Monday, April 30, 2007

Ανευλαβής και τιμημένη

Λένας Κιτσοπούλου: Νυχτερίδες

Η βράβευση της Λένας Κιτσοπούλου ως προωτοεμφανιζόμενης λογοτεχνιδας απο το περιοδικό Διαβάζω δείχνει για μια ακόμη φορά ότι το κύκλωμα των κριτικών και δημοσιογράφων του βιβλίου έχει τους- τις «προτεζέ» του και τους –τις αναδεικνύει σε κάθε ευκαιρία.

Ηταν φανερό ότι τα διηγήματα της Κιτσοπούλου, γραμμένα με τη μπαναλιτέ μιας πρωτόλλειας συγγραφέως που κραυγάζει, είχαν πάρει τη θέση τους στο λογοτεχνικό στερέωμα πριν ακόμη τυπωθούν. Πολλοί έσπευσαν να βρούν τη μακροσκοπική και μικροσκοπική τους κηλίδα στο χρονοχώρο της ελληνικής λογοτεχνίας ανάγοντας τη μετριότητα και την απόλυτη απαισιοδοξία σε ευρηματική λογοτεχνική μανιέρα.

Προσωπικά διάβασα τις «Νυχτερίδες» και δηλώνω απογοήτευση για τη θεματολογία, τη γραφή και το ύφος. Αισιοδοξώ πως υπήρχαν πιό φερέλπιδες συγγραφείς στη νέα ελληνική γενιά και πως απλά αδικήθηκαν για χάρη των ισορροπιών και της παρέας!

Επειδή το θέμα σηκώνει συζήτηση θα ανοίξω σε ελεύθερο διάλογο το μπλόγκ μου. Οσοι έχετε άποψη για τη λογοτεχνία μπορείτε να συμμετάσχετε:

Μετά τιμής
Κατοικίδιο

Άλλοι χρωστούν, άλλοι πληρώνουν

Του Πέτρου Τατσόπουλου (ΤΑ ΝΕΑ)


Με μια συλλογή από ανευλαβή διηγήματα, την πρώτη κατάθεσή της στην πεζογραφία, η τριανταπεντάχρονη ηθοποιός Λένα Κιτσοπούλου ασχολείται με τη ζωή που ζούμε μονάχα μέσα στο κεφάλι μας. Θέλετε να μάθετε πώς θα ήταν η αληθινή ζωή εάν αυτός ο μυστικός βίος του καθενός μας αναδυόταν και στην επιφάνεια; Δεν είμαι σίγουρος ότι θέλετε
«Αυτό που φούντωνε μέσα μας και δεν είχε πού να πάει». Εδώ έγκειται η διαφορά - η υπεροχή, αν προτιμάτε - της λογοτεχνίας από την αληθινή ζωή. Στη λογοτεχνία, αυτό που φουντώνει μέσα μας, έχει πού να πάει. Πάει στο χαρτί και, τις περισσότερες φορές, χωρίς να πρέπει να καταβάλουμε το παραμικρό τίμημα, απεναντίας, μπορεί να το εξαργυρώσουμε κι από πάνω. Η αληθινή ζωή δεν είναι εξίσου ανεκτική. Στην αληθινή ζωή, οι δύο από τους τρεις ήρωες της Κιτσοπούλου θα βρίσκονταν τώρα πίσω από τα σίδερα - και μόλις πριν από σαράντα χρόνια, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στον κόσμο της Κιτσοπούλου, όπως αυτός αποτυπώνεται σε δώδεκα διηγήματα, οι παιδοκτονίες και οι παιδεραστίες δεν παρουσιάζουν τα ίδια χαμηλά ποσοστά που παρουσιάζουν και στην πραγματικότητα. Βλέπετε, στο δικό της δικαστήριο αρκούν και μόνο οι προθέσεις σου για να παραπεμφθείς - χώρια που, με τον πιο φυσικό τρόπο, οι προθέσεις σου εδώ πάντα υλοποιούνται. Είσαι παιδεραστής από τη στιγμή που σκέφτηκες να γίνεις παιδεραστής, είσαι παιδοκτόνος από τη στιγμή που σκέφτηκες να γίνεις παιδοκτόνος.
Ανάλαφρη χάρη
Τη μικρή λακκούβα ανάμεσα στην πρόθεση και την υλοποίηση - για τους πιο πολλούς από εμάς, ένα αβυσσαλέο χάσμα - οι ήρωες της Κιτσοπούλου την υπερπηδούν με ανάλαφρη χάρη. Χάνουν έτσι σε αληθοφάνεια στον δικό μας κόσμο - ποιος θα έπνιγε με καρβουνιασμένα μπιφτέκια το παιδί του ή ποιος θα έχωνε το κεφάλι του σπλάχνου του στη λεκάνη της τουαλέτας; - αλλά κερδίζουν σε αληθοφάνεια στον δικό της. Είναι από τα πιο ρεαλιστικά, σχεδόν νατουραλιστικά διηγήματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια - κι ας είναι σχεδόν αδύνατον να συμβούν πραγματικά. Συμβαίνουν στο μυαλό μας. Αυτό αρκεί.
Δεν είναι μια συνηθισμένη ηδονοβλεψίας
Οι ήρωες της Κιτσοπούλου είναι αφόρητα, εξουθενωτικά καθημερινοί. Το δεκατριάχρονο που θέλει να πηδηχτεί και κάθε απαγόρευση την ερμηνεύει ως προτροπή (διαβάστε το ιδίως εσείς που πιστεύετε ότι μπορείτε να βάλετε χαλινό στις ορμές της κόρης σας). Ο μπάτσος που δέρνει τη μικρή του αδερφή, ενώ θέλει να τη γαμήσει - τη δέρνει ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ τη γαμήσει. Ο μοιχός μίζερος που δεν βρίσκει το κουράγιο να ομολογήσει στη γυναίκα του ότι την απατάει - και ως θεία δίκη, χάνει και την πτήση με τη νέα του αγάπη. Ο αυτόχειρ που καλεί το βράδυ της αυτοχειρίας του εκείνους ακριβώς που απεχθάνεται. Ο παιδεραστής που ξεσπάει στην κόρη του, αφού δεν μπορεί να έχει την ανιψιά του. Το πρεζόνι που δίνει τον γιο της στους γύφτους - με τι υπέροχα ειρωνικό τέλος κλείνει αυτό το διήγημα. Ο παρίας που θέλει - αλλά δεν θα προλάβει, θα σκάσει από ευτυχία - να παντρευτεί την πουτάνα. Ο τύπος που πεθαίνει - το πιο σπαραχτικά γελοίο! - από τον φόβο και μόνο του θανάτου. Η υποκρισία μιας κηδείας, με τους ζωντανούς κατά βάθος ικανοποιημένους με την ίδια την (αυτο)επιβεβαίωση της ζωντανίλας τους. Όχι, πρέπει να το παραδεχτούμε. Η Κιτσοπούλου δεν είναι μια συνηθισμένη ηδονοβλεψίας της ανθρώπινης ιλαροτραγωδίας. Δεν ξέρω πόσο συμπαθητική θα σας φανεί - ελάχιστα, υποθέτω -, ούτε αν θα θέλατε να κάνει παρέα με τον γιο σας. Από μιαν άποψη, μάλλον θα αισθανθείτε ανακούφιση που είναι απλώς αντίτυπο και όχι η διπλανή νοικάρισσα. Έτσι άλλωστε δεν θα έπρεπε να είναι πάντα οι συγγραφείς; Κατάλληλοι μονάχα για να τους διαβάζεις;

Δεν θα σας συνιστούσα απαραίτητα να διαβάσετε αυτά τα διηγήματα. Εάν μολαταύτα το ρισκάρετε, δεν θα σας συνιστούσα να βιαστείτε να τα αποτιμήσετε. Σε μια πρώτη ανάγνωση, η Κιτσοπούλου θα σας δώσει την εντύπωση ότι ακολουθεί τη σχολή Ταραντίνο, μια σχολή που καταφεύγει στη σκληρότητα επειδή νομίζει ότι μόνο αυτή μπορεί να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του θεατή - αναγνώστη. Το να σας δηλώσω έπειτα ότι πίσω από το παραβάν της σκληρότητας κρύβεται ένας εύθραυστος ψυχισμός πιθανόν να σας οδηγήσει επίσης σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Μην πάει ο νους σας σε καμία πληγωμένη γαζέλα διότι πάλι θα πέσετε απελπιστικά έξω.
Ουρλιάζει
Η Κιτσοπούλου δεν ψαρεύει τον οίκτο του αναγνώστη με υποκριτική επίδειξη αναλγησίας, ούτε προσπαθεί να εκμαιεύσει αντιδράσεις του τύπου «αχ, τι θα τράβηξε κι αυτό το καημένο στη ζωή του». Πολύ απλά, η Κιτσοπούλου δεν ανέχεται - και ουρλιάζει πως δεν το ανέχεται - την αναβολή ή τη ματαίωση της επιθυμίας, σε όλη την γκάμα της επιθυμίας, από το σεξ έως τον φόνο. Η αναβολή και πόσο μάλλον η ματαίωση θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στη δημιουργία καρκινώματος. Από εκεί και ύστερα οι ήρωές της - εμείς - είτε θα επιτρέψουν στο καρκίνωμα να εξαπλωθεί είτε θα δώσουν μια ύστατη μάχη χτυπώντας - κατά πάσα πιθανότητα - τον λάθος στόχο. Άλλοι μάς φταίνε και αλλού ξεσπάμε. Άλλοι χρωστούν και άλλοι πληρώνουν.
Αν διαβάσετε προσεχτικά το καθημερινό αστυνομικό δελτίο - «τόσο καλός άνθρωπος», δηλώνει σύσσωμη η γειτονιά, «κι έκοψε το λαρύγγι του άλλου επειδή του κορνάρισε;» - θα διαπιστώσετε ότι τα μονοπάτια που περιγράφει η Κιτσοπούλου, τα μονοπάτια που οδηγούν στην αλυσιδωτή αντίδραση και τελικά στην έκρηξη, δεν είναι ούτε σπάνια ούτε δύσβατα. Με μια δρασκελιά βρίσκεσαι απέναντι. Εντάξει, εγώ δεν θα κάνω τη δρασκελιά. Ούτε εσείς, ούτε οι πιο πολλοί. Η Κιτσοπούλου όμως καταγράφει την πρόθεση της δρασκελιάς ωσεί δρασκελιά. Και μόνο που σκέφτηκες να περάσεις απέναντι, βρίσκεσαι εκεί ήδη.

Wednesday, April 25, 2007

Βραβεία Διαβάζω: Σε κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα με συντηρητικές επιλογές

Σε έντονα κοσμικό περιβάλλον και σε μια αίθουσα κατάμεστη απο ανθρώπους του βιβλίου και ανθρώπους παντελώς αδιάφορους περί αυτό (συνυπήρξαν αγαστά και τα δύο είδη) έγινε η βράβευση των καλύτερων βιβλίων της χρονιάς απο το περιοδικό Διαβάζω.

Το περιοδικό στην προσπάθεια αναβίωσης του θεσμού των λογοτεχνικών βραβείων προσπάθησε να κάνει κάποιες ανανεωτικές κινήσεις. Η επιλογή του Μουσείου Μπενάκη για την πραγματοποίηση της βραδυάς ήταν εύστοχη και απροπό.

Ωστόσο, οι δύο κριτικές επιτροπές παρόλο που προσπάθησαν να ανοίξουν τα χαρτιά τους ανανεωτικά (με τη βράβευση της νέας ποιήτριας Θεώνης Κοτίνη και της νεαράς Λένας Κιτσοπούλου «Νυχτερίδες» ) δεν απέφυγαν τελικά την πεπατημένη. Το βραβείο διηγήματος μοιράσθηκε ανάμεσα στον κλασικό Μένη Κουμαναταρέα και στον πιό μοντέρνο Αργύρη Χιόνη.

Η βράβευση του Αντώνη Σουρούνη στον τομέα του μυθιστορήματος υπήρξε η πιό συντηρητική επιλογή. Αλλά πώς θα μπορούσε τελικά να απουσιάσει απο τα βραβεία του Διαβάζω η κλασική καλή συνταγή που θα επευφημούσαν όλοι και θα ικανοποιούσε μάλιστα τα εκδοτικά συμφέροντα του μεγάλου σπόνσορα της λογοτεχνίας;

Σήμερα αφιερώνω το κείμενο περί βιβλίου στο Μένη Κουμανταρέα, επειδή είναι ένα παιδί που δε μεγάλωσε ποτέ. Γι αυτό γράφει ακόμη με τέτοιο ενθουσιασμό, γι αυτό χαμογελά κάθε φορά που παίρνει ένα λογοτεχνικό βραβείο έστω κι αν το μοιράζεται με κάποιον νεότερό του (που μάλιστα απουσίασε απο τη βραδυά!)



1. Βραβείο γενικότερης προσφοράς στον χώρο του βιβλίου: Γ. Σπανός, εκδότης του περιοδικού «Βιβλιοφιλία».
2. Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα: Λένα Κιτσοπούλου, “Νυχτερίδες” (συλλογή διηγημάτων), εκδόσεις Κέδρος.
3. Δοκιμίου: Τζίνα Πολίτη, “Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών”, εκδόσεις Άγρα.
4. Εικονογραφημένου βιβλίου: Χρήστος Μπουλώτης – εικον. Φωτεινή Στεφανίδη, “Η κυρία Μίνα και η άνοιξη”, εκδόσεις Λιβάνη.
5. Βιβλίου για μεγάλα παιδιά: Μαρία Παπαγιάννη, “Ως διά μαγείας”, εκδόσεις Πατάκης.

6. Ποίησης: Θεώνη Κοτίνη, “Ανίδεοι πάλι”, εκδόσεις Πλανόδιον.
7. Διηγήματος: Μένης Κουμανταρέας, “Η γυναίκα που πετάει”, εκδόσεις Κέδρος & Αργύρης Χιόνης, “Όντα και μη όντα”, εκδόσεις Γαβριηλίδης.
8. Μυθιστορήματος: Αντώνης Σουρούνης, “Το μονοπάτι στη θάλασσα”, εκδόσεις Καστανιώτης.


Του Βίου και της Φαντασίας

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ


Σε μια ηλικία που άλλοι συγγραφείς «κλείνουν», ο Μένης Κουμανταρέας κατορθώνει άλλη μια υπέρβαση φτάνοντας σ΄ ένα επίπεδο όπου η βιωματική σοφία βρίσκει το αντάξιο ταίρι της στην απαλή υποβλητικότητα της γραφής

Ο Μένης Κουμανταρέας πρέπει να είναι ο συγγραφέας για τον οποίο έχω γράψει περισσότερες φορές απ΄ όσες για οποιονδήποτε άλλο. Κάθε φορά μού φαίνεται πως εξάντλησα τις παρατηρήσεις που είχα να κάνω όχι μόνο για το συγκεκριμένο έργο του, αλλά για το έργο του γενικά. Κι έρχεται έπειτα το επόμενο βιβλίο του και ανατρέπει αυτή μου την εντύπωση, με προκαλεί να τον προσεγγίσω αλλιώς, όχι απλώς να συμπληρώσω την εικόνα του, αλλά και να την δω κάτω από καινούργιο φωτισμό. Μεγαλύτερο κομπλιμέντο δεν μπορεί να κάνει ένας κριτικός σ΄ έναν συγγραφέα.
Δεν έχω εξάλλου τον παραμικρό λόγο να κολακεύσω τον Κουμανταρέα. Αν και γνωριζόμαστε από παλιά, δεν θα μπορούσα να πω ότι είμαστε φίλοι. Πολύ διαφορετικοί στην ιδιοσυγκρασία (και στη συγγραφική επίσης ιδιοσυγκρασία), με διαφορετικά λογοτεχνικά και άλλα γούστα, θα πρόσθετα και κάπως επιφυλακτικοί, αν όχι καχύποπτοι ανέκαθεν ο ένας απέναντι στον άλλο, χώρια η σημαντική διαφορά ηλικίας, θα ήταν μάλλον απίθανο να έχουμε πιο στενή σχέση. Όλα αυτά όμως κάνουν ακόμα πιο ερεθιστική για μένα την έλξη που μου ασκεί η πεζογραφία του.
Μια εξήγηση, σκέφτομαι, είναι η αμφίσημη γοητεία που βρίσκουμε και οι δύο (νά λοιπόν που έχουμε και κοινά σημεία!) στη ζωή των σύγχρονων πόλεων, ακόμα και, ή προπαντός, της καταλαλημένης Αθήνας. Ο Κουμανταρέας θυμίζει τον Τσέχοφ: στα κείμενά του ο αστικός χώρος, χωρίς καθόλου να εξωραΐζεται, αναδίνει ένα παράξενα ποιητικό άρωμα που αποπνευματώνει κατά κάποιον τρόπο την άχαρη, μουντή ζωή των κατοίκων του. Η αστική ατμόσφαιρα διαποτίζει ακόμα και τα σχετικά λίγα αφηγήματα του Κουμανταρέα που εκτυλίσσονται μακριά από τη μεγαλούπολη, όπως για παράδειγμα δύο από τα πιο εκτεταμένα διηγήματα αυτού του τελευταίου βιβλίου του, το «Κουαρτέτο» και «Η νύχτα με τους μετεωρίτες», που τοποθετούνται σ΄ ένα θέρετρο. Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει άλλωστε και με τον Τσέχοφ, που τόσες και τόσες ιστορίες του διαδραματίζονται σε λουτροπόλεις, ντάτσες κ.λπ.;
Ωστόσο, στο Η γυναίκα που πετάει παρατηρώ για πρώτη φορά και κάτι άλλο. Η γραφή του Κουμανταρέα, που πάντοτε απέφευγε κι εξακολουθεί ν΄ αποφεύγει τις φραστικές ακροβασίες και τις λυρικές υπερβολές, είναι εδώ, σε σχέση με προηγούμενα βιβλία του, πιο ανάλαφρη, πιο αιθέρια, σαν ένα ανοδικό ρεύμα που μεταρσιώνει τους ήρωες των ιστοριών και τον ίδιο τον αναγνώστη. Οι λέξεις μαλακώνουν από κάτι σαν εσωτερική θερμότητα του κειμένου και χωνεύουν καλύτερα τα χρώματα που απλώνει ο συγγραφέας, ενώ παλιότερα έμοιαζαν πιο πολύ με φθογγόσημα κάποιας παρτιτούρας. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται ασφαλώς στον προσωπικό χαρακτήρα των περισσότερων ιστοριών αυτού του τόμου, στο ότι ο συγγραφέας εδώ αναθυμάται μάλλον παρά επινοεί. Επίσης, νομίζω πως ο Κουμανταρέας, παρ΄ όλο που έχει δώσει μερικά σημαντικά μυθιστορήματα, αισθανόταν πάντοτε πιο άνετα κι εκφραζόταν πιο πηγαία στο διήγημα παρά στο μυθιστόρημα. Δεν παύει όμως να εντυπωσιάζει το γεγονός ότι, σε μια ηλικία που άλλοι γράφουν κάτι σαν υποσημειώσεις ή παραρτήματα του προηγούμενου έργου τους, ο συγγραφέας αυτός κατορθώνει άλλη μία υπέρβαση, φτάνοντας σ΄ ένα επίπεδο όπου η βιωματική σοφία βρίσκει το αντάξιο ταίΓράφει ρι της στην απαλή υποβλητικότητα της γραφής.
Τα διηγήματα αυτού του βιβλίου αναφέρονται σε βιώματα από δύο περιόδους της ζωής πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους: την παιδική ηλικία και τις ηλικίες των «ήντα». Απουσιάζουν η νεότητα και η λεγόμενη πρώτη ωριμότητα. Χτυπητές και καθόλου συμπτωματικές απουσίες. Γιατί αυτές οι ενδιάμεσες ηλικίες είναι στην ανθρώπινη ζωή η φάση της δράσης, της προσπάθειας για καταξίωση, όπου το άτομο μετέχει ενεργητικά στα γεγονότα του περιβάλλοντός του και είναι ολότελα απορροφημένο από τη δίνη του κόσμου. Ενώ οι δύο ακραίες ηλικίες είναι οι ηλικίες της παρατήρησης. Και ο Κουμανταρέας είναι ένας παρατηρητής της ζωής, ακόμα και της δικής του ζωής, όπως συμβαίνει εδώ. Αυτό είναι μια από τις χαρακτηριστικότερες αρετές της πεζογραφίας του, γιατί δεν έχουμε να κάνουμε μ΄ έναν ουδέτερο, ψυχρό παρατηρητή, μ΄ έναν καταγραφέα ή έναν ανατόμο συμβάντων και συμπεριφορών, αλλά με κάποιον που κάνει ό, τι ο θεατής ενός ζωγραφικού πίνακα: απομακρύνεται λίγο για ν΄ αποκτήσει μια συνολική εντύπωση της εικόνας, αφού αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να την κάνει να εκλύσει το συγκινησιακό φορτίο της και το νόημά της. Η παρατηρητικότητα ενός απορημένου παιδιού, που τώρα ανακαλύπτει τον κόσμο, εναλλάσσεται σ΄ αυτή τη συλλογή διηγημάτων με την παρατηρητικότητα ενός ευαίσθητου μεσήλικα, οσονούπω πρεσβύτη, που προσέχει τον κόσμο με μελαγχολική ηρεμία και με διάθεση καταλλαγής, ξέροντας ότι πλησιάζει σιγά σιγά η ώρα να τον αποχαιρετήσει. Και υπάρχει ένα διήγημα, κατά τη γνώμη μου το καλύτερο του τόμου (μολονότι η επιλογή είναι δύσκολη), όπου οι δύο αυτές ματιές συγκλίνουν και γλιστρούν υπέροχα η μια μέσα στην άλλη: το «Τόμπυ και Λόλυ». Σ΄ αυτό, ο συγγραφέας επισκέπτεται την πλατεία των παιδικών χρόνων του και, παρατηρώντας σ΄ ένα καφενείο δύο ταλαίπωρα γεροντάκια, αναγνωρίζει ή νομίζει πως αναγνωρίζει στα πρόσωπά τους δύο αινιγματικά ανάπηρα παιδιά, συνομήλικά του, που η παρουσία τους στη γειτονιά δηλωνόταν μόνον από τις εμφανίσεις τους σ΄ ένα παράθυρο, απέναντι από το δικό του σπίτι. Το παρελθόν και το παρόν, η μνήμη και η φαντασία, ο εαυτός και ο «άλλος» συνυφαίνονται και αλληλοκαθρεφτίζονται εδώ με απαράμιλλα συγκινητικό τρόπο.
Δεν μου αρέσουν οι παραινετικές υποδείξεις αξιομίμητων παραδειγμάτων, κυρίως επειδή ξέρω πόσο λίγο ελεύθερη είναι η ελεύθερη βούλησή μας. Βλέποντας όμως ολοένα πιο συχνά νέους και νεότερους συγγραφείς μας να επαναπαύονται μετά τις πρώτες επιτυχίες τους κι έπειτα να κάνουν ανέμελα τσουλήθρα στην κλίμακα της λογοτεχνικής ποιότητας, θα ευχόμουν να μπορούσαν, έστω με αυτό το μικρό ελεύθερο κομμάτι της βούλησής τους, να παραδειγματιστούν από τον συγγραφέα του Η γυναίκα που πετάει. Γιατί, ανακηρυγμένος κλασικός ήδη εδώ και δεκαετίες, έχει ακόμα εκείνη τη συγγραφική αγωνία που, για να παραφράσω κάτι που λέει ο ίδιος σ΄ ένα από τα διηγήματα αυτού του βιβλίου του, τον κάνει να αισθάνεται λειψός, και γι΄ αυτό να είναι ολοκληρωμένος συγγραφέας.

Friday, April 20, 2007

Λευκή πετσέτα στο ρίνγκ της αδιαφορίας

21η Απριλίου σήμερα κι επειδή η πραγματικότητα των μέσων ενημέρωσης μόνο επιδερμικά αγγίζει την τραγική επταετία της νέας Ελληνικής ιστορίας , ενώ κυνηγάει με πάθος τις εκλογές της Γαλλίας (πόσο ενδιαφέρουν τους Ελληνες άραγε για να προγραμματίζεται και ζωντανή κάλυψη απο το Παρίσι; Πόσο;) αποφάσισα να αφιερώσω το πόστ μου στο Νίκο Δαββέτα και τη νουβέλα του «Λευκή Πετσέτα στο Ρίνγκ».

Το αφιέρωμα στο βιβλίο του Νίκου Δαββέτα, που βουτάει στον πεζό λόγο με μαεστρία και σιγουριά, είναι μια ένδειξη τιμής στην εθνική μας μνήμη .Παρόλο που δεν πιστεύω στη συνεχή μετεμφυλιακή φιλολογία, βρίσκω πως «Η Λευκή Πετσέτα στο Ρίνγκ» υπερασπίζεται μια σκοτεινή πτυχή της ιστορίας με τρόπο διαφορετικό και έξυπνο αφήνοντας σημάδια στις ψυχές των αναγνωστών.

Το Κατοικίδιο


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Αγαπητοί μπλόγκερ,

Η σειρά εκδηλώσεων που διοργανώνει ο Σύλλογος Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών (ΣΕΒΑ), στο πλαίσιο της φετινής έκθεσης βιβλίου στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, θα πραγματοποιηθεί με θέμα "Μέσα προβολής, προώθησης και διάδοσης του βιβλίου". Συγκεκριμένα, την Πέμπτη 10 Μαϊου και ώρα 7.30 μ.μ., στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο της έκθεσης, θα λάβει χώρα η συζήτηση που αφορά τον ρόλο του Διαδικτύου στην προαγωγή της εκδοτικής παραγωγής, της λογοτεχνίας, των συγγραφέων.

Η συζήτηση θα διαθέτει διαδραστικό χαρακτήρα ώστε ν' αντανακλά τη ζωντάνια αλλά και την ανοιχτή συζήτηση της ψηφιακής πραγματικότητας, με τη συνδρομή πέντε ομιλητών με πολύτιμη εμπειρία και συγκεκριμένη δεοντολογία-άποψη εκπορευόμενη από τη δημοσιογραφική τους ιδιότητα (Ελένη Γκίκα, Τιτίκα Δημητρούλια, Νίκος Ξυδάκης, Βασίλης Ρούβαλης, Αλέξης Σταμάτης).

Στόχος είναι η εκδήλωση να "δεχθεί τα χτυπήματα" του ενδιαφερόμενου κοινού, η άμεση συνεισφορά του συμμετέχοντας στον διάλογο όπως ακριβώς και μια διαδικτυακή συζήτηση. Θα χαρούμε να βρεθείτε κοντά μας.


Εκ μέρους του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών,
Πέρσα Κουμούτση
(υπεύθυνη σχεδιασμού και εκδηλώσεων)





ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ
Λευκή πετσέτα στο ρινγκ
Εκδόσεις «Κέδρος» 2006,

Του Βασίλη Ρούβαλη
www.hiridanos.gr

Είναι άραγε η αμηχανία από την Ιστορία που συνέγραψε η προηγούμενη γενιά, των πατεράδων και των παππούδων, ή μήπως ο Εμφύλιος εξακολουθεί να ακκίζεται στις συνειδήσεις με τη μισαλλοδοξία, τα βλάσφημα ψελλίσματα για τους κάποτε αντιπάλους, την αίσθηση ενός πολέμου που αφήνει όχι πάντοτε ορατά κατάλοιπα στην εμπειρία του παρόντος; Κι αν η κοινωνιολογική ανάλυση απαιτεί μεγαλύτερη χρονική απόσταση για να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων όπως τα ψυχανεμίζεται -έστω θολά, συνήθως- η πλειονότητα στο πλαίσιο της νεοελληνικής κοινωνίας, στη λογοτεχνία φαίνεται ότι ο χώρος δεν έχει καλυφθεί πλήρως και, ως εκ τούτου, ο μετεμφυλιακός αντίκτυπος τροφοδοτεί την πεζογραφία, κατά κύριο λόγο, τα τελευταία χρόνια. Στην περίπτωση του ποιητή και πεζογράφου Νίκου Δαββέτα παρατηρείται μια απόπειρα διαφορετικής προσέγγισης της εμφυλιακής περιόδου.

Ενασχολούμενος σχετικά πρόσφατα με το μυθιστόρημα (το προκείμενο είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, μετά το προπέρσινο «Θήραμα», ενώ έχει προηγηθεί και μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ιστορίες μιας ανάσας») και όντας εκπρόσωπος της λεγόμενης «γενιάς ποιητών του ʽ80» (με επτά συλλογές ποιημάτων στο ενεργητικό του), ο συγγραφέας αγγίζει το θέμα έχοντας επίγνωση της προγενέστερης λογοτεχνικής «χρήσης» του Εμφυλίου από ομοτέχνους του (με κορυφαία και προφανή, την περίπτωση του «Κιβωτίου» του 'Αρη Αλεξάνδρου ή, ακόμη, την «Καγκελόπορτα» του Ανδρέα Φραγκιά).

Η ματιά του διεισδύει στο ζήτημα των φατριών εντός της Αριστεράς, των κομματικών διαφοροποιήσεων, της αλληλοεξόντωσης, του άλογου μίσους πέραν του ιδεολογικού συγχρωτισμού, αλλά και της σύγχρονης -πολιτικά ορθής- κριτικής των «ηττημένων» με αιχμηρότητα. Η επιλογή μυθιστορηματικών ηρώων που υπήρξαν δευτεραγωνιστές αυτής της ιστορικής περιόδου, δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο αφηγητής, δημοσιογράφος που κάνει μια έρευνα σχετικά με τα Δεκεμβριανά, απευθύνεται σε πρόσωπα που διαδραμάτισαν μικρό ή μικρότερο ρόλο στις εξελίξεις: σε κάποιον προσφυγικό συνοικισμό της Αθήνας έχουν γίνει δύο πολιτικές δολοφονίες στην έναρξη του Εμφυλίου. Η έρευνα σχετίζεται με αυτά τα δύο γεγονότα που βαθμιαία, κι ενώ προχωράει εις βάθος ανυποψίαστα, αποκαλύπτονται, με εντυπωσιακό τρόπο χάρη στη ρέουσα και ισορροπημένη αφήγηση του Νίκου Δαββέτα, μερικές από τις γνωστές αλλ’ όχι προβεβλημένες πτυχές της αδελφοκτόνου σύρραξης. Διότι οι Ελασίτες, οι Χίτες, οι Ταγματασφαλίτες, αποτελούσαν ένα χαρμάνι ατομικών περιπτώσεων, συλλογικών συνειδήσεων και παθών που συνήθως εκφραζόταν με ενστικτώδη ή επιπόλαιο τρόπο. Πρόκειται δηλαδή για το αυτονόητο σήμερα, αλλ’ όχι δεδομένο απαραιτήτως για την πλειονότητα όλων όσοι, ζώντες ακόμη, έχουν μνήμες από εκείνη την εποχή, αυτό το σκεπτικό που επιτρέπει την αυστηρότερη πρόσληψη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, την τοποθέτηση των συμμετεχόντων σε μια ρεαλιστικότερη, λιγότερο συναρπαστική διάσταση.

Το μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα διατηρεί επίπεδα ισορροπίας και ψύχραιμης αποστασιοποίησης και σωστά δεν μπαίνει στον πειρασμό να υποδείξει τρόπους θέασης αυτής της πραγματικότητας. Αντιθέτως, επιτρέπει στον αναγνώστη (με δόσεις χιούμορ και λεπτής ειρωνείας, που σ’ άλλη περίπτωση θα ξένιζαν ίσως) να διακρίνει μόνος του την άλλη όψη των πραγμάτων, να συνάγει συμπεράσματα ή έστω να εισπράξει την αφορμή για την ουσιαστικότερη σημασιοδότηση και ερμηνεία του Εμφυλίου, ως κορυφαίου ιστορικού γεγονότος για τις τύχες του νεοελληνικού κράτους στον 20ό αιώνα και στο εξής.

Wednesday, April 18, 2007

Η καλοσύνη του βιβλιόφιλου μπλόγκινγκ

Παρακακολουθώ αδιαλείπτως τα βιβλιοφιλικά μπλόγκ και διαπιστώνω με λύπη πως έχουν γίνει εστίες κουτσομπολιού και ανταλλαγής ύβρεων μεταξύ διαφόρων παιχτών της μπλογκόσφαιρας.

Και σ΄αυτό εδώ το μπλόγκ, ενώ παρουσιάζω τα βιβλία της λίστας με επώνυμες κριτικές, κανείς δεν τοποθετείται επι της ουσίας των βιβλίων। Αντίθετα, οι συγγραφείς γίνονται συχνά θύματα μιας επίθεσης μίσους απο ανθρώπους που χρησιμοποιούν το μπλόγκινγκ για να βγάλουν τα απωθημένα τους।

Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν κυκλώματα στην ελληνική λογοτεχνία και πρέπει κάπως να ανοίξει αυτή η αγορά σε όλα τα νέα πρόσωπα της λογοτεχνίας ή σε φρέσκιες ιδέες, αλλά πραγματικά δεν δέχομαι αυτές τις ποταπές επιθέσεις εναντίον των προσώπων. Τελικά, τα άτομα που επιχειρούν τέτοια πολιτική, αυτοαναιρούνται και χάνουν την αξιοπιστία τους στον υγιή αντίλογο.
Ισως πάλι, να είναι μια μεθοδευμένη επίθεση εναντίον των βιβλιοφιλικών μπλόγκ για να απαξιωθούν οι συντάκτες και η νέα εποχή στο λογοτεχνικό ορίζοντα।

Πάντως, σήμερα προς τιμήν του Πέτρου Τατσόπουλου, ο οποίος ανακάλεσε την παραίτησή του για το ΔΣ της Κοδριγκτώνος Κλάμπ, αφιερώνω το πρωτοσέλιδο θέμα μου।

Για το βιβλίο του «Η Καλοσύνη των ξένων» έχουν γραφτεί οι άπειρες συνεντεύξεις, οι πάμπολλες κριτικές , ενώ έχει ανοίξει ένας διάλογος για το θέμα της υιοθεσίας। Ο συμπαθής λογοτέχνης περνάει απο πλατό σε πλατό για να διαφημίσει το βιβλίο του και την προσωπική του ιστορία। Περιοδεύει απο πόλη σε πόλη για τις παρουσιάσεις του βιβλίου του.

Θεμιτή η επιθυμία του να γίνει ευπώλητος αλλά πόσο πόνο και επίδραση πόνου προκαλεί η λογοτεχνική εκμετάλλευση της προσωπικής του ιστορίας ;

Με αυτή την επιλογή δεν θέλω να κατηγορηθώ ως διαπλεκόμενο, αλλά αδυνατώ να κωφεύω στα πιό πολυσυζητημένα βιβλία επειδή είναι ευπώλητα!

Το Κατοικίδιο

ΥΓ। Προς το Νίκο Λαγκαδινό

Αγαπητέ Νίκο,
Επικοινώνησα με την εταιρεία των δημοσκοπήσεων। Δυστυχώς δεν έχουν το χρόνο ούτε τη θέληση να μπούν στη διαδικασία απόρριψης των χαλκευμένων ψήφων.

Η αποχή σου απο την ψηφοφορία ας γίνει μια επώνυμη καταγγελία για τις πλεκτάνες που στήνουν κάποιοι καταστροφικοί και εμπαθείς άνθρωποι της μπλογκόσφαιρας.


Υιοθεσία και σκηνοθεσία
Του Δημοσθένη Κούρτοβικ Τα Νέα 23/3/२००७

Δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ένα πεζογράφημα του Πέτρου Τατσόπουλου - μυθιστόρημα ή διήγημα - που να μην είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Και πάντοτε, ή σχεδόν πάντοτε, αυτό το πρόσωπο, ο κεντρικός ήρωας, έχει χαρακτηριστικά που παραπέμπουν φανερά στον ίδιο τον Πέτρο Τατσόπουλο. Αλλά εξίσου φανερό, νομίζω, είναι πως τα χαρακτηριστικά αυτά συνθέτουν μια μάσκα, όχι πάντα την ίδια, ούτε όμως πολύ διαφορετική από κείμενο σε κείμενο. Τι δείχνουν γενικά αυτές οι μάσκες; Έναν ευφυολόγο, αρκετά κυνικό τύπο, που ναρκισσεύεται ακόμα και όταν αυτοσαρκάζεται για τα παθήματά του (εκείνα που υποδηλώνει η παροιμία «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται»), έναν χαρακτήρα χωρίς βαθιά αισθήματα, χωρίς βαθιές σκέψεις και χωρίς αναστολές, είτε στον επαγγελματικό στίβο είτε στον έρωτα, έναν άνθρωπο επιδεικτικά ρηχό και ελαφρό.
Μπορεί ο αληθινός Πέτρος Τατσόπουλος, που επέμενε να μιλάει μέσα από τέτοια προσωπεία, να ήθελε να κρύψει κάτι με το να το μεγεθύνει, να το παρωδεί και να το δακτυλοδείχνει - γνωστή τακτική, ευφυής και κατά κανόνα αποτελεσματική. Μπορεί όμως και να αναζητούσε πάντοτε το ιδανικό προσωπείο για να μιλήσει για τον εαυτό του. Το ένα βέβαια δεν αποκλείει το άλλο. Όπως και αν έχει, όποιο κίνητρο και αν υπερίσχυε, ο Τατσόπουλος βρήκε επιτέλους αυτό που έψαχνε. Η καλοσύνη των ξένων είναι η τελειότερη συγγραφική χειρονομία του, η συνισταμένη όλων των προηγούμενων προσχηματικών προσώπων του και συγχρόνως η ανάδειξη της προοπτικής τους, που τόσο έλειπε πριν, παρά το πνευματώδες ύφος και την αφηγηματική ευστροφία των βιβλίων του.
Όσο πιο άμεσα θέλει κάποιος να μιλήσει για τη ζωή του τόσο πιο πλάγια πρέπει να το κάνει, τόσο περισσότερο χρειάζεται μια μάσκα! Ο καλός συγγραφέας γνωρίζει αυτή την παράδοξη αλήθεια. Δεν υπάρχουν πιο αναξιόπιστα βιβλία από εκείνα που έχουν τη βούλα της αυτοβιογραφίας, δεν υπάρχουν κείμενα με περισσότερη κρυψίνοια από τις «αυθόρμητες» εξομολογήσεις· μιλούν εκεί άνθρωποι που παρουσιάζονται να έχουν τόσο εποπτική εικόνα του εαυτού τους, τόσο σαφή ιδέα για τα συναισθήματά τους, τόσο ολοκληρωμένες εξηγήσεις της συμπεριφοράς τους ώστε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ψεύδονται, συνειδητά ή ασύνειδα. Ο συγγραφέας που γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι το να αφηγηθεί κανείς τον εαυτό του, και δεν θέλει να κάνει πως το αγνοεί, πρέπει να βρει ένα αρχιμήδειο σημείο, από το οποίο να μπορεί να οργανώσει το χαώδες υλικό της εμπειρίας του γύρω από έναν ορισμένο άξονα, ένα σταθερό μοτίβο. Αυτό έκανε ο Τατσόπουλος στην Καλοσύνη των ξένων. Το αρχιμήδειο σημείο που επέλεξε είναι η (καθυστερημένη) ανακάλυψή του ότι ήταν υιοθετημένο παιδί. Από αυτή τη σκοπιά επιχειρεί να ανασυνθέσει το πριν και το μετά της ζωής του, να βγάλει κάποια συμπεράσματα που να μπορούν να διεκδικήσουν γενικότερη ισχύ.
Ώστε ο Τατσόπουλος δεν έγραψε ένα βιβλίο γύρω από το ζήτημα της υιοθεσίας - μολονότι, ευφυής καθώς είναι και με τη σχετική προεμπειρία του κοινωνικού λειτουργού, ήξερε ότι το θέμα ήταν επίκαιρο και υποσχόταν επιτυχία - αλλά υποδύθηκε έναν από τους ρόλους που του υπέβαλλε το curriculum vitae του, προκειμένου να ερμηνεύσει τον εαυτό του. Και, σαν καλός συγγραφέας που είναι, ήξερε ότι για να λειτουργήσει επίσης σαν καλός ηθοποιός έπρεπε να μην αφήσει αυτό τον ρόλο να τον απορροφήσει ολότελα, ότι έπρεπε να διατηρήσει κάποια απόσταση από αυτόν - την απόσταση ακριβώς που θα εξασφάλιζε στην ερμηνεία του προοπτική, δυνατότητα (αυτο)σχολιασμού. Με άλλα λόγια, έπρεπε να αποφύγει τον συναισθηματισμό, κάτι που για άλλους, λαμβανομένου υπόψη του θέματος, θα ήταν πολύ δύσκολο έως ακατόρθωτο, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ήταν επιθυμητό, αλλά για έναν χαρακτήρα όπως ο Τατσόπουλος δεν απαιτούσε δα και καμιά υπερπροσπάθεια.
Η ιστορία της υιοθεσίας του γίνεται, λοιπόν, στη δομή της αφήγησης το μαγνητικό σώμα από το οποίο εκκινούν και στο οποίο οδηγούν σαν δυναμικές γραμμές μια σειρά θέματα της ζωής του: διάφοροι σταθμοί της συγγραφικής πορείας του, τα ερωτικά πάρε-δώσε του με γυναίκες (των οποίων τη συμπόνια για το υιοθετημένο έκθετο ομολογεί ότι εκμεταλλεύτηκε ασύστολα), η σχέση του με τους θετούς γονείς του, η (μη) σχέση του με τη φυσική μητέρα του, η ανταπόκρισή του σε διάφορα λογοτεχνικά, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα κ.λπ. κ.λπ. Όχι πως επιχειρεί τίποτα ψυχαναλυτικές εξηγήσεις για όλα αυτά· κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του και, εδώ που τα λέμε, δεν ταιριάζει ούτε στο μυθιστόρημα γενικά, γιατί ερμηνείες αυτού του τύπου παραείναι κλειστές. Ο Τατσόπουλος εμπιστεύεται μάλλον τη γνωστή αφηγηματική επιδεξιότητά του για να παρουσιάσει όλες αυτές τις διαδρομές από και προς το κεντρικό μοτίβο του σαν ελεύθερους συνειρμούς ή σαν καρπούς του ενός και του άλλου καπρίτσιου της τύχης.
Η τύχη παίζει άλλωστε πρωτεύοντα ρόλο στο επιμύθιο αυτού του βιβλίου. Αν οι θετοί γονείς του είχαν διαλέξει για να υιοθετήσουν ένα άλλο παιδί (όπως πράγματι συνέβη αρχικά), το πλάσμα που πήρε τελικά το όνομα Πέτρος Τατσόπουλος θα είχε γίνει ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Αν η διαπίστωση, με τρόπο τυχαίο μάλιστα, ότι ήταν θετό παιδί δεν είχε διαλύσει μονομιάς τις αυταπάτες ενός δεκαεννιάχρονου νέου για τις καταβολές του, είναι πολύ πιθανό ότι ο ώριμος άνδρας και συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος θα αντιμετώπιζε τον κόσμο διαφορετικά - ας πούμε, με λιγότερη ελαφρότητα και λιγότερο κυνισμό. Η φωνή του αίματος είναι μύθος. Δεν είναι η βιολογία που αποφασίζει για τους δεσμούς στοργής και αφοσίωσης, αλλά οι περιστάσεις και οι συμπτώσεις, που συναρτούν το πεπρωμένο ενός ανθρώπου με το πεπρωμένο ενός άλλου.
Αν, από την άλλη, αντιτείνει κανείς ότι αυτό αποτελεί μια μάλλον προφανή αλήθεια και το ζήτημα είναι η διερεύνηση της διαλεκτικής (για να χρησιμοποιήσω έναν κακοποιημένο και δυσφημημένο, όχι όμως ξεπερασμένο όρο) έντασης ανάμεσα στον τυχαίο χαρακτήρα της οντογένεσης ενός ανθρώπου και τα πρότυπα ζωής που διαμορφώνει στη συνέχεια αυτός ο άνθρωπος, το νόημα που δίνει στην ύπαρξή του, θα αδικήσει τον συγκεκριμένο συγγραφέα. Ο Τατσόπουλος ούτε διακρίθηκε ούτε φιλοδόξησε ποτέ να διακριθεί για τη στοχαστικότητα και την οντολογική βαθύνοιά του. Υπήρξε πάντοτε ο συγγραφέας της εύστοχης, σπιρτόζικα διατυπωμένης παρατήρησης και, κυρίως, της αφηγηματικής ευελιξίας. Κατόρθωσε όμως, στο τελευταίο βιβλίο του, να εξαντλήσει τις δυνατότητες αυτών των εργαλείων για να προσεγγίσει όσο του ήταν εφικτό τα μυστικά της δικής του ύπαρξης.
Η καλοσύνη των ξένων έχει δομή και θεώρηση μυθιστορήματος. Η εξήγηση που θέλει το βιβλίο να φέρει τον επιδεικτικό υπότιτλο «μια αληθινή ιστορία» επειδή είναι ενταγμένο σε μια σειρά με αυτό το όνομα δεν θα ικανοποιήσει κανέναν, γιατί μεταθέτει το ερώτημα, πολύ περισσότερο αφού σ' αυτή τη σειρά περιλαμβάνονται και άλλα βιβλία με παρόμοιο χαρακτήρα. Έτσι όμως ανοίγει ένα καινούργιο ζήτημα, που θα μας απασχολήσει στο επόμενο σημείωμά μας, στις 6 Απριλίου

Monday, April 16, 2007

Μετά δαφνών και επαίνων

Αρέσουν πολύ οι περιφερειακοί λογοτέχνες στους εν Αθήναις μηρυκάζοντες τον πολιτισμόν. Προπάντων όταν αντί μυθιστορημάτων- που θα μπορούσαν να γίνουν και ευπώλητα- παρουσιάζουν μια συλλογή διηγημάτων.

Αναμφίβολα ο Βασίλης Γκουρογιάννης με το νέο βιβλίο του «Απο την άλλη γωνία» προσθέτει μια διαφορετικότερη ματιά στα τετριμμένα υλικά της ελληνικής ιστορίας και ηθογραφίας.

Το βιβλίο του τιμήθηκε με πολλές επαινετικές κριτικές απο διάφορους μεγαλόσχημους του λογοτεχνικού μπλόκ, ενώ είναι υποψήφιο για τα βραβεία του Διαβάζω. Αλλος ένας σίγουρος σύμμαχος της υψηλής πύλης των βιβλιανθρώπων, καθώς ο καταξιωμένος συγγραφέας στην ωριμότητά του μεταφέρει ένα κόσμο οικείο και αγαπητό σε εκλεκτούς!

ΥΓ. Αναγκάστηκα να εξαιρέσω της ψηφοφορίας το βιβλίο του Νίκου Λαγκαδινού «Καλύτερα Τύψεις Παρά Απωθημένα» (Εκδόσεις Αγκυρα). Κάποιος, δυστυχώς, έκανε κατάχρηση του δικαιώματος ψηφοφορίας (επιτρέπεται μία ψήφος την ημέρα απο ένα σέρβερ!) με αποτέλεσμα να ειδοποιηθώ απο την εταιρεία ότι γίνεται παραχάραξη του αποτελέσματος. Ετσι εξαιρέθηκε το βιβλίο του συμπαθούς δημοσιογράφου-λογοτέχνη αλλά η εταιρεία κρατάει τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της ψηφοφορίας!
Συγγνώμη για το μπέρδεμα αγαπητέ Νίκο.

Το Κατοικίδιο

Ο χρόνος, το πένθος και η μνήμη
Στα βιβλία «Από την άλλη γωνία» του Β. Γκουρογιάννη
1) Βασίλης Γκουρογιάννης: «Από την άλλη γωνία». Εκδόσεις «Μεταίχμιο», 2006, σελ. 151.
Το βιβλίο «Από την άλλη γωνία» του Βασίλη Γκουρογιάννη (γεν. το 1951 στη Γρανίτσα Ιωαννίνων) απαρτίζεται από δέκα διηγήματα, άνισα ως προς το μέγεθός τους και με πρόδηλες τις υφολογικές τους διαφορές, οι οποίες και τα κατατάσσουν, χονδρικά, σε δύο κατηγορίες: στα ρεαλιστικά και σε όσα θα ήταν δυνατόν να υπαχθούν υπό τον τίτλο «διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων», τον τίτλο δηλαδή που στέγαζε τα κείμενα που συνιστούσαν την πρώτη πεζογραφική εμφάνιση του συγγραφέα, το 1990 (είχαν προηγηθεί δύο ποιητικές καταθέσεις του). Μια δεύτερη διάκριση θα μπορούσε να γίνει ανάμεσα στα «αστικά» κείμενα του βιβλίου, όπου η αφήγηση εκτυλίσσεται στο αθηναϊκό σήμερα, και στα «ηπειρωτικά», που είναι και τα περισσότερα· σε αυτά ο γενέθλιος τόπος του συγγραφέα αναδεικνύεται συμπρωταγωνιστής, είτε ως μνήμη (πικρή ή ηδεία, πάντως ανεξίτηλα σημαδιακή) είτε με τη σημερινή του υπόσταση. Οι εξ Ηπείρου συγγραφείς (αν κρίνουμε όχι μόνο από τον Βασίλη Γκουρογιάννη αλλά και από τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Μιχάλη Γκανά και αρκετούς άλλους) είναι από τους «περιφερειακούς» λογοτέχνες που κομίζουν και διατηρούν και στο άστυ το «ιδίωμά» τους, ως αναξάλειπτο στοιχείο της λογοτεχνικής τους ταυτότητας - και δεν εννοώ εδώ (μόνο) το γλωσσικό ιδίωμα.
Ωριμη γραφή
Επειτα από τρία μυθιστορήματα («Το ασημόχορτο ανθίζει» «Ο θίασος των Αθηναίων», «Βέβηλη πτήση») και την εμβόλιμη «ποιητική σύνθεση «Μήδεια», ο Γκουρογιάννης επανακάμπτει στη μικρότερη φόρμα, και με ώριμη γραφή ανακτά όσα πιστεύω πως είχαν απειληθεί στη «Βέβηλη πτήση», όπως ήταν η αφηγηματική ενάργεια και η σίγουρη σκόπευση. Ο τίτλος του βιβλίου, «Από την άλλη γωνία», που αποσπάται από το δεύτερο διήγημά του (ένα από τα δύο ποδοσφαιροκεντρικά, το πιο αδύνατο των δέκα του συνόλου, αφού εξαντλείται στη νατουραλιστική πινελιά), υποδεικνύει τη συγγραφική πρόθεση να θεωρηθεί η Ελλάδα του 20ού αιώνα και των αρχών του 21ου από μια πλάγια θέση, ώστε με τη λοξή ματιά να αναδειχθούν πτυχές υποφωτισμένες και να χλευαστούν έτσι κοινοί τόποι, δημοφιλείς δοξασίες και μαζικές σιωπηρές παραδοχές.
Αποτελεσματικότερα ως προς την απομυθευτική τους στόχευση και τη μεθόδευση της ειρωνείας τους είναι το διήγημα «Το φρύδι της βασίλισσας», μια ευρηματική αναδημιουργία του μύθου του Ακταίωνα (όπου, συν τοις άλλοις, γελοιογραφείται η παιδαριωδών αντιλήψεων αστυνομοκρατία επί βασιλείας καθώς και η δημαγωγική ευκολία με την οποία μοιράστηκαν αναδρομικώς οι τίτλοι του αντιστασιακού), και το «Δοκάρι κι έξω» · εδώ, μέσα από τις ποδοσφαιρικές συγκρούσεις Ελλήνων και Αλβανών λυκειοπαίδων στο Πεδίον του Αρεως, ο συγγραφέας αναμοχλεύει με χαριτωμένη, λυσιτελή «αφέλεια» το θέμα της πρωταγωνιστικής παρουσίας Αρβανιτών στην Επανάσταση του 1821.
Κάπως σαν εναλλασσόμενο ρεύμα, η γραφή κινείται από το ρεαλιστικό στο παραφυσικό, από το πραγματικό στο ονειρικό, από το δραματικό στο χιουμοριστικό, και αντιστρόφως, χωρίς αυτό να την τραυματίζει, χωρίς δηλαδή να δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση της κατασκευής, του (αδιάφορου κατά τα λοιπά) λογοτεχνικού παιγνίου. Το σαρκαστικό διήγημα «Το φρύδι της βασίλισσας» συμφωνεί, στο βάθος της γραφής, με το οιονεί μαγικορεαλιστικό «Ανθρωποχελίδονο», η δε «Ανταρσία στο Ουσάκ», με τα φαντάσματα του μικρασιατικού '22, συμβάλλει με το «Ναζίφ, ο Τουρκογιαννιώτης», έτσι όπως επιχειρούν και τα δύο να φέρουν στο προσκήνιο της λογοτεχνίας (από διαφορετικούς δρόμους) ανθρώπινες κοινότητες που η «κανονική» ιστορία επείγεται να τις διαγράψει, εν προκειμένω τους Τουρκογιαννιώτες (ας θυμηθούμε εδώ και τη λογοτεχνική ανάπλαση της επίσης απωθημένης ύπαρξης των Τουρκοκρητικών στο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Αθώοι και φταίχτες») και, σε άλλες σελίδες, τους λατινόγλωσσους βλάχους, ο θαυματουργός Σεν Τζορτζ των οποίων αποτρέπει την καταστροφική διάνοιξη ενός δρόμου στα ηπειρώτικα βουνά. Στη σύνθετη και πέραν των σχημάτων της «καθαρότητας» Ελλάδα που μας κληρονόμησε η παλαιότερη ιστορία, αντιστοιχεί, στο βιβλίο, η επίσης ποικίλη σημερινή Ελλάδα, με τους οικονομικούς μετανάστες και τους πρόσφυγές της.

Saturday, April 14, 2007

Μπλόγκινγκ απο άλλη οπτική

Blogging απο άλλη οπτική


Αγαπητοί μου,

Η σημερινή μου βόλτα με έφερε σε δύο ιδιαίτερα κείμενα γραμμένα για τα μπλόγκς απο καταξιωμένους δημοσιογράφους-λογοτέχνες . Είναι εκείνο του Αρη Δαβαράκη «Περί δημοσιογραφίας, ελευθερίας και μπλόγκινγκ» και της Ιουστίνης Φραγκούλη «Αγαπημένο μου μπλόγκ».

Ο Αρης Δαβαράκης , ένα παιδί-θαύμα χωμένος στο mainstream απο τα άγουρα νιάτα του, υπερασπίζεται με ευρηματικά επιχειρήματα την παράλληλη συνύπαρξη δημοσιογραφίας και μπλόγκινκγ. «Τώρα που ξέσπασα βλέπω οτι θα μπορούσα να το πώ πιό απλά ― Αφείστε όλα τα λουλούδια ν΄ανθίσουν», καταλήγει ο Δαβαράκης.
http://www.prosopa.com/

Η Ιουστίνη Φραγκούλη, επίσης δημοσιογράφος, παραθέτει την άποψή της για τη δυνατότητα που προσφέρει το μπλόγκινγκ στη νεολαία να ξανοιχτεί σε δημιουργικότερους χώρους .Παραθέτω το τέλος του κομματιού της. «Πιστεύω στην απόλυτη ανεξαρτησία του ιστολογείν με μόνο περιορισμό την ηθική του καθένα. Αν δεν υπάρχει, έχουμε αποτύχει συνολικά!»
http://ioustini.blogspot.com/

Συμφωνώ και με τους δύο πεπειραμένους δημοσιογράφους-λογοτέχνες που μοιάζουν να απολαμβάνουν το μπλόγκινγκ χωρίς ενδοιασμούς και κολλήματα! Διάλεξα να παρουσιάσω τα συγκεκριμένα κείμενα επειδή αποτελούν αντίποδα στην επιπόλαια θέση της Αμάντας Μιχαλοπούλου, που κι αυτή έχει τη διττή ιδιότητα της δημοσιογράφου-λογοτέχνιδας.

Friday, April 13, 2007

Ενα ταξίδι για λίγους

Αγαπητοί φίλοι,

Οπως βλέπετε αλλάζω πολιτική σχετικά με τα σχόλια στο μπλογκ, επειδή κάποιοι ανώνυμοι καταχράσθηκαν της πλήρους ανωνυμίας. Στο μέλλον μόνο με ονοματεπώνυμο μπλόγκ μπορεί να καταθέτει κάποιος την άποψή του.

Σήμερα φιλοξενώ κριτική για το βιβλίο του Χρήστου Αστερίου «Το Ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη», το οποίο έγινε δεκτό με ωσαννά απο την κοινότητα των βιβλιανθρώπων. Δεν κατόρθωσε να κάνει πορεία στα ευπώλητα, αλλά σίγουρα κέρδισε κριτικές δάφνες στην παρέα του «κλειστού άστεως». Αλλωστε δανεικά είναι αυτά.

Οσον αφορά στη συμπαράσταση της Αμάντας απο το φίλο Reader, πιστεύω πως υπερβάλλει. Εκαστος είναι υπόλογος των πράξεών του και καλείται να απαντήσει ο ίδιος στις αντεπιθέσεις των ανωνύμων. Αλλωστε, αυτό είναι εν τέλει το παιχνίδι. Να είσαι δυνατό παιδί ανάμεσα στα «άτακτα» παιδιά!

Τέλος, με την προτροπή της Εαρινής Συμφωνίας και άλλων φίλων του μπλόγκ πρόσθεσα μια μίνι λίστα με βιβλία που δεν είχαν περιληφθεί εξ αρχής στην ψηφοφορία. Είστε προσκεκλημένοι να ψηφίζετε τα αγαπημένα σας βιβλία σε αυτό το πολλυσυλλεκτικό και ανοικτό μπλόγκ για να βγεί το σημοφιλέστερο του 2006 ανάμεσα στους κατοίκους της μπλογκόσφαιρας.

Καλή ανάγνωση

Το κατοικίδιο



Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη
Ταξίδι στα βάθη της ψυχής

Χρήστος Αστερίου, Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2006, σ. 258

Του Δημήτρη Μαμαλούκα

Ο ελληνοαυστραλός ζωγράφος Ιάσονας Ρέμβης μετά από ένα σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα αλλάζει εντελώς ως άνθρωπος και αναθεωρεί όλη του τη ζωή. Απαρνιέται τη μέχρι τότε καλλιτεχνική του πορεία κι αποφασίζει να γυρίσει στην Αθήνα για να βρει τα ίχνη της παιδικής του ηλικίας, όπως και τις όποιες μνήμες από τη μητέρα του που πέθανε όταν εκείνος ήταν πέντε χρόνων.
Ο ήρωας του βιβλίου θα περιπλανηθεί στη σύγχρονη Αθήνα και θα καταφέρει όχι μόνο να βρει το πατρικό του σπίτι σχεδόν ανέγγιχτο από το χρόνο, σχεδόν στην ίδια κατάσταση όπως το είχε αφήσει παιδάκι πριν μεταναστεύσει με τον πατέρα του στη μακρινή ήπειρο, αλλά και να νοικιάσει και να μείνει στο ίδιο ακριβώς διαμέρισμα.
Ήδη από τα λίγα αυτά στοιχεία ο συγγραφέας Χρήστος Αστερίου μας βάζει σε μια μυστηριώδη και αλλόκοτη ατμόσφαιρα που αρέσκεται να δημιουργεί. Πράγματι οι περιγραφές και οι σελίδες που ακολουθούν τροφοδοτούν συνεχώς το περίεργο κλίμα. Όλη η μικρή πολυκατοικία μοιάζει εγκαταλελειμμένη, το ασανσέρ δεν λειτουργεί, απ’ την άλλη όμως θέρμανση υπάρχει και το κυριότερο: κάποιος μένει στο από πάνω διαμέρισμα. Μια ηλικιωμένη, πρώην ντίβα της όπερας που ζει ολομόναχη κουβαλώντας το ασήκωτο βάρος του χαμού του παιδιού της.
Ο Ρέμβης θα γνωριστεί με την ηλικιωμένη προσπαθώντας να βρει την άκρη του νήματος σχετικά με τη μητέρα του και ταυτόχρονα να ξανακερδίσει την πίστη στον εαυτό του, την τέχνη την οποία υπηρετούσε μέχρι πρότινος, αλλά και την ίδια τη ζωή.
Ο Αστερίου υπογράφει ένα σύγχρονο μυθιστόρημα (;) (σαν υπότιτλος αναγράφεται Μια αληθινή ιστορία) προσπαθώντας να πρωτοτυπήσει μ’ ένα μοντέρνο στήσιμο. Όχι απλώς μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά και επιστολές, σελίδες ημερολογίου, δημοσιεύματα του Τύπου, ακόμα και φωτογραφίες παρατίθενται για να οδηγήσουν τον αναγνώστη στη λύση του όποιου μυστηρίου, αλλά και στην κατανόηση της αινιγματικής ιστορίας.
Από τις πρώτες σελίδες γίνεται κατανοητό πως το ταξίδι του Ρέμβη στην Αθήνα είναι πρωτίστως αυτογνωσίας. Η αλλαγή που συντελείται στον ήρωα είναι ολοκληρωτική. Ο Ρέμβης δεν αλλάζει μόνο ήπειρο, αλλά και συνήθειες, συμπεριφορές. Ουσιαστικά πετάει από πάνω του οτιδήποτε του θυμίζει τον προηγούμενό του εαυτό, μαζί και την επιτυχημένη καριέρα του. Στη συνέχεια, περίπου στη μέση του βιβλίου, ο συγγραφέας μετακινεί το κέντρο του ενδιαφέροντος από τον Ρέμβη στην ηλικιωμένη ένοικο της πολυκατοικίας αφιερώνοντας της πολλές σελίδες και δίνοντας της ίσως μεγαλύτερο βάρος απ’ όσο θα έπρεπε, μέχρι να ξαναγυρίσει στον ψυχισμό του ζωγράφου και στο τέλος του βιβλίου.
Αναμφισβήτητα ένα από τα μεγάλα όπλα του Αστερίου είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Όμορφη, καλαίσθητη, συμπαγής, είναι στιγμές που πραγματικά χαίρεσαι να τη διαβάζεις. Εδώ, στη μεγάλη φόρμα έκφρασης, είχε την ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσει ακόμα πιο άνετα. Δυστυχώς όμως, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου κινήθηκε αριστοτεχνικά, δεν απέφυγε κάποιες υπερβολικά λεπτομερείς περιγραφές που κουράζουν. Ίσως παρασύρθηκε από τη θέληση -την εμμονή;- να σμιλέψει όλο και πιο πολύ τη γλώσσα.
Ακολουθούν συμβολισμοί που μπλέκονται με το ρεαλιστικό επίπεδο και συνεχείς ανατροπές που δημιουργούν την περίεργη ατμόσφαιρα μυστηρίου που θυμίζει πολύ τα διηγήματα του πρώτου –έξοχου- βιβλίου του συγγραφέα (Το γυμνό της σώμα κι άλλες παράξενες ιστορίες, Πατάκης, 2003). Αυτό το μυστηριακό κλίμα του αβέβαιου, του τίποτα δεν πρέπει να λαμβάνεται ως σίγουρο, σηματοδοτεί κατά τη γνώμη μου το πολύ προσωπικό (και γοητευτικό) στυλ του Αστερίου.
Όσο για τις πολύπλευρες τεχνικές αφήγησης πιστεύω ότι είναι λίγο περισσότερες απ’ όσες το κείμενο –και το μέγεθος του βιβλίου- θα είχε πραγματικά ανάγκη. Τα ημερολόγια, οι φωτογραφίες και τα δημοσιεύματα λειτουργούν ανάποδα στην εσωτερικότητα και στο μεγάλο υπαρξιακό βάθος του χαρακτήρα του ίδιου του βιβλίου.
Αναμφισβήτητα ο Χρηστος Αστερίου ετοίμασε προσεχτικά το βιβλίο του δίνοντας γι’ άλλη μια φορά ένα σύνολο που έλκει έντονα τον αναγνώστη, σχεδόν μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο σαν αυτό που ζουν και κινούνται οι ήρωές του.


Δημοσιεύτηκε στη Κυριακάτικη Αυγή (11-2-2007)

Νες καφέ με γάλα: Αστερίου
Χρ. Αστερίου, Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη

Τον περίμενα πιο δυνατό. Μετά την πρώτη του εμφάνιση με τη συλλογή διηγημάτων “Το γυμνό της σώμα και άλλες παράξενες ιστορίες” (2003), ο Χρήστος Αστερίου εμφανίζεται τώρα με μυθιστόρημα: Ο ζωγράφος Ιάσονας Ρέμβης επιστρέφει από την Αυστραλία στην Ελλάδα, για να αναζητήσει τα ίχνη της οικογένειάς του και να κάνει το εφαλτήριο βήμα προς την απογείωση της τέχνης του. Συναντά μια γηραιά κυρία, διάσημη άλλοτε σοπράνο της όπερας, που έχει χάσει το γιο της από τότε που ο τελευταίος ήταν 5 ετών. Η υπόθεση δεν έχει κανένα βάθος, ούτε καν μια αυτοαναφορική κατάβαση στην ψυχή του καλλιτέχνη και στους τρόπους με τους οποίους θα δώσει ώθηση στο ταλέντο του. Ένα τέχνασμα του τέλους δεν σώζει την κατάσταση.
Κατά τη γνώμη μου, δύο βασικά μειονεκτήματα συναντά ο αναγνώστης στο βιβλίο. Αφενός, το ύφος του νεαρού συγγραφέα δεν προσαρμόζεται στις απαιτήσεις κάθε προσώπου ή κατάστασης: π.χ. η πορεία του Ρέμβη προς το χειρουργείο δίνεται πολύ πιο νωθρά απ’ ό,τι θα έπρεπε (βλ. την κατάσταση παραζάλης, όπως την σκιαγραφεί έξοχα στο κατά τ’ άλλα μέτριο βιβλίο του “Νυχτερινή διαδρομή” ο Μ. Μιχαηλίδης) ή το ύφος μιας επιστολής του δεν έχει καθόλου ή έχει ελάχιστο προσωπικό χρώμα. Αφετέρου, τα επιμέρους συμβάντα δεν οδηγούν με κορύφωση στο επιθυμητό αποτέλεσμα, καθώς τα γεγονότα καρκινοβατούν χωρίς σύνδεση και κλιμάκωση.
Βιβλιοκαφέ

Πατριάρχης Φώτιος
15.2.2007

Tuesday, April 10, 2007

Με προφίλ στάρ ο Αλέξης Σταμάτης

Αλλάζοντας σελίδα σήμερα επιλέγω να παρουσιάσω το βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη «Αμερικάνικη Φούγκα» για το οποίο δεν γράφτηκαν πολλές κριτικές. Ωστόσο, το δημοφιλές προφίλ του συγγραφέα έχει πυροδοτήσει μια παραφιλολογία στη μπλογκόσφαιρα την οποία προσωπικά καταδικάζω.

Είναι απολύτως θεμιτό να κρίνει κάποιος τα έργα του Σταμάτη με τον πιό αυστηρό τρόπο, αλλά όχι τον χαρισματικό χαρακτήρα του που τον κάνει πρωταγωνιστή στη λογοτεχνική παρέα.

Ισως αυτή τελικά να είναι η αχίλλεια πτέρνα του, πως οι βιβλιάνθρωποι δε συγχωρούν τη μεγάλη προβολή του μέσω των θεσμικών οργάνων του βιβλίου καθώς και τις πολλές διασυνδέσεις του εδώ και στο εξωτερικό.(Μη ξεχνάμε πως τα βιβλία του μεταφράζονται!)
Πάντως, περιμένω διάλογο επί του έργου διότι αμφιβάλλω αν το έχουν διαβάσει όσοι ελαφρά τη καρδία το καταδικάζουν!
Το Κατοικίδιο


Ο Αλέξης Σταμάτης βλέπει τον εαυτό του από την άλλη όχθη του Ατλαντικού «Δώσε μια ευκαιρία στον πόλεμο»

ΚΥΝΗΓΗΤΑ ΣΕ ΛΕΩΦΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΤΟΥ 2004 ΣΤΗΝΟΥΝ, ΣΤΟ ΝΕΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΣΤΑΜΑΤΗ, ΕΝΑ ΣΚΗΝΙΚΟ-ΘΡΙΛΕΡ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΖΩΗ

Του Μανώλη Πιμπλή (ΤΑ ΝΕΑ)
«Μην ψάχνεις άλλα τοπία, ψάχνε άλλα μάτια», λέει κάποιος μισότρελος στο νέο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη. Και είναι πράγματι αυτή η αναζήτηση του συγγραφέα. Όπως και στην Οδό Θησέως το 2003, όπως - σε ένα βαθμό - στον παλιότερο Έβδομο Ελέφαντα και στο Μπαρ Φλωμπέρ, ο Αλέξης Σταμάτης συνεχίζει την περιπλάνηση στον κόσμο των ταυτοτήτων, ατομικών και συλλογικών. Ψάχνει άλλα μάτια, ψάχνει όμως και άλλα τοπία. Στην ολοκαίνουρια Αμερικάνικη Φούγκα φεύγει από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες του Μπαρ Φλωμπέρ, φεύγει και από τη δική μας Σαντορίνη στην πρόσφατη (2005) Μητέρα Στάχτη, και περνάει τον Ατλαντικό. Όπως λέγεται συχνά, πολλές φορές είναι αναγκαίος ένας ωκεανός να σε χωρίζει από το παρελθόν προκειμένου να καταφέρεις να δεις καλύτερα τον παλιό εαυτό σου από την απέναντι όχθη. Και πράγματι: σε αυτό το έκτο μυθιστόρημα του 46χρονου Σταμάτη, η αναζήτηση του Άλλου της Οδού Θησέως (και του σύγχρονου λεξιλογίου στις ανθρωπιστικές επιστήμες) φτάνει στην ακραία της εκδοχή. Ο ήρωας του Σταμάτη γίνεται κυριολεκτικά Άλλος, παίρνει τη θέση ενός πεθαμένου και αρχίζει μια νέα ζωή.
Κι όμως, το βιβλίο αρχίζει μάλλον βαρετά. Ο Έλληνας ήρωας-συγγραφέας πηγαίνει σε ένα λογοτεχνικό πρόγραμμα στην Αμερική. Οι πρώτες είκοσι-τριάντα σελίδες περιγράφουν τα της πρόσκλησης και της άφιξης στην Άιοβα, σε ένα αδιάφορο σκηνικό. Ο Σταμάτης μας μεταφέρει πιστά το κλίμα μιας αποτυχημένης και τραυματικής ζωής που, απλώς, δεν έχει παρόν. Αλλά ενώ προετοιμάζεται κανείς να συμβιβαστεί με ένα ψυχόδραμα ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένα 'κάμπους νόβελ' (μυθιστόρημα σε ακαδημαϊκό ντεκόρ) με νεαρούς συγγραφείς από όλο τον κόσμο, η δράση παίρνει αναπάντεχη τροπή. Ο Έλληνας συγγραφέας, μην αντέχοντας ομιλίες, διαλέξεις και ανόητες ερωτήσεις ξένου ακροατηρίου, νοικιάζει ένα αυτοκίνητο και φεύγει, το «σπάει» σε μια ερημιά, μπαίνει στη Φορντ Μάσταγκ ενός διερχόμενου Λατίνου, και μετά αποφασίζει να πάρει και τη θέση του καθώς ο άνθρωπος αυτός παθαίνει καρδιακή προσβολή και πεθαίνει.
Ο συγγραφέας έχει ήδη μάθει ότι ο Αμερικανός με τη νοτιοαμερικάνικη καταγωγή πήγαινε να βρει μια γυναίκα που είχε γνωρίσει μέσω Ίντερνετ και με την οποία αντάλλασσε δεκάδες ηλεκτρονικά μηνύματα χωρίς καν να έχει δει το πρόσωπό της. Ο ήρωας διαβάζει στο λάπτοπ του νεκρού τα μηνύματα και ξεκινάει να βρει τη Λόρα, στη μικρή πόλη Χάνιμπαλ, την πόλη του Μαρκ Τουέιν. Από 'κεί και πέρα αρχίζει ένα θρίλερ καθώς ο Λατίνος ήταν μπλεγμένος σε μία υπόθεση που αποδεικνύεται πολύ σοβαρή, ως διαμετακομιστής ενός μαύρου πακέτου που ενδιαφέρει τα μάλα δύο διαφορετικές (και οπλισμένες) ομάδες ανθρώπων. Το κυβερνο-θρίλερ, με βαλίτσες με χρήματα, ηλεκτρονικές μεταφορές χρημάτων σε λογαριασμούς, κάμποσο αίμα αλλά και μια γνήσια ερωτική σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα και την κοπέλα που πήγαινε να βρει ο Λατίνος, θα συνεχιστεί στο Σικάγο και θα τελειώσει δραματικά στη Νέα Υόρκη. Η ιστορία εκτυλίσσεται στις παραμονές της εκλογικής αναμέτρησης Μπους - Κέρι στα τέλη του 2004 και αποδεικνύεται ότι σχετίζεται με αυτή.
Η λογοτεχνία είναι μνήμη Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου είναι η εσωτερική αναζήτηση του συγγραφέα-πρωταγωνιστή, που από συγγραφέας μετατρέπεται σε μυθιστορηματικό ήρωα. Παρατάει το γράψιμο και εισβάλλει στην πραγματική ζωή. Όχι τόσο για να ζήσει, όσο ως απέλπιδα απάντηση στη στερεμένη του συγγραφική φαντασία. Για να δαμάσει τις ερινύες του (αγαπημένη εμμονή του Αλέξη Σταμάτη), την αυτοκτονία της μητέρας του και τις δικές του ενοχές γι' αυτή, και να τις ξορκίσει μέσω της ανελέητης δράσης. Η λογοτεχνία είναι μνήμη, λέει, αλλά αυτή τη μνήμη θέλει να την αποβάλει. Και γι' αυτό μετατρέπεται από συγγραφέα σε ήρωα.
Αλλά και στο πολιτικό πεδίο ο Αλέξης Σταμάτης κινείται αξιοπρεπώς. Υπάρχουν και τα γνωστά μοτίβα κριτικής (όπως η σφαγή των Ινδιάνων), πιο επιτυχημένα είναι όμως τα μικρά δείγματα πληροφοριών από την αμερικανική καθημερινότητα. Από εκπομπές τηλεόρασης μέχρι στίκερ κολλημένα σε τοίχους (σλόγκαν που λένε: «Δώσε μια ευκαιρία στον πόλεμο» ή «"δουλεύουμε σκληρά για να φέρουμε φαγητό στην οικογένειά σου". Τζορτζ Μπους»). Που δείχνουν ανάγλυφα και πειστικά πώς σκέφτεται η αμερικανική πλειοψηφία, χωρίς καταφυγή σε κριτικές υπερβολές και υστερίες. Στο τέλος τη χαρακτηρίζει «άγρια χώρα που δεν συγχωρεί», που «τρέχει σαν τρελή χωρίς να ξέρει πού», «ολόκληρη ένα γιγαντιαίο πείραμα, ένα γιγαντιαίο λάθος». Αν ο πρωταγωνιστής επιλέγει τελικά την ελληνική ταυτότητα από την αμερικανική είναι γιατί «στη ζωή των Αμερικανών δεύτερη πράξη δεν υπάρχει», ενώ Ελλάδα σημαίνει «ζωή σε τρία επεισόδια και κάθαρση στο τέλος».

Ο συγγραφέας ως παράθυρο
Ο Αλέξης Σταμάτης, είναι φανερό, έβαλε ένα σημαντικό στοίχημα με τον εαυτό του. Έγραψε ένα μυθιστόρημα δρόμου, σε έναν βαθμό, που εκτυλίσσεται στη χώρα όπου παίρνονται οι μεγαλύτερες αποφάσεις. Επιχειρεί να παίξει σε δύο διαφορετικά πεδία ταυτόχρονα: πρώτον το προσωπικό, την αναζήτηση μιας λύτρωσης για τον πρωταγωνιστή συγγραφέα, που είναι και το βασικότερο στοίχημα του βιβλίου. Δεύτερον το πολιτικό, βάζοντας στο φόντο μια αυτοκρατορία και προσπαθώντας να την ψηλαφήσει με την αφή, για να την κατανοήσει και να την εξηγήσει.
Ανάμεσα στη δράση υπάρχουν μεγάλα κομμάτια με άλλου τύπου αναζητήσεις. Η λογοτεχνία, η φύση, η ελευθερία καταλαμβάνουν σεβαστό μέρος της προβληματικής του βιβλίου. Η δράση έτσι είναι λιγότερο σφιχτή - σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να διακρίνει κανείς μια κάποια φλυαρία. Ή επίσης μια ανάγκη για μεγαλύτερη λείανση στις ανατροπές της δράσης, που δεν είναι πάντα απόλυτα φυσικές. Είναι όμως αναμφίβολο ότι ο Αλέξης Σταμάτης έφτιαξε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που κρατάει τον αναγνώστη και τον βάζει με φυσικότητα σε πολύ σύγχρονους προβληματισμούς χωρίς να πέφτει στην παγίδα του δοκιμίου. Τα πραγματολογικά στοιχεία (περιγραφές τόπων, πόλεων, σπιτιών, ανθρώπων, ιστοριών από τον κόσμο της αμερικανικής μουσικής και λογοτεχνίας) είναι από μόνα τους ένα μικρό επίτευγμα, όπως και το γεγονός ότι ο Έλληνας αναγνώστης μαθαίνει από αυτά χωρίς να τα θεωρεί ανώφελα ή ξένα. Ούτως ή άλλως, για τον αναγνώστη ισχύει αυτό που ο Σταμάτης επαναλαμβάνει δυο-τρεις φορές στο βιβλίο. Ότι «ο συγγραφέας είναι και το παράθυρο, και ο διάδρομος, και η έξοδος κινδύνου». Δυστυχώς οι πόρτες που ανοίγουν εύκολα, μας τελείωσαν.

Sunday, April 8, 2007

Η Μανία με τον Τσίρκα

Ενα απο τα βιβλία που είδαν τις σημαντικότερες κριτικές στα δημοφιλέστερα έντυπα των βιβλιανθρώπων ήταν «Η Μανία με την Ανοιξη» του Αρη Μαραγκόπουλου. Παρότι παρουσιάσθηκε κατά κόρον απο επώνυμους συγγραφείς και κριτικούς, δεν κατόρθωσε να πάρει την οδό των ευπωλήτων. Ισως να φταίει η περασμένη θεματολογία του (εμφύλιος με επαγωγή στην τρομοκρατία), ίσως η σύλληση της Φλώρας του Τσίρκα, ίσως ο εκδοτικός οίκος που παρέπαιε την εποχή της έκδοσής του. Πάντως, περιμένω συζήτηση επί του βιβλίου απο τους ανθρώπους της μπλογκόσφαιρας χωρίς φόβο και πάθος.

Επίσης, να υπενθυμίσω ότι δέχομαι προτάσεις για καλά ελληνικά βιβλία του 2006, που υπέπεσαν στην αντίληψή σας αλλά δεν κατόρθωσαν να μπούν στις μακριές λίστες των βιβλίανθρώπων (zoipet@yahoo.gr).

Τέλος, διάβασα ολόκληρο το κατάπτυστο κείμενο των κριτικών του περιοδικού Διαβάζω και αναρρωτιέμαι πώς δεν σηκώθηκαν και οι πέτρες να τους χτυπήσουν. Πού ακούστηκε οι βολεμένοι στις καρέκλες τους να τσουβαλιάζουν όλους τους Ελληνες λογοτέχνες και το έργο τους. Μυρίζουν έντονα επαρχιωτισμό, θα συμφωνήσω με τον Αύγουστο Κορτώ.

Ας συγκεντρωθούν σε μιά γροθιά οι Ελληνες λογοτέχνες για να υπερασπίσουν τη δημιουργία τους. Καιρός για δράση και όχι για αντίδραση (όχι διασπαστικές κινήσεις στην Εταιρεία!) Οχι εταιρεία δηλαδή και Κοδριγκτώνος κλαμπ, που δεν έχει άλλο νόημα πλήν της καρέκλας!

Κρατηθείτε γερά στις καρέκλες γιατί χανόμαστε!

Κατοικίδιο


ΥΓ. Κατοικίδιο είμαι πώς να μην αποκαλέσω «κότες» τους δήθεν νέους συγγραφείς και κριτικούς του Μήλου, που βράβευσαν ένα έργο της παλαιοντολογίας μόνο και μόνο για να είναι politically correct ! (αφού ατύχησαν να επιλέξουν στη βραχεία λίστα έστω κι ένα σοβαρό βιβλίο!)

Άρης Μαραγκόπουλος: Ένα μνημόσυνο για την ένοπλη πάλη

Του Μανώλη Πιμπλή (ΤΑ ΝΕΑ)

Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμα

Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ, ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΜΙΣΗ, Η ΣΙΩΠΗΡΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΕΝΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΗ - ΣΤΗΝ ΕΝΟΠΛΗ ΠΑΛΗ (Ή ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ) ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΡΙΖΕΣ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΔΥΝΑΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΗ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ. ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ Η ΙΚΑΡΙΑ (ΤΟΠΟΣ ΕΞΟΡΙΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΞΗΡΩΝ) ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΞΕΤΥΛΙΓΕΤΑΙ ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΙ ΚΑΙ ΠΕΦΤΕΙ Η ΑΥΛΑΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ.
«Βαθιά μέσα στο είναι σου παίρνεις μια κρυφή εκδίκηση για όλα τα κακά του κόσμου: αν είσαι σε προχωρημένη ηλικία, για όσα άσκημα πρόλαβες να δεις με τα ίδια σου τα μάτια, αν είσαι νέος, για όσα είδες κιόλας. Τα γεγονότα της βιαιότητας που συνήθως αποκαλείται τρομοκρατία κατακλύζουν πολύ κόσμο, όπως η παλίρροια: έρχεται το κύμα των συμβάντων, πλημμυρίζει την ακτή της στενοχώριας, της πίκρας, του αρχαίου θυμού, παρασύροντας μαζί του και κάποια εμπόδια (όπως τη στιγμιαία αντίδραση για την απώλεια ενός αθώου)...».
Το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου Η μανία με την άνοιξη είναι ένα είδος μνημοσύνου στην ένοπλη πάλη. Είναι το δεύτερο μυθιστόρημα με ανάλογο περιεχόμενο που δημοσιεύεται μετά τις συλλήψεις και τη δίκη της 17 Νοέμβρη (το πρώτο, του Χρήστου Χωμενίδη, λεγόταν Το σπίτι και το Κελλί), κινούμενο όμως σε άλλη κατεύθυνση. Αν ο Χωμενίδης έγραψε από τη σκοπιά του μεταπολιτευτικού ανθρώπου που βλέπει στο κέντρο του προβλήματος ένα σάπιο σύγχρονο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα το οποίο γεννάει βία εκατέρωθεν, ο Μαραγκόπουλος γράφει από τη μεριά των μπαρουτοκαπνισμένων αριστερών που βλέπουν στο κέντρο του προβλήματος την ελληνική ιστορία. Θεωρεί μεν διάτρητο το σημερινό σύστημα αλλά τον απασχολούν περισσότερο τα φαντάσματα της ελληνικής ιστορίας, όπως τα αποκαλεί, τα τελευταία απομεινάρια και οι σπασμοί ενός πολέμου - του Εμφύλιου - που κράτησε τριάντα χρόνια (μέχρι την πτώση της δικτατορίας) και που χάθηκε οριστικά, πριν προλάβουν όλοι να το πιστέψουν. Χάθηκε ο συγκεκριμένος πόλεμος, αφού και σήμερα υπάρχει πόλεμος, απλώς «είναι αλλού, σε αγεωγράφητα μέτωπα».

Η Φλώρα της «Άνοιξης»


Η ιστορία που πλάθει είναι γοητευτική. Μία παρέα τεσσάρων ανθρώπων (οι άντρες κάποιας ηλικίας, τα κορίτσια πολύ νέα) φεύγουν διακοπές για ένα νησί. Το νησί δεν κατονομάζεται, όμως είναι φτυστό η Ικαρία. Οι άνθρωποι διαφορετικοί, χρόνια απομονωμένοι και καταπιεσμένοι, περήφανοι όμως, για κάποιο λόγο που δεν είναι άμεσα αντιληπτός. Το νησί αυτό είναι η ίδια η ελληνική Αριστερά, όπως τη ζωγραφίζει στον πίνακά του ο Άρης Μαραγκόπουλος. Στωική για μεγάλα διαστήματα, εκρηκτικά θυμωμένη όταν το ποτάμι ξεχειλίζει, μορφωμένη και δογματική, δίκαιη και αμείλικτη. Οι βασικοί ορατοί πρωταγωνιστές είναι δύο ήρωες παλιότερων βιβλίων! Ο ένας, που ανήκει στην παρέα των τεσσάρων, είναι ο Βενιαμίν Σανιδόπουλος. Ένας μάλλον απόκοσμος αριστερός, «διωγμένος από την αγέλη», για τον οποίο έχει στο παρελθόν γραφτεί το βιβλίο «Οι ωραίες ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου» - το έχει γράψει, ως γνωστόν, ο ίδιος ο Μαραγκόπουλος! Ο Σανιδόπουλος είχε εξαφανιστεί, μας πληροφορούσε τότε το βιβλίο, και ο Μαραγκόπουλος υποτίθεται ότι τακτοποιούσε τα γραπτά του. Τώρα επανεμφανίζεται, ύστερα από περιπλάνηση στη Γαλλία και στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, προσπαθώντας να εγκλιματιστεί. Η άλλη βασική πρωταγωνίστρια είναι η Φλώρα. Η Φλώρα είναι η ηρωίδα στη Χαμένη Άνοιξη του Στρατή Τσίρκα, εξήντα χρόνων πια, ξένη που ρίζωσε στο νησί και κατέληξε, με τον τρόπο της, να το χειραγωγεί. Δεινή στη ρητορεία, επιβλητική, με ακλόνητες επαναστατικές πεποιθήσεις, παίζει - αυτή και το καφενείο της στην πλατεία (του Αγίου Κηρύκου;) - ένα ρόλο πολύ σημαντικό. Στον αέρα πλανιέται και το φάντασμα του Αντώνη Μπόγα, ενός από τους πρωταγωνιστές στο δεύτερο αντάρτικο, που ήταν εραστής της, έφυγε όμως με τη δικτατορία και δεν γύρισε ποτέ - κάποια στιγμή διαδόθηκε ότι πέθανε.
Σιωπηρή συμμετοχή
Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι πολύ ισχυροί. Ανάμεσα στον Σανιδόπουλο και τη Φλώρα δημιουργείται βίαιη έλξη, το ερωτικό τρίγωνο είναι αναπόφευκτο, με τη μικρή των Εξαρχείων που συνοδεύει τον Σανιδόπουλο να περιορίζεται σε ρόλο μαθήτριας. Δίπλα τους ισχυροί δευτερεύοντες χαρακτήρες. Ο Παναγής, φίλος του Σανιδόπουλου, ιδεολόγος αριστερός που ξέρει πολλά αλλά κοκκινίζει όταν μιλάει σε ακροατήριο, και ο ηλικιωμένος δάσκαλος Δημήτρης Μπόγας, ξάδελφος του αντάρτη, που παίζει τον ρόλο φωτισμένης αντιπολίτευσης σε όσα συμβαίνουν εκεί. Αν κάτι όμως απογειώνει το βιβλίο είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Λαϊκές συνελεύσεις σε απομονωμένο νερόμυλο μια ώρα από τη χώρα, δημόσιες αναγνώσεις βιβλίων, κλειστές τηλεοράσεις. Και μια βόμβα που σκοτώνει τον ηγούμενο, τον μεγαλογιατρό και έναν υπουργό. Τι νησί είναι αυτό; Δεν είναι παράδεισος, είναι μια άλλη πραγματικότητα, για κάποιους πολύ προτιμότερη από τη σημερινή. Είναι μια χώρα σταματημένη στον χρόνο, είναι ένας λαός που έδωσε, κάπως, κάποτε, ανοιχτή εξουσιοδότηση σε ορισμένους να ενεργούν για λογαριασμό του, ώστε να γλυκαθεί «το φαρμάκι της μειονεξίας» και να υπάρξει εκδίκηση. Ο Άρης Μαραγκόπουλος προτάσσει το σχήμα της σιωπηρής ανοχής αλλά και συμμετοχής ενός μέρους του πληθυσμού. Όσοι κάποτε βρέθηκαν στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, και ήταν πάρα πολλοί, μπορεί να έδωσαν ένα χεράκι σε όλα αυτά ακόμη και εν αγνοία τους. Γι' αυτό και δεν βγαίνει άκρη με την τρομοκρατία. Το βιβλίο τελειώνει θεατρικά στο βουνό του νερόμυλου που άλλοτε ήταν κρησφύγετο ανταρτών, μετά τόπος συνάντησης πολιτικών εξορίστων, λέσχη Λαμπράκηδων και τέλος συνεταιρισμός γυναικών. Κλήθηκαν όλοι, με πόνο ψυχής, να ψηφίσουν το θάψιμο των όπλων, ενώ ποτέ δεν ψήφιζαν ακριβώς τις «δυναμικές ενέργειες». Τα δύσκολα έρχονται όταν υπάρξει εμπλοκή (λ.χ. σκοτωθεί κατά λάθος δικός σου άνθρωπος), οπότε θα πρέπει να πάρεις θέση. Καλημέρα (νέα;) Ελλάδα!
«Ένας καινούργιος, σοβαρός τομέας»...
Για την άποψη Μαραγκόπουλου ως προς τις ρίζες των πρακτικών της σημερινής τρομοκρατίας, μιλάει εύγλωττα ένα φυλλάδιο που βρήκε μία από τις μικρές στα πράγματα της Φλώρας. Έγραφε επάνω «Δημοκρατικός Στρατός» κι από κάτω: «Μηνιάτικο στρατιωτικό-πολιτικό όργανο του Γεν. Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», Ιούνης 1948. Μέσα έλεγε: «Τον τελευταίο καιρό στη δράση ΔΣ παρουσιάζεται ένας καινούργιος, σοβαρός τομέας. Είναι η δράση των ελεύθερων σκοπευτών. (...) Το θαρραλέο χτύπημα του αρχιεγκληματία υπουργού των Εσωτερικών της μοναρχοφασιστικής κυβέρνησης Λαδά, απ' τον νέο εργάτη Αντώνη Μπόγα στην καρδιά της Αθήνας, συντάραξε ολόκληρο το μοναρχοφασιστικό στρατόπεδο και τους αφέντες του, εμψύχωσε και αναφτέρωσε τον λαό. (...) Το σκότωμα ενός φασίστα και το άρπαγμα δυο οπλοπολυβόλων κι ενός ασύρματου είναι ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα της πρόσφατης δράσης των ελεύθερων σκοπευτών...».
Αλλού όμως ο Μαραγκόπουλος (συγγραφέας άνω των δέκα λογοτεχνικών βιβλίων και υπεύθυνος λογοτεχνίας στα Ελληνικά Γράμματα) βάζει τον Σανιδόπουλο να συνδέσει το παρελθόν με το σημερινό πολιτικό σκηνικό: «Γιατί ζει ακόμα ο Μπόγας; Τι του επιτρέπει να ζει ίδια, όπως ζούσε πριν από τριάντα τόσα χρόνια; Με ποιο δικαίωμα, ναι, με ποιο τραγικό δικαίωμα αυτό το φάντασμα παρατείνει τον επιθανάτιο ρόγχο του Εμφυλίου; Με ποιο δικαίωμα ο Κωστάκης και ο Γιωργάκης διατηρούν ακόμα στη ζωή το φάντασμα μιας γερασμένης Ελλάδας;».

Thursday, April 5, 2007

Καλή Ανάσταση με νέο αίμα!

Φίλες και φίλοι μου,
Σάς εύχομαι Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα. Με πίστη στο ραντεβού της παρουσίασης των συγγραφέων της λίστας ψηφοφορίας επιλέγω ένα πολλυσυλλεκτικό κείμενο του Πατριάρχη Φώτιου για τον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα Νίκο Μάντη, που έτυχε εξαιρετικής υποδοχής απο τον κόσμο του βιβλίου.

Θα πρέπει να ομολογήσω πως ο εν λόγω συγγραφέας φαίνεται απόλυτα δικτυωμένος παρά την πρώτη του απόπειρα στο λόγο κι αυτό γιατί στο διαδίκτυο υπήρχαν διάφορα κολακευτικά κείμενα για το πρωτόλλειο έργο του. Προσπάθησα να βρώ έστω και περιλήψεις για άλλους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς αλλά φεύ δεν υπήρχαν! Ισως ο Καστανιώτης να κάνει τη διαφορά!

Πάντως, σε πείσμα όλων αυτών που προσπαθούν να βρούν πονηρή πρόθεση στο μπλόγκ, παρουσιάζω νέους αλλά και καταξιωμένους συγγραφείς της λίστας εξαντλητικά. Επειδή πολλά απο τα καλά βιβλία του 2006 δεν έχουν περιληφθεί στις μακριές λίστες των βιβλιανθρώπων, θα σάς παρακαλέσω να μού προτείνετε εσείς τα βιβλία της ψυχής σας για να ολοκληρώσουμε αυτόν τον κατάλογο της ψηφοφορίας.
Περιμένω προτάσεις στο μπλόγκ ή στο μέιλ μου zoipet@yahoo.gr
Καλή κατάνυξη ως την Ανάσταση! Και τότε Χαράς Ευαγγέλια!

Το Κατοικίδιο



Νίκος Μάντης, Ψευδώνυμο

Το πολύ θετικό των blogs είναι πλέον ότι αναδεικνύουν βιβλία, τα οποία θα βρίσκονταν στην αφάνεια, αν δεν υπήρχαν οι διαδικτυακοί αναγνώστες και τα ιστολόγιά τους. Το βιβλίο του Ν. Μάντη έγινε γνωστό από τέτοια blogs (αν και έγραψαν και οι κριτικοί γι' αυτό), το διάβασα και, για να μη γεμίσω άλλη μια σελίδα με προσωπικά σχόλια, συνθέτω μια γνώμη με κοπτοραπτική άλλων:
Η πρώτη που ανακάλυψε αυτή τη συλλογή διηγημάτων δεν είναι blogger αλλά κριτικός. Η Λίνα Πανταλέων στα “Πρώιμα πένθη” (Ελευθεροτυπία, 10.11.2006) μιλάει για γραφή που “φροντισμένη, με λόγιες λέξεις, λυρικές περιγραφές και αρκετές παρομοιώσεις, πασχίζει να πείσει για την επιμέλεια και σοβαρότητα του γράφοντος” και για λιτότητα που “είναι κατεξοχήν κατάκτηση της ωριμότητας ή αλλιώς ζήτημα αυτοπεποίθησης”. Γενικότερα, βέβαια η κριτικός είναι συγκρατημένη θεωρώντας ανισοβαρή τη συλλογή με καλά και κακά διηγήματα, τα οποία ωστόσο αφήνουν ελπίδες για το μέλλον. Μια άλλη κριτικός, η Μάρη Θεοδοσοπούλου στο Αθάνατος στη Βενετία” (Το Βήμα, 12.11.2006) μιλάει ιδιαίτερα για το “Κυρίαρχο μοτίβο των εντελέστερων διηγημάτων της συλλογής”, που είναι η σεξουαλική επιθυμία, ενώ γενικά η παρουσίασή της δεν εμβαθύνει.
Από εκεί και πέρα ξιφούλκησαν τα blogs με πρώτο τον βιβλιοφάγο (http://bibliofagos.blogspot.com) στις 19.11.2006. Ο βιβλιοφάγος είναι πολύ θερμός για τα 11 διηγήματα, από τα οποία “τα περισσότερα είναι σφιχτοδεμένα, χωρίς πλατειασμούς, με λόγο που ρέει ευχάριστα, με δυνατά νοήματα και τολμηρές αναφορές και συσχετισμούς με βιβλία άλλων συγγραφέων, όπως ο Τόμας Μαν, και με έναν διάχυτο ερωτισμό να υποφώσκει κάτω απ’ τις αράδες του”.

Στην Ελληνική λογοτεχνία (http://diavazo.blogspot.com) της 15.12.2006, ο blogger βλέπει “κοινό παρανομαστή [των διηγημάτων] τον αντρικό πόθο για τη γυναίκα είτε αυτός εκφράζεται με τη σεξουαλική επιθυμία, είτε μέσω αναμνήσεων, ονείρων, φωτογραφιών.” Παρόλο που πιστεύει ότι “ο Μάντης προσπαθεί φιλότιμα να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση ανατροπών, μια σχεδόν κινηματογραφική πλοκή στα αφηγήματα του ορισμένα από τα οποία φλερτάρουν με το μεταφυσικό, το ονειρικό και τις υπαρξιακές αναζητήσεις.”, νιώθει να τον κουράζει η ανάγνωση “γιατί σε κανένα από τα διηγήματα δεν έρχεται η κορύφωση με τη μορφή έκρηξης αλλά μάλλον σαν αναμενόμενη λύτρωση”. Γι’ αυτό θεωρεί πως ο Μάντης προσέχθηκε, επειδή κυκλοφόρησε στον Καστανιώτη.
Τ
α πρώτα διηγήματα είναι καλύτερα και μετά ξεφουσκώνει η συγγραφική του πνοή. Κι είναι καλύτερα όσο ο διηγηματογράφος παίζει με ένα τέχνασμα γνωστό από τον Ντοστογέφσκι και τον Στήβενσον (δεν θα αποκαλύψω το αίνιγμα: το εικονίδιο αποκαλύπτει έμμεσα την τεχνική που καταξιώνει τα διηγήματα).

Καλή ανάγνωση,
γιατί το αξίζει.

Πατριάρχης Φώτιος
20.1.2007

Tuesday, April 3, 2007

Αν μ' αγαπάς μη μ' αγαπάς

Αν μ’ αγαπάς Μη μ’ αγαπάς
Της Ελένης Γκίκα (εκδόσεις Αγκυρα)

Στο μπλόγκ μου παρουσιάζω τη μακριά λίστα των υποψήφιων ελληνικών βιβλίων του 2006 για λογοτεχνικό βραβείο.Η λίστα είναι μια συνάθροιση των καταλόγων των περιοδικών Νά Ενα Μήλο, Δέκατα και Διαβάζω.
Τα βιβλία που περιέχονται εδώ είναι μυθιστορήματα και διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων, ακόμη και πρωτοεμφανιζόμενων.
Επειδή δεν είναι δυνατόν να έχω άποψη για όλα τα βιβλία της λίστας και επειδή δεν θέλω να αδικήσω κανένα συγγραφέα ή βιβλίο, προτείνω σε όλους τους επισκέπτες του μπλόγκ καθώς και σε συγγραφείς ή φίλους συγγραφέων να μού αποστείλουν ένα κατατοπιστικό-κριτικό (κατά το δοκούν) κείμενο για το βιβλίο τους. (zoipet@yahoo.gr)
Αναλαμβάνω να το δημοσιεύσω και να ανοίξω συζήτηση επί του θέματος.

Επέλεξα σήμερα να παρουσιάσω το βιβλίο της βιβλιοκριτικού Ελένης Γκίκα «Αν μ’ Αγαπάς Μη μ’ αγαπάς» και με δεδομένο πως δεν βρήκα στο διαδίκτυο κριτικές απο τους συναδέλφους της των μεγάλων συγκροτημάτων! παραθέτω δύο κείμενα που έχουν γραφτεί για το τρυφερό μυθιστόρημά της σε δύο μπλόγκς: της Εαρινής Συμφωνίας και του Reader’s Diggest. Απολαύστε τα και γράψτε τη γνώμη σας για το μυθιστόρημα.

Εαρινή Συμφωνία
18-11-2007

Δεν θα κρύψω ότι η Ελένη Γκίκα είναι πιο κοντινή μου συνάδελφος, καθώς δουλεύουμε στο ίδιο γραφείο. Δεν θα κρύψω, επίσης, ότι η εργατικότητά της και η αφοσίωσή της στη λογοτεχνία είναι ιδιαίτερες. Το «Αν μ΄αγαπάς, μη μ΄αγαπάς» είναι ένα από τα τρία βιβλία που κυκλοφόρησε πρόσφατα (τα άλλα δύο «Χαίρε παραμύθι μου» και «Εν ευταξίαις, εύτακτοι όντες». Ενα ερωτικό μυθιστόρημα, γεμάτο από παύσεις και σιωπές που υπονοούν πολλά- σχεδόν τα πάντα. Ενα βιβλίο στις σελίδες του οποίου ο πόνος παραμονεύει πίσω από τη χαρά για να την κατακυριεύσει και η αγάπη σε θέλει παρανάλωμα για να σου δοθεί.
Πρόκειται για το μεστότερο ίσως βιβλίο της. Αφήγηση και στοχασμός συμπλέκονται αξεδιάλυτα- άλλωστε η συγγραφέας συχνά θέτει ανάλογα ζητήματα στο έργο της- και οι εικόνες που προβάλλονται ακατάπαυστα εντός μας έχουν κάτι από παλιούς ποιητές, εξαιρετικά αγαπημένους.
Οι συμπτώσεις, οι ανακλήσεις, οι αναπολήσεις, όλα έχουν λόγο: με μαστοριά έχει στηθεί το λεπτοδουλεμένο σκηνικό που τα απαιτεί και τα δικαιολογεί. Δεν θα διαβάσετε απλώς μια ερωτική ιστορία. Θα «διαβάσετε» δύο ανθρώπους, μια εποχή, μια περιοχή. Και, βεβαίως, και την καρδιά της συγγραφέως.

Thursday, September 07, 2006
Reader’s diggest

Αλκοόλ, ποίηση και αυτογνωσία
Φαντάζομαι ότι όταν ένας συγγραφέας διατηρεί παράλληλα και τον τίτλο του κριτικού βιβλίου περιμένει μια μάλλον καλή ή ευνοϊκή αντιμετώπιση από τους ’’ομοίους’’ του. Αν πίστευα τις μικρές διακριτικές αναφορές στον τύπο, τον τίτλο (’’Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς’’) και το αναγεννησιακό-μπαρόκ εξώφυλλο (αδικεί κατάφωρα το περιεχόμενο) μάλλον δεν θα έβρισκα σοβαρό λόγο να διαβάσω το 21ο βιβλίο της Ελένης Γκίκα. Η ’’ροζ’’ λογοτεχνία δεν είναι το φόρτε μου. Φυσικά, το βιβλίο δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη ροζ ή τη λεγόμενη ’’γυναικεία λογοτεχνία’’ και μπορώ να διαβεβαιώσω ότι διαβάζεται με μεγάλη άνεση από άντρα αναγνώστη που ενίοτε χαρακτηρίζει τον εαυτό του ’’απαιτητικό’’.
Ένα ταξίδι, εσωτερικό και εξωτερικό, μια υπαρξιακή αναζήτηση και μια βουτιά σε εμπειρίες και βιώματα είναι το συγκεκριμένο βιβλίο που πέραν όλων των υπολοίπων και χωρίς αυτό να αλλάζει ή να αλλοιώνει τη συνολική πλοκή του βρίθει ποιητικών αναφορών. Αν βέβαια κάποιος το δει κοντόφθαλμα και χωρίς διάθεση να εμβαθύνει ή απλά το ξεφυλλίσει τότε θα μείνει στα απολύτως βασικά και απαραίτητα. Τον έρωτα που γεννιέται μέσα σε ένα πλοίο, την ώρα της προκαθορισμένης φυγής αρχίζει ένα άλλο διαφορετικό ταξίδι χωρίς ευτυχώς την ανάγκη του ωραιοποιημένου τέλους που θα καταβαράθρωνε το μυθιστόρημα σε ’’ροζ δημιούργημα’’. Κάθε άλλο.
Μπορεί να είμαι αναγνώστης που του αρέσουν οι θορυβώδεις ανατροπές και όχι τα βιβλία που ακολουθούν μια περίπου προβλέψιμη ροή αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση και ανατροπές υπάρχουν. Υποδόριες και δυσκολοδιάκριτες, εσωτερικές και πολύ προσωπικές. Η σχεδόν ποιητική γραφή προσθέτει ’’συν’’ στη ροή του έργου και παράλληλα φέρνει σε πρώτο πλάνο τους πρωταγωνιστές και όχι την αφηγήτρια, που κατορθώνει να περάσει μάλλον απαρατήρητη. Η Γκίκα κατορθώνει μέσα από την ηρωίδα της (επιμελήτρια εκδόσεων) να κάνει μια απίστευτα μεγάλη βουτιά στον πεζό λόγο και στην ποίηση, φτάνοντας ως και τον…Φρόιντ! Πρεβέρ, Σίλιβα Πλαθ σε περίοπτη θέση…Ρόδος και Μαρόκο…Οικογενειακά φαντάσματα, αυτοκτονίες, αλκοολισμός, αδιέξοδα, όλα μοιάζουν αρμονικά δεμένα και ταιριασμένα. Η πολυγραφότατη πεζογράφος και ποιήτρια ξεκινάει μια τριλογία με αυτό το έργο της (το δεύτερο μέρος θα λέγεται Υγρός χρόνος) που είναι το όγδοο μυθιστόρημα της. Σε σχέση με το μοναδικό άλλο έργο της που έχω διαβάσει παλαιότερα (’’Χαίρε παραμύθι μου’’) μοιάζει ωριμότερη, πιο σίγουρη, κατασταλαγμένη και με διάθεση να πειραματιστεί σε λιγότερο γνωστά ή φιλόξενα συγγραφικά μονοπάτια. Επαναλαμβάνω ότι είναι μια δουλειά που ο αναγνώστης δεν λαχταράει να γυρίσει σελίδα αγωνιώντας για το επόμενο συγγραφικό ’’εύρημα’’ αλλά κατορθώνει να κρατήσει ατόφιο ένα σπάνιο αναγνωστικό αίσθημα: Τη χαρά της ίδιας της ανάγνωσης. Προσπεράστε το…παρελκυστικό εξώφυλλο και απλά διαβάστε το…