Wednesday, December 24, 2008

Η Γαλοπούλα στα τράπέζια μας

του ανασταση βιστωνιτη | Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Το ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ


Mοιάζει απίθανο αλλά η καθιέρωση της γαλοπούλας ως κύριου πιάτου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι οφείλεται σε ένα μυθιστόρημα, τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα του Καρόλου Ντίκενς. Εκεί, περί το τέλος του βιβλίου, ο μετανοημένος και μεταμορφωμένος πρωταγωνιστής του, ο μισάνθρωπος και τσιγκούνης Εμπενίζερ Σκρουτζ προσφέρει μια γαλοπούλα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της οικογένειας του υπαλλήλου του Μπομπ Κράτσιτ η οποία ζούσε σε συνθήκες μεγάλης ένδειας. Ως τότε το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο πιάτο ήταν η ψητή χήνα. Από το 1843, όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα, η χήνα αντικαταστάθηκε από τη γαλοπούλα και έτσι θα έλεγε κανείς ότι ήταν σαν ο Ντίκενς να προέβλεπε τον μεταγενέστερο αφορισμό ενός εντελώς διαφορετικού συγγραφέα, του Οσκαρ Γουάιλντ, ότι «η ζωή αντιγράφει την τέχνη».


Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

Ο Ολιβερ Τουίστ, οι Μεγάλες προσδοκίες, ο Ζοφερός οίκος και ο Δαβίδ Κόπερφιλντ είναι τα μεγάλα μυθιστορήματα στα οποία οφείλει τη φήμη του παγκοσμίως ο Ντίκενς, γι΄ αυτό και η μεγάλη πλειονότητα των αναλύσεων και των κριτικών κειμένων που έχουν γραφεί για τον διασημότερο βρετανό συγγραφέα του 20ού αιώνα αφορά τα παραπάνω έργα. Ο Λες Στάντιφορντ όμως (παλαιότερα συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου που πέρασε πρόσφατα στη λαϊκή ιστοριογραφία) έχει διαφορετική άποψη. Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, που εξακολουθούν να διαβάζονται από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, είναι, όπως υποστηρίζει, όχι μόνο εξαιρετικά δημοφιλές μυθιστόρημα αλλά και σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, εφάμιλλο των παραπάνω. Θα αρκούσε ίσως το γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας, ο τραπεζίτης (ή τοκογλύφος) Εμπενίζερ Σκρουτζ, θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο σύμβολο του μονόχνοτου, του άκαρδου και του φριχτού τσιγκούνη που μας έχει δώσει η παγκόσμια λογοτεχνία- αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κατά την άποψή του ο Ντίκενς δεν μας κληροδότησε απλώς έναν αθάνατο πεζογραφικό χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, όπως υποδεικνύει ο ευφυής και προκλητικός τίτλος του βιβλίου του, ο κορυφαίος συγγραφέας ήταν εκείνος που «εφηύρε» τα Χριστούγεννα, με άλλα λόγια που επανακαθόρισε το νόημά τους και άρα ως έναν βαθμό και το περιεχόμενό τους.

Τέτοιες απόψεις, θα υπέθετε κάποιος, συγκινούν τη λεγόμενη λογοτεχνική οικογένεια ή έστω και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Δύσκολα εν τούτοις θα δεχόταν ότι έχουν πραγματική βάση. Ο Στάντιφορντ όμως έχει επιχειρήματα. Βασισμένος στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, ένα βιβλίο σύντομο αν το συγκρίνει κανείς με τα μεγάλα μυθιστορήματα του Ντίκενς, έγραψε μια διόλου σχοινοτενή και ωστόσο γεμάτη συναρπαστικές λεπτομέρειες βιογραφία του Ντίκενς η οποία διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, καλύπτοντας τη ζωή του από τότε που φτωχό παιδί αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να εργαστεί σκληρά επί δέκα ώρες κάθε μέρα (το ίδιο και αργότερα ως νεαρός ρεπόρτερ) ώσπου με τα Χαρτιά του Πίκγουικ η σταδιοδρομία του απογειώθηκε. Σε αυτά πολύ σύντομα θα έρχονταν να προστεθούν και τα μυθιστορήματα που θα τον έκαναν διάσημο σε όλο τον κόσμο.

Ως τον 19ο αιώνα τα Χριστού γεννα δεν ήταν τόσο χαρμόσυνη και μεγάλη εορτή όσο τη γνωρίζουμε σήμερα. Εκείνη λοιπόν την εποχή ο γερμανικής καταγωγής πρίγκιπας Αλβέρτος, σύζυγος της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας, μεταφέροντας τη γερμανική παράδοση για το χριστουγεννιάτικο δέντρο έπειτα από αρκετές προσπάθειες κατάφερε να το καταστήσει δημοφιλές και στα βρετανικά νησιά. Ας σημειωθεί επιπλέον πως η πουριτανική παράδοση τόσο στην Αγγλία όσο και στις ΗΠΑ λειτουργούσε αποτρεπτικά στο να εορτάζονται τα Χριστούγεννα ως λαμπερή λαϊκή εορτή με καθολική συμμετοχή. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής και βεβαίως τις απόψεις των αρχών, αν τα Χριστούγεννα εορτάζονταν ως μια μεγάλη εορτή με καθολική συμμετοχή του γενικού πληθυσμού οι λαϊκές τάξεις θα μεθοκοπούσαν ασύστολα και αυτό κατά συνέπεια θα οδηγούσε στον εκτραχηλισμό των ηθών με τις αναπόφευκτες σεξουαλικές καταχρήσεις.

Στο βιβλίο του Στάντιφορντ διαβάζουμε τρεις παράλληλες ιστορίες. Την ιστορία του μυθιστορήματος του Ντίκενς, τη ζωή του συγγραφέα και την ιστορία των Χριστουγέννων. Αυτές διαπλέκονται πολύ ωραία- και έτσι εξηγείται και ο τίτλος.


Τα τρία πνεύματα



Φωτογραφία των εσωφύλλων της πρώτης έκδοσης της νουβέλας του Ντίκενς «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» Ας αναφερθώ εν συντομία στην υπόθεση του διάσημου μυθιστορήματος του Ντίκενς. Ο κεντρικός του χαρακτήρας Εμπενίζερ Σκρουτζ ζει στο Λονδίνο και αποφασίζει να περάσει μόνος τα Χριστούγεννα. Η μοίρα όμως έχει αποφασίσει διαφορετικά. Τρία πνεύματα τον επισκέπτονται. Είναι οι τρεις εκδοχές του πνεύματος των Χριστουγέννων. Πρώτο παρουσιάζεται το Πνεύμα του Παρελθόντος που του θυμίζει τα παιδικά του χρόνια και αποκαλύπτει το μίσος του Σκρουτζ για τη μεγάλη εορτή και τη φιλοχρηματία του η οποία αναγκάζει την αρραβωνιαστικιά του να τον εγκαταλείψει και να παντρευτεί κάποιον άλλο. Επειτα εμφανίζεται το Πνεύμα του Παρόντος που του δείχνει την ευτυχισμένη ζωή του ανιψιού του και το πώς ζει ο υπάλληλός του Κράτσιτ ο οποίος παρά τη φτώχεια και το ανάπηρο παιδί του καταφέρνει να γεύεται την οικογενειακή θαλπωρή, την ευτυχία των φτωχών. Το τρίτο πνεύμα, το Πνεύμα του Μέλλοντος οδηγεί τον Σκρουτζ μπροστά στον ίδιο τον άθλιο τάφο του, όπου ο φιλάργυρος και μισάνθρωπος ξεσπάει σε κλάματα φριχτά μετανιωμένος για όσα έχει διαπράξει, μεταμορφώνεται και υπόσχεται ότι από εκείνη τη στιγμή και έπειτα θα είναι καλός και γενναιόδωρος και θα διορθώσει όλα του τα σφάλματα, αν το πνεύμα τού δώσει τη δυνατότητα να προσπαθήσει. Το πνεύμα τού δίνει την ευκαιρία και ο Σκρουτζ από τότε γίνεται ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.

Ο Στάντιφορντ μας προσφέρει πλήθος πληροφορίες για το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας της εποχής. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι βρισκόμαστε στην ακμή της βιομηχανικής επανάστασης με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οσο για τον ίδιο τον Ντίκενς βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη καμπή της ζωής του. Παρά την επιτυχία των βιβλίων του αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Χρειάζεται ένα νέο βιβλίο, μια νέα μεγάλη επιτυχία για να «ξελασπώσει». Και τότε αποφασίζει να γράψει τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Τι άλλο ωστόσο μπορεί να σημαίνει το ότι ο Ντίκενς «ανακάλυψε τα Χριστούγεννα»; Τη φράση δεν μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως απλή μεταφορά. Το μυθιστόρημα εκείνη την εποχή ήταν το δημοφιλέστερο λαϊκό είδος τέχνης και κατείχε τηρουμένων των αναλογιών στη μαζική κουλτούρα της εποχής τη θέση που κατέχει στην αντίστοιχη δική μας ο κινηματογράφος. Ετσι λοιπόν δεν είναι παράξενο- αν σκεφτεί κανείς το πόσο δημοφιλής ήταν ο Ντίκενςπου με το βιβλίο του αυτό καθιέρωσε τη γαλοπούλα, κατά σύμπτωση βεβαίως, ως το βασικό πιάτο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Κατά συνέπεια είναι απολύτως λογικό το συμπέρασμα πως έτσι αναπτύχθηκαν και τα μεγάλα αγροκτήματα όπου εκτρέφονταν εκατομμύρια γαλοπούλες- μια τεράστια και επικερδέστατη παραγωγική δραστηριότητα και μια εξίσου μεγάλη αγορά με πλήθος συναφή επαγγέλματα.

Σε συμβολικό επίπεδο, τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων θα πρέπει να τα θεωρήσουμε ως ένα είδος εκκοσμικευμένης μορφής του Αγίου Πνεύματος και αυτό λειτουργεί παράλληλα με έναν εξίσου ισχυρό συμβολισμό: την εμφάνιση και την περιγραφή του ανάπηρου παιδιού του Κράτσιτ, το οποίο είναι ένα είδος μικρού τραυματισμένου Χριστού στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης.


Μεγάλος ρεαλιστής

Μια τέτοια ερμηνεία- που βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια όπως την αντιλαμβανόταν ο συγγραφέας- εξηγεί και τις απόψεις του για την κοινωνία και για τον ρόλο της λογοτεχνίας. Δεν πρόκειται για τη λεγόμενη στράτευση (με τον τρόπο που αναπτύχθησύσε να αλλάξει την κοινωνία της εποχής του, αποκαθιστώντας τις αδικίες, δηλαδή αλλάζοντας όχι μόνο τις συνθήκες αλλά και τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά- επομένως και τη συνείδηση- όσων ήταν υπεύθυνοι για τις αδικίες. Η πρόθεση αυτή είναι εμφανέστατη στα εκτενή μυθιστορήματά του. Στα Κάλαντα των Χριστουγέννων ωστόσο η επίδρασή του είχε και άλλες παραμέτρους. Αν, λ.χ., το Αγιο Πνεύμα μεταφέρεται στο κοσμικό επίπεδο, τότε έχουμε μια δοξολόγηση και μια άλλη νοηματοδότηση της εορτής- γι΄ αυτό και κατά τον Στάντιφορντ ο συγγραφέας του Ολιβερ Τουίστ «ανακάλυψε τα Χριστούγεννα». Οχι την εορτή αλλά το νόημά της. Και είναι εκπληκτικό ότι αυτό συμβαίνει σε ένα βιβλίο που ο Ντίκενς έγραψε σε χρόνο-ρεκόρ (έξι εβδομάδες).

Αντιλαμβάνεται κανείς, όχι μόνο εξηγώντας την πρόθεση αλλά πρωτίστως κρίνοντας από το αποτέλεσμα, γιατί ο Λούκατς θεωρούσε τον Ντίκενς μεγάλο ρεαλιστή. Ο Ντίκενς δεν ήταν ρεαλιστής κατά το πνεύμα της εποχής- ή πιο σωστά δεν ήταν μόνο για αυτό. (Εξάλλου ο χαρακτηρισμός παραπέμπει σε μεταγενέστερες αναλύσεις.) Στόχευε στο να εμφανίσει την κοινωνική αδικία με τέτοιο τρόπο ώστε να φαντάζει πιο πραγματική από όσο ήταν στην πραγματικότηταγιατί πώς αλλιώς θα άλλαζε η κοινωνία και οι άνθρωποι; Η ιδιοφυΐα και η επιτυχία του δεν οφείλονται στο ότι οι κοινωνικές ιδέες του υπήρξαν αποκλειστικά δικές του αλλά στο ότι ακριβώς αυτές ήταν που απασχολούσαν και τα εκατομμύρια των αναγνωστών του.

Καλοί συγγραφείς είναι, καθώς λέμε, εκείνοι οι οποίοι παρουσιάζουν πιστά την εποχή τους ή που ανταποκρίνονται στα αιτήματά της, μεγάλοι όμως συγγραφείς είναι μόνο όσοι ενώ ανταποκρίνονται στις παραπάνω απαιτήσεις (στο πνεύμα της εποχής) δημιουργούν ταυτοχρόνως με το έργο τους και μια εποχή, ανακαλύπτουν δηλαδή εκείνο που έπεται, που το προτείνουν ή το προβλέπουν. Γι΄ αυτό θαυμάζει κανείς αλλά δεν απορεί με τη διαπίστωση του Στάντιφορντ πως μετά το τέλος του 20ού αιώνα και 165 χρόνια έπειτα από την πρώτη έκδοσή τους το αναγνωστικό κοινό των Καλάντων των Χριστουγέννων είναι δεύτερο σε μέγεθος μετά το αναγνωστικό κοινό της Βίβλου.

Friday, December 12, 2008

Μαλλιοτράβηγμα κριτικών

. Καρτέλ …στην κριτική;
Απο τον Πατριάρχη Φώτιο του Βιβλιοκαφέ

Ο κριτικός των «Νέων» Δ. Κούρτοβικ πνέει μένεα εναντίον δύο άλλων κριτικών, του Β. Χατζηβασιλείου της «Ελευθεροτυπίας» και της Ελ. Κοτζιά της «Καθημερινής». Τους κατηγορεί σε άρθρο του (15.11.2008) ότι κατέχουν θέσεις κλειδιά σε βραβεύσεις, παρουσιάζουν βιβλία, έχει ο ένας εκπομπή στην τηλεόραση, ασχολούνται με κάθε είδους εκδήλωση του βιβλίου και γενικά επιβάλλουν τη συμπαιγνιακή θέση τους με ένα είδος καθεστωτικής αντίληψης για την κριτική. Κι αυτό γιατί έχουν κοινές απόψεις, όχι τυχαία, αλλά, όπως υποστηρίζει, επειδή προαποφασίζουν τι θα προωθήσουν και τι όχι, σε μια συνωμοσία σέχτας που καθορίζει και τις κριτικές επιλογές της σημερινής Ελλάδας.
Μαζί μ’ αυτούς ανήκουν και ένας-δυο άλλοι (ανάμεσά τους φαντάζομαι τοποθετεί και τον Αλ. Ζήρα, με τον οποίο είχε πρόσφατα μία ακόμα έντονη λογομαχία και ο οποίος είναι συχνά σε επιτροπές βραβείων κ.ά.), οι οποίοι αποτελούν ένα είδος δικτατορίας της κριτικής, με στημένες κριτικές και συμφωνημένες βραβεύσεις. Ένα είδος Καρτέλ της κριτικής. Η επίθεση ξεκίνησε τον Αύγουστο, οπότε στο τελευταίο κομμάτι άρθρου του (9.8.2008) είχε αφήσει ειρωνεία και χολή εναντίον τους με υπαινιγμούς για ένωση δυνάμεων με σκοπό τον έλεγχο της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Ο Κ. Κατσουλάρης που σχολίασε αυτό το πρώτο άρθρο του (22.8.2008), ενώ κατακρίνει το ύφος και τον τόνο του, προβληματίζεται για το αν η μεταξύ των δύο σχέση τούς έχει οδηγήσει –έστω και ασύνειδα- σε “οργανωμένο πόλο”.
Κρατώ τα σχόλια για άλλη στιγμή.

2. Αριστερή κριτική

Σε συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο των «Νέων» ο Δ. Ραυτόπουλος, εξέχουσα μορφή της αριστερής κριτικής και ιδρυτής του περιοδικού «Επιθεώρησης Τέχνης», παρουσιάζει τη στάση του ως κριτικού απέναντι στην κομματική γραμμή. Αποκαλύπτει, λοιπόν, ότι πήγε κόντρα στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που ήταν η κυρίαρχη τάση του κόμματος, και επαίνεσε τον Τσίρκα, ενώ η κομματική ηγεσία τον διέγραφε. Από την άλλη, παραδέχεται ότι η ιδεολογική του ταυτότητα δεν τον άφηνε να δει τα θετικά σημεία του αντίστοιχου φιλελεύθερου περιοδικού «Εποχές», το οποίο τώρα θεωρεί σημαντικό βήμα κριτικής.
Αυτό που δεν είπε είναι ότι ο ίδιος είναι ο εισηγητής του όρου “Μαύρη πολιτική λογοτεχνία” για τα έργα των δεξιών συγγραφέων, ασχέτως αν ήταν άξια λογοτεχνικά κείμενα ή όχι. Για την κριτική της Επιθεώρησης Τέχνης βλέπε και το άρθρο του Βαγενά στο «Βήμα» της 16ης Νοεμβρίου 2008.

3. Μάρη Θεοδοσοπούλου

Προσωπικά δεν μου άρεσε ο τρόπος που γράφει κριτικές η Μάρη Θεοδοσοπούλου. Τον βρίσκω εργαστηριακό, αποστειρωμένο, συχνά πλούσιο σε πραγματολογικές παρατηρήσεις αλλά ισχνό στην ερμηνεία της. Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι ντροπή το Βήμα να μην έχει ΚΑΝΕΝΑ κριτικό, αφού οι δρόμοι της βιβλιοκριτικού και της εφημερίδας έχουν χωρίσει. Το Βήμα επέλεξε να συνεχίσει χωρίς κριτικούς, αλλά με δημοσιογράφους και δημοσιογραφούντες, μόνο με συνεντεύξεις, δοκίμια, ρεπορτάζ και στήλες με βιβλιοπαρουσιάσεις αλλά καμία με άποψη.
Τουλάχιστον η Θεοδοσοπούλου μπορεί να …εκπέμπει από το μπλογκ της: http://maritheodo.blogspot.com .

Εντέλει, δίνουμε σημασία ποιος υπογράφει την κριτική που διαβάζουμε; Αναζητούμε το όνομα πριν ή μετά την ανάγνωση του άρθρου; Θεωρούμε κάποιους από αυτούς αξιόπιστους ή δεν εμπιστευόμαστε κανένα;

Tuesday, December 2, 2008

Ανθρώπινη δίψα

Της Ρούλας Γεωργακοπούλου
Απο το Βιβλιοδρόμιο των Νέων

Σωτήρης Δημητρίου
ΣΑΝ ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟ ΝΕΡΟ
ΕΚΔ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΣΕΛ. 197


ΑΚΡΑΙΑ ΦΟΡΜΑ, ΤΡΕΛΟ ΧΙΟΥΜΟΡ, ΓΛΩΣΣΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΠΡΑ ΝΤΕ ΦΕΡ ΜΕ ΤΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ.
ΤΙΠΟΤΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΟΣΑ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ.
ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΟΜΩΣ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΞΕΒΟΛΕΥΤΕΙ ΚΑΙ ΝΑ
ΜΑΣ ΞΕΒΟΛΕΨΕΙ. ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΜΕΤ΄ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
ΣΤΟ ΣΤΕΓΝΟ ΤΟΠΙΟ ΤΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ
ΜΑΣ. ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΠΑΡΕΙ;
Παρ΄ όλο που ο ίδιος κηρύσσει την «αμεριμνησία», σας συνιστώ να μην πιάσετε αυτό το βιβλίο αμέριμνοι. Θα σας κοπεί η φόρα από την πρώτη κιόλας αράδα. Η εναρκτήρια φράση «Όταν πέθανα, είχα μια έντονη εξ ύψους αίσθηση του σώματός μου» δηλώνει λογοτεχνικό θράσος, μιας και κοντράρεται στα ίσα με άλλες μνημειώδεις εναρκτήριες φράσεις της ελληνικής, έστω, πεζογραφίας. Προσωπικά διαλέγω την πρώτη φράση από τη Θάλασσα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, «Ο πατέρας μου, μύρο το κύμα που τον τύλιξε, δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό». Ίσως η ωραιότερη ρυθμολογικά δήλωση από καταβολής νέας ελληνικής πεζογραφίας.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο συνειρμός μου δεν είναι και τόσο περί διαγραμμάτου αφού και και στις δυο περιπτώσεις το υγρό στοιχείο είναι κυρίαρχο. Ο Καρκαβίτσας πνίγεται, ο Δημητρίου διψάει, το μαρτύριο όμως είναι το ίδιο παρά τη διαφορετική λογοτεχνική επεξεργασία. Στην ιδιοφυή πεζογραφία του Σωτήρη Δημητρίου, όμως, το εύρημα δεν αποτελεί κατακλείδα, αλλά μάλλον πεπονόφλουδα για τον ανέμελο αναγνώστη, γι΄ αυτό σταματώ εδώ.

Τελευταία σταγόνα
Η ιστορία έχει τέσσερα μέρη και κατά τη γνώμη μου ξεκινάει με το πιο δυνατό. Όπου ο αφηγητής, νεκρός πια, μιλάει για τις εν ζωή ολιγωρίες του με μια τέτοια σκληρότητα που παύει να είναι ατομική και τελικά γίνεται γενικότερη. Σ΄ αυτές τις Μ moires d΄outre-tombe το νερό της λησμονιάς είναι ελάχιστο και έτσι οι μνήμες θεριεύουν και το βάσανο παρατείνεται στον αιώνα τον άπαντα ζητώντας από την ψυχή να λογοδοτήσει για τη λίγη συμπόνια με την οποία πολιτεύτηκε ως ζωντανός. «Που κολάκευα αχρείους (...) το ψευτοενδιαφέρον μου για τους άλλους (...) την ψευδοευφυΐα μου (...) την ανθρωπαρέσκεια (...) τις μικρές ευτελείς σωματικές βρώμες μου». Κείμενο αφόρητο, διόλου όμως ηθικολογικό, αφού ονοματίζει τις ντροπές και τις απαγγέλλει σα να προφητεύει την ακατανίκητη έλξη τους. Σ΄ αυτή τη φάση ο Σωτήρης Δημητρίου χρησιμοποιεί τη δική του μεικτή γλώσσα, που άλλοι την είπαν καθαρευουσιάνικη κι άλλοι «επινοημένη», λησμονώντας ίσως ότι το «φώνημα» ως πρώτη απόπειρα επικοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι σπαρακτικό και αυθαίρετο. Πόσο όμως να αντέξει ο άνθρωπος χωρίς τη συνηγορία του πολιτισμού, δηλαδή της γλώσσας των άλλων; Έτσι, στο δεύτερο μέρος ο αφηγητής στρέφεται στο μητρικό ιδίωμα, το ανώτατο λεξικό συναισθηματικών όρων, μήπως και ανακαλύψει εκεί μέσα την ερμηνεία και την ετυμολογική προέλευση των ενοχών του και του αυτοματισμού των πολιτισμικών του επιλογών.

Το κείμενο έχει τη φόρμα και τη θέση χορικού και είναι γραμμένο στο προφορικό ηπειρώτικο ιδίωμα που λαλούν μόνον γυναίκες. Είναι η γλώσσα που έφτιαξε τον λογοτεχνικό μύθο του Σωτήρη Δημητρίου επαυξημένη και βελτιωμένη, αφού αυτή τη φορά ακολουθεί τη συμπύκνωση και τον μινιμαλισμό που αποπνέει ολόκληρο το μυθιστόρημα.

Ο αφηγητής θυμάται την εποχή που, παιδί ακόμα, καμωνόταν τον κοιμισμένο, ενώ στην πραγματικότητα έστηνε αυτί στα λεγόμενα των γυναικών που μηρύκαζαν τη ζωή τους. Ο Εμφύλιος, τα καμένα σπιτικά και η αδερφοφαγία, η μετανάστευση, η μαύρη ζωή των γυναικών στις μεγάλες «χωριανικές» φαμίλιες περνάνε στον ύπνο του παιδιού σαν ήχος παρηγορητικός, εξ ου και κατά τη γνώμη μου εξιδανικεύονται μέχρι εκεί που δεν παίρνει.