Friday, August 22, 2008

Ο Γιώργος Δενδρινός γράφει τη «Λούφα και Παραλλαγή»
του Εθνικού Συστήματος Υγείας

Στο καζίνο του νοσοκομείου
Γράφει η Χάρη Ποντίδα
[Απο την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ]

Η ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΦΟΡΜΗ ΣΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΝΔΡΙΝΟΥ ΝΑ ΕΙΣΧΩΡΗΣΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΡΥΦΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ. Ο ΚΥΝΙΣΜΟΣ, Ο ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΣΜΟΣ, ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΑΣ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΕΚΕΙ ΜΕΣΩ ΜΙΑΣ... ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗΣ ΛΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗΣ

Αθάνατη ελληνική πραγματικότητα. Με τα ωραία σου (!). Τα πάντα πωλούνται σε τιμή ευκαιρίας. Δεξιός νεφρός για μεταμόσχευση, με μεγάλη έκπτωση. Ποσοστά για ακρωτηριασμένα μέλη. Δαιδαλώδεις διαδικασίες και συμφωνίες κάτω απ΄ το τραπέζι, για το πώς θα φτάσει ένας άρτι αποδημήσας (για την αιώνια ζωή) φουκαράς, από το κρεβάτι του πόνου, στο μαρμάρινο τραπέζι του νεκροθαλάμου στα υπόγεια του νοσοκομείου.

Όχι ότι μας εκπλήσσει το μυθιστόρημα Απ΄ τα Κόκαλα Βγαλμένα (Εκδ. Κέδρος) του Γιώργου Δενδρινού. Το αντίθετο. Η ατμόσφαιρα και τα περιστατικά που περιγράφει ως ασκούμενος (στην αρχή) γιατρός στην ορθοπεδική κλινική ενός δημόσιου νοσοκομείου, φέρνοντας στο φως την άλλη πλευρά του φεγγαριού, είναι μια πραγματικότητα που- δυστυχώς- την έχουμε μυριστεί άμα τη αφίξει μας σε δημόσιο νοσοκομείο, πολύ πριν φτάσουμε στο γνωστό φακελάκι. Εδώ, απλώς, επιστρατεύονται το χιούμορ και η γοητευτική χρήση της γλώσσας για να κάνουν τον πόνο (τον φόβο, την αγανάκτηση) φιλοτιμία και αντί να πάρουμε την απεγνωσμένη απόφαση να πηδήξουμε απ΄ τον τρίτο (για να γλιτώσουμε), προτιμάμε να ξεκαρδιστούμε.

Τόπος του αυτοβιογραφικής εμπνεύσεως μυθιστορήματος (που είναι το τρίτο βιβλίο του ορθοπεδικού χειρουργού Δενδρινού) το Περιφερειακό Γενικό και Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Άγιοι Πάντες, στο κέντρο της Αθήνας. Μην ψάξετε στον κατάλογο να το βρείτε. Το λέει καθαρά. Είναι φανταστικό. Και τα πρόσωπα επίσης. «Αν και ορισμένοι χώροι και γεγονότα μοιάζουν αληθοφανή, δεν είναι παρά προϊόντα μυθοπλασίας», λέει ο κ. Δενδρινός.

Η μαγική λέξη είναι αυτό το «αληθοφανή». Αληθοφανέστατα!!

Πώς μοιάζει σαν μια ωραία «ακτινογραφία» του στρατού το «Λούφα και Παραλλαγή», με τις πλάκες του, τις χοντράδες του, τους απίστευτους τύπους του, τον παραλογισμό του, το χιούμορ του; Περίπου το ίδιο συμβαίνει κι εδώ- με τη διαφορά ότι στο βιβλίο του Δενδρινού, ο λάθος γύψος, στο λάθος πόδι, μπορεί να μας αφορά άμεσα.

Ολόκληρος ο νοσοκομειακός πληθυσμός, από τους γιατρούς μέχρι τους διοικητικούς υπαλλήλους και τους τραυματιοφορείς, χορεύουν τον χορό μιας κωμικοτραγικής καθημερινότητας μέσα στους κακοβαμμένους τοίχους και τις «άκρως δυσάρεστες οσμές από τις μουσκεμένες με πύον γάζες, που διαφέρουν ανάλογα με τον υπεύθυνο για τη συγκεκριμένη λοίμωξη μικροοργανισμό».


Η ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Ξεχαρβαλωμένες τουαλέτες, χώροι καταθλιπτικοί αφημένοι στην τύχη τους, παπατζήδες, θεούσες, καματεροί, νταβατζήδες, ανεκπαίδευτοι, ακατάρτιστοι γιατροί που «σπρώχνονται» από το σύστημα και επιβιώνουν, εφημερίες- μαϊμού που εξαντλούνται σε παιχνίδια πρέφας στο «καζίνο» του νοσοκομείου, είναι το χορταστικό παζλ το νοσοκομειακού βίου που μας περιγράφει ο συγγραφέας. Κι εκεί που τα κομμένα αφτιά, τα κακοφορμισμένα τραύματα και τα ακρωτηριασμένα μέλη περιφέρονται μεταξύ παραλόγου, μικροεκβιασμών και ξεκαρδιστικών συγκυριών που σε κάνουν να γελάς (κρατώντας ταυτόχρονα και την μύτη σου), να λοιπόν κάτι περίεργα ανθρώπινο, βαθιά συναισθηματικό και ελπιδοφόρο που καλύπτει τη μαυρίλα. Ο ίδιος ο ήρωας, όπως και πολλά από τα πρόσωπα που «παίζουν», παρ΄ ότι αποδέχονται και κυλάνε με το σύστημα, αφιερώνουν άδολα, και με περισσή φυσικότητα, την πιο δοτική πλευρά του εαυτού τους για να σώσουν ό,τι σώζεται. Και όντως, ενώ το σύστημα φαίνεται να νοσεί, παρουσιάζοντας πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη Σπιναλόγκα των Αγίων Πάντων (έτσι ονομάζουν τον σηπτικό θάλαμο του νοσοκομείου όπου νοσηλεύονταν οι ασθενείς με μολυσμένα τραύματα), οι άνθρωποι- κάποιοι τουλάχιστον- φαίνεται να διατηρούν ακόμη κάτι από εκείνη την πολυσυζητημένη ευαισθησία και την αυταπάρνηση που, ενίοτε, έτυχε να ζήσουμε κι εμείς στα επείγοντα.

Monday, August 18, 2008

Η Εφεύρεση της Σκιας του Κ. Τζαμιώτη

Απο τον Δημήτρη Αθηνάκη

Ο Ισίδωρος Γεωργίου είναι ένας φέρελπις νέος, άρτι αφιχθείς απ’ το Παρίσι, όπου έδρεψε δάφνες σπουδάζοντας ανθρωπολογία και ειδικευόμενος στη νοηματική γλώσσα. Σήμερα, στα 1970, 32 χρόνων, διδάσκει σε μαθητές, γόνους στυλοβατών του καθεστώτος των συνταγματαρχών, καθώς και σε μια σχολή κωφαλάλων. Ξαφνικά, μία ωραία πρωία τού γίνεται πρόταση απ’ τον Γεώργιο Κοντόσταβλο, πατέρα μιας μαθήτριάς του που είναι -παράλληλα- ερωτευμένη με τον καθηγητή της, ο οποίος του προτείνει μια πάρα πολύ σημαντική θέση: ν’ αναλάβει το δελτίο ειδήσεων στη νοηματική γλώσσα στη νεοσύστατη κρατική τηλεόραση. Αυτή είναι η ευκαιρία της ζωής του, αλλά -εκ του αποτελέσματος- και πηγή δεινών ταυτόχρονα. Απ’ αυτό το σημείο και μετά, ο Ισίδωρος Γεωργίου γίνεται διασημότητα, celebrity, για να το πούμε έτσι, της εποχής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όταν, όμως, αποφασίζει να πάρει πρωτοβουλίες, από ματαιοδοξία και μόνο, και ν’ αναπαραγάγει τις ειδήσεις που εκφωνεί η Κατερίνα Μίγα, με την οποία είναι τσιμπημένος, καταπώς εκείνος νομίζει ότι είναι αλήθεια και όχι όπως τα παρουσιάζει η προπαγανδιστική τηλεόραση των συνταγματαρχών, ξεκινούν τα μεγάλα του προβλήματα.

Ένα γαϊτανάκι από παρακολουθήσεις, απαγωγές, ανακρίσεις και ξυλοφόρτωμα ξεκινά απ’ όλες τις πλευρές: απ’ το επίσημο καθεστώς, απ’ αυτούς που ετοιμάζουν το δεύτερο πραξικόπημα του 1973, τον Ιωαννίδη και τους συν αυτώ, καθώς κι από εξτρεμιστικές οργανώσεις που θέλουν ν’ ανατρέψουν το σύμπαν! Όλοι νομίζουν ότι ο Ισίδωρος Γεωργίου εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άλλης πλευράς. Κυκεώνας κανονικός. Αυτός, ωστόσο, εξυπηρετεί μόνο τα δικά του συμφέροντα ή, καλύτερα, τη δική του άμετρη φιλοδοξία και ματαιοδοξία, κάτι που αποδεικνύεται κι απ’ όλες τις άλλες του πράξεις: φιλίες με υψηλά ιστάμενους, με το εγχώριο τζετ σετ, καθώς και «έρωτες» της μιας νύχτας, μέχρι που φτάνει και να πλαγιάσει με τη μόλις δεκαέξι χρονών κωφάλαλη κόρη του ευεργέτη του, την οποία και «καταφέρνει» ν’ αφήσει έγκυο.

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης δημιουργεί ένα μυθιστόρημα για το πώς και το πόσο η εξουσία και η αναγνώριση μπορούν ν’ αλλοιώσουν και να φθείρουν απολύτως αισθητά ένα χαρακτήρα καταρχήν στιβαρό και αμετακίνητο. Μ’ όλα όσα εξελίσσονται στην «Εφεύρεση της σκιάς», ο συγγραφέας καταφέρνει, με τη γνώριμη, εν πολλοίς ακαδημαϊκή, γραφή του, να συνθέσει ένα έργο που, κατά τρόπο λιτό και χωρίς ανούσιες περικοκλάδες (μιλούν σχεδόν αποκλειστικά οι εικόνες κι όχι οι συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις – δεν υπάρχουν τέτοιες), αφηγείται και το κεντρικό του διακύβευμα: την εξουσία και τα παραφερνάλιά της.

Η «Εφεύρεση της σκιάς» είναι ένα μυθιστόρημα με διάσπαρτα τα γνώριμα χαρακτηριστικά της γραφής του Τζαμιώτη. Η δομή του (κάθε κεφάλαιο ή ενότητα κεφαλαίου αποτελούν μία και μόνη παράγραφο), η γλώσσα του (σταθερή και χωρίς εξάρσεις, δουλεμένη σε υψηλό βαθμό), η ιστορία (γραμμικής εξέλιξης), η αφηγηματική τεχνική (τριτοπρόσωπη αυστηρά, ακόμη και στους διαλόγους –κάτι που λίγες φορές χρησιμοποιεί ο συγγραφέας), καθώς και κάποιες επιλογές-πυροτεχνήματα (τα επινοημένα, όπως ο ίδιος δηλώνει, εθνολογικά στοιχεία φυλών του Αμαζονίου, της Αφρικής ή της Βόρειας Αμερικής), καθιστούν το μυθιστόρημά του πολυσύνθετο, αφενός, πολυεπίπεδο, αφετέρου, αλλά, τελικά, εύκολο να το παρακολουθήσει κανείς καθ’ όλη την πορεία του προς την ολοκλήρωση.

Στα επιμέρους στοιχεία του, χαρακτηριστικό παράδειγμα των αφηγηματικών επιλογών και των διαθέσεων του Τζαμιώτη, είναι ότι ο ήρωας, ο Ισίδωρος Γεωργίου, είναι πάντοτε αργοπορημένος σε οποιοδήποτε ραντεβού του, υποδηλώνοντας έτσι μιαν αφέλεια, καθώς κι έναν έμφυτο ωχαδερφισμό, παρ’ όλες τις σπουδαίες ευκαιρίες που του δίνονται, και που, κατά κανόνα, θα ’πρεπε να ’ναι προσεκτικότερος. Και κάτι ακόμη: αυτή η ολιγωρία του, η εύκολη αντιμετώπιση των πραγμάτων, εντείνουν την καλοσχηματισμένη άποψη ότι όποιος θεωρεί, δικαίως ή αδίκως, εαυτόν απαραίτητο στους άλλους, τότε, πολύ συχνά, πιστεύει ότι μπορεί να φέρεται όπως του καπνίσει. Ακόμη ένα στοιχείο δηλαδή της άμετρης ματαιοδοξίας αλλά και της ελαφράδας των ανθρώπων που συναναστρέφονται την ίδια την εξουσία, έστω κι αν πηγάζει απ’ τους ίδιους, που θα περίμενε κανείς να ’ναι προσεκτικότεροι μ’ αυτήν.

Η επιλογή τού Τζαμιώτη να εξηγεί και να νομιμοποιεί τις θεωρητικές του αναζητήσεις, καθώς κι αυτές του ήρωά του, μ’ αναφορές σ’ εθνολογικά στοιχεία (έστω κι επινοημένα) φυλών που ζουν πρωτόγονα ή που έχουν ήδη εξαφανιστεί, υποδηλώνει, μάλλον εύκολα, τη σύγκριση που προσπαθεί να κάνει με τις αναπτυγμένες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κοινωνίες. Ο αναγνώστης εύλογα αναρωτιέται κατά πόσο έχουμε ή δεν έχουμε απομακρυνθεί απ’ το να κρίνουμε και να ενεργούμε με γνώμονα το ένστικτο, κάτι που αναφανδόν συνέβαινε σε τέτοιες φυλές. Δηλαδή, μήπως τελικά, στο ζήτημα της επιβίωσης, της όποιας επιβίωσης, αυτό το μέτρο και το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος κρίνει πώς πρέπει να πράξει, είναι οι πρωτογενείς του λειτουργίες και όχι η λογική, με την οποία, τελικά, έχει ενταχθεί σε μιαν οργανωμένη κοινωνία; Μήπως, τελικά, η εξουσία για να διατηρηθεί χρειάζεται ένστικτο και όχι λογική, πράγμα που δεν τη διαχωρίζει από πρωτόγονες πρακτικές; Απορία ψάλτου, βηξ…

Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται στα βιβλία του Τζαμιώτη και που δε φαίνεται να εξελίσσεται προς διαφορετική κατεύθυνση, είναι η ιδιότυπη λογοτεχνικότητά του. Εξηγούμαι: ενώ, απ’ τη μια, παρατηρείται μια διάχυτη διάθεση (μετα)μοντερνιστικής γραφής και δόμησης του κειμένου του, απ’ την άλλη, διατηρεί ο συγγραφέας μια θεωρητική κι ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση απ’ αυτό, γεγονός που κάποιες φορές αδικεί το ίδιο το έργο, υπό την έννοια ότι το καθιστά ξέχωρο απ’ το χέρι που το έγραψε. Μοιάζει, λοιπόν, η «Εφεύρεση της σκιάς», μ’ αυτόν το σουρεαλιστικό τίτλο που γι’ άλλα σε προδιαθέτει, να φτάνει σε μερικά σημεία ν’ αποτελεί βάσανο για το συγγραφέα, και κατ’ επέκταση για τον αναγνώστη, σε τούτη την αδιάκοπη προσπάθεια να συνθέσει ένα μυθιστόρημα που να ’ναι, αρχικά, απομακρυσμένο απ’ όποιο συναισθηματισμό, και απ’ την άλλη, να προκαλεί συναισθήματα έντονα, ωστόσο, φορές-φορές, χωρίς να μπορεί ο αναγνώστης να τα κάνει δικά του, και άρα να ταυτιστεί με κάποιον ήρωα, με κάποια κατάσταση, με κάποιο γεγονός, με κάποια στιγμή της ιστορίας. Χαρακτηριστικό, βέβαια, και άλλων βιβλίων του Τζαμιώτη, όπως «Ο βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος 2004) ή η «Παραβολή» (Καστανιώτης 2006).

Αυτό, όμως, που προκαλεί εντύπωση είναι ότι, σ’ αντίθεση μ’ άλλους ομοτέχνους του, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης αποφεύγει αναμφίβολα να κάνει τους ήρωές του φερέφωνα των απόψεών του κι έτσι να τους καταστήσει κακέκτυπα και αστείες καρικατούρες ενός συγγραφικού «εγώ» που επιβάλλεται χωρίς δεύτερη κουβέντα και σκέψη σ’ όποια λέξη κι αν γεννήσει. Παρ’ όλες, δηλαδή, τις ενστάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ο Ισίδωρος Γεωργίου στην «Εφεύρεση της σκιάς», για ν’ αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, είναι ένας χαρακτήρας που σε καμία περίπτωση δε φέρει το «βάρος» αυτού που τον δημιούργησε, κατά τρόπο ενοχλητικό και υπερφίαλο, όπως συχνά στην εγχώρια λογοτεχνία συναντούμε.

Η «Εφεύρεση της σκιάς» πετυχαίνει, μ’ όσα προκύπτουν απ’ τα παραπάνω, να σκιαγραφήσει την εξουσία και όσους είναι πεινασμένοι γι’ αυτήν. Αποτυπώνει και συμπεραίνει ευθύβολα ότι η εξουσία δεν είναι ένα γενικό, εξωανθρώπινο στοιχείο που κατακεραυνώνει και υποτάσσει όλους όσοι εμπλέκονται μ’ αυτήν.

Η εξουσία είναι μία και, απ’ όπου κι αν προέρχεται, όπου κι αν κατευθύνεται, η δήθεν εφηβική της ακμή κρύβει από κάτω τόνους «ενήλικου» και καλοβαλμένου αίματος. Σ’ οποιαδήποτε μορφή. Και εποχή. Α, και χρώμα ή απόχρωση…

[Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1970. Δούλεψε ως αρθρογράφος σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Προηγούμενα βιβλία του: «Παραβολή» (Καστανιώτης 2006), «Ο βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος 2006), «Βαθύ πηγάδι» (Ίνδικτος 2003) και «Η συνάντηση» (Ίνδικτος 2002). Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και ανθολογίες. Το πρώτο του θεατρικό έργο «Ουδέτερη ζώνη» απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα (2004). Το έργο του «Μια εξαιρετικά απλή δουλειά» παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Θεατρικό Αναλόγιο 2007». Με το ίδιο έργο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου του Ινστιτούτου Salvatore Quasimodo of Budapest, που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2007]

[Η Εφεύρεση της Σκιας του Κ. Τζαμιώτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη]

Friday, August 15, 2008

ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΣ: Μπλε καστόρινα παπούτσια

Ιούλιος 17, 2008 by annabooklover

Όταν η φίλη μου η Ασπασία στον Καναδά μου λέει να της προτείνω ένα ελληνικό βιβλίο, μου λέει πάντα : «Αλλά πρόσεξε, δε θέλω άλλη μια ιστορία που θα αναφέρει τον εμφύλιο». Φέτος θα της προτείνω αυτό το βιβλίο παρόλο που αναφέρει τον εμφύλιο και αν δεν το διαβάσει θα χάσει.

Είναι μια ιστορία στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, με ήρωες νέα παιδιά που μεγαλώνουν ανάμεσα σε πουτάνες και πούστηδες, ανάμεσα σε λούμπεν στοιχεία και αριστερούς, παιδιά που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχια τους χωρίς να πατήσουν επι πτωμάτων. Παιδιά και νέοι άνθρωποι που έχουν γεράσει πριν την ώρα τους, ήρωες αληθινοί που ξεπηδάνε από τις σελίδες. Αν ήμασταν στην Αμερική το βιβλίο θα διαφημιζόταν ως unputdownable, και pageturner και είναι έτσι πράγματι. Δεν είναι μόνο που θες να μάθεις το τέλος της ιστορίας (αν υπάρχει ποτέ τέλος), είναι που τα γράφει έτσι ο συγγραφέας που νομίζεις ότι είσαι κι εσύ κομμάτι της ιστορίας.

Ο μύθος είναι απλός, είναι ουσιαστικά μια ιστορία ενηλικίωσης, μια ιστορία για το πώς τα αγόρια γίνονται άντρες, τα κορίτσια γυναίκες και η Ελλάδα προσπαθεί να ξεπεράσει τα μίση και τα πάθη του παρελθόντος. Το μπλέξιμο αληθινών γεγονότων της εποχής όπως η προβοκάτσια το Νοέμβριο του 1964 κατά τον εορτασμό για την επέτειο ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου, με μυθιστορηματικούς ήρωες και καταστάσεις είναι αριστοτεχνικό. Στο φόντο υπάρχει η Ελλάδα και όλο το κλίμα της εποχής, οι ρουφιάνοι, οι συνομωσίες, οι χίτες αλλά και το ροκ εν ρολ, ο έρωτας, η αριστερά, ο ρομαντισμός. Και μπροστά υπάρχουν οι ήρωες που φαντάστηκε ο συγγραφέας και μας λένε την ιστορία τους.

Ο κεντρικός ήρωας μάλιστα, ο Γαζούρης ένα παιδί με υπερμεγέθη φαλλό είναι σαν να συμβολίζει τη χαρά της ζωής, την ελπίδα, την αισιοδοξία. Όλοι τον αγαπάνε και θαυμάζουν το χάρισμα του, κι αυτός κυκλοφορεί αναμέσα τους αθώος, λίγο σαν να μην καταλαβαίνει πόσο ξεχωριστός είναι, σχεδόν θεϊκός. Η μάνα του, επίσης είναι φοβερή φιγούρα, μια γυναίκα χήρα, γύρω στα 35, που μεγαλώνει δυο παιδιά μόνη της και είναι σαν να έχει ξεχάσει ότι υπάρχει η ίδια, ότι έχει σώμα και καρδιά.

Αλλά αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν ότι λέγοντας αυτή την ιστορία ο συγγραφέας ήταν σαν να μου έδωσε μερικά κλειδιά για να καταλάβω άλλα πράγματα που ακούω χρόνια. Εντάξει δεν είμαι και πιτσιρίκι, αλλά για τη δική μου γενιά, ο εμφύλιος είναι πολύ μακρινός, η δεκαετία του ’60 είναι για μας η δεκαετία των Μπιτλς και όταν λέμε Παπανδρέου εννοούμε το Γιώργο, άντε ίσως και τον Αντρέα. Όταν όμως ο πεθερός μου μιλάει για τη Δεξιά, άλλο εννοεί, και δεν υπάρχει περίπτωση να την εμπιστευτεί ποτέ. Ε, αυτό το βιβλίο σε βάζει στην εποχή που ήταν νέοι αυτοί οι άνθρωποι, όπως ο πεθερός μου, και καταλαβαίνεις γιατί δεν μπορούν ποτέ να ξεχάσουν.

Ένα καταπληκτικό βιβλίο χωρίς υπερβολή.

Tuesday, August 12, 2008

Δημήτρης Φερούσης: “Ο τελευταίος καδής της Αθήνας”

(εκδόσεις Αρμός, 2008)

Απο το μπλόγκ του Βιβλιοκαφέ

Στην ουσία πρόκειται για μυθιστορηματική βιογραφία του τελευταίου καδή, δηλαδή δικαστή των Αθηνών, πριν την απελευθέρωση από τους Τούρκους.

Ο ήχος της εποχής ταξιδευτικός όπως και όλη η αφήγηση που ξεκινά από την Αθήνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, συνεχίζει στην Κων/πολη, έπειτα στα βάθη της Ανατολής (Βαγδάτη και Μεσοποταμία), επιστρέφει στη Μέκκα και ολοκληρώνεται πάλι στην Αθήνα. Μια ταξιδιωτική παράδοση αλά Σεβάχ που δεν μοιράζεται μαζί του τις απρόσμενες περιπέτειες αλλά τουλάχιστον τις εμπειρίες από πόλεις και πολιτισμούς εξωτικούς και παραδεισένιους, χώρες παραμυθένιες, ατμόσφαιρες μαγικές.

Και μέσα σ’ όλα αυτά βρίσκει την ευκαιρία ο Φερούσης να μεταδώσει απλές αλήθειες από το Ισλάμ που έχουν πέρα από ποιητικότητα και ανθρωπισμό, αγάπη, συμπόνια, σοφία… Εγώ ένας Ορθόδοξος Πατριάρχης μπορώ να ομολογήσω ότι και στο Ισλάμ υπάρχουν πανανθρώπινες αλήθειες άξιες λόγου και πράξης.

Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, του βιβλίου είναι η ουτοπική του διάσταση και ο εξιδανικευτικός του χαρακτήρας. Τα πάντα είναι αγγελικά, ο ήρωας δεν συναντά κακούς ανθρώπους, όλοι είναι αγαθοί, σοφοί, καλοπροαίρετοι, συμπονετικοί. Ακόμα και οι κακοί δεν προβάλλονται, δεν παίζουν ενεργό ρόλο μέσα στη δράση. Όλοι οι άνθρωποι της ζωής του είναι βαθιά φιλοσοφημένοι, είτε λόγω θυμοσοφίας είτε λόγω σπουδών, όλοι είναι ευεργετικοί και σκέπτονται με βάση τον Θεό και τον νόμο. Το αποτέλεσμα είναι να απουσιάζουν εντελώς οι εξωτερικές συγκρούσεις, να μην κορυφώνεται η ζωή του μέσα σε τραγικές στιγμές και διλήμματα. Ακόμα κι αυτά που αντιμετωπίζει προβάλλονται τόσο ανώδυνα και αθώα.

Ευχάριστο βιβλίο, ονειροπόλο, κατάλληλο για το καλοκαίρι.
Πατριάρχης Φώτιος