Απο τον Δημήτρη Αθηνάκη
Ο Ισίδωρος Γεωργίου είναι ένας φέρελπις νέος, άρτι αφιχθείς απ’ το Παρίσι, όπου έδρεψε δάφνες σπουδάζοντας ανθρωπολογία και ειδικευόμενος στη νοηματική γλώσσα. Σήμερα, στα 1970, 32 χρόνων, διδάσκει σε μαθητές, γόνους στυλοβατών του καθεστώτος των συνταγματαρχών, καθώς και σε μια σχολή κωφαλάλων. Ξαφνικά, μία ωραία πρωία τού γίνεται πρόταση απ’ τον Γεώργιο Κοντόσταβλο, πατέρα μιας μαθήτριάς του που είναι -παράλληλα- ερωτευμένη με τον καθηγητή της, ο οποίος του προτείνει μια πάρα πολύ σημαντική θέση: ν’ αναλάβει το δελτίο ειδήσεων στη νοηματική γλώσσα στη νεοσύστατη κρατική τηλεόραση. Αυτή είναι η ευκαιρία της ζωής του, αλλά -εκ του αποτελέσματος- και πηγή δεινών ταυτόχρονα. Απ’ αυτό το σημείο και μετά, ο Ισίδωρος Γεωργίου γίνεται διασημότητα, celebrity, για να το πούμε έτσι, της εποχής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όταν, όμως, αποφασίζει να πάρει πρωτοβουλίες, από ματαιοδοξία και μόνο, και ν’ αναπαραγάγει τις ειδήσεις που εκφωνεί η Κατερίνα Μίγα, με την οποία είναι τσιμπημένος, καταπώς εκείνος νομίζει ότι είναι αλήθεια και όχι όπως τα παρουσιάζει η προπαγανδιστική τηλεόραση των συνταγματαρχών, ξεκινούν τα μεγάλα του προβλήματα.
Ένα γαϊτανάκι από παρακολουθήσεις, απαγωγές, ανακρίσεις και ξυλοφόρτωμα ξεκινά απ’ όλες τις πλευρές: απ’ το επίσημο καθεστώς, απ’ αυτούς που ετοιμάζουν το δεύτερο πραξικόπημα του 1973, τον Ιωαννίδη και τους συν αυτώ, καθώς κι από εξτρεμιστικές οργανώσεις που θέλουν ν’ ανατρέψουν το σύμπαν! Όλοι νομίζουν ότι ο Ισίδωρος Γεωργίου εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άλλης πλευράς. Κυκεώνας κανονικός. Αυτός, ωστόσο, εξυπηρετεί μόνο τα δικά του συμφέροντα ή, καλύτερα, τη δική του άμετρη φιλοδοξία και ματαιοδοξία, κάτι που αποδεικνύεται κι απ’ όλες τις άλλες του πράξεις: φιλίες με υψηλά ιστάμενους, με το εγχώριο τζετ σετ, καθώς και «έρωτες» της μιας νύχτας, μέχρι που φτάνει και να πλαγιάσει με τη μόλις δεκαέξι χρονών κωφάλαλη κόρη του ευεργέτη του, την οποία και «καταφέρνει» ν’ αφήσει έγκυο.
Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης δημιουργεί ένα μυθιστόρημα για το πώς και το πόσο η εξουσία και η αναγνώριση μπορούν ν’ αλλοιώσουν και να φθείρουν απολύτως αισθητά ένα χαρακτήρα καταρχήν στιβαρό και αμετακίνητο. Μ’ όλα όσα εξελίσσονται στην «Εφεύρεση της σκιάς», ο συγγραφέας καταφέρνει, με τη γνώριμη, εν πολλοίς ακαδημαϊκή, γραφή του, να συνθέσει ένα έργο που, κατά τρόπο λιτό και χωρίς ανούσιες περικοκλάδες (μιλούν σχεδόν αποκλειστικά οι εικόνες κι όχι οι συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις – δεν υπάρχουν τέτοιες), αφηγείται και το κεντρικό του διακύβευμα: την εξουσία και τα παραφερνάλιά της.
Η «Εφεύρεση της σκιάς» είναι ένα μυθιστόρημα με διάσπαρτα τα γνώριμα χαρακτηριστικά της γραφής του Τζαμιώτη. Η δομή του (κάθε κεφάλαιο ή ενότητα κεφαλαίου αποτελούν μία και μόνη παράγραφο), η γλώσσα του (σταθερή και χωρίς εξάρσεις, δουλεμένη σε υψηλό βαθμό), η ιστορία (γραμμικής εξέλιξης), η αφηγηματική τεχνική (τριτοπρόσωπη αυστηρά, ακόμη και στους διαλόγους –κάτι που λίγες φορές χρησιμοποιεί ο συγγραφέας), καθώς και κάποιες επιλογές-πυροτεχνήματα (τα επινοημένα, όπως ο ίδιος δηλώνει, εθνολογικά στοιχεία φυλών του Αμαζονίου, της Αφρικής ή της Βόρειας Αμερικής), καθιστούν το μυθιστόρημά του πολυσύνθετο, αφενός, πολυεπίπεδο, αφετέρου, αλλά, τελικά, εύκολο να το παρακολουθήσει κανείς καθ’ όλη την πορεία του προς την ολοκλήρωση.
Στα επιμέρους στοιχεία του, χαρακτηριστικό παράδειγμα των αφηγηματικών επιλογών και των διαθέσεων του Τζαμιώτη, είναι ότι ο ήρωας, ο Ισίδωρος Γεωργίου, είναι πάντοτε αργοπορημένος σε οποιοδήποτε ραντεβού του, υποδηλώνοντας έτσι μιαν αφέλεια, καθώς κι έναν έμφυτο ωχαδερφισμό, παρ’ όλες τις σπουδαίες ευκαιρίες που του δίνονται, και που, κατά κανόνα, θα ’πρεπε να ’ναι προσεκτικότερος. Και κάτι ακόμη: αυτή η ολιγωρία του, η εύκολη αντιμετώπιση των πραγμάτων, εντείνουν την καλοσχηματισμένη άποψη ότι όποιος θεωρεί, δικαίως ή αδίκως, εαυτόν απαραίτητο στους άλλους, τότε, πολύ συχνά, πιστεύει ότι μπορεί να φέρεται όπως του καπνίσει. Ακόμη ένα στοιχείο δηλαδή της άμετρης ματαιοδοξίας αλλά και της ελαφράδας των ανθρώπων που συναναστρέφονται την ίδια την εξουσία, έστω κι αν πηγάζει απ’ τους ίδιους, που θα περίμενε κανείς να ’ναι προσεκτικότεροι μ’ αυτήν.
Η επιλογή τού Τζαμιώτη να εξηγεί και να νομιμοποιεί τις θεωρητικές του αναζητήσεις, καθώς κι αυτές του ήρωά του, μ’ αναφορές σ’ εθνολογικά στοιχεία (έστω κι επινοημένα) φυλών που ζουν πρωτόγονα ή που έχουν ήδη εξαφανιστεί, υποδηλώνει, μάλλον εύκολα, τη σύγκριση που προσπαθεί να κάνει με τις αναπτυγμένες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κοινωνίες. Ο αναγνώστης εύλογα αναρωτιέται κατά πόσο έχουμε ή δεν έχουμε απομακρυνθεί απ’ το να κρίνουμε και να ενεργούμε με γνώμονα το ένστικτο, κάτι που αναφανδόν συνέβαινε σε τέτοιες φυλές. Δηλαδή, μήπως τελικά, στο ζήτημα της επιβίωσης, της όποιας επιβίωσης, αυτό το μέτρο και το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος κρίνει πώς πρέπει να πράξει, είναι οι πρωτογενείς του λειτουργίες και όχι η λογική, με την οποία, τελικά, έχει ενταχθεί σε μιαν οργανωμένη κοινωνία; Μήπως, τελικά, η εξουσία για να διατηρηθεί χρειάζεται ένστικτο και όχι λογική, πράγμα που δεν τη διαχωρίζει από πρωτόγονες πρακτικές; Απορία ψάλτου, βηξ…
Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται στα βιβλία του Τζαμιώτη και που δε φαίνεται να εξελίσσεται προς διαφορετική κατεύθυνση, είναι η ιδιότυπη λογοτεχνικότητά του. Εξηγούμαι: ενώ, απ’ τη μια, παρατηρείται μια διάχυτη διάθεση (μετα)μοντερνιστικής γραφής και δόμησης του κειμένου του, απ’ την άλλη, διατηρεί ο συγγραφέας μια θεωρητική κι ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση απ’ αυτό, γεγονός που κάποιες φορές αδικεί το ίδιο το έργο, υπό την έννοια ότι το καθιστά ξέχωρο απ’ το χέρι που το έγραψε. Μοιάζει, λοιπόν, η «Εφεύρεση της σκιάς», μ’ αυτόν το σουρεαλιστικό τίτλο που γι’ άλλα σε προδιαθέτει, να φτάνει σε μερικά σημεία ν’ αποτελεί βάσανο για το συγγραφέα, και κατ’ επέκταση για τον αναγνώστη, σε τούτη την αδιάκοπη προσπάθεια να συνθέσει ένα μυθιστόρημα που να ’ναι, αρχικά, απομακρυσμένο απ’ όποιο συναισθηματισμό, και απ’ την άλλη, να προκαλεί συναισθήματα έντονα, ωστόσο, φορές-φορές, χωρίς να μπορεί ο αναγνώστης να τα κάνει δικά του, και άρα να ταυτιστεί με κάποιον ήρωα, με κάποια κατάσταση, με κάποιο γεγονός, με κάποια στιγμή της ιστορίας. Χαρακτηριστικό, βέβαια, και άλλων βιβλίων του Τζαμιώτη, όπως «Ο βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος 2004) ή η «Παραβολή» (Καστανιώτης 2006).
Αυτό, όμως, που προκαλεί εντύπωση είναι ότι, σ’ αντίθεση μ’ άλλους ομοτέχνους του, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης αποφεύγει αναμφίβολα να κάνει τους ήρωές του φερέφωνα των απόψεών του κι έτσι να τους καταστήσει κακέκτυπα και αστείες καρικατούρες ενός συγγραφικού «εγώ» που επιβάλλεται χωρίς δεύτερη κουβέντα και σκέψη σ’ όποια λέξη κι αν γεννήσει. Παρ’ όλες, δηλαδή, τις ενστάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ο Ισίδωρος Γεωργίου στην «Εφεύρεση της σκιάς», για ν’ αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, είναι ένας χαρακτήρας που σε καμία περίπτωση δε φέρει το «βάρος» αυτού που τον δημιούργησε, κατά τρόπο ενοχλητικό και υπερφίαλο, όπως συχνά στην εγχώρια λογοτεχνία συναντούμε.
Η «Εφεύρεση της σκιάς» πετυχαίνει, μ’ όσα προκύπτουν απ’ τα παραπάνω, να σκιαγραφήσει την εξουσία και όσους είναι πεινασμένοι γι’ αυτήν. Αποτυπώνει και συμπεραίνει ευθύβολα ότι η εξουσία δεν είναι ένα γενικό, εξωανθρώπινο στοιχείο που κατακεραυνώνει και υποτάσσει όλους όσοι εμπλέκονται μ’ αυτήν.
Η εξουσία είναι μία και, απ’ όπου κι αν προέρχεται, όπου κι αν κατευθύνεται, η δήθεν εφηβική της ακμή κρύβει από κάτω τόνους «ενήλικου» και καλοβαλμένου αίματος. Σ’ οποιαδήποτε μορφή. Και εποχή. Α, και χρώμα ή απόχρωση…
[Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1970. Δούλεψε ως αρθρογράφος σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Προηγούμενα βιβλία του: «Παραβολή» (Καστανιώτης 2006), «Ο βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος 2006), «Βαθύ πηγάδι» (Ίνδικτος 2003) και «Η συνάντηση» (Ίνδικτος 2002). Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και ανθολογίες. Το πρώτο του θεατρικό έργο «Ουδέτερη ζώνη» απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα (2004). Το έργο του «Μια εξαιρετικά απλή δουλειά» παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Θεατρικό Αναλόγιο 2007». Με το ίδιο έργο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου του Ινστιτούτου Salvatore Quasimodo of Budapest, που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2007]
[Η Εφεύρεση της Σκιας του Κ. Τζαμιώτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη]
Ο Ισίδωρος Γεωργίου είναι ένας φέρελπις νέος, άρτι αφιχθείς απ’ το Παρίσι, όπου έδρεψε δάφνες σπουδάζοντας ανθρωπολογία και ειδικευόμενος στη νοηματική γλώσσα. Σήμερα, στα 1970, 32 χρόνων, διδάσκει σε μαθητές, γόνους στυλοβατών του καθεστώτος των συνταγματαρχών, καθώς και σε μια σχολή κωφαλάλων. Ξαφνικά, μία ωραία πρωία τού γίνεται πρόταση απ’ τον Γεώργιο Κοντόσταβλο, πατέρα μιας μαθήτριάς του που είναι -παράλληλα- ερωτευμένη με τον καθηγητή της, ο οποίος του προτείνει μια πάρα πολύ σημαντική θέση: ν’ αναλάβει το δελτίο ειδήσεων στη νοηματική γλώσσα στη νεοσύστατη κρατική τηλεόραση. Αυτή είναι η ευκαιρία της ζωής του, αλλά -εκ του αποτελέσματος- και πηγή δεινών ταυτόχρονα. Απ’ αυτό το σημείο και μετά, ο Ισίδωρος Γεωργίου γίνεται διασημότητα, celebrity, για να το πούμε έτσι, της εποχής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όταν, όμως, αποφασίζει να πάρει πρωτοβουλίες, από ματαιοδοξία και μόνο, και ν’ αναπαραγάγει τις ειδήσεις που εκφωνεί η Κατερίνα Μίγα, με την οποία είναι τσιμπημένος, καταπώς εκείνος νομίζει ότι είναι αλήθεια και όχι όπως τα παρουσιάζει η προπαγανδιστική τηλεόραση των συνταγματαρχών, ξεκινούν τα μεγάλα του προβλήματα.
Ένα γαϊτανάκι από παρακολουθήσεις, απαγωγές, ανακρίσεις και ξυλοφόρτωμα ξεκινά απ’ όλες τις πλευρές: απ’ το επίσημο καθεστώς, απ’ αυτούς που ετοιμάζουν το δεύτερο πραξικόπημα του 1973, τον Ιωαννίδη και τους συν αυτώ, καθώς κι από εξτρεμιστικές οργανώσεις που θέλουν ν’ ανατρέψουν το σύμπαν! Όλοι νομίζουν ότι ο Ισίδωρος Γεωργίου εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άλλης πλευράς. Κυκεώνας κανονικός. Αυτός, ωστόσο, εξυπηρετεί μόνο τα δικά του συμφέροντα ή, καλύτερα, τη δική του άμετρη φιλοδοξία και ματαιοδοξία, κάτι που αποδεικνύεται κι απ’ όλες τις άλλες του πράξεις: φιλίες με υψηλά ιστάμενους, με το εγχώριο τζετ σετ, καθώς και «έρωτες» της μιας νύχτας, μέχρι που φτάνει και να πλαγιάσει με τη μόλις δεκαέξι χρονών κωφάλαλη κόρη του ευεργέτη του, την οποία και «καταφέρνει» ν’ αφήσει έγκυο.
Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης δημιουργεί ένα μυθιστόρημα για το πώς και το πόσο η εξουσία και η αναγνώριση μπορούν ν’ αλλοιώσουν και να φθείρουν απολύτως αισθητά ένα χαρακτήρα καταρχήν στιβαρό και αμετακίνητο. Μ’ όλα όσα εξελίσσονται στην «Εφεύρεση της σκιάς», ο συγγραφέας καταφέρνει, με τη γνώριμη, εν πολλοίς ακαδημαϊκή, γραφή του, να συνθέσει ένα έργο που, κατά τρόπο λιτό και χωρίς ανούσιες περικοκλάδες (μιλούν σχεδόν αποκλειστικά οι εικόνες κι όχι οι συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις – δεν υπάρχουν τέτοιες), αφηγείται και το κεντρικό του διακύβευμα: την εξουσία και τα παραφερνάλιά της.
Η «Εφεύρεση της σκιάς» είναι ένα μυθιστόρημα με διάσπαρτα τα γνώριμα χαρακτηριστικά της γραφής του Τζαμιώτη. Η δομή του (κάθε κεφάλαιο ή ενότητα κεφαλαίου αποτελούν μία και μόνη παράγραφο), η γλώσσα του (σταθερή και χωρίς εξάρσεις, δουλεμένη σε υψηλό βαθμό), η ιστορία (γραμμικής εξέλιξης), η αφηγηματική τεχνική (τριτοπρόσωπη αυστηρά, ακόμη και στους διαλόγους –κάτι που λίγες φορές χρησιμοποιεί ο συγγραφέας), καθώς και κάποιες επιλογές-πυροτεχνήματα (τα επινοημένα, όπως ο ίδιος δηλώνει, εθνολογικά στοιχεία φυλών του Αμαζονίου, της Αφρικής ή της Βόρειας Αμερικής), καθιστούν το μυθιστόρημά του πολυσύνθετο, αφενός, πολυεπίπεδο, αφετέρου, αλλά, τελικά, εύκολο να το παρακολουθήσει κανείς καθ’ όλη την πορεία του προς την ολοκλήρωση.
Στα επιμέρους στοιχεία του, χαρακτηριστικό παράδειγμα των αφηγηματικών επιλογών και των διαθέσεων του Τζαμιώτη, είναι ότι ο ήρωας, ο Ισίδωρος Γεωργίου, είναι πάντοτε αργοπορημένος σε οποιοδήποτε ραντεβού του, υποδηλώνοντας έτσι μιαν αφέλεια, καθώς κι έναν έμφυτο ωχαδερφισμό, παρ’ όλες τις σπουδαίες ευκαιρίες που του δίνονται, και που, κατά κανόνα, θα ’πρεπε να ’ναι προσεκτικότερος. Και κάτι ακόμη: αυτή η ολιγωρία του, η εύκολη αντιμετώπιση των πραγμάτων, εντείνουν την καλοσχηματισμένη άποψη ότι όποιος θεωρεί, δικαίως ή αδίκως, εαυτόν απαραίτητο στους άλλους, τότε, πολύ συχνά, πιστεύει ότι μπορεί να φέρεται όπως του καπνίσει. Ακόμη ένα στοιχείο δηλαδή της άμετρης ματαιοδοξίας αλλά και της ελαφράδας των ανθρώπων που συναναστρέφονται την ίδια την εξουσία, έστω κι αν πηγάζει απ’ τους ίδιους, που θα περίμενε κανείς να ’ναι προσεκτικότεροι μ’ αυτήν.
Η επιλογή τού Τζαμιώτη να εξηγεί και να νομιμοποιεί τις θεωρητικές του αναζητήσεις, καθώς κι αυτές του ήρωά του, μ’ αναφορές σ’ εθνολογικά στοιχεία (έστω κι επινοημένα) φυλών που ζουν πρωτόγονα ή που έχουν ήδη εξαφανιστεί, υποδηλώνει, μάλλον εύκολα, τη σύγκριση που προσπαθεί να κάνει με τις αναπτυγμένες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κοινωνίες. Ο αναγνώστης εύλογα αναρωτιέται κατά πόσο έχουμε ή δεν έχουμε απομακρυνθεί απ’ το να κρίνουμε και να ενεργούμε με γνώμονα το ένστικτο, κάτι που αναφανδόν συνέβαινε σε τέτοιες φυλές. Δηλαδή, μήπως τελικά, στο ζήτημα της επιβίωσης, της όποιας επιβίωσης, αυτό το μέτρο και το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος κρίνει πώς πρέπει να πράξει, είναι οι πρωτογενείς του λειτουργίες και όχι η λογική, με την οποία, τελικά, έχει ενταχθεί σε μιαν οργανωμένη κοινωνία; Μήπως, τελικά, η εξουσία για να διατηρηθεί χρειάζεται ένστικτο και όχι λογική, πράγμα που δεν τη διαχωρίζει από πρωτόγονες πρακτικές; Απορία ψάλτου, βηξ…
Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται στα βιβλία του Τζαμιώτη και που δε φαίνεται να εξελίσσεται προς διαφορετική κατεύθυνση, είναι η ιδιότυπη λογοτεχνικότητά του. Εξηγούμαι: ενώ, απ’ τη μια, παρατηρείται μια διάχυτη διάθεση (μετα)μοντερνιστικής γραφής και δόμησης του κειμένου του, απ’ την άλλη, διατηρεί ο συγγραφέας μια θεωρητική κι ακαδημαϊκή αποστασιοποίηση απ’ αυτό, γεγονός που κάποιες φορές αδικεί το ίδιο το έργο, υπό την έννοια ότι το καθιστά ξέχωρο απ’ το χέρι που το έγραψε. Μοιάζει, λοιπόν, η «Εφεύρεση της σκιάς», μ’ αυτόν το σουρεαλιστικό τίτλο που γι’ άλλα σε προδιαθέτει, να φτάνει σε μερικά σημεία ν’ αποτελεί βάσανο για το συγγραφέα, και κατ’ επέκταση για τον αναγνώστη, σε τούτη την αδιάκοπη προσπάθεια να συνθέσει ένα μυθιστόρημα που να ’ναι, αρχικά, απομακρυσμένο απ’ όποιο συναισθηματισμό, και απ’ την άλλη, να προκαλεί συναισθήματα έντονα, ωστόσο, φορές-φορές, χωρίς να μπορεί ο αναγνώστης να τα κάνει δικά του, και άρα να ταυτιστεί με κάποιον ήρωα, με κάποια κατάσταση, με κάποιο γεγονός, με κάποια στιγμή της ιστορίας. Χαρακτηριστικό, βέβαια, και άλλων βιβλίων του Τζαμιώτη, όπως «Ο βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος 2004) ή η «Παραβολή» (Καστανιώτης 2006).
Αυτό, όμως, που προκαλεί εντύπωση είναι ότι, σ’ αντίθεση μ’ άλλους ομοτέχνους του, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης αποφεύγει αναμφίβολα να κάνει τους ήρωές του φερέφωνα των απόψεών του κι έτσι να τους καταστήσει κακέκτυπα και αστείες καρικατούρες ενός συγγραφικού «εγώ» που επιβάλλεται χωρίς δεύτερη κουβέντα και σκέψη σ’ όποια λέξη κι αν γεννήσει. Παρ’ όλες, δηλαδή, τις ενστάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ο Ισίδωρος Γεωργίου στην «Εφεύρεση της σκιάς», για ν’ αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, είναι ένας χαρακτήρας που σε καμία περίπτωση δε φέρει το «βάρος» αυτού που τον δημιούργησε, κατά τρόπο ενοχλητικό και υπερφίαλο, όπως συχνά στην εγχώρια λογοτεχνία συναντούμε.
Η «Εφεύρεση της σκιάς» πετυχαίνει, μ’ όσα προκύπτουν απ’ τα παραπάνω, να σκιαγραφήσει την εξουσία και όσους είναι πεινασμένοι γι’ αυτήν. Αποτυπώνει και συμπεραίνει ευθύβολα ότι η εξουσία δεν είναι ένα γενικό, εξωανθρώπινο στοιχείο που κατακεραυνώνει και υποτάσσει όλους όσοι εμπλέκονται μ’ αυτήν.
Η εξουσία είναι μία και, απ’ όπου κι αν προέρχεται, όπου κι αν κατευθύνεται, η δήθεν εφηβική της ακμή κρύβει από κάτω τόνους «ενήλικου» και καλοβαλμένου αίματος. Σ’ οποιαδήποτε μορφή. Και εποχή. Α, και χρώμα ή απόχρωση…
[Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1970. Δούλεψε ως αρθρογράφος σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Προηγούμενα βιβλία του: «Παραβολή» (Καστανιώτης 2006), «Ο βαθμός δυσκολίας» (Ίνδικτος 2006), «Βαθύ πηγάδι» (Ίνδικτος 2003) και «Η συνάντηση» (Ίνδικτος 2002). Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και ανθολογίες. Το πρώτο του θεατρικό έργο «Ουδέτερη ζώνη» απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα (2004). Το έργο του «Μια εξαιρετικά απλή δουλειά» παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Θεατρικό Αναλόγιο 2007». Με το ίδιο έργο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου του Ινστιτούτου Salvatore Quasimodo of Budapest, που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2007]
[Η Εφεύρεση της Σκιας του Κ. Τζαμιώτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη]
No comments:
Post a Comment