Saturday, July 7, 2007

Αμίλητα Βαθειά Νερά

Της Ρέας Γαλανάκη

Tο χρονικό μιας διάσημης απαγωγής στην Κρήτη, που βαφτίστηκε απο την συγγραφέα του Ρέα Γαλανάκη «Αμίλητα Βαθειά Νερά» ήρθε έβδομο στις προτιμήσεις των αναγνωστών του μπλόγκ μας.
Το εν λόγω βιβλίο, το οποίο πυροδότησε μια ολόκληρη παραφιλολογία για το βάρος της αντικειμενικότητας και της αξιολόγησης των γεγονότων, σίγουρα αποτέλεσε επιτυχία του περασμένου καλοκαιριού.
Η συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη, η οποία έχει αποδείξει την λογοτεχνική της αξία σε προηγούμενα μυθιστορήματά της, απέτυχε να μυθοποιήσει την πραγματική ιστορία της απαγωγής μιας επώνυμης Κρητικιάς απο έναν επίσης επώνυμο Κρητικό της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Αν και η γραφή εκφράζει τον εσωτερικό ρυθμό της Ρέας Γαλανάκη, δυστυχώς η επιλογή της δημοσιογραφικής παράθεσης των πραγματικών στοιχείων στερεί απο το πόνημα τη μυθιστορηματική πλοκή και μαγεία.
Ενα βιβλίο-χρονικό που αποδεικνύει πως οι μεγάλοι συγγραφείς μπορεί να πέσουν εύκολα στην παγίδα της επίπεδης δημοσιογραφικής αντίληψης και αποτίμησης του υλικού τους, απογοητεύοντας εντέλει το αναγνωστικό κοινό τους.

Το Κατοικίδιο


Πάθος-πένθος
H υπόθεση της απαγωγής της Τασούλας, η λογοτεχνική της ανάπλαση και η ελευθερία του συγγραφέα

MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
Σαν μια τελευταία πράξη στην παλαιά κρητική βεντέτα δείχνει η σχεδόν ταυτόχρονη έκδοση των δύο βιβλίων, σε απόσταση μόλις έξι μηνών το ένα από το άλλο: τη βεντέτα των Κεφαλογιανναίων και των Πετρακογιώργηδων ή και αντιστρόφως, των Πετρακογιώργηδων και των Κεφαλογιανναίων, για να θυμηθούμε, πέραν του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, και την ελληνική ταινία του Ντίνου Δημόπουλου «H νεράιδα και το παλικάρι», όπου μετά την ευτυχή έκβαση του ερωτικού δράματος οι δύο κρητικές οικογένειες μένουν να διαπληκτίζονται για τη σειρά μνημόνευσης των ονομάτων τους. Κωμικό το τέλος της ταινίας· ειρηνικό, αν και όχι αίσιο, αυτό της βεντέτας που ξεκίνησε με την απαγωγή της Τασούλας, την οποία, μετά πάροδο 55 συναπτών ετών, αποφάσισαν να αναστήσουν οι δύο συγγραφείς, χωρίς να συντρέχουν επετειακοί ή άλλοι λόγοι, μια και ο Ρωμαίος της ιστορίας απεβίωσε προ δεκαοκταετίας και η Τασούλα είναι γερή και δυνατή.
Ως γνωστόν, ο βορειοελλαδίτης δημοσιογράφος T. K. Κοντογιαννίδης θέλγεται από στυγερά εγκλήματα αλλά και «εκρηκτικά ρομάντζα» του παρελθόντος φτιάχνοντας βιβλία διά του συνδυασμού ντοκουμέντων και προσωπικής έρευνας. Ενας τύπος δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, υποβοηθούμενου από ευφάνταστες διηγήσεις και στιχομυθίες. Μετά Το έγκλημα του Χαροκόπου ήρθε η σειρά της Απαγωγής της Τασούλας, όπου, σε πείσμα του πολλά υποσχόμενου υποτίτλου του βιβλίου, κανένα «εκρηκτικό ρομάντζο» ούτε καν ρομάντζο δεν ανασταίνεται παρά μόνο η ακούσια απαγωγή της Τασούλας από έναν θερμόαιμο ερωτευμένο, που πήρε τις διαστάσεις πολιτικού σκανδάλου και τοπικά εμφύλιας σύρραξης, γιατί έτυχε ο κύρης της να είναι βενιζελικός βουλευτής και ο αδελφός του απαγωγέα βουλευτής του αντίπαλου Λαϊκού Κόμματος. Πιστός ο συγγραφέας στις εξηγήσεις για τα καθέκαστα της παθούσης, όπως η ίδια τις είχε παρουσιάσει ακόμη πριν από ένα τέταρτο του αιώνα σε τηλεοπτική εκπομπή, καταλήγει αναφερόμενος στην Τασούλα και στον «ιππότη» της, που δεν είναι ο απαγωγέας αλλά ο δεύτερος σύζυγός της, παρ' όλο που αναδημοσιεύει μακρόστιχο ποίημα στο πρότυπο του Βιτσέντζου Κορνάρου για την Τασούλα και τον κρητικό αγαπητικό της, γέννημα της λαϊκής μούσας, το σωτήριον 1950.
Κρητικές ιστορίες

Από την πλευρά της η Ρέα Γαλανάκη, αναδυόμενη από τον Αιώνα των Λαβυρίνθων, παρέμεινε, ως φαίνεται, δέσμια της σαγήνης των κρητικών ιστοριών, των προσωπικών μιας Αριάδνης - ενός alter ego της Γαλανάκη στο προηγούμενο μυθιστόρημα - και των εθνικών, όπως τις έγραψε ο καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς ή και Μπαντουβομανόλης μαζί με άλλους βενιζελικούς και βασιλόφρονες καπετάνιους. Μόνο η μορφή του καπετάν Γιάννη Ποδιά ξεθωριάζει στο καινούργιο βιβλίο ομού μετά των εμφυλιακών περιπετειών, αφού σε πρώτο πλάνο έρχονται ανδραγαθίες από τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης, με ενωμένους τους καπετάνιους κάτω από τις βρετανικές φτερούγες. Σταυροβελονιά κεντιέται ο θρυλικός έρωτας του Κουντόκωστα, όπως ήταν το παρωνύμιο του Κώστα Κεφαλογιάννη, και της Τασούλας Πετρακογιώργη, που φούντωσε το 1950, με σύντομες και αποσπασματικές αναδρομές σε περιστατικά ηρωισμού της προηγηθείσης δεκαετίας, όπως η απαγωγή από το κατεχόμενο Ηράκλειο του γερμανού στρατηγού Κράιπε με πρωτοστατούντες τον Κουντόκωστα και τον πατέρα της Τασούλας, Γιώργο Πετρακογιώργη.
Σύμφωνα με τις προλογικές και επιλογικές εξηγήσεις η απαγωγή της Τασούλας συγκινούσε παιδιόθεν τη συγγραφέα, γι' αυτό και αποδελτίωσε τον Τύπο - τοπικό, αθηναϊκό, ξένο -, μελέτησε τα πρακτικά από τις δύο δίκες και τα λοιπά δημόσια έγγραφα, ακόμη συνομίλησε με πλείστους όσους εμμέσως ή και άμεσα εμπλεκομένους. Αν είχε αρκεστεί σε αυτή την προσωπική έρευνα, θα γνώριζε λιγότερα για την υπόθεση, «πλην εύχαρις» θα έπλεκε ένα μυθιστόρημα αφιερωμένο επετειακά στην απαγωγή της Αριάδνης, όπως η τριλογία της δεκαετίας 1989-1998, έστω και αν η ζώσα ηρωίδα απέβαινε κάπως δεσμευτική. H ιστορικός Γαλανάκη, όμως, ζητώντας να ερμηνεύσει τα σκοτεινά σημεία, πρωτίστως τις αντιφάσεις της δεκαοκτάχρονης απαχθείσας, και μη αρκούμενη στη γυναικεία της διαίσθηση για τα μεγάλα ψέματα που έλεγαν από φόβο κάποτε οι κόρες πατριαρχικών οικογενειών, θέλησε, δοθείσης της ευκαιρίας, να βάλει τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Από τη στιγμή που αποδέχθηκε το προσωπικό αρχείο του Κουντόκωστα από τον γιο του, ναι μεν φωτίστηκε ο ψυχισμός του ζευγαριού αλλά η μυθοπλαστική φαντασία έπρεπε να περιοριστεί. Το μόνο που μπορούσε να γραφτεί ήταν ένα «μυθιστορηματικό χρονικό», όπως η ίδια το χαρακτηρίζει, και το πρώτο της βιβλίο χωρίς αφιερωματικό μότο.
H ερωτική παράβαση
Στις «Ενθυμήσεις» που ο Κουντόκωστας, αγράμματος ων, υπαγόρευσε το 1959 στη γραμματέα φίλου του δικηγόρου και στις σαράντα μία συνολικά επιστολές που αντήλλαξαν με την Τασούλα την περίοδο της φυλάκισής του, ίσα μοιρασμένες αναμεταξύ τους, τουτέστιν στους άγνωστους θησαυρούς του αρχείου του Κώστα Κεφαλογιάννη, η Γαλανάκη ανακάλυψε το ποθούμενο ρομάντζο με το οποίο είχε γαλουχηθεί. Με την εκφραστική αβρότητα αλλά και το μπαρόκ ύφος των παλαιών χρονικογράφων, αποτεινόμενη και αδιαλείπτως επικαλούμενη τον αναγνώστη και ταυτόχρονα τιμώντας υπέρμετρα ζώντες και τεθνεώτες, απλώνει όσα γνωρίζει σε 12 χορταστικά κεφάλαια σκιαγραφώντας την καθημερινή ζωή σε εκείνα τα χρόνια και τις επικρατούσες νοοτροπίες. Μακράν ενός μυθιστορήματος-ρεπορτάζ, αμερικανικής κοπής, επιμένει στην ερωτική παράβαση και όχι στο πολιτικό σκάνδαλο. Φειδωλή η συγγραφέας στη δημοσίευση του αρχειακού υλικού, αναπαράγει λιγοστά μόνο αποσπάσματα από τις «Ενθυμήσεις» και τις επιστολές, ενώ κάπως περισσότερα χωρία ή και αποκομμένες φράσεις ενσωματώνονται στην αφήγηση. Οπως και άλλοι πεζογράφοι τελευταία, δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία στις σωζόμενες «μαυρόασπρες» φωτογραφίες ως σημείο εκκίνησης μακρών φαντασιώσεων γύρω από τις διαθέσεις και τα αισθήματα των εικονιζομένων πρωταγωνιστών, δευτεραγωνιστών και κομπάρσων.
Παγανιστικό σκηνικό
Ως συνέχεια στο προηγούμενο μυθιστόρημά της και πάλι αποθεώνεται ο ορεσίβιος Κρητικός και εξαίρεται ο τόπος· το πάλαι ποτέ Μεγάλο Κάστρο, τα Ανώγεια, προπαντός το όρος Ψηλορείτης. Προσωποποιούμενο το βουνό φθάνει να ορίζει ως και την κίνηση του χρόνου, ενώ η ορεινή κοινότητα παίρνει βιβλικές διαστάσεις, έτσι όπως διαφεντεύει άγραφους κώδικες τιμής. H αφήγηση με την πλησμονή λέξεων, συμβολικών παραστάσεων και αρχέγονων στοιχείων στήνει ένα σχεδόν παγανιστικό σκηνικό, αντάξιο ενός ερωτικού πάθους, βραχύβιου μεν αλλά δυνατού, όπως δείχνει το δυσπροσδιόριστης διάρκειας πένθος που ακολούθησε. Σύμφωνα με το «μυθιστορηματικό χρονικό», παρ' όλο που έγινε εκατέρωθεν προσπάθεια για λόγους εγωισμού και άλλους να καλυφθεί η θλίψη, μισόν αιώνα αργότερα έρχονται τα παιχνίδια της μνήμης να μαρτυρήσουν για το μέγεθος αυτού του «πάθους-πένθους», όπως το αποκαλεί η συγγραφέας. Οταν στις 31 Μαΐου 2005, κατά την ανιστόρηση, η Τασούλα συναντήθηκε για μία και μοναδική φορά με τη Γαλανάκη, δεν θυμάται τα συμβάντα της ακούσιας, ως διατείνεται, απαγωγής ούτε καν τις ερωτικές επιστολές, μόνο περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια από τη λαιμόκοψη ως τη χρωματική απόχρωση το φουστάνι του κλεφτού γάμου της. Και έτσι στην - υποθέτουμε - τελευταία πράξη της παλαιάς κρητικής βεντέτας θα λέγαμε ίσως και λίγο ρομαντικά ότι τον καθοριστικό λόγο τον έχει η λογοτεχνική γραφίδα.

1 comment:

Jada said...

Great bblog you have