Θα μπορούσαμε και να παρεξηγηθούμε επειδή στις τελευταίες αναρτήσεις παίζουμε συνέχεια Κούρτοβικ. Μοιάζει σαν μια συνεχής επιδημική προβολή του κριτικού με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του.
Ωστόσο, επιλέγουμε αυτά τα καθαρά κριτικά κείμενα για συγκεκριμένα ευπρόβλητα βιβλία έναντι άλλων που έχουν την τάση να εκθειάζουν ανύπαρκτες καλωσύνες.
Τέλος, για το βιβλίο του κ. Κούρτοβικ δεν θα αναρτηθεί κάτι στο ιστολόγιο, καθώς πιστεύουε πως πρόκειται για ένα παρωχημένο μοντέλο μυθιστορήματος, που θα είχε γραφεί πολύ καλύτερα απο την Πηνελόπη Δέλτα εδώ κι έναν αιώνα περίπου.
Με όλο το σεβασμό προς το πρόσωπό του, ίσως ο κ. Κούρτοβικ θα πρέπει να εντρυφήσει στην κριτική του περισσότερο και ν’ αφήσει τη δημιουργική γραφή. Δεν έχει τίποτε νέο να προσθέσει στην ελληνική μυθιστοριογραφία.
Το Κατοικίδιο
Και με το Θεό και με το Μαμμωνά
Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Χωρίς να διακωμωδεί τον αγιορείτικο μοναχισμό, ο Βασίλης Αλεξάκης τάσσεται υπέρ της αρχαίας ελληνικής σκέψης, στην αντιπαράθεσή της με το κλειστό διανοητικό σύμπαν της βυζαντινορθόδοξης πίστης και υπογράφει ένα μυθιστόρημα ευπρόσιτο, φιλόξενο προς τον αναγνώστη, με τις νοηματικές αποχρώσεις του χωνεμένες σ΄ έναν απλό αφηγηματικό καμβά
Αναγνωρίζεις αμέσως τη σφραγίδα του έμπειρου ΄Ελληνα συγγραφέα που έχει ζήσει σε κοσμοπολίτικο περιβάλλον και έχει μάθει να συνομιλεί με ένα κοινό ευρύτερο από το ελληνόφωνο. Την αναγνωρίζεις στην ακομπλεξάριστη γραφή (χωρίς εκείνες τις λογοτεχνίζουσες τζιριτζάντζουλες που είναι σύμπτωμα του επαρχιωτισμού και όχι υπέρβασή του), στην καθαρή ματιά (καθαρή, επειδή έχει μέτρο σύγκρισης και γι΄ αυτό βλέπει τα πράγματα στις σωστές διαστάσεις τους, αντί μέσα από την ιμπρεσιονιστική θολούρα της εθνοκεντρικής φαντασίας), στην πυκνότητα του λόγου (που αναζητεί την πειστικότητα στο βάρος των λέξεων και όχι στο πλήθος ή στο «μαγικό» κουδούνισμά τους). Το μυθιστόρημα του Αλεξάκη σε κερδίζει γιατί είναι ευπρόσιτο, φιλόξενο προς τον αναγνώστη, με τις νοηματικές αποχρώσεις του χωνεμένες σ΄ έναν απλό αφηγηματικό καμβά. Κινείται με ευλυγισία ακροβάτη σ΄ ένα θε ματικό πεδίο γεμάτο παγίδες και, παρόλο που ο χαρακτήρας του είναι περισσότερο δοκιμιακός παρά μυθοπλαστικός, υποστηρίζει τα νοήματά του με ζωηρές, εμβληματικές εικόνες αντί με αφηρημένα σχήματα. Η πιο επικίνδυνη παγίδα που παραμόνευε τον συγγραφέα ήταν η αφ΄ υψηλού στάση απέναντι στο θέμα του, η εύκολη διακωμώδηση ή στηλίτευση του αγιορείτικου μοναχισμού (εύκολη, επειδή διαλέγει να πορευτεί σ΄ έναν δρόμο ανοιγμένο από άλλους και χιλιοπερπατημένο). Ο Αλεξάκης την απέφυγε αυτή την παγίδα κρατώντας χαμηλούς τόνους, μέσω της κατασκευής του ήρωά του: ενός φοιτητή της αρχαίας ιστορίας, αθώου και κάπως αφελούς, ο οποίος επιφορτίζεται από τη σπιτονοικοκυρά του, μια ηλικιωμένη αρχοντογυναίκα, να αναζητήσει στον ΄Αθω τον αδελφό της, που έφυγε πριν από μισόν αιώνα για να καλογερέψει εκεί και δεν ξανάδωσε σημεία ζωής, εκτός από μια κάρτα. ΄Ετσι, ο νεαρός ήρωας βρίσκεται ξαφνικά ανάμεσα σε δύο κόσμους: από τη μια το αντικείμενο των σπουδών του, η αρχαία Ελλάδα, που τον ελκύει με τη βιοχάρεια και την ανήσυχη φιλοσοφική σκέψη της, από την άλλη ο βυζαντινός, ειδικότερα ο αθωνικός ευσεβισμός, μια terra incognita, για την οποία προσπαθεί να μάθει όσο μπορεί περισσότερα, πριν επισκεφθεί το ΄Αγιον ΄Ορος για να διεκπεραιώσει την αποστολή του. Αυτό το δίπολο ερεθισμάτων ενισχύεται από το οικογενειακό περιβάλλον του ήρωα: ο πράος πατέρας του, αν και απλός εργάτης, ενδιαφέρεται για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και είναι γενικά ένας σκεπτικιστής, ενώ η υπερδραστήρια και ισχυρογνώμων μητέρα του είναι θρησκομανής. Ο γιος επικοινωνεί καλύτερα με τον πατέρα του, αλλά θαυμάζει κατά βάθος την ενεργητικότητα και την αντοχή της μητέρας του. Ο ήρωάς μας θα φτάσει στο ΄Αγιον ΄Ορος αφού συλλέξει από τα διαβάσματά του και κυρίως από τις συζητήσεις του με διάφορα πρόσωπα ένα πλήθος πληροφορίες και γνώμες για την αθωνική κοινότητα- άλλες από αυτές ενθουσιώδεις, άλλες απαξιωτικές και άλλες παράξενα αντιφατικές. Τα όσα θα ζήσει εκεί- ευτράπελα, γκροτέσκα, θαυμαστά, θλιβερά, εξοργιστικά- θα επιβεβαιώσουν αυτό που είχε προαναγγελθεί με πολλούς τρόπους κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών του για το ταξίδι, αλλά και της ίδιας της πορείας του προς την «κιβωτό της Ορθοδοξίας»: ότι η αθωνική πολιτεία είναι μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, ένα κράμα δεισιδαιμονίας και επιχειρηματικού δαιμόνιου, θρησκευτικού φανατισμού και χυδαίου ματεριαλισμού, μεγαλομανίας και μιζέριας, πουριτανισμού και ελευθεριότητας. Η ελληνική θρησκευτικότητα δεν έχει κανένα πνευματικό περιεχόμενο και κανένας δεν της ζητάει να έχει. Είναι ένα άδειο κέλυφος, που για τους πιστούς έχει αξία ακριβώς ως τέτοιο: ένα απολίθωμα με συμβολική λειτουργία, ένα ιδεόγραμμα που δεν χρειάζεται αποκρυπτογράφηση, αφού παριστάνει από μόνο του την εθνική ψυχή και τον δεσμό με το λαμπρό βυζαντινό παρελθόν. Πουθενά στο βιβλίο δεν αναδεικνύεται αυτό τόσο ανάγλυφα όσο στη συζήτηση του ήρωα με έναν Ελληναρά νοικοκύρη στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος περιγράφει λεπτομερώς και ανενδοίαστα την υποκρισία, τη φιλοχρηματία και τις κομπίνες των Αθωνιτών, αλλά τα θεωρεί όλα αυτά ασήμαντα μπροστά στον ρόλο τους ως προπύργιου του Ελληνισμού ενάντια στη Δύση και τον Πάπα. Από την άλλη, ο ήρωάς μας διαπιστώνει ιδίοις όμμασιν αυτό που του είπε ένας Γάλλος αρχαιολόγος: ότι «οι ορθόδοξοι παπάδες είναι πιο κεφάτοι από τους καθολικούς, δεν έχουν τόσες ενοχές, τόσες τύψεις, γελάνε ευκολότερα». Το στοιχείο της παιδικότητας στη συμπεριφορά των Αθωνιτών, που ίσως διασώζει κάτι από τις καλές πλευρές του ελληνικού τρόπου ζωής, προβάλλει με ιδιαίτερα χαρακτηριστική μορφή στο επεισόδιο με τον καλόγερο που, για να διασκεδάσει τη μοναξιά του, έχει επινοήσει ένα παιχνίδι: να χαιρετάει τα στρατιωτικά αεροπλάνα ανεμίζοντας μια τεράστια βυζαντινή σημαία και εκείνα να τον αντιχαιρετούν με μια βουτιά στον αέρα. Ο νεαρός φοιτητής τα καταγράφει όλα αυτά χωρίς σχόλια. Οι αντιφατικές εικόνες που παρατηρεί τον σαστίζουν, αλλά, σαν παιδί και ο ίδιος, αμήχανο και γεμάτο περιέργεια, αφήνεται στις εντυπώσεις του χωρίς να επιχειρεί αμέσως να τις οργανώσει λογικά, διατηρώντας ωστόσο μια εφεκτική στάση, μια διακριτική απόσταση από όσα διαδραματίζονται γύρω του. Θα εκραγεί- με αποτέλεσμα το οδοιπορικό του στο ΄Ορος να τελειώσει δραματικά- μόνον όταν ένας αγιογράφος μοναχός τον πληροφορήσει, εντελώς αδιάφορα, ότι τα φύλλα χρυσού με τα οποία ντύνει τα εικονίσματά του προέρχονται από κτερίσματα αρχαίων τάφων της περιοχής. Είναι το σημείο όπου η ασυμφιλίωτη αντίθεση ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον αρχαιοελληνικό και τον βυζαντινορθόδοξο, γίνεται για τον ήρωα από θεωρητική γνώση, ή ίσως ακόμη και μετέωρο ερώτημα, άμεσο βίωμα. Λίγο πριν από αυτό το περιστατικό, έχει καταφέρει να ανακαλύψει το πρόσωπο που αναζητούσε. Η συνάντηση μαζί του είναι η εκπληκτικότερη σκηνή του μυθιστορήματος, γιατί, αντίθετα από αυτό που υπαγορεύει η λογοτεχνική παράδοση σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, εδώ έχουμε μια συγκλονιστική αντικλίμακα, έναν μελαγχολικό, αλλά έξοχα δοσμένο λογοτεχνικά θρίαμβο της ανθρώπινης φθαρτότητας, και γενικά της εντροπίας, πάνω στη μεταφυσική σύλληψη του κόσμου που (υποτίθεται ότι) αντιπροσωπεύει ο μοναχισμός. Η τελευταία, ονειρική σκηνή του μυθιστορήματος είναι εξίσου υποβλητική, αλλά προς διαφορετική κατεύθυνση. Σε μια ανάδρομη κίνηση στον χρόνο, ο φοιτητής επιστρέφει από το ΄Αγιον ΄Ορος γερασμένος, κυριολεκτικά γέρος, και συναντάει την εντολοδότριά του σε μια περασμένη ηλικία της, δροσερό κορίτσι ακόμα. Η πολλή γνώση και σοφία μπορεί να κουράσουν τον άνθρωπο, να τον γεράσουν πρόωρα- και ο ήρωάς μας έμαθε πολλά, υπερβολικά πολλά, στη σύντομη διάρκεια του ταξιδιού του. Είναι η επιθυμία της γνώσης και της σοφίας, η ανήσυχη αναζήτησή τους, που χαρίζουν νεανικότητα. Και αυτό, ως λογοτεχνική μεταφορά, αποτελεί ίσως το ισχυρότερο επιχείρημα του Αλεξάκη υπέρ της αρχαίας ελληνικής σκέψης, στην αντιπαράθεσή της με το κλειστό διανοητικό σύμπαν της βυζαντινορθόδοξης πίστης. Η αθωνική πολιτεία, όπως την παρουσιάζει ο Αλεξάκης, είναι μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας, ένα κράμα δεισιδαιμονίας και επιχειρηματικού δαιμόνιου, θρησκευτικού φανατισμού και χυδαίου ματεριαλισμού, μεγαλομανίας και μιζέριας, πουριτανισμού και ελευθεριότητας, αλλά οι ορθόδοξοι παπάδες είναι πιο κεφάτοι από τους καθολικούς, δεν έχουν τόσες ενοχές, τόσες τύψεις .
Sunday, April 6, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
ε ΄οχι βρε παιδιά άλλο κούρτοβικκαι αλεξάκη. Ήμαρτον. Όχι άλλο σας παρακαλούμε. Κι αυτό το "Χωρίς να διακωμωδεί τον αγιορείτικο μοναχισμό, ο Βασίλης Αλεξάκης τάσσεται υπέρ της αρχαίας ελληνικής σκέψης, στην αντιπαράθεσή της με το κλειστό διανοητικό σύμπαν της βυζαντινορθόδοξης πίστης" τι το Θέλατε;
Όσο για τοποια βιβλίακάνουν αίσθηση, είναι αυτ΄απου συμβαδίζουν με την εποχή και τις δημόσιες σχέσεις των εκδοτών. Κι αν η εποχή μας χαρακτηρίζεται τρελή, βιαστική,αποθεωτική του εφήμερου ή αθεΙστική κι όπως άλλιώς, έχει τα βιβλία που πηγαίνουν χεράκι χεράκι μαζί της. Τα βιβλία που της ταιριάζουν δηλαδή.
Αποκωδικοποίηση....: ψυχής, σιωπής, θρησκειών, μυθολογιών,...
Σχηματοποίηση λόγου ("ποιημάτων" μου), θεογονία, κοσμογονία,...
Γεια....
URL : wwww.siopi.gr
Post a Comment