή. Σε εκείνο το συναρπαστικό σύγχρονο θέαμα που απαιτεί τη συμπίεση στο μέσο όρο:
«Μπορούμε να μιλούμε για τον «μέσο όρο» των αναγνωστών χωρίς το φόβο ότι θα δυσανασχετήσει ο συνομιλητής μας. Οσοδήποτε δηκτικές, οι αόριστες και απρόσωπες κατατάξεις αφορούν πάντοτε κάποιον άλλον.» (σελ. 141)
Το ότι η σήμανση του Μαυρουδή δεν είναι καθαρά πολιτική διασαφηνίζεται και από τον έμφοβο εκθειασμό των καθεστώτων του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Ανάμεσα στις γραμμές των συνήθων πολιτικών συμφραζομένων εμφωλεύει η φιλοσοφική ενατένιση:
«Αν, όπως αντιλαμβανόμαστε μετά τα πενήντα, ο κόσμος είναι όντως ο προθάλαμος ενός απέραντου ιδρύματος αναξιοπαθούντων και μελλοθανάτων, τότε η αντίληψη της εξουσίας ως κοινωνικής πρόνοιας, που καλλιέργησε ο υπαρκτός σοσιαλισμός και διάφοροι άλλοι ολοκληρωτισμοί (δωρεάν περίθαλψη, νοσοκόμοι κατʼ οίκον, ιατρική φροντίδα από την κούνια μέχρι τον τάφο) αποδεικνύεται, φοβάμαι, η πλέον ουσιαστική και φιλάνθρωπη φιλοσοφία του βίου, η οποία συνομιλεί, κυρίως, με την καταπονημένη παρά με την φιλελεύθερη και αντιαυταρχική πλευρά της υπάρξεως.» (σελ. 127-128)
Ο ιστορικός υλισμός γίνεται εδώ το προσφορότερο μέσο για να ξεκινήσει η συνομιλία με τον διαχρονικό υλισμό του σώματος, τον πυρήνα της υπαρξιακής σκέψης του ποιητή. Το σώμα για τον Μαυρουδή, παρασάγγας απέχει από τη θαυμάσια πλαστική εικόνα που του απέδωσε ο Ροντέν («έναν ναό που βαδίζει»). Αντιθέτως, είναι ο επονείδιστος υπαρξιακός μας σύνδεσμος με τη φύση, την «έξαλλη λατρεία της δύναμης» που τόσο αντιφατικά πορεύεται δίπλα στην αγαθή ισχνότητα του πνεύματος.
«Και αφού είναι μακάριοι οι αδύναμοι και οι πτωχοί τω πνεύματι», σκέφτηκε ένας κατάκοπος απʼ την ορθοστασία και τον κατακόρυφο ήλιο της επί του όρους ομιλίας, «για πιο λόγο η φύση, έργο του Πατέρα του, όπως λέει, είναι μια έξαλλη λατρεία της δύναμης, μια εντολή κατίσχυσης του κραταιού, ένας βάναυσος πανηγυρισμός της υπεροχής;» (σελ. 68)
Η πάγια «εντολή κατίσχυσης του κραταιού», της φύσης, βιώνεται από τον ποιητή ως αγωνία για την υποταγή της αθωότητας στην καταστατική βία του σώματος. Αυτού του θριάμβου της ευτελούς διάρκειας που ορέγεται –μέσω της Τέχνης- τον συγχρωτισμό με το διηνεκές:
«Η κολόνια, ντύνοντας με αύρα τις λιγότερο ευγενείς εκφράσεις του σώματος, δεν υπήρξε, κυρίως, μια ματαιόδοξη οσμητική κομψότητα, όσο απάντηση στη χαμηλή αυτοεκτίμηση που τρέφουμε για τη φυσιολογία μας. Το ίδιο, κατά μία έννοια, ήταν πάντα το υπερβατικό αξεσουάρ της τέχνης, που απαντά –κι αυτό- στην ανάγκη μιας εναλλακτικής φύσης. Ο άνθρωπος, που νιώθει πάντα «εγκλωβισμένος στο κορμί ενός νεκρού» και αρνείται με κάθε τρόπο να αναγνωρίσει τη φυσική τάξη, υποκαθιστά τη φευγαλέα εικόνα του με την έκφραση της διάρκειας, μέσω μιας αισθητικής ταχυδακτυλουργίας (μιας δεισιδαιμονικής πράξης στην ουσία), που διαρκεί σαν πλασματική προέκτασή του, σαν οιονεί παρουσία, επʼ άπειρον.» (σελ. 150)
Η ηχώ της λύτρωσης από τη δεσμευτική συνθήκη του σώματος ακούγεται πιο καθαρά όταν κινούμαστε στην επικράτεια της μουσικής.
«[…] Μέσω της μουσικής όχι μόνον αφυπνίστηκε διαφορετικός ο Θεός, αλλά άρχισε να μας αφορά χωρίς εξαίρεση. Μʼ αυτήν (με τις θωπείες της αθανασίας που μας δανείζει και τη βαθιά ευγένεια που υποκινεί) αγγίζουμε ιδεατές σωτηρίες, ακόμη και αδιάφοροι ή απόλυτα ξένοι για τον προορισμό. Εκκλησίασμα χωρίς ναό, ανεβαίνουμε κι εμείς την κλίμακα της πίστης, αυτό το μακάριο κείμενο που κάθε φράση του τελειώνει με θαυμαστικά.» (σελ. 87).
Καθώς όμως η μουσική συμφωνία τελειώνει, οι όροι της υπαρξιακής αντίφασης διατηρούνται ακόμη πιο ακλόνητοι εντός της τραγελαφικής μας υπόστασης. Το μόνο του βιβλίου αφήγημα, «Ο κλήρος του Βεσπασιανού» (σελ. 89), είναι μια περιπλάνηση σε τόπους και σύμβολα πνευματικότητας (Ρώμη, τάφος του Βοκάκιου, κλπ) με ταξιδιωτικό οδηγό τους χώρους υποδοχής των φυσικών απορροών του σώματος. Από τους αυστηρά ιδιωτικούς χώρους του Καρόλου ΣΤʼ στον πύργο του Κλόστερνοϊμπουργκ, έως τα σύγχρονα αυτοκαθαριζόμενα γαλλικά ουρητήρια, δίνεται το έναυσμα για την κωμικοτραγική αντιστροφή του καρτεσιανού cogito: «Αφοδεύω, άρα υπάρχω». Ή, για εκείνους που προτιμούν την εκφραστική συμπύκνωση του αφορισμού:
«Μολονότι, κάθε πρωί, ό,τι συμβαίνει στην τουαλέτα παράγει μια βαθιά αυτοπεριφρόνηση, την ίδια στιγμή, αυτό το καθισμένο ζώο, κοιτάζει ψηλά και θέλει να διευθύνει μιαν ορχήστρα.» (σελ. 78)
Κι αν η ταλάντωση της αγωνίας πάνω στο διαχρονικό βατήρα της Τέχνης γοητεύει, εντούτοις καμιά λύτρωση δε συντελείται. Η Ιερότητα και η Τέχνη, οι μόνιμες καταφυγές μας όταν ψηλαφίζουμε την ετυμολογία του φόβου, αδυνατούν να αραιώσουν τη στυφή γεύση της φυσικής δέσμευσης. Τίποτα δεν μπορεί να διαλύσει το παχύρρευστο σκοτάδι της χθόνιας φύσης μας, όσο και αν αυτή έχει νοθευτεί με μιαν ακαταμάχητη ροπή προς τον ουρανό και τις απόλυτες δυνατότητές του:
«Η ανθρώπινη πράξη, όπως και η ποίηση, είναι πάντοτε μια ακυριολεξία, μια μικρή ή μεγαλύτερη ανακρίβεια στη στόχευση, η πρακτική της σχετικότητας στη θέση των απόλυτων ζητουμένων. Πάντα οφείλουμε να τις αντιμετωπίζουμε με συγκατάβαση, σαν μια συμβατική δράση που υποκαθιστά τη βαθιά νοσταλγία του αδύνατου.» (σελ. 121).
Η νοσταλγία αυτή παίρνει κάποτε τη μορφή του νόστου. Από το μέλλον, ο Μαυρουδής επιστρέφει στο ασφαλές μονοπάτι της μνήμης σαν να επρόκειτο για τη βελούδινη κρύπτη στην άτεγκτη ευθεία που σχηματίζει το βέλος της ανθρώπινης διάρκειας. Έτσι επιχειρεί να απαλύνει το ανόσιο συντακτικό σφάλμα: τη φαιδρή παράταξη του ʽανθρώπινουʼ με τη ʽδιάρκειαʼ.
Φτάνουν στʼ αυτιά μας οι παράξενες μελωδίες αυτής της επιστροφής:
«Σαν μονοκινητήριο, που πίσω του ανεμίζει μια διαφήμιση, πέρασε η μύγα με το ευανάγνωστο πανό του βόμβου της: Αύγουστος, 1955.» (σελ. 125),
κι όλα δείχνουν τον ποιητή «δεμένο στην παλάμη του πατέρα του», να ψιθυρίζει σκοπούς από ακορντεόν «[…](παιδιά τα είδαμε σαν μελωδικούς θώρακες που προστάτευαν τους τυφλούς)[…]» (σελ. 112)
Ανήμπορος να θωρακίσει τα δικά του νώτα, τερματίζει την παρένθεση της μνήμης για να ανοίξει και πάλι εκείνην του σώματος. Στο προτελευταίο κείμενο της Στενογραφίας η όψη του σώματος είναι «εννοηματωμένη» (και ταυτοχρόνως καθαρμένη) από εικόνες του μέλλοντος:
«Όσοι θα ζουν τους επόμενους αιώνες, μακρόβιοι χάρη στις γενετικές παρεμβάσεις –γεννημένοι χωρίς ασθένειες-, θα διαβάζουν τα μεγάλα έργα, εκείνα που βάσισαν τη σημασία τους στο χρόνο και στην πεπερασμένη ύπαρξη, σαν υλικό ενός παλιού και ακατανόητου μαρτυρίου, μια σχεδόν εξωτική ταυτότητα του παλιότερου ανθρώπου.[…]. Τι θα αντιπροσωπεύουν τα «Ρέκβιεμ» και τι θα υποβάλλουν έργα, εννοηματωμένα από τον τρόμο της προσωρινότητας, που κάτω από τη σκιά της –και μόνον- πλέκεται ο μύθος και γεννιέται η ανάγκη της τέχνης; […]» (σελ. 166).
Αν αυτή η θέση δεν αποδειχθεί ουτοπική (είναι αμφίβολο ότι μπορούμε να ψιθυρίσουμε το όνομα ενός όντος που υπερβαίνοντας το πεπερασμένο λησμόνησε οριστικά το όνομα «Θεός»), ο Μαυρουδής, τυπικός εκπρόσωπος μιας συγκίνησης η οποία δεν έχει χειραφετηθεί από «τον τρόμο της προσωρινότητας», έχει ήδη φροντίσει για τα εξωτικά ʽανέκδοταʼ που μέλει να διασκεδάσουν τις επερχόμενες γενιές των γεννημένων χωρίς ασθένεια αναγνωστών.
υπαρξιακή κατεύθυνση της Στενογραφίας, μοιάζει με ένα απλό και εύθυμο ιντερμέδιο. Με ειρωνεία ή αυτοσαρκασμό, με χαριτόβρυτη ή προφητική διάθεση, με την Τέχνη, τη μνήμη ή την πανάκεια της επιστήμης, όλες οι φωνές έχουν ακουστεί, και η παρέκβαση του φωτός θα κλείσει μέσα στη συγκυρία της νύχτας. Όσο κι αν ο Μαυρουδής έχει σπεύσει να την κατευνάσει
«[…]Ξέρετε, δεν ανήκω εξολοκλήρου στην παρούσα συγκυρία, αφίσταμαι κάπως του παρόντος χρόνου» (σελ. 140)
αυτήν τελικά επιλέγει για την αποφώνηση:
«[…] Είτε πιστεύουμε στον Θεό είτε προσευχόμαστε στις Τέχνες, είμαστε εξίσου ευεπίφοροι στη μικρόνοια και στη δεισιδαιμονία. Κάθε ιερό μας ρυμουλκεί σε επιστροφές, ξεχερσώνει για χάρη μας το μονοπάτι προς το αρχέγονο ασυνείδητο, προς τις απλούστερες λατρευτικές πράξεις, τη φωτιά, το είδωλο ή το φετίχ. Αυθαδιάζοντας στη στέρηση, βρίσκω και υιοθετώ κατασκευασμένες περιοχές, ζωτικές σαν αλήθειες. Ρέμπραντ, Βερμέερ, Βαν Γογκ: το εφήμερο ξεγελιέται και σιωπά για λίγο. Θεόληπτος ή συντροφιά με τα τελώνια και τους μύθους της τέχνης, περιμένω πιο εύκολα το βράδυ.»
(σελ. 169)
Ο Νίκος Κουφάκης (Αθήνα, 1972) είναι δοκιμιογράφος. Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί στο τελευταίο τεύχος της Νέας Εστίας (Ιούνιος 2006)

Wednesday, June 6, 2007

Κρατικά Βραβεία: Επιλογές απο το παρελθόν

Ηρθαν σε πρωθύστερο σχήμα και τα κρατικά βραβεία να τιμήσουν το παρελθόν με ένα τρόπο απίστευτα συμβατικό και κορεσμένο. Τα βραβεία έχουν την έννοια να ενθαρρύνουν τη νέα γενιά των λογοτεχνών και να τροχιοδρομούν νεωτεριστικές απόψεις. Για τη χορεία των κλασικών θα έπρεπε να είχαν θεσμοθετηθεί βραβεία στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής τους.(τρία το χρόνο για να συμπεριληφθούν όλοι).

Δεν απαξιώνουμε τους καλούς λογοτέχνες ούτε τους γηραιούς, αλλά ίσως θα έπρεπε να αλλάξουν οι κατηγορίες των βραβείων, γιατί είναι σόλικο και απρόσφορο να βραβεύονται βιβλία και συγγραφείς ενός προηγούμενου αιώνα, επισύροντας δυσμενή σχόλια και γρίνιες απο όλες τις πλευρές.

Παραθέτουμε το ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας για τους αναγνώστες μας. Είστε ώριμοι και υποψιασμένοι για να κρίνετε αφ' εαυτών την κατιούσα των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων!


«Βρίσκω στο πρόσφατο παρελθόν μας ένα υλικό συναρπαστικό, κι όσο περισσότερο το ψάχνω τόσο περισσότερο μου εξάπτει την περιέργεια και τον θαυμασμό. Αυτά θέλω να μοιραστώ με τον αναγνώστη μου», εξηγεί η Αθηνά Κακούρη, μιλώντας για το βιβλίο της «Θέκλη» («Εστία») το οποίο βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το 2005.



«Η μεγαλύτερη αμαρτία του μυθιστοριογράφου είναι να δημιουργεί στον αναγνώστη πλήξη», λέει η Αθηνά Κακούρη
Η 79χρονη συγγραφέας πιστεύει ότι η γραφή της, αναγνωρίσιμη από τα χρόνια που έγραφε στον «Ταχυδρόμο», αλλά και από τα αστυνομικά μυθιστορήματά της (που την καθιέρωσαν ως «Ελληνίδα Αγκάθα Κρίστι» στη δεκαετία του '60), μπορεί να παρασύρει τον αναγνώστη στη διερεύνηση του παρελθόντος, στην αποκάλυψη του μυστηρίου της ζωής όσο και, όπως λέει χαμογελώντας, «να τον διασκεδάσει, αφού πιστεύω ότι η μεγαλύτερη αμαρτία του μυθιστοριογράφου είναι να δημιουργεί στον αναγνώστη πλήξη...».


Αξίζει να φανεί η λογοτεχνία που παράγεται στην επαρχία, υποστηρίζει από τη Βέροια ο πεζογράφος Γιάννης Καισαρίδης
«Θα έλεγα πως η ταυτότητά μου -εκείνο που με χαρακτηρίζει περισσότερο- είναι η ελληνικότητά μου», συμπληρώνει η Πατρινή συγγραφέας. Από την πλευρά του, ο Γιάννης Καισαρίδης (γεννημένος στη Βέροια, 1959), που βραβεύτηκε για τη συλλογή διηγημάτων «Μισάντρα» («Κέδρος»), πιστεύει ότι αξίζει να φανεί η λογοτεχνία που παράγεται στην επαρχία «απ' όλους όσοι "παλεύουν" μόνοι τους μακριά από το κέντρο». Δέχθηκε την είδηση της βράβευσής του με ψυχραιμία, υποστηρίζοντας ότι «ο καλλιτέχνης ασφυκτιά μόνος και βασανίζεται. Ομως συχνά στον κόσμο τον φτιαγμένο από λόγια η ζωή είναι "δυο φορές ζωή": διαφορετικός τρόπος να βλέπει κανείς τα πράγματα, αναζήτηση των κρυμμένων φαινομένων ζωής, απελευθερωτική πράξη».

Φετινή πρωτοτυπία των Κρατικών Βραβείων αποτελεί η ταυτόχρονη ανακοίνωση των βραβείων με το βραχύ κατάλογο υποψηφίων. Η Αθηνά Κακούρη «συναγωνίστηκε» με τους παλιούς και δοκιμασμένους Γιάννη Ξανθούλη («Ο θείος Τάκης»), Ευγενία Φακίνου («Η μέθοδος της Ορλεάνης») και Μαρία Μήτσορα («Καλός καιρός»), με την πολλά υποσχόμενη Σωτηρία Σταυρακοπούλου («Η μεθυσμένη γυναίκα») και το νεότερο Χρήστο Χρυσόπουλο («Φανταστικό μουσείο»). Για το βραβείο διηγήματος, συνυποψήφιοι με τον Γιάννη Καισαρίδη ήταν οι Φαίδων Ταμβακάκης («Αδεια ξενοδοχεία»), Ερση Σωτηροπούλου («Αχτίδα στο σκοτάδι»), Μάρκος Μέσκος («Νερό Καρκάγια») και Γιάννης Ευσταθιάδης («Δωμάτιο παντού»).

Στην κατηγορία της ποίησης βραβεύτηκε ο Τάσος Γαλάτης («Ανιπτόποδες και σφενδονήτες», εκδόσεις «Γαβριηλίδης»). Καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, κινούμενος στην ομάδα ποιητών του Ιδρύματος Σινόπουλου, εξέδωσε την ποιητική συλλογή του ύστερα από αρκετά χρόνια σιωπής. Παρ' ότι θεωρήθηκε «αουτσάιντερ», ξεχώρισε ανάμεσα στους Τάσο Ρούσσο («Προς Λεύκιον»), Δήμητρα Χριστοδούλου («Ελάχιστα πριν»), Λευτέρη Πούλιο («Το θεώρημα»), Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ («Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα»), Βασίλη Καραβίτη («Βίος απορητικός»), Μιχάλη Πιερή («Τόποι γραφής»).


Η πανεπιστημιακός Αγγέλα Καστρινάκη βραβεύτηκε για το δοκίμιο «Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950»
Η Αγγέλα Καστρινάκη («Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950», εκδόσεις «Πόλις») επιλέχθηκε για το Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής ξεχωρίζοντας ανάμεσα στα εξής: «Η αναγέννηση του νοήματος. Ο Μιχαήλ Μπαχτίν και η σύγχρονη πολιτισμική θεωρία» της Χρυσής Καρατσινίδου, «Οι ιστορίες του κόσμου» του Βαγγέλη Αθανασόπουλου, «Ο Γκόγια, το θέατρο και το καρναβάλι» της Φανής Μουμτζίδου, «Η ελληνική πρωτοπορία» του Γιώργου Γιάνναρη και «Φιλοσοφία και επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα» του Βασίλη Κάλφα.

Στον αντίστοιχο κατάλογο για το Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας πλειοψήφησε η εμπεριστατωμένη, πολυσέλιδη έρευνα «Γιαννούλης Χαλεπάς» του Χρήστου Σαμουηλίδη («Εστία»). Υποψήφια ήταν ακόμη τα εξής: «Τα τυπογραφεία του Ηρακλείου» του Δημήτρη Μουδατσάκη, «Από τα τετράδια ενός βοσκού» του Γιάννη Τσεβρέχου, «Οι ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας» του Θωμά Κοροβίνη και «Η πόλη, οι άνθρωποι: αφηγήσεις και μαρτυρίες, 12ος-19ος αιώνας» της Αικατερίνης Κουμαριανού.

Η επιτροπή κατέληξε στην απόδοση του Μεγάλου Βραβείου Λογοτεχνίας στον εκ Θεσσαλονίκης διηγηματογράφο Τηλέμαχο Αλαβέρα. Γεννημένος το 1926 στη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας, θεωρείται μεταξύ των κυριότερων εκπροσώπων της βορειοελλαδίτικης λογοτεχνίας. Εκδότης του περιοδικού «Νέα Πορεία», έχει κυκλοφορήσει δεκατέσσερα βιβλία, ενώ ήδη βραβεύτηκε δύο φορές με κρατικό βραβείο λογοτεχνίας και με το Βραβείο Ουράνη.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ



ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 06/06/2007

Friday, June 1, 2007

Τα δημοφιλέστερα βιβλία του 2006

Πρώτη Ιουνίου σήμερα και η στιγμή της κρίσης επήλθε. Μαζί με την ομάδα των επιμελητών, που ετοιμάζουμε αυτή την ιστοσελίδα, συζητήσαμε πολύ πότε θα έπρεπε να δημοσιεύσουμε τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας για το δημοφιλέστερο βιβλίο της χρονιάς. Στο τραπέζι έπεσαν διάφορες ημερομηνίες και διαφορετικές προτάσεις.

Αλλοι είπαν να κρατήσουμε την ψηφοφορία μέχρι το τέλος του χρόνου, άλλοι πρότειναν να δώσουμε στους τρείς πρώτους συγγραφείς χρηματικά έπαθλα και να γιορτάσουμε τα βραβεία με ένα μεγάλο πάρτυ.

Τελικά πρυτάνευσαν οι ψυχραιμότεροι συλλογισμοί. Αποφασίσαμε απο κοινού να ανακοινώσουμε τα δημοφιλέστερα βιβλία σήμερα 1η Ιουνίου ούτως ώστε να δώσουμε την ευκαιρία στους αναγνώστες να διαλέξουν απο τη λίστα μας, η οποία ψηφίσθηκε με δημοκρατικές και αδιάβλητες διαδικασίες απο σάς τους επισκέπτες μας.

Πρώτο βιβλίο με 142 ψήφους ήρθε το «Ψηλά Τακούνια Για Πάντα» της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη , δεύτερο «Η Ιερή Παγίδα» της Λείας Βιτάλη (132 ψήφοι), τρίτο «Η Γυναίκα που Πετάει» του Μένη Κουμανταρέα (108 ψήφοι).
Ακολουθούν «Μαμάδες Βορείων Προαστείων» της Παυλίνας Νάσιουτζικ (84 ψήφοι), «Στενογραφία» του Κώστα Μαυρουδή (72 ψήφοι), «Δυτικά του Νείλου» της Πέρσας Κουμούτση (68 ψήφοι), «Αμίλητα Βαθιεά Νερά» της Ρέας Γαλανάκη (62 ψήφοι) , «Αν μ’ Αγαπάς Μη Μ’ Αγαπάς» της Ελένης Γκίκα (57 ψήφοι), «Σουέλ» της Ιωάννας Καρυστιάνη και ισοβαθμεί «Η Αμερικάνικη Φούγκα» του Αλέξη Σταμάτη (46 ψήφοι) και «Το Μονοπάτι στη Θάλασσα» του Αντώνη Σουρούνη (44 ψήφοι).

Επειδή στη διάρκεια της ψηφοφορίας κάποιοι προσπάθησαν να παίξουν άσχημο παιχνίδι στο Νίκο Λαγκαδινό με αποτέλεσμα να εξαιρεθεί της ψηφοφορίας το βιβλίο του «Καλύτερα τύψεις Παρα Απωθημένα», αποφασίσαμε να το εντάξουμε στη δεκάδα των εψηφισμένων, που τελικά έτσι γίνεται δωδεκάδα.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην πρώτη δεκάδα οι αναγνώστες μας ψήφισαν βιβλία διαφόρετικού ύφους και λογοτεχνικού είδους. Απο το μεταφεμινιστικό ψυχογράφημα της Ιουστίνης Φραγκούλη, μέχρι το ιστορικό μυθιστόρημα της Λείας Βιτάλη μέχρι τη συλλογή διηγημάτων του κλασικού Μένη Κουμανταρέα, η πρώτη τριάδα περιέχει ζυγοσταθμισμένες προτάσεις.

Στη δεκάδα ψηφίσθηκαν σχεδόν όλα τα καλά βιβλία της χρονιάς απο Γαλανάκη μέχρι Σουρούνη και Καρυστιάνη, ενώ αναδείχθηκαν εκείνα του Μαυρουδή,.της Γκίκα και της Κουμούτση που δεν ανήκαν στα πολυακουσμένα και ευπώλητα. Τέλος, ψηφίσθηκαν ως αναμενόμενο η Νάσιουτζικ και ο Σταμάτης που απολαμβάνουν κάθε είδους προβολής για τα βιβλία τους.

Μέχρι το τέλος της χρονιάς θα κρατήσουμε ανηρτημένο τον πίνακα των δημοφιλέστερων εφηφισμένων βιβλίων επειδή εσείς τα επιλέξατε. Θα φροντίσουμε παράλληλα να δώσουμε προβολή σε όλα τα βιβλία της λίστας μας.

Σας ευχαριστούμε που ήσασταν μαζί μας σ΄αυτή την ψηφοφορία, η οποία απέδωσε τόσο εξισορροπημένα αποτελέσματα.

Εκ μέρους της ομάδας μας
Το Κατοικίδιο