Μικέλα Χαρτουλάρη
1823. Ένα μόνιππο κατηφορίζει προς έναν κάμπο με ελιές. Μέσα, ο 25άρης Διονύσιος Σολωμός και η Μαρία Παπαγεωργοπούλου. Σκύβει να τη φιλήσει, αλλά την τελευταία στιγμή σταματάει. Γι΄ αυτήν θα γράψει λίγο αργότερα τη «Φαρμακωμένη».
1836. Ο Σολωμός έχει έρθει από την Κέρκυρα στη Ζάκυνθο για να υπερασπιστεί την περιουσία και τον τίτλο του στη δίκη που τον φέρνει αντιμέτωπο με τη μάνα και τον ετεροθαλή αδελφό του. Είναι το τελευταίο του ταξίδι στη γενέτειρά του και προσπαθεί να συναντήσει τον παλιό του φίλο Γιώργη Δε Ρώσση, Έπαρχο πια, προκειμένου να βολιδοσκοπήσει ποιους θα υποστηρίξει. «Είναι θυμωμένος μαζί σου. Λέει ότι χρησιμοποιείς τους ανθρώπους», του εκμυστηρεύεται η γυναίκα του...
Η ερωτική ιδιορρυθμία του Σολωμού, οι προσωπικές ανακολουθίες του με τους φίλους, η λατρεία της μάνας που μετατράπηκε σε απώθηση. Ο Σολωμός που εκφράζει την ανασφάλειά του στον Σπύρο Τρικούπη- «τα ελληνικά τα ξέρω ελάχιστα, πώς θα μπορούσα να γράψω κάτι καλό;»· ο Σολωμός που «αγοράζει λέξεις» στα καπηλειά· ο Σολωμός που τον φωνάζουν Νιόνιο, έφιππος ή γυμνός στη θάλασσα· ο Σολωμός με την παλάμη στην καρδιά μπροστά στον Φον Στάκελμπεργκ που θα του ζωγραφίσει το πορτρέτο, εξηγεί ότι κυνηγά να εκφράσει κάτι άγνωστο· ο Σολωμός στο δωμάτιό του με άδεια μπουκάλια κρασί· ο Σολωμός που προσπερνά τον Κάλβο με ένα νεύμα στην Κέρκυρα το 1848· ο Σολωμός με τον Μάντζαρο ο οποίος μελοποιεί τον «Ύμνο», αλλά του εκθειάζει τον «Πόρφυρα» κι ας μην έχει εθνικό θέμα. «Ο κόσμος πρέπει να μάθει ότι εθνικό πραγματικά είναι ό,τι είναι αληθινό», του απαντά ο 50άρης πια ποιητής, περνώντας από τα ιταλικά στα ελληνικά...
Ο Θανάσης Βαλτινός το δηλώνει ευθέως από τις πρώτες σελίδες αυτού του 13ου βιβλίου του. Δεν τον ενδιαφέρουν οι αρετές του εθνικού μας ποιητή, αλλά αυτά που αποφεύγουν να θίξουν οι μελετητές του: ο ναρκισσισμός του, η εμπάθειά του, η ευθιξία του, η φιλοδικία του, αλλά και η απελπισία του όταν παλεύει με τη γλώσσα, το πείσμα του, τα αδιέξοδά του. Αυτό το φοβερό «σκατά» που γράφει στα μουντζουρωμένα χαρτιά του με τις ιταλικές και ελληνικές παραλλαγές των ποιητικών του σπαραγμάτων...
Γι΄ αυτό και βασίστηκε στην Αλληλογραφία και στα Αυτόγραφα του Σολωμού: επειδή από εκεί προκύπτει ο ψυχισμός του...
Ως προς το περιεχόμενο λοιπόν, ο 76χρονος συγγραφέας μένει πιστός στο λογοτεχνικό του χαρακτηριστικό: την προσήλωση στη μαρτυρία (η συνάντηση με τον Κάλβο είναι από τις ελάχιστες αυθαιρεσίες του). Ως προς τη μορφή όμως, κάτι αλλάζει στα Άνθη της αβύσσου. Ο Βαλτινός πήρε το σενάριο που είχε γράψει το 1996 για την ταινία την οποία... δεν γύρισε τελικά ο Τώνης Λυκουρέσης, το ξανάγραψε κρατώντας την αποστασιοποιημένη και ασυγκίνητη γραφή του, πρόσθεσε κάποιες σκηνές- λ.χ. στο δικαστήριο- αφαίρεσε άλλες, κινηματογραφικής λογικής, και χρησιμοποίησε ως εισαγωγή μια (δημοσιευμένη το 2003) «επιστολή» του προς τον «Κόντε», η οποία υπογραμμίζει τη λοξή ματιά ενός σημερινού δημιουργού απέναντι στο εθνικό πρότυπο.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ελλειπτικό αφήγημα όπου κυριαρχούν οι διάλογοι. Μια προσωπογραφία γυμνή από θεωρίες και λογοτεχνικότητα, κατατεμαχισμένη σε 58 σκηνές που μάλλον υποβάλλουν παρά δηλώνουν τις ιδιορρυθμίες και το δράμα του Σολωμού κατά την περίοδο 1822-1848.
Φυσικά, δεν υπάρχει ολόκληρος ο Σολωμός εδώ. Δεν υπάρχει ο σατιρικός και σκωπτικός Σολωμός, δεν υπάρχουν οι κοινωνικοπολιτικές απόψεις του ούτε τα συμφραζόμενα της εποχής του, παρά μόνο νύξεις. Υπάρχουν οι φίλοι του, ο αδελφός του Δημήτρης ή ο δικηγόρος του Γαλβάνης, αλλά δεν υπάρχει ο μαθητής του Πολυλάς που τον «παρέδωσε«« στις επόμενες γενιές και η μάνα υπάρχει μόνο ως ανάμνηση ή ως τραύμα.
Όσο για το μαρτύριό του με τις λέξεις, αυτό δεν εικονοποιείται αλλά ανιχνεύεται σε λεπτομέρειες. Όσοι ξέρουν, λ.χ., θα αναγνωρίσουν τις ρίζες ενός στίχου του στα λόγια της αγρότισσας Τζωρτζίνας προς τον αμαξά: «Πήγαινε πες του να κόψει το νερό στη μάνα του, να το μπάσει στο περβόλι»...
Τα Άνθη της αβύσσου απευθύνονται λοιπόν στον υποψιασμένο αναγνώστη και λειτουργούν μάλλον σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις που τον ερεθίζουν, παρά σαν παραμύθι που τον συνεπαίρνει.
1823. Ένα μόνιππο κατηφορίζει προς έναν κάμπο με ελιές. Μέσα, ο 25άρης Διονύσιος Σολωμός και η Μαρία Παπαγεωργοπούλου. Σκύβει να τη φιλήσει, αλλά την τελευταία στιγμή σταματάει. Γι΄ αυτήν θα γράψει λίγο αργότερα τη «Φαρμακωμένη».
1836. Ο Σολωμός έχει έρθει από την Κέρκυρα στη Ζάκυνθο για να υπερασπιστεί την περιουσία και τον τίτλο του στη δίκη που τον φέρνει αντιμέτωπο με τη μάνα και τον ετεροθαλή αδελφό του. Είναι το τελευταίο του ταξίδι στη γενέτειρά του και προσπαθεί να συναντήσει τον παλιό του φίλο Γιώργη Δε Ρώσση, Έπαρχο πια, προκειμένου να βολιδοσκοπήσει ποιους θα υποστηρίξει. «Είναι θυμωμένος μαζί σου. Λέει ότι χρησιμοποιείς τους ανθρώπους», του εκμυστηρεύεται η γυναίκα του...
Η ερωτική ιδιορρυθμία του Σολωμού, οι προσωπικές ανακολουθίες του με τους φίλους, η λατρεία της μάνας που μετατράπηκε σε απώθηση. Ο Σολωμός που εκφράζει την ανασφάλειά του στον Σπύρο Τρικούπη- «τα ελληνικά τα ξέρω ελάχιστα, πώς θα μπορούσα να γράψω κάτι καλό;»· ο Σολωμός που «αγοράζει λέξεις» στα καπηλειά· ο Σολωμός που τον φωνάζουν Νιόνιο, έφιππος ή γυμνός στη θάλασσα· ο Σολωμός με την παλάμη στην καρδιά μπροστά στον Φον Στάκελμπεργκ που θα του ζωγραφίσει το πορτρέτο, εξηγεί ότι κυνηγά να εκφράσει κάτι άγνωστο· ο Σολωμός στο δωμάτιό του με άδεια μπουκάλια κρασί· ο Σολωμός που προσπερνά τον Κάλβο με ένα νεύμα στην Κέρκυρα το 1848· ο Σολωμός με τον Μάντζαρο ο οποίος μελοποιεί τον «Ύμνο», αλλά του εκθειάζει τον «Πόρφυρα» κι ας μην έχει εθνικό θέμα. «Ο κόσμος πρέπει να μάθει ότι εθνικό πραγματικά είναι ό,τι είναι αληθινό», του απαντά ο 50άρης πια ποιητής, περνώντας από τα ιταλικά στα ελληνικά...
Ο Θανάσης Βαλτινός το δηλώνει ευθέως από τις πρώτες σελίδες αυτού του 13ου βιβλίου του. Δεν τον ενδιαφέρουν οι αρετές του εθνικού μας ποιητή, αλλά αυτά που αποφεύγουν να θίξουν οι μελετητές του: ο ναρκισσισμός του, η εμπάθειά του, η ευθιξία του, η φιλοδικία του, αλλά και η απελπισία του όταν παλεύει με τη γλώσσα, το πείσμα του, τα αδιέξοδά του. Αυτό το φοβερό «σκατά» που γράφει στα μουντζουρωμένα χαρτιά του με τις ιταλικές και ελληνικές παραλλαγές των ποιητικών του σπαραγμάτων...
Γι΄ αυτό και βασίστηκε στην Αλληλογραφία και στα Αυτόγραφα του Σολωμού: επειδή από εκεί προκύπτει ο ψυχισμός του...
Ως προς το περιεχόμενο λοιπόν, ο 76χρονος συγγραφέας μένει πιστός στο λογοτεχνικό του χαρακτηριστικό: την προσήλωση στη μαρτυρία (η συνάντηση με τον Κάλβο είναι από τις ελάχιστες αυθαιρεσίες του). Ως προς τη μορφή όμως, κάτι αλλάζει στα Άνθη της αβύσσου. Ο Βαλτινός πήρε το σενάριο που είχε γράψει το 1996 για την ταινία την οποία... δεν γύρισε τελικά ο Τώνης Λυκουρέσης, το ξανάγραψε κρατώντας την αποστασιοποιημένη και ασυγκίνητη γραφή του, πρόσθεσε κάποιες σκηνές- λ.χ. στο δικαστήριο- αφαίρεσε άλλες, κινηματογραφικής λογικής, και χρησιμοποίησε ως εισαγωγή μια (δημοσιευμένη το 2003) «επιστολή» του προς τον «Κόντε», η οποία υπογραμμίζει τη λοξή ματιά ενός σημερινού δημιουργού απέναντι στο εθνικό πρότυπο.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ελλειπτικό αφήγημα όπου κυριαρχούν οι διάλογοι. Μια προσωπογραφία γυμνή από θεωρίες και λογοτεχνικότητα, κατατεμαχισμένη σε 58 σκηνές που μάλλον υποβάλλουν παρά δηλώνουν τις ιδιορρυθμίες και το δράμα του Σολωμού κατά την περίοδο 1822-1848.
Φυσικά, δεν υπάρχει ολόκληρος ο Σολωμός εδώ. Δεν υπάρχει ο σατιρικός και σκωπτικός Σολωμός, δεν υπάρχουν οι κοινωνικοπολιτικές απόψεις του ούτε τα συμφραζόμενα της εποχής του, παρά μόνο νύξεις. Υπάρχουν οι φίλοι του, ο αδελφός του Δημήτρης ή ο δικηγόρος του Γαλβάνης, αλλά δεν υπάρχει ο μαθητής του Πολυλάς που τον «παρέδωσε«« στις επόμενες γενιές και η μάνα υπάρχει μόνο ως ανάμνηση ή ως τραύμα.
Όσο για το μαρτύριό του με τις λέξεις, αυτό δεν εικονοποιείται αλλά ανιχνεύεται σε λεπτομέρειες. Όσοι ξέρουν, λ.χ., θα αναγνωρίσουν τις ρίζες ενός στίχου του στα λόγια της αγρότισσας Τζωρτζίνας προς τον αμαξά: «Πήγαινε πες του να κόψει το νερό στη μάνα του, να το μπάσει στο περβόλι»...
Τα Άνθη της αβύσσου απευθύνονται λοιπόν στον υποψιασμένο αναγνώστη και λειτουργούν μάλλον σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις που τον ερεθίζουν, παρά σαν παραμύθι που τον συνεπαίρνει.
1 comment:
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι έχουν διαγραμμένες λέξεις και στο πλαϊ "σκατά!".
Έτυχε να μεταφράφω πρόσφατα το κείμενο του Τζιοβάνι Σάλαμον, περί του τι συνέβη (από τη δική του σκοπιά), μια συμπάθεια την έχει προς το Διονύσιο (που φαίνεται πως έκανε τα πάντα για να μη χάσει το αριστοκρατιλίκι...)
Είχε και μεγάλη αδυναμία στη μάνα του ο ΔΙονύσιος. Την εποχή που κρυβόταν στη Ζάκυνθο, τον πήγαιναν κρυφά και τη συναντούσε, όπου "το δύστυχο παιδί κρεμόταν από το λαιμό της απαρηγόρητο"..
εκτός από εθνικό πρότυπο, σίγουρα ήταν άνθρωπος με υπέροχα πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. ΑΙνιγματική προσωπικότητα, και καθόλα εκλυστική.
πολύ μου αρέσει πάντως το πόστ. πάρα πολύ.
Post a Comment