Μου άρεσε το Μπριγιόλ του Δημήτρη Χατζόπουλου παρα το γεγονός πως πάσχει απο το σύνδρομο της αδεξιότητας του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα.
Ο Χατζόπουλος καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο σε όλη τη διαδρομή του έργου του με απλό και άμεσο λόγο χωρις φιοριτούρες και παραφορές. Ενα μυθιστόρημα που θίγει την πρώιμη ανάγνώριση της αγορίστικης ομοφιλοφυλίας .
Το Κατοικίδιο
Απο το μπλόγκ του Δημήτρη Αθηνάκη
Η εξέταση με μικροσκόπιο ενός εφήβου που βήμα-βήμα ανακαλύπτει τη σεξουαλική του ταυτότητα και βυθίζεται όλο και περισσότερο σ’ έναν έρωτα που προκύπτει μετά από αυτήν, είναι το κέντρο της ιστορίας του «Μπριγιόλ». Ο Δημήτρης Χατζόπουλος, με μια νοσταλγική όσο και ρομαντική διάθεση, διηγείται μια ιστορία γραμμική που η εξέλιξή της μοιάζει να εξυπηρετεί ένα και μόνο σκοπό: την ελευθερία απ’ οποιοδήποτε μονομανές πάθος.
Ο Δημήτρης, δευτερότοκος γιος μιας μικροαστικής οικογένειας της Πάτρας, με όλα τα μικροαστικά κατάλοιπα που μπορεί κανείς να έχει κατά νου, περνά μια ιδιάζουσα όσο και τραχεία εφηβεία, μ’ έναν πατέρα απόντα, μια μάνα καταπιεστική κι έναν αδερφό που όλοι ασχολούνται μ’ αυτόν. Γνωρίζει, όμως, τον Δημήτρη, ένα χρόνο μικρότερό του, στο σχολείο, και από κει ξεκινούν όλα. Ένας ματαιωμένος έρωτας μεταξύ των δύο αγοριών καθώς και μια ψυχική παράνοια βρίσκουν χώρο κι εγκαθίστανται στην ψυχή του πρώτου Δημήτρη και τον ακολουθούν μέχρι τη λήξη των σχολικών χρόνων καθώς και τα πανεπιστημιακά χρόνια στην Αθήνα. Μέχρι, εν τέλει, την αποκοπή από όλα όσα κατέτρυχαν τους χαρακτήρες, είτε μέσω της αναχώρησης (ο δεύτερος Δημήτρης περνά κάποιο χρόνο στο Άγιο Όρος) είτε μέσω της πλήρους παραίτησης και εκ αναγέννησης που τολμά ο πρώτος Δημήτρης.
Ο μόνος λόγος που μπορώ να φανταστώ ότι ο Χατζόπουλος χρησιμοποίησε δύο ίδια ονόματα για τους ήρωές του, είναι γιατί ήθελε, μ’ έναν προφανή συμβολισμό να καταδείξει το αντικαθρέφτισμα του ενός χαρακτήρα στον άλλο. Με λίγα λόγια, χρησιμοποίησε αυτό το τέχνασμα προκειμένου να μπορέσει μ’ αυτό να δηλώσει ότι αυτό που χαρακτηριζόταν ως έλλειψη στον έναν Δημήτρη, μπορούσε να βρει το συμπλήρωμά του στον άλλον. Σοφόν το σαφές.
Όσον αφορά τώρα την ίδια την ιστορία, η ένσταση που μπορεί να εγερθεί σχετίζεται με το χτίσιμο των χαρακτήρων. Μοιάζει ο συγγραφέας τού «Μπριγιόλ» με μια ευκολία και εξ απαλών ονύχων να περιγράφει όλα τα πρόσωπα με μια διάθεση παραίτησης, ομοιαζόντων εν πολλοίς αντιδράσεων και επίπεδων σκέψεων. Αυτό, κατά κανόνα, στη λογοτεχνία δεν αποτελεί καταρχήν πρόβλημα. Ωστόσο, πολλές φορές καταδεικνύει μια εμμονή σε κλισέ χαρακτήρες που δεν ξεπερνούν το κοινώς λεγόμενον ούτε, φυσικά, τον κοινό νου.
Κοντολογίς, ο Χατζόπουλος έχει αποφασίσει να αναπαραγάγει χωρίς έντονη προσωπική πινελιά τα πρότυπα που ισχύουν και που ο περισσότερος κόσμος έχει στο μυαλό του για τους ομοφυλόφιλους, άντρες ή γυναίκες, οδηγώντας τον αναγνώστη να σκεφτεί, με τον τρόπο που έχει επιλέξει να χτίσει το μυθιστόρημά του, ότι η ανακάλυψη της σεξουαλικής ταυτότητας του καθενός και της καθεμιάς μας, τείνει να γίνει εξ αιτίας και εξ ανάγκης αποκλειστικά του καταπιεστικού ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος. Κάτι που αποτελεί, μεταξύ άλλων, μονομέρεια. Εντούτοις, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μια οπτική που ο συγγραφέας επέλεξε να παρουσιάσει.
Ωστόσο, το «Μπριγιόλ» τολμά να μιλήσει για ένα θέμα με εξομολογητική διάθεση και με μια χροιά που αγγίζει τα όρια της προσωπικής μαρτυρίας. Είναι ένα κείμενο που δεν μπλοφάρει και στα σίγουρα δεν έχει γραφτεί για να πει μιαν ιστορία «απ’ έξω» ή «απ’ τα κάτω». Ο Χατζόπουλος, με λίγα λόγια, συνθέτει μιαν αφήγηση που δεν κρύβεται πίσω από κανένα δάχτυλο, που δε φοβάται καθόλου να θέσει επί τάπητος θέματα που αφορούν την ταυτότητα, τον έξω και το μέσα κόσμο που διατηρείται, κατά κανόνα, στο πλαίσιο του απόλυτου ρεαλισμού χωρίς ούτε μια στάλα πέρα απ’ την περιβάλλουσα πραγματικότητα. Κάτι που, φαινομενικά, δεν ήταν, επιπλέον, καν στις προθέσεις του συγγραφέα.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι παρά την ερωτική σχέση και σχέση πάθους μεταξύ των δύο ομόφυλων εφήβων, το «Μπριγιόλ» δεν επικεντρώνεται σ’ αυτό, παρότι φαντάζει να ήθελε να πετύχει το αντίθετο. Όπως προαναφέρθηκε, τολμά να μιλήσει, απ’ την άλλη όμως, δεν προχωρά εις βάθος στις όποιες «ιδιαιτερότητες» θα μπορούσε κανείς να βρει, κάνοντας, έτσι, το μυθιστόρημα μιαν ακόμη ερωτική ιστορία, φυσιολογική και καθημερινή. Αυτό αποτελεί αρετή για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, μιας και τάσσει το πλαίσιο των αφηγηματικών του προθέσεων στην υπερπήδηση, την απονοηματοδότηση και τη διαγραφή εννοιών όπως «ιδιαίτερος», «ιδιαιτερότητα» κ.λπ., αποφεύγοντας, έτσι, το σκληροπυρηνικό ή συνδικαλιστικό μανιφεστάρισμα της μιας ή της άλλης πλευράς.
Όλα, όμως, εξαντλούνται εκεί. Δεν πρέπει ο αναγνώστης να περιμένει αποκαλύψεις, λογοτεχνικές ή ενδοκειμενικές, δεν πρέπει να αναμένει στοχασμούς εις βάθος. Μπορεί, όμως, να αναλογιστεί επιτέλους, ότι, δυστυχώς, για κάποιους καλλιτέχνες οποιασδήποτε μορφής τέχνης, ο ομοφυλόφιλος ερωτισμός δεν εντοπίζεται πάντα μεταξύ συγγραφέων, ηθοποιών, διανοουμένων ή όποιων άλλων εστέτ χαρακτήρων.
Ο ερωτισμός, αφενός, είναι ένας και, αφετέρου, ανήκει σε όλους.
Ας το δεχτούμε.
[κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική]
[Ο Δημήτρης Χατζόπουλος είναι εδώ και πολλά χρόνια ραδιοφωνικός παραγωγός. Το «Μπριγιόλ» είναι το πρώτο του βιβλίο]
Thursday, July 10, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment