Wednesday, April 25, 2007

Βραβεία Διαβάζω: Σε κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα με συντηρητικές επιλογές

Σε έντονα κοσμικό περιβάλλον και σε μια αίθουσα κατάμεστη απο ανθρώπους του βιβλίου και ανθρώπους παντελώς αδιάφορους περί αυτό (συνυπήρξαν αγαστά και τα δύο είδη) έγινε η βράβευση των καλύτερων βιβλίων της χρονιάς απο το περιοδικό Διαβάζω.

Το περιοδικό στην προσπάθεια αναβίωσης του θεσμού των λογοτεχνικών βραβείων προσπάθησε να κάνει κάποιες ανανεωτικές κινήσεις. Η επιλογή του Μουσείου Μπενάκη για την πραγματοποίηση της βραδυάς ήταν εύστοχη και απροπό.

Ωστόσο, οι δύο κριτικές επιτροπές παρόλο που προσπάθησαν να ανοίξουν τα χαρτιά τους ανανεωτικά (με τη βράβευση της νέας ποιήτριας Θεώνης Κοτίνη και της νεαράς Λένας Κιτσοπούλου «Νυχτερίδες» ) δεν απέφυγαν τελικά την πεπατημένη. Το βραβείο διηγήματος μοιράσθηκε ανάμεσα στον κλασικό Μένη Κουμαναταρέα και στον πιό μοντέρνο Αργύρη Χιόνη.

Η βράβευση του Αντώνη Σουρούνη στον τομέα του μυθιστορήματος υπήρξε η πιό συντηρητική επιλογή. Αλλά πώς θα μπορούσε τελικά να απουσιάσει απο τα βραβεία του Διαβάζω η κλασική καλή συνταγή που θα επευφημούσαν όλοι και θα ικανοποιούσε μάλιστα τα εκδοτικά συμφέροντα του μεγάλου σπόνσορα της λογοτεχνίας;

Σήμερα αφιερώνω το κείμενο περί βιβλίου στο Μένη Κουμανταρέα, επειδή είναι ένα παιδί που δε μεγάλωσε ποτέ. Γι αυτό γράφει ακόμη με τέτοιο ενθουσιασμό, γι αυτό χαμογελά κάθε φορά που παίρνει ένα λογοτεχνικό βραβείο έστω κι αν το μοιράζεται με κάποιον νεότερό του (που μάλιστα απουσίασε απο τη βραδυά!)



1. Βραβείο γενικότερης προσφοράς στον χώρο του βιβλίου: Γ. Σπανός, εκδότης του περιοδικού «Βιβλιοφιλία».
2. Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα: Λένα Κιτσοπούλου, “Νυχτερίδες” (συλλογή διηγημάτων), εκδόσεις Κέδρος.
3. Δοκιμίου: Τζίνα Πολίτη, “Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών”, εκδόσεις Άγρα.
4. Εικονογραφημένου βιβλίου: Χρήστος Μπουλώτης – εικον. Φωτεινή Στεφανίδη, “Η κυρία Μίνα και η άνοιξη”, εκδόσεις Λιβάνη.
5. Βιβλίου για μεγάλα παιδιά: Μαρία Παπαγιάννη, “Ως διά μαγείας”, εκδόσεις Πατάκης.

6. Ποίησης: Θεώνη Κοτίνη, “Ανίδεοι πάλι”, εκδόσεις Πλανόδιον.
7. Διηγήματος: Μένης Κουμανταρέας, “Η γυναίκα που πετάει”, εκδόσεις Κέδρος & Αργύρης Χιόνης, “Όντα και μη όντα”, εκδόσεις Γαβριηλίδης.
8. Μυθιστορήματος: Αντώνης Σουρούνης, “Το μονοπάτι στη θάλασσα”, εκδόσεις Καστανιώτης.


Του Βίου και της Φαντασίας

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ


Σε μια ηλικία που άλλοι συγγραφείς «κλείνουν», ο Μένης Κουμανταρέας κατορθώνει άλλη μια υπέρβαση φτάνοντας σ΄ ένα επίπεδο όπου η βιωματική σοφία βρίσκει το αντάξιο ταίρι της στην απαλή υποβλητικότητα της γραφής

Ο Μένης Κουμανταρέας πρέπει να είναι ο συγγραφέας για τον οποίο έχω γράψει περισσότερες φορές απ΄ όσες για οποιονδήποτε άλλο. Κάθε φορά μού φαίνεται πως εξάντλησα τις παρατηρήσεις που είχα να κάνω όχι μόνο για το συγκεκριμένο έργο του, αλλά για το έργο του γενικά. Κι έρχεται έπειτα το επόμενο βιβλίο του και ανατρέπει αυτή μου την εντύπωση, με προκαλεί να τον προσεγγίσω αλλιώς, όχι απλώς να συμπληρώσω την εικόνα του, αλλά και να την δω κάτω από καινούργιο φωτισμό. Μεγαλύτερο κομπλιμέντο δεν μπορεί να κάνει ένας κριτικός σ΄ έναν συγγραφέα.
Δεν έχω εξάλλου τον παραμικρό λόγο να κολακεύσω τον Κουμανταρέα. Αν και γνωριζόμαστε από παλιά, δεν θα μπορούσα να πω ότι είμαστε φίλοι. Πολύ διαφορετικοί στην ιδιοσυγκρασία (και στη συγγραφική επίσης ιδιοσυγκρασία), με διαφορετικά λογοτεχνικά και άλλα γούστα, θα πρόσθετα και κάπως επιφυλακτικοί, αν όχι καχύποπτοι ανέκαθεν ο ένας απέναντι στον άλλο, χώρια η σημαντική διαφορά ηλικίας, θα ήταν μάλλον απίθανο να έχουμε πιο στενή σχέση. Όλα αυτά όμως κάνουν ακόμα πιο ερεθιστική για μένα την έλξη που μου ασκεί η πεζογραφία του.
Μια εξήγηση, σκέφτομαι, είναι η αμφίσημη γοητεία που βρίσκουμε και οι δύο (νά λοιπόν που έχουμε και κοινά σημεία!) στη ζωή των σύγχρονων πόλεων, ακόμα και, ή προπαντός, της καταλαλημένης Αθήνας. Ο Κουμανταρέας θυμίζει τον Τσέχοφ: στα κείμενά του ο αστικός χώρος, χωρίς καθόλου να εξωραΐζεται, αναδίνει ένα παράξενα ποιητικό άρωμα που αποπνευματώνει κατά κάποιον τρόπο την άχαρη, μουντή ζωή των κατοίκων του. Η αστική ατμόσφαιρα διαποτίζει ακόμα και τα σχετικά λίγα αφηγήματα του Κουμανταρέα που εκτυλίσσονται μακριά από τη μεγαλούπολη, όπως για παράδειγμα δύο από τα πιο εκτεταμένα διηγήματα αυτού του τελευταίου βιβλίου του, το «Κουαρτέτο» και «Η νύχτα με τους μετεωρίτες», που τοποθετούνται σ΄ ένα θέρετρο. Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει άλλωστε και με τον Τσέχοφ, που τόσες και τόσες ιστορίες του διαδραματίζονται σε λουτροπόλεις, ντάτσες κ.λπ.;
Ωστόσο, στο Η γυναίκα που πετάει παρατηρώ για πρώτη φορά και κάτι άλλο. Η γραφή του Κουμανταρέα, που πάντοτε απέφευγε κι εξακολουθεί ν΄ αποφεύγει τις φραστικές ακροβασίες και τις λυρικές υπερβολές, είναι εδώ, σε σχέση με προηγούμενα βιβλία του, πιο ανάλαφρη, πιο αιθέρια, σαν ένα ανοδικό ρεύμα που μεταρσιώνει τους ήρωες των ιστοριών και τον ίδιο τον αναγνώστη. Οι λέξεις μαλακώνουν από κάτι σαν εσωτερική θερμότητα του κειμένου και χωνεύουν καλύτερα τα χρώματα που απλώνει ο συγγραφέας, ενώ παλιότερα έμοιαζαν πιο πολύ με φθογγόσημα κάποιας παρτιτούρας. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται ασφαλώς στον προσωπικό χαρακτήρα των περισσότερων ιστοριών αυτού του τόμου, στο ότι ο συγγραφέας εδώ αναθυμάται μάλλον παρά επινοεί. Επίσης, νομίζω πως ο Κουμανταρέας, παρ΄ όλο που έχει δώσει μερικά σημαντικά μυθιστορήματα, αισθανόταν πάντοτε πιο άνετα κι εκφραζόταν πιο πηγαία στο διήγημα παρά στο μυθιστόρημα. Δεν παύει όμως να εντυπωσιάζει το γεγονός ότι, σε μια ηλικία που άλλοι γράφουν κάτι σαν υποσημειώσεις ή παραρτήματα του προηγούμενου έργου τους, ο συγγραφέας αυτός κατορθώνει άλλη μία υπέρβαση, φτάνοντας σ΄ ένα επίπεδο όπου η βιωματική σοφία βρίσκει το αντάξιο ταίΓράφει ρι της στην απαλή υποβλητικότητα της γραφής.
Τα διηγήματα αυτού του βιβλίου αναφέρονται σε βιώματα από δύο περιόδους της ζωής πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους: την παιδική ηλικία και τις ηλικίες των «ήντα». Απουσιάζουν η νεότητα και η λεγόμενη πρώτη ωριμότητα. Χτυπητές και καθόλου συμπτωματικές απουσίες. Γιατί αυτές οι ενδιάμεσες ηλικίες είναι στην ανθρώπινη ζωή η φάση της δράσης, της προσπάθειας για καταξίωση, όπου το άτομο μετέχει ενεργητικά στα γεγονότα του περιβάλλοντός του και είναι ολότελα απορροφημένο από τη δίνη του κόσμου. Ενώ οι δύο ακραίες ηλικίες είναι οι ηλικίες της παρατήρησης. Και ο Κουμανταρέας είναι ένας παρατηρητής της ζωής, ακόμα και της δικής του ζωής, όπως συμβαίνει εδώ. Αυτό είναι μια από τις χαρακτηριστικότερες αρετές της πεζογραφίας του, γιατί δεν έχουμε να κάνουμε μ΄ έναν ουδέτερο, ψυχρό παρατηρητή, μ΄ έναν καταγραφέα ή έναν ανατόμο συμβάντων και συμπεριφορών, αλλά με κάποιον που κάνει ό, τι ο θεατής ενός ζωγραφικού πίνακα: απομακρύνεται λίγο για ν΄ αποκτήσει μια συνολική εντύπωση της εικόνας, αφού αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να την κάνει να εκλύσει το συγκινησιακό φορτίο της και το νόημά της. Η παρατηρητικότητα ενός απορημένου παιδιού, που τώρα ανακαλύπτει τον κόσμο, εναλλάσσεται σ΄ αυτή τη συλλογή διηγημάτων με την παρατηρητικότητα ενός ευαίσθητου μεσήλικα, οσονούπω πρεσβύτη, που προσέχει τον κόσμο με μελαγχολική ηρεμία και με διάθεση καταλλαγής, ξέροντας ότι πλησιάζει σιγά σιγά η ώρα να τον αποχαιρετήσει. Και υπάρχει ένα διήγημα, κατά τη γνώμη μου το καλύτερο του τόμου (μολονότι η επιλογή είναι δύσκολη), όπου οι δύο αυτές ματιές συγκλίνουν και γλιστρούν υπέροχα η μια μέσα στην άλλη: το «Τόμπυ και Λόλυ». Σ΄ αυτό, ο συγγραφέας επισκέπτεται την πλατεία των παιδικών χρόνων του και, παρατηρώντας σ΄ ένα καφενείο δύο ταλαίπωρα γεροντάκια, αναγνωρίζει ή νομίζει πως αναγνωρίζει στα πρόσωπά τους δύο αινιγματικά ανάπηρα παιδιά, συνομήλικά του, που η παρουσία τους στη γειτονιά δηλωνόταν μόνον από τις εμφανίσεις τους σ΄ ένα παράθυρο, απέναντι από το δικό του σπίτι. Το παρελθόν και το παρόν, η μνήμη και η φαντασία, ο εαυτός και ο «άλλος» συνυφαίνονται και αλληλοκαθρεφτίζονται εδώ με απαράμιλλα συγκινητικό τρόπο.
Δεν μου αρέσουν οι παραινετικές υποδείξεις αξιομίμητων παραδειγμάτων, κυρίως επειδή ξέρω πόσο λίγο ελεύθερη είναι η ελεύθερη βούλησή μας. Βλέποντας όμως ολοένα πιο συχνά νέους και νεότερους συγγραφείς μας να επαναπαύονται μετά τις πρώτες επιτυχίες τους κι έπειτα να κάνουν ανέμελα τσουλήθρα στην κλίμακα της λογοτεχνικής ποιότητας, θα ευχόμουν να μπορούσαν, έστω με αυτό το μικρό ελεύθερο κομμάτι της βούλησής τους, να παραδειγματιστούν από τον συγγραφέα του Η γυναίκα που πετάει. Γιατί, ανακηρυγμένος κλασικός ήδη εδώ και δεκαετίες, έχει ακόμα εκείνη τη συγγραφική αγωνία που, για να παραφράσω κάτι που λέει ο ίδιος σ΄ ένα από τα διηγήματα αυτού του βιβλίου του, τον κάνει να αισθάνεται λειψός, και γι΄ αυτό να είναι ολοκληρωμένος συγγραφέας.