Wednesday, April 18, 2007

Η καλοσύνη του βιβλιόφιλου μπλόγκινγκ

Παρακακολουθώ αδιαλείπτως τα βιβλιοφιλικά μπλόγκ και διαπιστώνω με λύπη πως έχουν γίνει εστίες κουτσομπολιού και ανταλλαγής ύβρεων μεταξύ διαφόρων παιχτών της μπλογκόσφαιρας.

Και σ΄αυτό εδώ το μπλόγκ, ενώ παρουσιάζω τα βιβλία της λίστας με επώνυμες κριτικές, κανείς δεν τοποθετείται επι της ουσίας των βιβλίων। Αντίθετα, οι συγγραφείς γίνονται συχνά θύματα μιας επίθεσης μίσους απο ανθρώπους που χρησιμοποιούν το μπλόγκινγκ για να βγάλουν τα απωθημένα τους।

Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν κυκλώματα στην ελληνική λογοτεχνία και πρέπει κάπως να ανοίξει αυτή η αγορά σε όλα τα νέα πρόσωπα της λογοτεχνίας ή σε φρέσκιες ιδέες, αλλά πραγματικά δεν δέχομαι αυτές τις ποταπές επιθέσεις εναντίον των προσώπων. Τελικά, τα άτομα που επιχειρούν τέτοια πολιτική, αυτοαναιρούνται και χάνουν την αξιοπιστία τους στον υγιή αντίλογο.
Ισως πάλι, να είναι μια μεθοδευμένη επίθεση εναντίον των βιβλιοφιλικών μπλόγκ για να απαξιωθούν οι συντάκτες και η νέα εποχή στο λογοτεχνικό ορίζοντα।

Πάντως, σήμερα προς τιμήν του Πέτρου Τατσόπουλου, ο οποίος ανακάλεσε την παραίτησή του για το ΔΣ της Κοδριγκτώνος Κλάμπ, αφιερώνω το πρωτοσέλιδο θέμα μου।

Για το βιβλίο του «Η Καλοσύνη των ξένων» έχουν γραφτεί οι άπειρες συνεντεύξεις, οι πάμπολλες κριτικές , ενώ έχει ανοίξει ένας διάλογος για το θέμα της υιοθεσίας। Ο συμπαθής λογοτέχνης περνάει απο πλατό σε πλατό για να διαφημίσει το βιβλίο του και την προσωπική του ιστορία। Περιοδεύει απο πόλη σε πόλη για τις παρουσιάσεις του βιβλίου του.

Θεμιτή η επιθυμία του να γίνει ευπώλητος αλλά πόσο πόνο και επίδραση πόνου προκαλεί η λογοτεχνική εκμετάλλευση της προσωπικής του ιστορίας ;

Με αυτή την επιλογή δεν θέλω να κατηγορηθώ ως διαπλεκόμενο, αλλά αδυνατώ να κωφεύω στα πιό πολυσυζητημένα βιβλία επειδή είναι ευπώλητα!

Το Κατοικίδιο

ΥΓ। Προς το Νίκο Λαγκαδινό

Αγαπητέ Νίκο,
Επικοινώνησα με την εταιρεία των δημοσκοπήσεων। Δυστυχώς δεν έχουν το χρόνο ούτε τη θέληση να μπούν στη διαδικασία απόρριψης των χαλκευμένων ψήφων.

Η αποχή σου απο την ψηφοφορία ας γίνει μια επώνυμη καταγγελία για τις πλεκτάνες που στήνουν κάποιοι καταστροφικοί και εμπαθείς άνθρωποι της μπλογκόσφαιρας.


Υιοθεσία και σκηνοθεσία
Του Δημοσθένη Κούρτοβικ Τα Νέα 23/3/२००७

Δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ένα πεζογράφημα του Πέτρου Τατσόπουλου - μυθιστόρημα ή διήγημα - που να μην είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Και πάντοτε, ή σχεδόν πάντοτε, αυτό το πρόσωπο, ο κεντρικός ήρωας, έχει χαρακτηριστικά που παραπέμπουν φανερά στον ίδιο τον Πέτρο Τατσόπουλο. Αλλά εξίσου φανερό, νομίζω, είναι πως τα χαρακτηριστικά αυτά συνθέτουν μια μάσκα, όχι πάντα την ίδια, ούτε όμως πολύ διαφορετική από κείμενο σε κείμενο. Τι δείχνουν γενικά αυτές οι μάσκες; Έναν ευφυολόγο, αρκετά κυνικό τύπο, που ναρκισσεύεται ακόμα και όταν αυτοσαρκάζεται για τα παθήματά του (εκείνα που υποδηλώνει η παροιμία «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται»), έναν χαρακτήρα χωρίς βαθιά αισθήματα, χωρίς βαθιές σκέψεις και χωρίς αναστολές, είτε στον επαγγελματικό στίβο είτε στον έρωτα, έναν άνθρωπο επιδεικτικά ρηχό και ελαφρό.
Μπορεί ο αληθινός Πέτρος Τατσόπουλος, που επέμενε να μιλάει μέσα από τέτοια προσωπεία, να ήθελε να κρύψει κάτι με το να το μεγεθύνει, να το παρωδεί και να το δακτυλοδείχνει - γνωστή τακτική, ευφυής και κατά κανόνα αποτελεσματική. Μπορεί όμως και να αναζητούσε πάντοτε το ιδανικό προσωπείο για να μιλήσει για τον εαυτό του. Το ένα βέβαια δεν αποκλείει το άλλο. Όπως και αν έχει, όποιο κίνητρο και αν υπερίσχυε, ο Τατσόπουλος βρήκε επιτέλους αυτό που έψαχνε. Η καλοσύνη των ξένων είναι η τελειότερη συγγραφική χειρονομία του, η συνισταμένη όλων των προηγούμενων προσχηματικών προσώπων του και συγχρόνως η ανάδειξη της προοπτικής τους, που τόσο έλειπε πριν, παρά το πνευματώδες ύφος και την αφηγηματική ευστροφία των βιβλίων του.
Όσο πιο άμεσα θέλει κάποιος να μιλήσει για τη ζωή του τόσο πιο πλάγια πρέπει να το κάνει, τόσο περισσότερο χρειάζεται μια μάσκα! Ο καλός συγγραφέας γνωρίζει αυτή την παράδοξη αλήθεια. Δεν υπάρχουν πιο αναξιόπιστα βιβλία από εκείνα που έχουν τη βούλα της αυτοβιογραφίας, δεν υπάρχουν κείμενα με περισσότερη κρυψίνοια από τις «αυθόρμητες» εξομολογήσεις· μιλούν εκεί άνθρωποι που παρουσιάζονται να έχουν τόσο εποπτική εικόνα του εαυτού τους, τόσο σαφή ιδέα για τα συναισθήματά τους, τόσο ολοκληρωμένες εξηγήσεις της συμπεριφοράς τους ώστε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ψεύδονται, συνειδητά ή ασύνειδα. Ο συγγραφέας που γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι το να αφηγηθεί κανείς τον εαυτό του, και δεν θέλει να κάνει πως το αγνοεί, πρέπει να βρει ένα αρχιμήδειο σημείο, από το οποίο να μπορεί να οργανώσει το χαώδες υλικό της εμπειρίας του γύρω από έναν ορισμένο άξονα, ένα σταθερό μοτίβο. Αυτό έκανε ο Τατσόπουλος στην Καλοσύνη των ξένων. Το αρχιμήδειο σημείο που επέλεξε είναι η (καθυστερημένη) ανακάλυψή του ότι ήταν υιοθετημένο παιδί. Από αυτή τη σκοπιά επιχειρεί να ανασυνθέσει το πριν και το μετά της ζωής του, να βγάλει κάποια συμπεράσματα που να μπορούν να διεκδικήσουν γενικότερη ισχύ.
Ώστε ο Τατσόπουλος δεν έγραψε ένα βιβλίο γύρω από το ζήτημα της υιοθεσίας - μολονότι, ευφυής καθώς είναι και με τη σχετική προεμπειρία του κοινωνικού λειτουργού, ήξερε ότι το θέμα ήταν επίκαιρο και υποσχόταν επιτυχία - αλλά υποδύθηκε έναν από τους ρόλους που του υπέβαλλε το curriculum vitae του, προκειμένου να ερμηνεύσει τον εαυτό του. Και, σαν καλός συγγραφέας που είναι, ήξερε ότι για να λειτουργήσει επίσης σαν καλός ηθοποιός έπρεπε να μην αφήσει αυτό τον ρόλο να τον απορροφήσει ολότελα, ότι έπρεπε να διατηρήσει κάποια απόσταση από αυτόν - την απόσταση ακριβώς που θα εξασφάλιζε στην ερμηνεία του προοπτική, δυνατότητα (αυτο)σχολιασμού. Με άλλα λόγια, έπρεπε να αποφύγει τον συναισθηματισμό, κάτι που για άλλους, λαμβανομένου υπόψη του θέματος, θα ήταν πολύ δύσκολο έως ακατόρθωτο, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ήταν επιθυμητό, αλλά για έναν χαρακτήρα όπως ο Τατσόπουλος δεν απαιτούσε δα και καμιά υπερπροσπάθεια.
Η ιστορία της υιοθεσίας του γίνεται, λοιπόν, στη δομή της αφήγησης το μαγνητικό σώμα από το οποίο εκκινούν και στο οποίο οδηγούν σαν δυναμικές γραμμές μια σειρά θέματα της ζωής του: διάφοροι σταθμοί της συγγραφικής πορείας του, τα ερωτικά πάρε-δώσε του με γυναίκες (των οποίων τη συμπόνια για το υιοθετημένο έκθετο ομολογεί ότι εκμεταλλεύτηκε ασύστολα), η σχέση του με τους θετούς γονείς του, η (μη) σχέση του με τη φυσική μητέρα του, η ανταπόκρισή του σε διάφορα λογοτεχνικά, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα κ.λπ. κ.λπ. Όχι πως επιχειρεί τίποτα ψυχαναλυτικές εξηγήσεις για όλα αυτά· κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του και, εδώ που τα λέμε, δεν ταιριάζει ούτε στο μυθιστόρημα γενικά, γιατί ερμηνείες αυτού του τύπου παραείναι κλειστές. Ο Τατσόπουλος εμπιστεύεται μάλλον τη γνωστή αφηγηματική επιδεξιότητά του για να παρουσιάσει όλες αυτές τις διαδρομές από και προς το κεντρικό μοτίβο του σαν ελεύθερους συνειρμούς ή σαν καρπούς του ενός και του άλλου καπρίτσιου της τύχης.
Η τύχη παίζει άλλωστε πρωτεύοντα ρόλο στο επιμύθιο αυτού του βιβλίου. Αν οι θετοί γονείς του είχαν διαλέξει για να υιοθετήσουν ένα άλλο παιδί (όπως πράγματι συνέβη αρχικά), το πλάσμα που πήρε τελικά το όνομα Πέτρος Τατσόπουλος θα είχε γίνει ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Αν η διαπίστωση, με τρόπο τυχαίο μάλιστα, ότι ήταν θετό παιδί δεν είχε διαλύσει μονομιάς τις αυταπάτες ενός δεκαεννιάχρονου νέου για τις καταβολές του, είναι πολύ πιθανό ότι ο ώριμος άνδρας και συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος θα αντιμετώπιζε τον κόσμο διαφορετικά - ας πούμε, με λιγότερη ελαφρότητα και λιγότερο κυνισμό. Η φωνή του αίματος είναι μύθος. Δεν είναι η βιολογία που αποφασίζει για τους δεσμούς στοργής και αφοσίωσης, αλλά οι περιστάσεις και οι συμπτώσεις, που συναρτούν το πεπρωμένο ενός ανθρώπου με το πεπρωμένο ενός άλλου.
Αν, από την άλλη, αντιτείνει κανείς ότι αυτό αποτελεί μια μάλλον προφανή αλήθεια και το ζήτημα είναι η διερεύνηση της διαλεκτικής (για να χρησιμοποιήσω έναν κακοποιημένο και δυσφημημένο, όχι όμως ξεπερασμένο όρο) έντασης ανάμεσα στον τυχαίο χαρακτήρα της οντογένεσης ενός ανθρώπου και τα πρότυπα ζωής που διαμορφώνει στη συνέχεια αυτός ο άνθρωπος, το νόημα που δίνει στην ύπαρξή του, θα αδικήσει τον συγκεκριμένο συγγραφέα. Ο Τατσόπουλος ούτε διακρίθηκε ούτε φιλοδόξησε ποτέ να διακριθεί για τη στοχαστικότητα και την οντολογική βαθύνοιά του. Υπήρξε πάντοτε ο συγγραφέας της εύστοχης, σπιρτόζικα διατυπωμένης παρατήρησης και, κυρίως, της αφηγηματικής ευελιξίας. Κατόρθωσε όμως, στο τελευταίο βιβλίο του, να εξαντλήσει τις δυνατότητες αυτών των εργαλείων για να προσεγγίσει όσο του ήταν εφικτό τα μυστικά της δικής του ύπαρξης.
Η καλοσύνη των ξένων έχει δομή και θεώρηση μυθιστορήματος. Η εξήγηση που θέλει το βιβλίο να φέρει τον επιδεικτικό υπότιτλο «μια αληθινή ιστορία» επειδή είναι ενταγμένο σε μια σειρά με αυτό το όνομα δεν θα ικανοποιήσει κανέναν, γιατί μεταθέτει το ερώτημα, πολύ περισσότερο αφού σ' αυτή τη σειρά περιλαμβάνονται και άλλα βιβλία με παρόμοιο χαρακτήρα. Έτσι όμως ανοίγει ένα καινούργιο ζήτημα, που θα μας απασχολήσει στο επόμενο σημείωμά μας, στις 6 Απριλίου

2 comments:

Mevrakis said...

Κατοικίδιο,
Με όλο το σεβασμό, αλλά μού τα χώνεις; Δηλαδή στα μπλόγκ δε θέλεις να λέμε αλήθειες; Θέλεις να μονοπωλείς την Καλοσύνη του ριάλιτι;
Εχω χάσει κάθε ιδέα με όλους σας.

Katoikidio said...

Αγαπητέ μου,
Φοβούμαι πως έχεις γίνει ενοχλητικός. Καλά θα είναι να εκφράζεσαι με επιχειρήματα και όχι με αφορισμούς. Δεν σε τιμά αυτή η συμπεριφορά. Πάντως, καλά θα κάνεις να μην επισκέπτεσαι πλέον το μπλόγκ αυτό, γιατί δεν πρέπει να απαξιώνονται οι σοβαρές προσπάθειες απο κάποιους εκρηκτικούς σαν του λόγου σου.
Με τιμή