Το Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη κατόρθωσε να γίνει ευπώλητο πατώντας στις προηγούμενες επιτυχίες της συγγραφέα του. Βεβαίως, έδρεψε τις περισσότερες κριτικές στον βιβλιοφιλικό και άλλο τύπο χαράσσοντας την πορεία του και ολοκληρώνοντας τον κύκλο του σε λιγότερο απο 6 μήνες.
Η Ιωάννα Καρυστιάνη έχει οπαδούς αλλά και πολέμιους. Η περισπούδαστη νεομπαρόκ γραφή της αρέσει σε μια μερίδα αναγνωστών. Η έλλειψη μιας πραγματικής πλοκής στις ιστορίες της αδυνατίζει το έργο της και το καθιστά έωλο.
Η συγγραφέας του Σουέλ μοιάζει να δίνει πάντα περισσότερη αξία στη λεπτομέρεια παρα στον τελικό πίνακα. Ισως κι αυτό να είναι ένα στύλ.
Πάντως, οι αναγνώστες μας την κατέταξαν στην 9η θέση στη μεγάλη ψηφοφορία μας.
Το Κατοικίδιο
Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη
Κριτική απο την Αναγνώστρια
Αν και ο παράξενος, ακατανόητος (πριν διαβάσω το βιβλίο) τίτλος δεν με ενέπνεε καθόλου, το όνομα της συγγραφέως ήταν αρκετό για να αγοράσω το βιβλίο। Έχοντας διαβάσει και τα τρία προηγούμενα μυθιστορήματά της ήμουν σίγουρη ότι δεν θα με απογοήτευε। Και δεν με απογοήτευσε. Βέβαια, ψηλά στην προτίμησή μου εξακολουθεί να παραμένει το "Κουστούμι στο χώμα", αλλά και το "Σουέλ" έχει πολλές λογοτεχνικές αρετές. Έχω διαβάσει δυο κριτικές ήδη, μια στα "Νέα" (27/10/2006), που δεν του βρίσκει κανένα ψεγάδι (εκτός ίσως τη θέση των γυναικών στο έργο) και στην "Καθημερινή" (21/11/2006), που του βρίσκει πολλά τρωτά. Η δική μου άποψη είναι κάπου ανάμεσα. Το "Σουέλ" (που σημαίνει βουβό κύμα) είναι ένα αφιέρωμα, θα έλεγα, στους Έλληνες ναυτικούς, στον αγώνα με τη θάλασσα, στην αγάπη της θάλασσας, στοιχείο σύμφυτο με τον Ελληνισμό. Για μήνες ταξιδεύουμε στο φορτηγό ATHOSIII με καπετάνιο τον Μήτσο Αυγουστή, έναν 75χρονο θαλασσόλυκο, που έχει 12 χρόνια να πατήσει στεριά. Από λιμάνι σε λιμάνι της Άπω Ανατολής κυρίως, φορτώνουμε και ξεφορτώνουμε εμπορεύματα, ακούμε τις κουβέντες των ναυτικών, ζούμε με τον γέρο καπετάνιο, την αχώριστη γάτα του και τον πιστό, αφοσιωμένο μάγειρα, ένα γεροντοπαλίκαρο που μαγειρεύει λες για πρώτης τάξεως εστιατόριο. Η εταιρεία ζητάει επίμονα από τον Αυγουστή να γυρίσει, να αφυπηρετήσει επιτέλους, το ίδιο ζητάει και η γυναίκα του (με την οποία είχε φτάσει στα πρόθυρα διαζυγίου και παρά τα τρία παιδιά τους δεν τους ενώνει τίποτα) που καταφθάνει μια μέρα ξαφνικά στην Ιαπωνία για να τον μεταπείσει. Μάταια όμως. Το μόνο που ανακαλύπτει η Φλώρα είναι ότι ο καπετάνιος είναι πια τυφλός. Κανένας δεν το έχει πάρει είδηση. Δεν ξέρω πόσο πειστικό ακούγεται, αφού συνεχίζει για μήνες να κυβερνάει το καράβι, καταφέρνει ακόμα και να το οδηγήσει με την όπισθεν, όταν η προπέλα παθαίνει βλάβη! Ας μην αποκαλύψω και το άλλο μυστικό που κρύβει η επιβίβαση στο πλοίο ενός νέου ναυτικού και που θα συμβάλει στην απόφαση του καπετάνιου να "αποστρατευτεί" επιτέλους. Η ζωή των ναυτικών απασχόλησε την Καρυστιάνη και στην "Μικρά Αγγλία", αλλά εκεί υπήρχε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και η στεριά. Εδώ η στεριά είναι μόνο στις αναμνήσεις και στις κουβέντες των ναυτικών. Είναι σελίδες που μοιάζουν με "προσκλητήριο" ναυτικών (π.χ. σ.141) και καταγραφή της πορείας της ζωής ή του θανάτου τους. Άλλες σελίδες (238-39) μας αραδιάζουν λιμάνια και εμπορεύματα, ενώ ο εξωσυζυγικός δεσμός του με μια κοπέλα από την Ελευσίνα που κρατάει εδώ και σαράντα χρόνια, διανθίζουν το βιβλίο με λυρικά κομμάτια- επιστολές που απευθύνονται στο γιο του (στο βιβλίο με κυρτά γράμματα και πρωτοπρόσωπη γραφή), πράγμα που ο αναγνώστης δεν καταλαβαίνει αμέσως. Είναι η εξιστόρηση ενός έρωτα, είναι η έκφραση των συναισθημάτων της γυναίκας που αγαπά και περιμένει, στο περιθώριο της επίσημης συζυγικής και οικογενειακής ζωής. Κάπως απίθανο, βέβαια, μια αμόρφωτη κοπέλα να εκφράζεται όπως την παρουσιάζει η Καρυστιάνη, αλλά "λογοτεχνική αδεία" ας το δεχτούμε. Η ένστασή μου είναι κυρίως για το τέλος του μυθιστορήματος, που καταντάει μελό. Θα προτιμούσα να αφήσει τον γέρο καπετάνιο, που τόσο ωραία ζωγράφισε, αν όχι στο καράβι του, τουλάχιστον στο αεροπλάνο που τον γύριζε στην πατρίδα. Από κει και πέρα το μυθιστόρημα νομίζω χάνει, στην προσπάθεια της συγγραφέως να δώσει ένα happy end.Το ύφος της Καρυστιάνη, γοητευτικό όπως πάντα, δεν σηκώνει επιπόλαιο διάβασμα, απαιτεί την προσοχή του αναγνώστη. Η αοριστία του προσώπου που μιλά διαπλέκεται με εσωτερικό μονόλογο, με διάλογο, με ανάμνηση, το πρώτο με το τρίτο πρόσωπο. Ένα δείγμα:"Στην τραπεζαρία των αξιωματικών δεν άγγιξε το πιάτο του και ο Σιακαντάρης που παραφύλαγε τα βλέμματα και τα επιφωνήματα επιδοκιμασίας των αντρών για το χταπόδι με το κοφτό μακαρονάκι, κάθισε κοντά του, βαρέθηκε την ερμητική σιωπή του, πέταξε κάτι για τη δική του μαμά, μ' αρέσει να κόβω το κρέας μερίδες, έλεγε η κυρά-Δέσποινα, θεός σχωρέσ' την και, το δεξί χεράκι του αρνιού έχει πιο νόστιμο ψαχνό, καμία αντίδραση από τον άλλο, πού να βρω τώρα φράουλες κι αυτά τα κοριτσίστικα φρούτα που σ΄αρέσουνε, απολογήθηκε, στείλε μου αργότερα κάτι, τον καταδέχτηκε επιτέλους ο Αυγουστής με τον καινούργιο, το τόνισε αυτό και σηκώθηκε".
Saturday, July 14, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment