Sunday, September 30, 2007

Η Χαμένη αίγλη των εκθέσεων βιβλίου

Καθημερινή της Κυριακής

Της Ολγας Σελλα

Τι συμβαίνει στις εκθέσεις βιβλίου; Ποια γεγονότα δημιουργούν; Πώς παρεμβαίνουν στην πολιτιστική ζωή της πόλης; Οι απαντήσεις θα μπορούσαν να καταλάβουν πολλές γραμμές: αν συνέβαινε κάτι στις εκθέσεις βιβλίου· αν δημιουργούσαν γεγονότα· αν παρενέβαιναν στην πολιτιστική ζωή της Αθήνας। Ομως, ιδίως τα τελευταία χρόνια, οι βόλτες στις δύο, ετησίως, εκθέσεις βιβλίου, που διοργανώνουν οι δύο συνδικαλιστικοί σύλλογοι των εκδοτών θυμίζουν επιβεβλημένη επίσκεψη σε ονομαστική γιορτή συγγενούς.

Οι εκδοτικοί οίκοι (γνωστοί και άγνωστοι, ενεργοί και ανενεργοί) παραταγμένοι είτε σε παραλληλόγραμμα είτε σε κυκλικά περίπτερα, απλώνουν τους τίτλους τους, δίνοντας έμφαση στα γνωστά τους βιβλία και στα γνωστά τους ονόματα। Οι επισκέπτες ξεφυλλίζουν, ψωνίζουν και συνεχίζουν τον περίπατό τους.

Οι εκθέσεις βιβλίου στην Ελλάδα έχουν πάψει να επικοινωνούν με τις άλλες τέχνες, έχουν πάψει να εκπλήσσουν, να προκαλούν, να προτείνουν। Δεν πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο. Ισα ίσα. Στο εξωτερικό, υπάρχουν πολλές εκθέσεις βιβλίου που είναι ζωντανές, δημιουργικές, παρεμβατικές. Που συνομιλούν με τις άλλες τέχνες και παρακολουθούν τις αλλαγές στις πολιτισμικές εκφράσεις και αναζητήσεις. Στην Ελλάδα, το πλαίσιο των εκθέσεων βιβλίου έχει καθηλωθεί στην αισθητική των υπαίθριων εκδηλώσεων τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Υπάρχουν περιθώρια αλλαγής; Μπορούν να γίνουν διαφορετικές οι εκθέσεις βιβλίου; Και προς ποια κατεύθυνση; Τρεις εκδότες και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοπωλών παίρνουν θέση.

Ολα ξεκίνησαν πριν από τριάντα περίπου χρόνια στην Κηφισιά। Εκεί έγινε η πρώτη Εκθεση Βιβλίου στην Αθήνα με διοργανωτή τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών (ΣΕΒΑ). Η «συγκατοίκηση» με την Ανθοκομική της Κηφισιάς δημιούργησε αλλοιώσεις στα περίπτερα, που δεν μπορούσαν πια να φιλοξενήσουν βιβλία και η Εκθεση κατηφόρισε προς το κέντρο. Πρώτη στάση το Ζάππειο.

Σύγχυση
Στο μεταξύ ο έτερος σύλλογος των εκδοτών, ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (ΣΕΚΒ) έκανε ταυτόχρονα τις δικές του ξεχωριστές εκθέσεις (τα πρώτα χρόνια σε πόλεις της περιφέρειας), ώσπου εγκαταστάθηκε στο Πεδίον του Αρεως। Τότε άρχισε να διοργανώνει, ως ιδιωτικός φορέας, και ο εκδότης Ηλίας Μπουκουμάνης τις εκθέσεις βιβλίου στο Ζάππειο, μπερδεύοντας το κοινό και πολλαπλασιάζοντας τα υπαίθρια βιβλιοπωλεία στο κέντρο της πόλης. Ο ΣΕΒΑ αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Πεδίον του Αρεως. Εκεί άραξαν για τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι εκθέσεις βιβλίου, δύο ετησίως, μία εαρινή και μία φθινοπωρινή, ίδιες και διαφορετικές κάθε φορά, ακολουθώντας πιστά την μεταπολιτευτικής φεστιβαλικής λογικής αντίληψη για τις υπαίθριες γιορτές και εκδηλώσεις.

Τα χρόνια πέρασαν। Από τις δύο ετήσιες εκθέσεις βιβλίου που διοργανώνουν τα δύο συνδικαλιστικά σωματεία εκδοτών (τα οποία άλλες φορές επέδειξαν ευγενή άμιλλα και άλλες λειτούργησαν ανταγωνιστικά) πέρασαν πολλοί συγγραφείς, πολλοί τίτλοι, πολλές εκδηλώσεις, άλλες ενδιαφέρουσες, άλλες αδιάφορες. Υπήρχαν φορές που επιχειρήθηκαν ανοίγματα, που έγιναν προσπάθειες η έκθεση βιβλίου να μην έχει μονομερώς εμπορικό χαρακτήρα, αλλά να εντάξει εκδηλώσεις πολιτισμού στη διάρκειά της. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου άρχισε να μετέχει στη συνδιοργάνωση, οπότε στη διάρκεια των εκθέσεων φιλοξενήθηκαν μουσικές, θεατρικές και κινηματογραφικές εκδηλώσεις.


Περίπατος
Οπως και να ήταν τα πράγματα, στο κοινό της Αθήνας άρεσε να κάνει έναν βιβλιοφιλικό περίπατο είτε στην Κηφισιά είτε στο Ζάππειο είτε στο Πεδίον του Αρεως είτε στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Εκεί, στο φιλέτο της Αθήνας, μετακινήθηκαν οι εκδότες, όταν το Πεδίον του Αρεως έκλεισε για να... αναμορφωθεί. Αντ’ αυτού, μεταμορφώθηκαν –επί τα χείρω– οι εκθέσεις βιβλίου, αφού οι περιορισμοί της Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου περιόρισαν την έκταση και τις εγκαταστάσεις των εκθέσεων βιβλίου. Ταυτόχρονα περιορίστηκε και η δημιουργική φαντασία των εκδοτών. Τι έμεινε; Η βιβλιοπαραγωγή της χρονιάς απλωμένη στους πάγκους των μακρόστενων ή των κυκλικών (φέτος) περιπτέρων, με έμφαση στα μπεστ σέλερ, μια εκδήλωση συνδικαλιστικού φορέα την οποία το υπουργείο Πολιτισμού ενισχύει με το διόλου ευκαταφρόνητο ποσόν των 40 - 50 χιλιάδων ευρώ κάθε φορά. Οσο για τον συνδιοργανωτή Δήμο Αθηναίων, «καταβάλλει» τη συμμετοχή του σε υπηρεσίες, αξίας περίπου 10 - 12 χιλ. ευρώ.
Εχουν νόημα, το 2007, τέτοιου είδους εκθέσεις; Θα είχαν άλλο περιεχόμενο αν έφευγαν από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου; Είναι κοινό μυστικό ότι η πλειοψηφία των εκδοτών έχει απομακρυνθεί από τα συνδικαλιστικά τους σωματεία, τα οποία «έχουν την οργάνωση του 1970», όπως λέει ένας εκδότης που γνωρίζει πολύ καλά το χώρο. Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοπωλών (ΠΟΕΒ) και επί πολλά χρόνια πρόεδρος του ΣΕΒΑ, Μάκης Παντελέσκος, είναι ειλικρινής: «Ολα γίνονται την τελευταία στιγμή. Οχι μόνο από τους διοργανωτές, αλλά και από τους δημόσιους φορείς, που στηρίζουν το θεσμό. Πιστεύω ότι πρέπει να περιοριστεί η διάρκεια των εκθέσεων. Οσο για το χώρο: η Αποστόλου Παύλου, η Ερμού χαμηλά προς το Γκάζι και η αψίδα στο ΟΑΚΑ είναι τρεις περιοχές που μπορούν να φιλοξενήσουν και το βιβλίο και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις».
Οι εκθέσεις βιβλίου των πρώτων δεκαετιών μετά τη μεταπολίτευση γίνονταν σε μια διαφορετική κοινωνική συγκυρία: τα βιβλιοπωλεία ήταν πολύ λιγότερα και οι εκδότες παρουσίαζαν στις εκθέσεις το σύνολο των τίτλων τους και ενημέρωναν το κοινό। Οι επισκέπτες έβρισκαν παλαιότερους τίτλους, αγόραζαν με έκπτωση (τότε δεν υπήρχε η ενιαία τιμή), ενημερώνονταν. Σήμερα, κανένας δεν περιμένει τις εκθέσεις βιβλίου για να ενημερωθεί. Εχουν προηγηθεί περισσότεροι και πιο ταχείς οδηγοί ενημέρωσης. Ποιο είναι το μέλλον για τις εκθέσεις βιβλίου; Να παραμείνουν «εκθέσεις λιανικού εμπορίου» ή να μετασχηματιστούν σε πολιτιστικά γεγονότα που θα συνδέουν τις εξελίξεις του πολιτισμού με όσα περιγράφουν και καταγράφουν οι σελίδες του βιβλίου; Ισως το πλαίσιο περιγράφει άριστα ο Γιώργος Σεφέρης, όταν μίλησε σε έκθεση βιβλίου στη Βαρκελώνη, τη δεκαετία του ’60, (κείμενο που περιλαμβάνεται στις «Δοκιμές»): «Θα έλεγα πως τα βιβλία είναι σαν τα αναρίθμητα κλειδιά ενός μεγάλου οργάνου εκκλησιάς, του οποίου οι μουσικοί είμαστε εμείς. Εξαρτώνται από την ιδιοφυΐα μας, από την τόλμη μας· εξαρτώνται επίσης από τα ελαττώματά μας». Το ίδιο ακριβώς και οι εκθέσεις βιβλίου.

Τρεις εκδότες μιλούν για εμποροπανήγυρη και προτείνουν

Τι μπορεί να γίνει; Τι είναι πια ξεπερασμένο; Τι ν’ αλλάξει; Τρεις εκδότες, ο Σάμης Γαβριηλίδης (εκδ. Γαβριηλίδης), ο Νίκος Γκιώνης (εκδ. Πόλις) και ο Θανάσης Καστανιώτης (εκδ. Καστανιώτης) καταθέτουν τις απόψεις τους, την κριτική τους, τις προτάσεις τους για τις εκθέσεις βιβλίου.
Σάμης Γαβριηλίδης: «Δεν είμαι κατά των εκθέσεων. Οι εκθέσεις όμως αυτές, μετά τόσα χρόνια έχουν εκφυλιστεί πλήρως. Κι ενώ ουσιαστικά ξεκίνησαν για να δώσουν τη δυνατότητα να παρουσιάζονται εκεί λιγότερο εμπορικά βιβλία, έχουν πλέον μετατραπεί σε εμποροπανήγυρη. Κι αυτό για δύο λόγους: επειδή δεν είναι επαρκής ο χώρος των περιπτέρων για να εκθέσει κανείς όλη την παραγωγή του. Ετσι, κάθε εκδότης προβάλλει αυτό που ξέρει ο κόσμος, για να μπορέσει να πουλήσει. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν έχουμε δέσει τις εκθέσεις με τον υπόλοιπο πολιτισμό. Δεν έχουμε πείσει την κοινωνία να μιλάει για ό,τι συμβαίνει εκεί. Δεν γίνονται εκδηλώσεις ευρύτερες του βιβλίου. Στην έκθεση του Εδιμβούργου, ο κόσμος μπορεί να ενημερωθεί για τις παραστάσεις, τις εκθέσεις, τις ταινίες, όλα τα πολιτιστικά γεγονότα της χρονιάς. Κανονικά πρέπει να προετοιμαζόμαστε όλο το χρόνο για την επόμενη έκθεση. Διαφορετικά, το βιβλίο θα απομονώνεται και οι εκθέσεις θα γίνονται εμποροπανηγύρεις».
Νίκος Γκιώνης: «Καλό θα ήταν να ακολουθήσουμε το επιτυχημένο πρότυπο της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή, οι εκθέσεις να έχουν μικρότερη διάρκεια και να πραγματοποιούνται σε κλειστό χώρο. Τέλος, το βάρος να δοθεί στην ενημέρωση των αναγνωστών και των επισκεπτών και όχι τόσο στη λιανική πώληση».
Θανάσης Καστανιώτης: «Μια μερίδα εκδοτών δεν ικανοποιείται από τον τρόπο που γίνονται οι εκθέσεις βιβλίου και πρέπει να επαναπροσδιοριστούν ως προς τον οργανωτικό τους φορέα। Δηλαδή, να το αναλάβουν άνθρωποι οι οποίοι θα τις αντιμετωπίσουν επαγγελματικά και σοβαρά: θα βρουν το χώρο, τους σπόνσορες, το πλαίσιο λειτουργίας. Γιατί πλέον έχει σταματήσει η λαϊκή αγορά στη συνείδηση του Ελληνα ως μέσον ικανοποίησης και έχει αλλάξει και η αισθητική του. Οσο για τους ανθρώπους που τα επισκέπτονται, ένα μεγάλο μέρος ψάχνει ν’ αγοράσει βιβλία τα οποία ήδη γνωρίζει. Δεν είναι δηλαδή ένα κοινό ανοιχτό σε προτάσεις».


Ποιοι και πόσοι είναι οι εκδότες;

Τις δύο εκθέσεις βιβλίου τις διοργανώνουν οι δύο σύλλογοι εκδοτών που υπάρχουν στην Ελλάδα. Ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (ΣΕΚΒ) έχει 365 και ο Σύλλογος Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών (ΣΕΒΑ) έχει περίπου 350. Σε ποσοστό περίπου 80%, τα μέλη των δύο συλλόγων είναι κοινά. Αλλωστε, τα ίδια ονόματα εκδοτικών οίκων βλέπουμε και στα φθινοπωρινά και στα εαρινά περίπτερα των εκθέσεων βιβλίου.
Γιατί λοιπόν μετέχουν σε δύο ομοειδείς συλλόγους, στην ίδια πόλη. «Ο νόμος δίνει το δικαίωμα να μετέχεις σε δύο σωματεία. Το ένα πρέπει να είναι κλαδικό και το άλλο τοπικό», λένε συνδικαλιστές εκδότες. Δηλαδή, θα μπορούσε ένας εκδότης να μετέχει στο Εμπορικό Επιμελητήριο και σ’ ένα σύλλογο εκδοτών. Μέχρι σήμερα κανείς δεν έχει εξηγήσει πειστικά την ανάγκη ύπαρξης δύο συλλόγων με τα ίδια μέλη!
Υπάρχουν βέβαια και εκδότες που δεν εκδίδουν τίποτα επί της ουσίας ή μάλλον απλώς τυπώνουν: καρτ ποστάλ, χάρτες, γκραβούρες! Ο πρόεδρος του ΣΕΚΒ, Πολυχρόνης Παπαχρήστου, μόλις πριν από δύο μήνες είχε δηλώσει στην «Κ» ότι θα ζητούσε τη διαγραφή 63 από τα 365 μέλη του Συνδέσμου। Ολοι θυμόμαστε περίπτερα σε εκθέσεις βιβλίου, που δεν παρουσίαζαν τίποτε έντυπο! Ο ΣΕΒΑ, επί προεδρίας Μάκη Παντελέσκου, «καθάρισε» από τους μη εκδότες. Η απάντηση στο γιατί υπάρχουν δύο σύλλογοι και ποιος ο διαφορετικός τους ρόλος, ακόμα εκκρεμεί...

ΥΓ। Οι λιανικές εκθέσεις βιβλίου δεν χρησιμεύουν ως φορείς πρωτοπόρων ιδεών, αλλά ως μέσον για την προώθηση του βιβλίου στο αναγνωστικό κοινό. Δυστυχώς η συγκυρία της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης αλλά και οι εν εξελίξει διαδικασίες στο ΠΑΣΟΚ, δεν επέτρεψαν στον κόσμο την πολυτέλεια της επίσκεψης στην Αρεοπαγείτου.
Η έκθεση της περασμένης άνοιξης είχε τεράστια επιτυχία και πλήθος επισκεπτών.
Σημειωτέον ότι ο νέος υπουργός πολιτισμού φέρνει τον βαρύ αέρα της αυτιστικής πολιτικής συμπεριφοράς ακόμη και στον πολιτισμό.

Το Κατοικίδιο

Tuesday, September 25, 2007

Νυχτερινή διαδρομή, Ενα ενδιαφέρον βιβλίο

Το διάβασα με μια ανάσα , εν μέρει γιατί είχα λατρέψει «Τη σκύλα και το κουτάβι» του Μιχαηλίδη, εν μέρει γιατί με παρέσυρε η πλοκή και η ανάπτυξη των χαρακτήρων του.
Αυτή είναι η σταθερή αξία του Μιχαηλίδη, το υποδόριο χιούμορ, η σαρακαστική πρόθεση, η ανατροπή. Θα διαφωνήσω με την Λίνα Κοντολέων (της οποίας παραθέτω την κριτική ) ως προς ένα σημείο. Εγώ αγάπησα κάθε λέξη, κάθε εικόνα απο τις περιγραφές του συγγραφέα. Βρήκα ότι η περιγραφή και οι εσωτερικές συγκρούσεις ήταν σε απόλυτη αρμονία.
Δυστυχώς, λείπει απο τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία το κύριο παραδοσιακό στοιχείο των περιγραφών, που μυούν τον αναγνώστη στην ιδιαίτερη ματιά του συγγραφέα. Εμένα αυτό το υλικό με διασκεδάζει , με μαγεύει , θα παραδεχόμουν.

Το Κατοικίδιο



Νυχτερινή Διαδρομή του Μιχάλη Μιχαηλίδη


Της Λίνας Πανταλέων

Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας



ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣΝυχτερινή διαδρομή«ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ»ΣΕΛ। 216, ΕΥΡΩ *14,6Είναι μάγκας βαρύς, αδίστακτος, αιμοβόρος και χυδαίος, ένα θύμα της σκαιότητάς του. Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερος, καθ' ότι πρωταγωνιστής του νέου μυθιστορήματος του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Και εδώ ο συγγραφέας εικονογραφεί ένα αλλόκοσμο, αποτρόπαιο αθηναϊκό τοπίο, το οποίο λυμαίνονται όχι πια πωρωμένοι μεγαλοαστοί, όπως στο αξιοπρόσεκτο «Η σκύλα και το κουτάβι», αλλά τύποι του υποκόσμου. Οπως το προηγούμενο μυθιστόρημα συνθλιβόταν από τη βία και τη διαστροφή σε ακραίες εκφάνσεις, κι εδώ η σκηνοθεσία επιτρέπει στο κακό να θριαμβεύσει. Σ' αυτό το βιβλίο, ωστόσο, αναδύεται εντονότερα ένα πρόβλημα το οποίο διασκέδαζε η καλοδουλεμένη πλοκή του προαναφερθέντος μυθιστορήματος. Ο Μιχαηλίδης επιδιώκει και πάλι να σαρκάσει διά της υπερβολής και της διαστρέβλωσης σύγχρονες κακοδαιμονίες. Ομως η πρόθεση σάτιρας ή έστω διακωμώδησης σημερινών συμπεριφορών, υπερακοντίζεται από τη συσσώρευση εκρηκτικών επεισοδίων με κοινή συνισταμένη την αχρειότητα στο απόγειό της. Η διάθλαση της νεοελληνικής πραγματικότητας μέσω ενός ιδιότροπου πρίσματος που εστιάζεται μόνο στη φρίκη και την παρέκκλιση, δεν θα μπορούσε παρά να απολήγει σε μια ελλειπτική και συνεπώς ατελή απεικόνιση. Ελάχιστοι, άλλωστε, σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς επιχειρούν, και ακόμα λιγότεροι επιτυγχάνουν, να γράψουν πολιτικοποιημένο μυθιστόρημα, με την ευρύτατη ασφαλώς έννοια. Συνηθέστερα ο όποιος στοχασμός ισοπεδώνεται από τον οδοστρωτήρα του κυνισμού ή, χειρότερα, του χλευασμού. Ισως ακόμα και η «Σκύλα και το κουτάβι» με δυσκολία να διαβάζεται σαν καυστική βυθομέτρηση της νεοελληνικής κακοήθειας. Τώρα όμως η απόσταση από την καθημερινότητα, ακόμα και στην πιο ρυπαρή εκδοχή της, έχει αισθητά διευρυνθεί, ενώ η μυθοπλασία αδυνατεί να υπερκεράσει την προβληματικότητα του υποτιθέμενου αντικατοπτρισμού της πραγματικότητας. Ανάκαμψη και δραστηριοποίηση Τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, μηδενός εξαιρουμένου, εντρυφούν σε μηχανορραφίες, παρανομίες, σκοτωμούς και ποικίλα προσοδοφόρα εγκλήματα. Παραδόξως, ο χειρότερος εξ αυτών αποδεικνύεται και ο συμπαθέστερος, προς επαλήθευση της γνωστής υπεροχής του μονόφθαλμου έναντι των στραβών. Ο πρωταγωνιστής, άρχοντας της εγχώριας μαφίας, σακατεμένος βάναυσα από αποφασισμένους εχθρούς, καταλήγει στο νοσοκομείο, όπου συνέρχεται ακρωτηριασμένος, παραμορφωμένος και με ολική απώλεια μνήμης. Οι υποτελείς του, οι υφιστάμενοί του στις αιματόβρεχτες επιχειρήσεις του, προσπαθούν να τον επαναφέρουν στην ενεργό δράση, αλλά προσκρούουν στην οξυμένη καχυποψία του. Το στραπατσαρισμένο αφεντικό, όχι μόνο δεν αναγνωρίζει καμία από τις ύποπτες φάτσες που το περιφρουρούν, όχι μόνο δεν ανακαλεί ούτε το πιο μηδαμινό θραύσμα από το παρελθόν του ή από την απόπειρα δολοφονίας του, αλλά επιπλέον νιώθει αποστροφή για τον περίγυρό του. Το ένστικτο όμως της επιβίωσης επιβάλλει τη συνεργασία με τους «συναδέλφους» του, και έτσι επιστρέφει στο βασίλειό του, υποβιβασμένος σε ρόλο περιθωριακό. Παρατηρεί τις δραστηριότητες, τις εγκρίνει σιωπηλά και πασχίζει φιλότιμα να εξοικειωθεί με την προσωπικότητά του, όπως αυτή σχηματίζεται αποσπασματικά από τη συμπεριφορά του περιβάλλοντός του. Αποξενωμένος απ' ό,τι δημιούργησε και αναπόδραστα εγκλωβισμένος στις εντυπώσεις που είχε σπείρει, κινείται σαστισμένος και άβουλος σε μονοπάτια που ο ίδιος είχε ανοίξει. Η ελάχιστη διεκδίκηση, η αχνή ένδειξη του παλιού, ζόρικου εαυτού του, συνοψίζεται στην έμμονη ανάγκη εκδίκησης. Γι' αυτό αρχίζει να υποτροπιάζει, μέχρι που αφομοιώνεται από τον οικείο του χώρο, υποβασταζόμενος από τις υποδείξεις άλλων και συγκατανεύοντας στις πρωτοβουλίες τους. Με τον εντοπισμό των ενόχων θα έχει παραπλεύρως αποκαλυφθεί όλη η σκοτεινή σταδιοδρομία του πρωταγωνιστή, ενώ η τελεσίδικη υποταγή του στην αλλοτινή του ιδιοσυγκρασία θα επισφραγιστεί με το απαραίτητο αιματοκύλισμα, κατόπιν αποστήθισης του αγγελτηρίου της θανατικής καταδίκης.Μέσα από την εκτύλιξη της πλοκής προκύπτει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ζήτημα, το εάν, δηλαδή, η προσωπική ταυτότητα είναι αποτέλεσμα επιλογής, συνεπώς επιδέχεται ανασύνθεση, ή σμιλεύεται βάσει έμφυτων, απαράγραπτων ιδιοτήτων και ροπών. Το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου τίθεται προ του προνομιακού διλήμματος είτε να διαγράψει τον πρότερο βίο του είτε να ευθυγραμμιστεί με ένα ξένο σκιαγράφημα, προκειμένου να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του χώρου του. Η αρχική του απροθυμία να αποδεχθεί το προσωπείο του ατσάλινου εγκληματία, φανερώνει παράλληλα την αμηχανία του για τη μέχρι τότε πορεία του. Ο εαυτός του μπορεί να είναι όντως αυτός που του προσάπτουν οι άλλοι, πιθανότατα όμως να μπορεί να μετεξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό. Ο Μιχαηλίδης, δυστυχώς, δεν απασχολείται καθόλου σχεδόν με το συγκεκριμένο ερώτημα, διότι προφανώς το έχει εκ των προτέρων απαντήσει. Ολοι εμφανίζονται μέχρι το μεδούλι διεφθαρμένοι, κι όσοι αντιστέκονται αποδεικνύονται με την ασθενέστερη ώθηση επιρρεπείς στον εκμαυλισμό. Η χαμέρπεια και η ανηθικότητα ως συλλογικά, αθεράπευτα κουσούρια. Ο πρωταγωνιστής, όπως και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα τοπίο όπου ανακυκλώνονται και ενθαρρύνονται τα πιο χθαμαλά ένστικτα, η απαγκίστρωση από το οποίο ισοδυναμεί με θάνατο. Φλύαρες απεικονίσεις «Βρήκε την πλοκή μάλλον εξωπραγματική. Θεώρησε πολλές περιγραφές άσχετες και κουραστικές. Τα πισωγυρίσματα στην αφήγηση τον άφησαν μπερδεμένο». Διά στόματος του ήρωα μια λοξή αποτίμηση του μυθιστορήματος. Εν μέρει έχει δίκιο. Τα «πισωγυρίσματα στην αφήγηση», ωστόσο, συνιστούν το αρτιότερο μέρος του βιβλίου. Το άτακτο χρονολογικά ξετύλιγμα των γεγονότων, απόλυτα συνεπές με το κατεστραμμένο μνημονικό του πρωταγωνιστή, έχει δουλευτεί πολύ προσεκτικά, σαν ένα καλομελετημένο παζλ που σου παρέχει εξαρχής τόσο την τελική εικόνα όσο και όλες τις ψηφίδες για τη σύνθεσή της. Κατά τη γνώμη μου, όμως, η αφήγηση αναλώνεται σε εξαντλητικές (οπωσδήποτε όχι «άσχετες») περιγραφές του τοπίου όπου δραστηριοποιούνται οι χαρακτήρες. Δρόμοι, σοκάκια, γειτονιές, κτίσματα, περαστικοί, οτιδήποτε κείτεται στο έδαφος και παρακωλύει το βηματισμό, αποδίδονται σε απίστευτη ανάλυση, σαν να έχουν υποστεί σάρωση. Η κατάχρηση της εικονογραφικής γλώσσας διασπά την προσοχή του αναγνώστη και εξοστρακίζει τους ήρωες από το επίκεντρο της μυθοπλασίας, ενώ από ένα σημείο η πεισματική αναπαράσταση των εξωτερικών χώρων υπό τύπον απέραντου κρεματορίου καταντάει μονότονη. Επιπρόσθετα, αρκετά επεισόδια (εγκληματικής δράσης κυρίως) μοιάζουν αποσπασμένα από σίριαλ ή ταινίες. Συγκεκριμένα, η σκηνή των σεξουαλικών οργίων θυμίζει την περίφημη σεκάνς από το «Eyes Wide Shut» του Κιούμπρικ. Μάλλον ατυχείς είναι και οι φλύαρες εξομολογήσεις δευτερευόντων προσώπων, εξαιτίας της χαλαρής τους σύνδεσης με την περιπέτεια του ήρωα και οι οποίες, ούτως ή άλλως, μένουν ανεκμετάλλευτες κατά την εξέλιξη του βιβλίου. Το δαιδαλώδες ενύπνιο του ήρωα με μάγους και διαβόλους, αναπτυγμένο σ' ένα ολόκληρο κεφάλαιο, η έλξη του προς το ναζισμό και η τραυματική παιδική του ηλικία, μολονότι εύγλωττα ως προς τους σαρκαστικούς τους υπαινιγμούς, είναι αρκετά αφελή και εύκολα. Σπαρταριστό, αντιθέτως, το ερωτηματολόγιο για την εισαγωγή νέων μελών στην «οικογένεια». Από τα ευφυέστερα ευρήματα του μυθιστορήματος. Σκόπιμο θα ήταν να υποδηλώνονταν και ορισμένες απαντήσεις μέσω των πράξεων των χαρακτήρων.Ο τρόπος εξιστόρησης είναι ανεπίληπτος. Η δομή, η μέθοδος, η υπολογισμένη διαδρομή για την αποκωδικοποίηση των επιμέρους γρίφων έχουν σχεδιαστεί στη λεπτομέρειά τους. Θεωρώ, ωστόσο, πως τα ίδια τα συστατικά της ιστορίας έχουν επιλεγεί με επιπολαιότητα και σπάνια κατορθώνουν να υποδείξουν έναν ουσιώδη προβληματισμό πίσω από την αλληλοδιαδοχή μικροεπεισοδίων. Το αστυνομικό μυθιστόρημα ή η ιστορία μυστηρίου, πιο γενικευτικά μυθοπλασίες επικεντρωμένες σε καταστάσεις έκρυθμες και άγριες και σε πρόσωπα ανενδοίαστα και βαθιά διαβρωμένα, μπορούν να προβάλλουν πλαγίως τη σύγχυση, την έκπτωση και τους αλλοπρόσαλλους προσανατολισμούς της σημερινής εποχής. Και υποθέτω πως ο Μιχαηλίδης όχι μόνο κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά διαθέτει και τα εφόδια για να φτάσει στον προορισμό του. Το ζητούμενο είναι το μυθοπλαστικό πλαίσιο της παρακμής να έπεται μιας συγκροτημένης ιδέας, να θεμελιώνεται σε ένα στέρεο σκεπτικό σχετικά με το αντικείμενο της αναπαράστασης (την πραγματικότητα) και να το αναδεικνύει. Μια Αθήνα τεμαχισμένη σε περιοχές δικαιοδοσίας νονών της νύχτας, όσο κι αν κανείς επικαλεστεί την ποιητική άδεια, πολύ δύσκολα παραπέμπει στην αδιαμφισβήτητα ζοφερή πλευρά της σύγχρονης ζωής και στις επάλληλες μεταλλάξεις της νεοελληνικής νοοτροπίας.

Tuesday, September 18, 2007

Οι νέοι τίτλοι του χειμώνα

Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ

Πολλές νέες εκδόσεις, βιβλία-προτάσεις, αναγνωστική διάθεση: με αυτό το τρίπτυχο αρχίζει η φθινοπωρινή περίοδος για όλους όσοι αναζητούν οάσεις ψυχαγωγίας στον κόσμο της ανάγνωσης. Οι εκδοτικοί οίκοι έχουν ήδη ετοιμάσει τους καταλόγους με τα βιβλία τους, που σιγά σιγά θα βρουν τη θέση τους στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Μια πρώτη παρουσίαση τίτλων και συγγραφέων εδώ δεν θα μπορούσε παρά να είναι ενδεικτική.
Ελληνικη πεζογραφία

Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ

Με νοσταλγικές εικόνες από την ελληνική δεκαετία του '60 επανέρχεται στο συγγραφικό στίβο ο Γιάννης Ξανθούλης. Το νέο του μυθιστόρημα «Του φιδιού το γάλα» κυκλοφορεί από τα «Ελληνικά Γράμματα», όπου «συστεγάζονται» επίσης «Ο γιος του Μπίλυ Μπλου» της Νένης Ευθυμιάδη, σε μια άσκηση παρωδίας αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά και ο νέοτερος Κώστας Κατσουλάρης με τα διηγήματα «Μικρός Δακτύλιος», που χάρη στη συνδρομή του φακού τού Καμίλο Νόλα επικεντρώνει στο αθηναϊκό κέντρο, στα πρόσωπα και στις γωνιές του.
Ο Μάνος Ελευθερίου επανέρχεται με διηγήματα («Η μελαγχολία της Αθήνας μετά τις ειδήσεις των οχτώ», εκδ. «Μεταίχμιο»), δοκιμάζοντας τη σκιαγράφηση του συλλογικού ασυνειδήτου στο σύγχρονο παρόν της πρωτεύουσας. Στον ίδιο οίκο («Μεταίχμιο») εκδίδει το νέο του μυθιστόρημα «Τηλεμάχου Οδύσσεια», ύστερα από δύο χρόνια, ο βραβευμένος Δημήτρης Μίγγας. Στο καινούργιο βιβλίο του, με τίτλο «μ.Χ.», ο Βασίλης Αλεξάκης διεισδύει στον κόσμο των θεολογικών και φιλοσοφικών συστημάτων μέσα από τις διαδρομές του φοιτητή-ήρωά του στο Αγιον Ορος (εκδόσεις «Εξάντας»).Με ενδιαφέρον αναμένονται το μυθιστόρημα «Τεκμήριο αθωότητας» από τον Τηλέμαχο Κώτσια («Κέδρος») και η επανέκδοση της «Πλωτής πόλης» της Μάρως Δούκα («Πατάκης»). Ο Πέτρος Τατσόπουλος παρουσιάζει πρόσωπα που υπήρξαν πρωταγωνιστές ή συνέβαλαν στις εξελίξεις της νεοελληνικής πραγματικότητας («Νεοέλληνες», «Μεταίχμιο»). Με αντίστοιχη θεματική συνάφεια και το μυθιστόρημα «Η γνώση των νεκρών» του Γιώργου Μανιώτη («Ελληνικά Γράμματα»), ο οποίος δημιουργεί τα πορτρέτα νεκρών ανθρώπων τοποθετώντας τους απέναντι σε ζωντανά, οικεία τους πρόσωπα.Κοινωνικό προβληματισμό και υπαρξιακές αναζητήσεις συνδυάζει το μυθιστόρημα του Κώστα Βούλγαρη («Η μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες»). Το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου («Στη μεγάλη άμμο», «Κέδρος») εξελίσσεται με φόντο ένα συνηθισμένο αιγαιοπελαγίτικο νησί, με συμβάντα που υπενθυμίζουν ότι στην Ελλάδα τα πάντα αλλάζουν, αλλά τα ίδια μένουν. Με το βλέμμα στραμμένο στην ελληνική πραγματικότητα γράφουν ο Δημήτρης Στεφανάκης («Μέρες Αλεξάνδρειας»), εστιάζοντας στην αλεξανδρινή παροικία, και ο Κώστας Ακρίβος («Πανδαιμόνιο»), ο οποίος εξετάζει την ανεύρευση ενός γυναικείου πτώματος στο Αγιον Ορος.Από τον χώρο της δημοσιογραφίας με πρόσημο τη λογοτεχνία, ο Γρηγόρης Ρουμπάνης κάνει την πρώτη του πεζογραφική απόπειρα με το ιστορικό μυθιστόρημα «Η διώρυγα» («Καστανιώτης»). Πρωτοεμφανιζόμενη στην πεζογραφία και η μουσικοκριτικός Μαρία Μαρκουλή με τη συλλογή διηγημάτων «Ντράιβ Ιν» («Κέδρος»). Αντίστοιχα, ο Γιώργος Λεονάρδος εκδίδει το μυθιστόρημα «Ο τελευταίος των Παλαιολόγων» («Λιβάνης»). Ο Αναστάσης Βιστωνίτης εκδίδει μια συλλογή κειμένων δημοσιευμένων στην εφημερίδα «Το Βήμα» («Λογοτεχνική γεωγραφία: τόποι, πόλεις, άνθρωποι», «Μεταίχμιο»). Κοινωνικό μυθιστόρημα -που δημοσιεύεται σε συνέχειες στο «Πρώτο θέμα»- είναι οι «Ματαιότητες» του Χρήστου Ζαμπούνη («Φερενίκη»).Στον «Λιβάνη» κυκλοφορεί η Φωτεινή Τσαλίκογλου το νέο της μυθιστόρημα («Σχιζοφρένεια και φόνος»). Ο Γιάννης Κιουρτσάκης ολοκληρώνει την τριλογία «Το ίδιο και το άλλο», με το μυθιστόρημα «Το βιβλίο του έργου, του χρόνου και του κόσμου», ο Στρατής Χαβιαράς εκδίδει το τρίτο του μυθιστόρημα «Κόκκινη κλωστή» (και τα δύο στον «Κέδρο»), ενώ στον «Καστανιώτη» επανεκδίδεται το βραβευμένο βιβλίο του Δημήτρη Σιατόπουλου, «Ελ Γκρέκο, ο ζωγράφος του θεού», που αποτελεί τη βάση του σεναρίου για την ταινία «Ελ Γκρέκο» του Γιάννη Σμαραγδή.Χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, δημοσιευμένα στην «Πρωία» κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εκδίδονται σε τόμο για πρώτη φορά («Φέιγ βολάν της Κατοχής», «Καστανιώτης»). Επανεκδίδονται τα κείμενα του Ν.Γ. Πεντζίκη από την «Ινδικτο», αρχής γενομένης με το «Προς Εκκλησιασμό» (επιμέλεια: Γαβριήλ Πεντζίκης). Επίσης, ο «Κέδρος» επανεκδίδει δύο σύγχρονα κλασικά, την «Κάδμω» της Μέλπως Αξιώτη και τον «Πεισίστρατο» του Γιώργου Χειμωνά. Ο «Γαβριηλίδης» εκδίδει τα «Ιταλικά περικείμενα στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους του Δ. Σολωμού» του Διομήδη Βλάχου (επιμ.: Γιάννης Δάλλας) και την «Αλληλογραφία» των Γρ. Ξενόπουλου-Τ. Μαλάνου.Με συλλογές διηγημάτων εισέρχονται στο φετινό εκδοτικό στίβο οι Δημήτρης Πετσετίδης («Λυσσασμένες αλεπούδες»), Κωστής Γκιμοσούλης («Η κραυγή της πεταλούδας») στον «Κέδρο», ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης («Χάρτες») στον «Πατάκη», ενώ ο πεζογράφος και καλός μεταφραστής Μιχάλης Μακρόπουλος επιλέγει να εκδώσει μια νουβέλα με τίτλο «Η άδεια καρέκλα» στον «Καστανιώτη».
Ξένη πεζογραφία

Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ

Το «Μπάσταρδο της Κωνσταντινούπολης» της Ελίφ Σαφάκ, που προκάλεσε σκάνδαλο στην Τουρκία λόγω των αναφορών στην αρμενική γενοκτονία, κυκλοφορεί τώρα από τον «Λιβάνη». Από τον ίδιο οίκο θα κυκλοφορήσει το ιστορικό μυθιστόρημα του έγκυρου πανεπιστημιακού Πολ Κάρτλετζ, «Θερμοπύλες: η μάχη που άλλαξε τον κόσμο», το βραβευμένο με Γκονκούρ «Ευμενίδες» του Τζόναθαν Λίτελ, αλλά και το βιβλίο «Αιχμάλωτα πάθη» τής, επίσης βραβευμένης με Μπούκερ, Α.Σ. Μπάιατ.
Οι εκδόσεις «Πόλις» προτείνουν τρεις σημαντικούς αγγλόφωνους συγγραφείς: τη «Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής» του Φίλιπ Ροθ, το ολοκαίνουργιο «Σαν τη βροχή που πέφτει» του Τζόναθαν Κόου και το «America Darling» του Ράσελ Μπανκς. Στις ανερχόμενες βρετανικές δυνάμεις συγκαταλέγεται η Αλι Σμιθ, της οποίας το μυθιστόρημα «Hotel Cosmos» θα κυκλοφορήσει από τα «Ελληνικά Γράμματα».
Από το «Μεταίχμιο» αναμένονται το «Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς» του νομπελίστα Τζ. Μ. Κούτσι, το πολιτικό «Ιδιωτικές συναντήσεις» του Μάρτιν Εϊμις και το αστυνομικό «Μνήμη νεκρών» του Ιαν Ράνκιν. Οι εκδόσεις «Τόπος» ξεκινούν την ξένη σειρά τους με τη μεταφυσική κωμωδία του Φίλιπ Ντικ («Ούμπικ»), τη μυθιστορηματική βιογραφία του Τολστόι («Ο τελευταίος σταθμός») του Τζέι Παρίνι, το γεμάτο πόνο και θυμό «Θα πάω να φτύσω στους τάφους σας» του Μπορίς Βιάν.Το πολυαναμενόμενο δεύτερο μέρος του «Βιβλίου της ανησυχίας» του Φερνάντο Πεσόα θα κυκλοφορήσει από τον «Εξάντα», ενώ ταυτόχρονα αναμένεται η συγκεντρωτική έκδοση των «πεσοϊκών» βιβλίων του Αντόνιο Ταμπούκι από την «Αγρα» με γενικό τίτλο «Η νοσταλγία του πιθανού, γραπτά για τον Φερνάντο Πεσόα». Από την «Αγρα» επίσης, θα κυκλοφορήσουν οι νουβέλες «Κονστάνσια και άλλες ιστορίες» του Κάρλος Φουέντες. Από τους σύγχρονους κλασικούς, ο «Πατάκης» κυκλοφορεί το πολυσυζητημένο «Αβυσσος» της Κάρμεν Λαφορέ, με πρόλογο του Μάριο Βάργκας Λιόσα, το εξαιρετικό «Ο κύριος των ψυχών» της Ιρέν Νεμιρόβσκι αλλά και το συναρπαστικό, σύμφωνα με την κριτική στην Ισπανία, μυθιστόρημα «Ο ζωγράφος των μαχών», του Αρτούρο Περέθ-Ρεβέρτε. Κλασικά έργα μεταφράζει και η «Ινδικτος»: για πρώτη φορά το «Ταξίδι στην Αρμενία» του Οσίπ Μαντελστάμ και τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι σε νέα μετάφραση (Ελένη Μπακοπούλου). Από την «Κασταλία» εκδίδεται το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα «Συναισθηματικό ταξίδι» του Ιταλο Σβέβο. Η «Ηλέκτρα» θα εκδώσει τις «Εξι νουβέλες» του Τόμας Μαν, το έργο «Μαντάμ Μπάτερφλαϊ: Η γιαπωνέζικη κούκλα» του Τζον Λούθερ Λονγκ και το «Brigadier Jerard: Ο ήρωας της συμφοράς» του σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ.Ενα ακόμη πεζογράφημα του Ναγκίμπ Μαφχούζ («Η σοφία της ζωής») εκδίδεται από τον «Ψυχογιό», όπως και το εικονογραφημένο «Μικρές και τριανταφυλλένιες: πολύ ωραίο για να 'ναι αληθινό» της ποπ σταρ Μαντόνα. Η «Εστία» προτείνει το περίφημο «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Λ. Φ. Σελίν και το «Δεύτερο σώμα» του Μίλοραντ Πάβιτς. Το αστυνομικό «Ο γιατρός συνιστά David Bowie» του Πασκάλ Φερούλ προτείνει το «Μελάνι», ενώ εκδίδει επίσης και το τρίτο μυθιστόρημα του Ελληνοαμερικανού Ντέιβιντ Σεντάρις («Γυμνός»), τον «Γυάλινο κώδωνα» της Σίλβια Πλαθ και τον «Συμβιβασμό» του Ηλία Καζάν.Ο «Κέδρος» εκδίδει το βραβευμένο «Ο δρόμος των Εγγλέζων» του Αντόνιο Σολέρ, το πολιτικό «Αγρια αγκάθια» της Παλαιστίνιας Σαχάρ Χαλίφα, ένα από τα πρώτα βιβλία του διακεκριμένου Κουβανού Χοσέ Κάρλος Σομόθα («Γράμματα ενός ασήμαντου δολοφόνου»), την έξοχη επισκόπηση της μετακομμουνιστικής Πράγας από την πένα του Ιβάν Κλίμα («Ούτε άγιοι ούτε άγγελοι»), την ιστορία της θυελλώδους σχέσης μεταξύ του Φ. Σ. Φιτζέραλντ και της Ζέλντα Σέιρ γραμμένη από την κόρη τους Ανιές Μισό («Ζέλντα»).
Η ξένη σειρά του «Καστανιώτη» εμπλουτίζεται φέτος με μερικούς ακόμη τίτλους από σπουδαίους συγγραφείς, όπως Ζοζέ Σαραμάγκου («Περί θανάτου»), Αμος Οζ («Η τέλεια γαλήνη»), Τζον Μπάνβιλ («Σάβανο»), Σάρα Ουότερς («Ξαγρυπνώντας»), Τζον Απντάικ («Ο τρομοκράτης»), Σέρχιο Πίτολ («Η συζυγική ζωή»), Ορχάν Κεμάλ («Η παντρειά»), Αλμπέρ Καμί («Ο μύθος του Σισσύφου») και το άγνωστο αυτοβιογραφικό «Η κοιλάδα του Ισσα» του Τσέσλαβ Μίλος.
Δοκίμια - μελέτες

Αρχαιογνωστικού ενδιαφέροντος οι δύο νέες κυκλοφορίες της «Ωκεανίδας»: η Ζακλίν Ντε Ρομιγί αφηγείται και σχολιάζει την «Ορέστεια» του Αισχύλου, ενώ ο Τάκης Θεοδωρόπουλος αποδίδει λογοτεχνικά τα τρία κείμενα του Πλάτωνα (Ευθύφρων-Απολογία-Κρίτων) για τον Σωκράτη. Στον ίδιο οίκο εκδίδονται οι βυζαντινού ενδιαφέροντος βιογραφίες του Μεγάλου Κωνσταντίνου από τον Εμπερχαρντ Χορστ και της Αννας Κομνηνής («Η χαμένη αυτοκρατορία. Η Αννα του Βυζαντίου») από τον ιστορικό Πάολο Τσεζαρέτι. Η «Ινδικτος» παρουσιάζει την ιστορική μελέτη του Βάλτερ Καέγκι για τον Ηράκλειο («Ηράκλειος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου») και την έκδοση «Λόγος περί νηστείας» του Αγιορείτη αρχιμανδρίτη Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. Η «Πόλις», τον πρώτο τόμο του «Βυζαντινού κόσμου, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» της Σεσίλ Μορισόν και την «Ιστορία του καθολικισμού» του Ζαν Πιέρ Μουασέ, ενώ ο «Παπαδήμας», το έργο «Ο βυζαντινός πολιτισμός και οι Σλάβοι» του Αλεξάντερ Αβενάριους.
Η «Αγρα» προτείνει το δοκίμιο «Υπερρεαλισμός και ιστορικό γίγνεσθαι» του Νικόλα Κάλας αλλά και τους δύο τόμους ανθολογίας αρχαίων λυρικών ποιητών (ελεγειακών-ιαμβογράφων), με φιλολογική επιμέλεια του Γιάννη Δάλλα. Στον «Ικαρο» εκδίδονται δύο μελέτες για τον Γιώργο Σεφέρη: «Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες», με επιμέλεια των Ε. Γαραντούδη -Τ. Καγιαλή και «Ζήτημα φωτός. Ο Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί τις Μέρες του Γιώργου Σεφέρη». Ο «Γαβριηλίδης» προσφέρει σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά-γαλλικά) τα «Γράμματα στον Ελικώνα» της Μαρίνας Τσβετάγεβα και τους δύο τόμους «Θεατρικά, Ι+ΙΙ» του Μπρεχτ, σε επιμέλεια-μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη. Αντίστοιχα, ο Δημήτρης Καλοκύρης συμβάλλει στην μπορχική βιβλιογραφία με κριτικά και ημερολογιακά κείμενά του, νέες μεταφράσεις και επίμετρα, στον τόμο «Μπεθ, ένα αρχείο για τον Μπόρχες» («Ελληνικά Γράμματα»). Από τα «Ελληνικά Γράμματα» κυκλοφορούν επίσης το συλλογικό «Ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος» από το Ινστιτούτο Μελετών Χερσονήσου Αίμου, η αραβολογική μελέτη της Ελένης Κονδύλη («Αραβικός πολιτισμός»), αλλά και ο τόμος «Αναμνήσεις επί χάρτου. Κείμενο για τη βιβλιοφιλία» με άρθρα του διάσημου Ιταλού πανεπιστημιακού Ουμπέρτο Εκο. Στα εγχειρίδια σύγχρονης Ιστορίας, ο «Ιωλκός» προτείνει το έργο του Νάιαλ Φέργκιουσον («Ο πόλεμος στον κόσμο, ο αιώνας του μίσους, 1901-2000») και του Νόρμαν Ντέιβις («Ο πόλεμος της Ευρώπης, 1939-1945»). Ανάλογα, στο «Βιβλιόραμα» εκδίδονται οι μελέτες «Τα Δεκεμβριανά» του Γιώργου Μαργαρίτη και «Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης» (1912-1922) του Τάσου Κωστόπουλου. Το «Μεταίχμιο» εκδίδει το συλλογικό έργο «Σμύρνη, η λησμονημένη πόλη; Μνήμες ενός μεγάλου μεσογειακού λιμανιού», σε επιμέλεια της Μαρί-Κάρμεν Σμιρνελίς, και την έκδοση «Ο Γούντι Αλέν για τον Γούντι Αλέν» με κείμενα συνομιλίας του σκηνοθέτη με τον δημοσιογράφο Στιγν Μπίερκμαν.
«Η ιδιοφυής Κίνα, 3.000 χρόνια επιστημών, ανακαλύψεων και εφευρέσεων» του Ρόμπερτ Τεμπλ («Κασταλία») είναι ένα ενδιαφέρον δοκίμιο γύρω από την ανερχόμενη ασιατική δύναμη. Παράλληλα, τα κείμενα του Φίλιπ Πέτιτ («Θεωρία της ελευθερίας»), του Αλέν Ρενό («Τι είναι ένας ελεύθερος λαός; Φιλελευθερισμός ή ρεπουμπλικανισμός») και του Μπάρακ Ομπάμα («Το θάρρος της ελπίδας») στις εκδόσεις «Πόλις» συνθέτουν μια επίκαιρη ματιά στη σημερινή πολιτική σκακιέρα. Στον «Πατάκη» ετοιμάζονται τρεις τόμοι δοκιμίων από σημαντικά ονόματα: το «Περί λογοκρισίας. Η "Ωδή στον Στάλιν" του Μάντελσταμ και άλλα δοκίμια» του νομπελίστα Τζ. Μ. Κούτσι, η συλλογή «Η κυβέρνηση της γλώσσας» του Σέιμους Χίνι και το «Περί έρωτος» του Σταντάλ. Θα κυκλοφορήσουν επίσης το φιλοσοφικό κείμενο «Martin Heidegger» του Τζορτζ Στάινερ αλλά και τα «Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς. Ο ίδιος εκδότης παρουσιάζει, ύστερα από προετοιμασία πολλών χρόνων, το «Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα-έργα-ρεύματα-όροι», το οποίο αναμένεται να προσελκύσει το ενδιαφέρον και να εγείρει συζητήσεις εντός κι εκτός φιλολογικών κύκλων.
Το «American Vertigo» του Μπερνάρ Ανρί-Λεβί είναι ένα οδοιπορικό που ακολουθεί τα βήματα του Αλέξις ντε Τόκβιλ στην Αμερική του 1831, ο Ισραηλινός ιστορικός Ιλάν Πάπε υπογράφει τη μελέτη «Η ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνης» (και τα δύο στον «Κέδρο»)। Το δοκίμιο «Η τέχνη τού σιωπάν» του Αμπέ Ντινουάρ («Καστανιώτης») ταιριάζει αναγνωστικά με τον «Πειρασμό τού υπάρχειν» του Ε.Μ. Σιοράν («Scripta»). Το βιβλίο του Μαξιμίλιαν Μπράουν «Ντοστογιέφσκι: το συνολικό έργο του ως ενότητα και πολλότητα» θεωρείται βασικό εγχειρίδιο στην έρευνα για το Ρώσο συγγραφέα («Εκκρεμές»).


ΥΓ। Ανάμεσα στις κριτικές για όλα τα βιβλία της λίστας του २००६ θα εμφιλοχωρούν νέα για το χώρο του βιβλίου, που δεν μπορούν να περιμένουν।

Το Κατοικίδιο

Friday, September 14, 2007

Οικογενειακές παραφορές

Τα δύο κριτικά κείμενα που ακολουθούν για το βιβλίο του Γουδέλη με βρίσκουν απολύτως σύμφωνη στην εκτίμησή τους για το παράξενο έργο του συγγραφέα.
Πιστεύω πως αν δεν υπήρχε το παρελθόν της διηγηματικής γραφής του, η κριτική θα ήταν οξύτερη και λιγότερο ελαστική.

Προσωπικά, βρήκα το βιβλίο υπερβολικό στην πλοκή, αδύναμο στους χαρακτήρες και μη πειστικό στα μηνύματα, που τελικά χάνονται μέσα στο χωροχρόνο των περασμάτων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο συγγραφέας ακροβατεί αναποφάσιστος αν θέλει να είναι πολιτικός , φροϋδικός ή κοινωνικός ο ακραίος υπαινιγμός του.


Το Κατοικίδιο






Οικογενειακή κόλαση

Οταν η πολιτική και η Ιστορία ρίχνουν μόνο τη σκιά τους στην ατομική ψυχολογία

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣΟικογενειακές ιστορίες«ΚΕΔΡΟΣ», ΣΕΛ. 112, ΕΥΡΩ 10Και στις πέντε συλλογές διηγημάτων του, τις οποίες δημοσίευσε κατά τη διάρκεια δώδεκα ετών (από τα «Αρπακτικά» του 1990 και την «Πρωινή επίσκεψη» του 1993 μέχρι τις «Σκιές γυναικών» του 1996, τον «Υπνο του Αλφρεντ» του 1999 και τη «Γυναίκα που μιλά» του 2002), ο Τάσος Γουδέλης προέκρινε ένα είδος γραφής, το οποίο δηλώνει ευθέως τη σχέση του με τον σκληρό πυρήνα του μοντερνισμού: διασπασμένη, ασαφής ή και πολύ ανίσχυρη (στα όρια της ανυπαρξίας) πλοκή, σκιώδη (σε επίπεδο απλού περιγράμματος) πρόσωπα, έλλειψη αφηγηματικής ακολουθίας και συνέχειας, καθώς και διαρκής χρονική ρευστότητα, σε ένα μυθοπλαστικό πλαίσιο όπου τα πάντα παραμένουν από σκοπού εκκρεμή και ανοιχτά. Κυρίαρχο στοιχείο της δράσης σε αυτόν τον εκ των προτέρων ραγισμένο σκελετό είναι ένα αναλόγως ρευστό και απροσδιόριστο υποκείμενο που αντί να συλλαμβάνει το περιβάλλον του από την άποψη ενός ανεξάρτητου και σταθερού παρατηρητή, εισβάλλει αθωράκιστο στο εσωτερικό του και τείνει να ενοποιηθεί μαζί του μέσα από μια διαρκή διαδικασία ανταλλαγής και αλληλεπίδρασης (όταν η εσωτερική και η εξωτερική πραγματικότητα συγχωνεύονται σε μια ενιαία κίνηση). Ριζική μεταστροφήΜε τις «Οικογενειακές ιστορίες», που αποτελούν το πρώτο του μυθιστόρημα, ο συγγραφέας μοιάζει να εγκαινιάζει μια ριζική μεταστροφή στον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει τόσο τον μύθο του όσο και τα πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο κατά το μάλλον ή ήττον ρεαλιστικό του πεδίο. Η υπόθεση που ξετυλίγεται στις σελίδες του καινούριου βιβλίου του Γουδέλη αναφέρεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο και ιδιαίτερα φορτισμένο ιστορικό διάστημα, που δεν είναι άλλο από την τριακονταετία η οποία συνδέει τον Μεσοπόλεμο με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, έχοντας ως επίκεντρό της τη ζωή μιας μανιάτικης οικογένειας στην Αθήνα. Η αφήγηση φωτίζει με τα μελανότερα χρώματα το οικογενειακό έμπεδο. Μένοντας στο ίδιο σπίτι, ανιόντες και κατιόντες κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να διαλύσουν τα πάντα -όλα τα αισθήματα και τους δεσμούς που θα μπορούσαν να τους συνενώσουν. Προσπαθώντας να κερδίσει κάτι από τη χαμένη οικονομική του εξουσία, ο βενιζελικός πατέρας δολοφονείται κατά τη διάρκεια της εμφύλιας σύρραξης στην Πελοπόννησο από ακροδεξιούς, ενώ έχει προηγηθεί μια σφοδρή σύγκρουση με τον μικρότερο γιο του. Βαθύτερη αιτία της σύγκρουσης, η ερωτική σχέση του γιου με τη γυναίκα τού μεγαλύτερου αδελφού του, ο οποίος ταυτίζεται και με τον πραγματικό κηδεμόνα της οικογένειας. Ο κηδεμόνας αυτός φροντίζει, με τη σειρά του, να συμβάλει τα μάλα στη συνέχιση της σπιτικής κακοδαιμονίας: υποχρεώνει την ερωμένη του να παντρευτεί έναν ηλικιωμένο φίλο του και συνεχίζει τη σχέση του μαζί της, οδηγώντας τον φίλο στο να τη σκοτώσει -για να αναλάβει αμέσως μετά τόσο την υπεράσπισή του στη δίκη η οποία ακολουθεί όσο και την εντελώς αναγκαία επαγγελματική του αποκατάσταση.Τι θέλει να πει ο Γουδέλης με αυτό το τόσο καθορισμένο και ομολογουμένως απρόβλεπτο για τα εγνωσμένα μέτρα του στόρι; Μα, πολύ πιθανόν, αν λάβουμε υπόψη τον ιστορικό περίγυρο εντός του οποίου εξελίσσονται τα έντονα απωθητικά και βαριά νοσηρά οικογενειακά γεγονότα, ότι η ψυχολογία μένει στο βάθος πάντα ανεπηρέαστη από την ιστορία, την πολιτική και την ιδεολογία, παίζοντας με τους δικούς της, άτεγκτους και αρχετυπικούς όρους, που αποκαλύπτουν την ενδιάθετη ροπή της ανθρώπινης ύπαρξης προς τη σφαγή (συμβολική ή πραγματική) και τον εξανδραποδισμό. Η ιδέα είναι, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ενδιαφέρουσα και το ίδιο ενδιαφέρουσα και αποτελεσματική μοιάζει κατά το μεγαλύτερο μέρος και η εφαρμογή της. Στον κόσμο της αναπαράστασηςΤο πιο ενδιαφέρον, όμως, στη συζήτησή μας είναι η στιλιστική μεταστροφή του Γουδέλη. Ασφαλώς, η απαγκίστρωση από το καθεστώς των διηγημάτων δεν είναι πλήρης: τα αφηγηματικά πρόσωπα εξακολουθούν να έχουν μια χαλαρότητα (συνιστούν περισσότερο σύμβολα και λιγότερο χαρακτήρες), η ροή του χρόνου παραμένει ελλειπτική και οι διακειμενικές αναφορές δεν έχουν πάψει να διαπλέκονται με ένταση και εξακολουθητικά (από Τολστόι και Φλομπέρ μέχρι Παλαιά Διαθήκη, Ντάντε, Πόε, Κάφκα, Μπατάιγ και «Τριστάνο και Ιζόλδη» -βλ. τις πολύ ωραίες παρατηρήσεις του Δημήτρη Ραυτόπουλου στην κριτική του για τις «Οικογενειακές ιστορίες», που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου του 2006 της «Νέας Εστίας»). Παρ' όλα αυτά, η μόνιμη χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, που μας παραπέμπει, προδήλως, στην αντικειμενική λειτουργία του παντογνώστη αφηγητή, το ιστορικό υλικό το οποίο πλαισιώνει τους ήρωες, καθώς και η άρρηκτη εσωτερική συνοχή της περιπέτειάς τους δείχνουν πως ο Γουδέλης εγακαταλείπει ενδεχομένως σιγά σιγά τη μοντερνιστική μήτρα για να περάσει στη λογοτεχνία του καιρού μας, που δεν είναι άλλη από τη λογοτεχνία της αναφορικότητας και της αναπαράστασης.Η προσχώρηση, βέβαια, του Γουδέλη στον κόσμο της αναφορικότητας και της αναπαράστασης γίνεται, όπως το λέγαμε και πρωτύτερα, με φόντο το μοντερνιστικό πνεύμα, κι αυτό είναι ασφαλώς μια παράμετρος η οποία της δίνει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα. Οι υβριδικές συνθέσεις, άλλωστε, κατακτούν τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο τους νεότερους πεζογράφους και σε ένα τέτοιο πλέγμα θα πρέπει αναντιρρήτως να εντάξουμε και τις «Οικογενειακές ιστορίες», που συνταιριάζουν τον πάγιο πλάγιο λόγο και την εμφανή απουσία διαλόγων με τον ιστορικό διάκοσμο και το οικογενειακό ρομάντζο (κατά τη φροϊδική και όχι μόνον έννοια). Προσωπικά, πάντως, εξακολουθώ να έλκομαι εντονότερα από τα πειραματικά κείμενα του συγγραφέα. Και τούτο όχι από κάποια μορφή γενικής προτίμησης προς τις μοντερνιστικές τεχνικές, αλλά επειδή έχω την αίσθηση ότι υπό τη σκέπη τους κινείται εκφραστικότερα και με μεγαλύτερη δύναμη υποβολής η γραφίδα του Γουδέλη.



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/01/2007



Κριτική απο το μπλόγκ του Βιβλιοφάγου

Διαβάζοντας τον Τάσο Γουδέλη έχεις την εντύπωση πως κινείσαι πάνω σε ναρκοπέδιο. Σε κάθε παράγραφο πιστεύεις ότι θα γίνει η έκρηξη. Και βαδίζεις ψαχτά. Γυρίζεις σελίδα και αντί να φωτίζεται το πεδίο αυτό σκοτεινιάζει. Και η έκρηξη δεν κάνει την εμφάνισή της.

Στο βιβλίο του «Οικογενειακές Ιστορίες» από τις εκδόσεις Κέδρος, το έκτο κατά σειράν, ο Τάσος Γουδέλης προσπαθεί να αφηγηθεί μια οικογενειακή ιστορία που συνέβη γύρω στη δεκαετία του ’50 και παλιότερα. Οι ήρωες παρουσιάζονται σαν να πλέουν απομονωμένοι σε κενό χωρόχρονο καθώς κανένα από τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω τους (εποχή μεσοπολέμου) δεν τα επηρεάζει ψυχολογικά. Η γραφή του είναι κινηματογραφική, και το κάνει και ο ίδιος απόλυτα σαφές καθώς χρησιμοποιεί την ορολογία του φωτός, του φακού κλπ. Πολλές φορές η ίδια αυτή γραφή γίνεται ποιητική και σε συγκινεί. Άλλοτε αποστασιοποιείται και γίνεται απόμακρη, ελλειπτική, ερμητικά κλειστή, αδιάφανη που σε διώχνει μακριά της. Δυσκολεύτηκα να ολοκληρώσω το βιβλίο και αναρωτιόμουν συνεχώς τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις του Γουδέλη. Τότε μου ήρθε στο νου η φράση κάποιου ότι εκείνος που κρύβει αυτά που θέλει να πει δεν έχει τίποτα να πει.

Δεν θα το έλεγα αυτό για τον Γουδέλη. Θα έλεγα ότι μεταμφιέζεται γράφοντας σε κάτι άλλο. Αυτό που θέλει να πει δεν το λέει για κάποιους προσωπικούς του λόγους ή για κάποιους άλλους που μπορεί να είναι αδυναμία της έκφρασης ή συγγραφική ανωριμότητα ή αβεβαιότητα ή διάθεση εντυπωσιασμού στη χειρότερη περίπτωση ή κάτι άλλο αδιευκρίνιστο, πέρα από τις δικές μου ανεπαρκείς δυνατότητες που διαθέτω σαν απλός αναγνώστης με μεγάλη όμως επιθυμία να καταλάβω. Ευτυχώς το βιβλίο είναι μόνο 120 σελίδες.Παραθέτω το κείμενο από το οπισθόφυλλο.«Το «εσωτερικό» μιας οικογένειας που το παρακολουθούμε σε ένα αφηγηματικό ταχυδράμα μεταξύ 1920 και 1950. Ο Τάσος Γουδέλης αυτή τη φορά προτείνει μια ιστορία εσωστρέφειας, ενοχών και αποκρύψεων μέσα από το γνωστό του πυκνό ύφος. Το ψυχολογικό «ημίφως» που κυριαρχεί αναπαρίσταται με μία γλώσσα μη περιγραφική και αντιπεζολογική: η ποιητική απόχρωση είναι το ζητούμενο σε αυτή την κλειστοφοβική αφήγηση, η οποία περισσότερα υπαινίσσεται παρά δηλώνει

Saturday, September 8, 2007

Ενα κοριστίστικο βιβλίο για αγόρια!

Συνεχίζοντας την τακτική της ανάγνωσης βιβλίων που ξεχώρισαν το 2006 για την ιδιοτυπία τους, το ύφος και την λεκτική ομορφιά τους, παρουσιάζω σήμερα «Τα Κορίτσια της πλατείας» της Μαρίας Γαβαλά.

Πρόκειται για ένα μικρό θησαυρό με ανατάσεις και πτώσεις, με υπερβολές, χιούμορ και προπάντων με σκηνές που έχουν έντονη ατμόσφαιρα και μεταφέρουν μυρωδιές και δυσοσμίες της Αθήνας του σήμερα.

Επιλέγω την πολύ καλή κριτική του Reader καθότι προσεγγίζει το βιβλίο ρεαλιστικά χωρίς ύμνους ή απορριπτική πρόθεση . Αλλωστε, του οφείλω μια υπενθύμιση πως μας λείπει, πως υπάρχει μέσα στο νού και τις καρδιές μας και είναι καλοδεχούμενος να καταθέσει τις κρίσεις του για τα ελληνικά βιβλία, που διάβασε αυτό το καλοκαίρι σε τούτο το ανεξάρτητο βιβλιόφιλο μπλόγκ.

Το κατοικίδιο


Τα κορίτσια της πλατείας, Μαρία Γαβαλά (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ)
Reader’s Diggest

’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ έκτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ είναι ίσως η πιο ’’παράδοξη’’ επιλογή για την εικοσάδα των αδικημένων βιβλίων. Και αυτό γιατί, το βιβλίο απέσπασε και πολύ καλές (κυρίως) κριτικές και είχε αξιόλογη εμπορική διαδρομή. Προς τι λοιπόν η επιλογή; Νομίζω, ότι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ είναι θύμα αναγνωστικής…παρεξήγησης!

Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η αναγνωστική προσέγγιση ενός βιβλίου ποικίλλει και πολλοί αναγνώστες σπάνια συμπίπτουν στις κρίσεις ή τις απόψεις τους έχω την αίσθηση ότι η συγκεκριμένη δουλειά αδικήθηκε.

Σε μια εμβριθή ανάλυση σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας το είδα να παρουσιάζεται ως περίπου ’’ευαγγέλιο’’ του έρωτα μεταξύ δύο γυναικών. Οι σχετικές άμεσες ή υπαινικτικές αναφορές ή σκηνές στις 350 σελίδες του βιβλίου είναι ζήτημα αν καταλαμβάνουν, αθροιστικά, επτά οκτώ αράδες και μια σκηνή άλλων τεσσάρων αράδων. Φαντάζομαι, ότι αν τα μέλη της λεσβιακής κοινότητας έσπευσαν να αγοράσουν το βιβλίο για να απολαύσουν τον έρωτα μιας παντρεμένης αστής με μια κλεφτόβια χορεύτρια από τη Μαρτινίκα θα απογοητεύτηκαν σφόδρα.

Στις περισσότερες αναφορές το βιβλίο κατηγοριοποιήθηκε στα αστυνομικά, ίσως γιατί μεταξύ άλλων πραγματεύεται και την ιστορία ενός δραπέτη των φυλακών. Και αυτό προφανώς βοήθησε την εμπορική του πορεία αφού θα προσέλκυσε αρκετούς φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο δεν είναι βέβαια τίποτε απ’ όλα αυτά. Καλλιεργείται αλλά πολύ επιδερμικά η ατμόσφαιρα ενός θρίλερ αλλά περισσότερο προσεγγίζει την αστυνομική παρωδία αφού οι χαρακτήρες του ιδιόρρυθμοι και ενίοτε ’’γραφικές φιγούρες’’ αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκο. Η Γαβαλά, αξιοποιώντας στο μέγιστο, την κινηματογραφική εμπειρία της καταγράφει, περιγράφει και ’’κινηματογραφεί’’ λες και κρατάει κάμερα πρόσωπα και χώρους, φτάνοντας ορισμένες φορές στην υπερβολή. Και σατιρίζει ή σχολιάζει ανελέητα ότι ’’γράφει’’ η κάμερα της. Την εργοταξιακή Αθήνα, την ατμόσφαιρα πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τις αναποτελεσματικές αστυνομικές μεθόδους, εξτρεμιστικές (ως χαρακτήρες και ζωή) φιγούρες του περιθωρίου. Όμως, το βιβλίο δεν βασίζεται ούτε σ’ αυτά τα στοιχεία. Δεν βασίζεται ούτε στο διάχυτο χιούμορ του, άλλοτε υποδόριο και άλλοτε σπαρταριστό. Πέντε χαρακτήρες σε ιστορίες που τέμνονται και στην ουσία δεν υπάρχει αληθινός κεντρικός ήρωας. Έχω την αίσθηση ότι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του έκτου μυθιστορήματος της Γαβαλά είναι εντελώς άψυχοι. Μια πλατεία δημιουργημένη στη φαντασία της συγγραφέως και τοποθετημένη κάπου στο κέντρο της πόλης, τα σπίτια, τα δέντρα, τα σκουπίδια ακόμη και το απαραίτητο (για αφροδισιακούς λόγους) αμυγδαλέλαιο! Η συγγραφική κάμερα της Γαβαλά καταγράφει τα άψυχα και τους δίνει οντότητα, ζωή, λόγο ύπαρξης, εμμονή που νομίζω ότι ήταν έντονη και στην προηγούμενη δουλειά της τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’ που εκδόθηκαν το 2004. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το βιβλίο δεν χρειάζεται καμία ταμπέλα (ερωτικό, σατιρικό, αστυνομικό κλπ.) για να διαβαστεί ευχάριστα ως ένα αυτόνομα ανάγνωσμα. Γι’ αυτό ακριβώς και παίρνει μια θέση στα αδικημένα βιβλία της χρονιάς.

Και μια γενικότερη σημείωση που αφορά συνολικά τη δουλειά της Γαβαλά. Έχοντας διαβάσει τρία βιβλία της είχα την αίσθηση ότι θεματολογικά και σεναριακά μέχρι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ ήταν επαναλαμβανόμενη στα ευρήματα ή τις ιδέες της. ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ δείχνουν συγγραφική ωριμότητα, έχουν πρωτοτυπία (ακόμη και αν αγγίζουν το εκκεντρικό ορισμένες φορές) και σίγουρα απέχουν πολύ αξιολογικά τόσο από την πρώτη της εμφάνιση στη γραφή (’’Η υπηρέτρια των αγγέλων’’) όσο και από την αμέσως προηγούμενη τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’.
Ενα κοριστίστικο βιβλίο για αγόρια!

Συνεχίζοντας την τακτική της ανάγνωσης βιβλίων που ξεχώρισαν το 2006 για την ιδιοτυπία τους, το ύφος και την λεκτική ομορφιά τους, παρουσιάζω σήμερα «Τα Κορίτσια της πλατείας» της Μαρίας Γαβαλά.

Πρόκειται για ένα μικρό θησαυρό με ανατάσεις και πτώσεις, με υπερβολές, χιούμορ και προπάντων με σκηνές που έχουν έντονη ατμόσφαιρα και μεταφέρουν μυρωδιές και δυσοσμίες της Αθήνας του σήμερα.

Επιλέγω την πολύ καλή κριτική του Reader καθότι προσεγγίζει το βιβλίο ρεαλιστικά χωρίς ύμνους ή απορριπτική πρόθεση . Αλλωστε, του οφείλω μια υπενθύμιση πως μας λείπει, πως υπάρχει μέσα στο νού και τις καρδιές μας και είναι καλοδεχούμενος να καταθέσει τις κρίσεις του για τα ελληνικά βιβλία, που διάβασε αυτό το καλοκαίρι σε τούτο το ανεξάρτητο βιβλιόφιλο μπλόγκ.

Το κατοικίδιο


Τα κορίτσια της πλατείας, Μαρία Γαβαλά (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ)
Reader’s Diggest

’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ έκτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ είναι ίσως η πιο ’’παράδοξη’’ επιλογή για την εικοσάδα των αδικημένων βιβλίων. Και αυτό γιατί, το βιβλίο απέσπασε και πολύ καλές (κυρίως) κριτικές και είχε αξιόλογη εμπορική διαδρομή. Προς τι λοιπόν η επιλογή; Νομίζω, ότι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ είναι θύμα αναγνωστικής…παρεξήγησης!

Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η αναγνωστική προσέγγιση ενός βιβλίου ποικίλλει και πολλοί αναγνώστες σπάνια συμπίπτουν στις κρίσεις ή τις απόψεις τους έχω την αίσθηση ότι η συγκεκριμένη δουλειά αδικήθηκε.

Σε μια εμβριθή ανάλυση σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας το είδα να παρουσιάζεται ως περίπου ’’ευαγγέλιο’’ του έρωτα μεταξύ δύο γυναικών. Οι σχετικές άμεσες ή υπαινικτικές αναφορές ή σκηνές στις 350 σελίδες του βιβλίου είναι ζήτημα αν καταλαμβάνουν, αθροιστικά, επτά οκτώ αράδες και μια σκηνή άλλων τεσσάρων αράδων. Φαντάζομαι, ότι αν τα μέλη της λεσβιακής κοινότητας έσπευσαν να αγοράσουν το βιβλίο για να απολαύσουν τον έρωτα μιας παντρεμένης αστής με μια κλεφτόβια χορεύτρια από τη Μαρτινίκα θα απογοητεύτηκαν σφόδρα.

Στις περισσότερες αναφορές το βιβλίο κατηγοριοποιήθηκε στα αστυνομικά, ίσως γιατί μεταξύ άλλων πραγματεύεται και την ιστορία ενός δραπέτη των φυλακών. Και αυτό προφανώς βοήθησε την εμπορική του πορεία αφού θα προσέλκυσε αρκετούς φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο δεν είναι βέβαια τίποτε απ’ όλα αυτά. Καλλιεργείται αλλά πολύ επιδερμικά η ατμόσφαιρα ενός θρίλερ αλλά περισσότερο προσεγγίζει την αστυνομική παρωδία αφού οι χαρακτήρες του ιδιόρρυθμοι και ενίοτε ’’γραφικές φιγούρες’’ αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκο. Η Γαβαλά, αξιοποιώντας στο μέγιστο, την κινηματογραφική εμπειρία της καταγράφει, περιγράφει και ’’κινηματογραφεί’’ λες και κρατάει κάμερα πρόσωπα και χώρους, φτάνοντας ορισμένες φορές στην υπερβολή. Και σατιρίζει ή σχολιάζει ανελέητα ότι ’’γράφει’’ η κάμερα της. Την εργοταξιακή Αθήνα, την ατμόσφαιρα πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τις αναποτελεσματικές αστυνομικές μεθόδους, εξτρεμιστικές (ως χαρακτήρες και ζωή) φιγούρες του περιθωρίου. Όμως, το βιβλίο δεν βασίζεται ούτε σ’ αυτά τα στοιχεία. Δεν βασίζεται ούτε στο διάχυτο χιούμορ του, άλλοτε υποδόριο και άλλοτε σπαρταριστό. Πέντε χαρακτήρες σε ιστορίες που τέμνονται και στην ουσία δεν υπάρχει αληθινός κεντρικός ήρωας. Έχω την αίσθηση ότι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του έκτου μυθιστορήματος της Γαβαλά είναι εντελώς άψυχοι. Μια πλατεία δημιουργημένη στη φαντασία της συγγραφέως και τοποθετημένη κάπου στο κέντρο της πόλης, τα σπίτια, τα δέντρα, τα σκουπίδια ακόμη και το απαραίτητο (για αφροδισιακούς λόγους) αμυγδαλέλαιο! Η συγγραφική κάμερα της Γαβαλά καταγράφει τα άψυχα και τους δίνει οντότητα, ζωή, λόγο ύπαρξης, εμμονή που νομίζω ότι ήταν έντονη και στην προηγούμενη δουλειά της τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’ που εκδόθηκαν το 2004. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το βιβλίο δεν χρειάζεται καμία ταμπέλα (ερωτικό, σατιρικό, αστυνομικό κλπ.) για να διαβαστεί ευχάριστα ως ένα αυτόνομα ανάγνωσμα. Γι’ αυτό ακριβώς και παίρνει μια θέση στα αδικημένα βιβλία της χρονιάς.

Και μια γενικότερη σημείωση που αφορά συνολικά τη δουλειά της Γαβαλά. Έχοντας διαβάσει τρία βιβλία της είχα την αίσθηση ότι θεματολογικά και σεναριακά μέχρι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ ήταν επαναλαμβανόμενη στα ευρήματα ή τις ιδέες της. ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ δείχνουν συγγραφική ωριμότητα, έχουν πρωτοτυπία (ακόμη και αν αγγίζουν το εκκεντρικό ορισμένες φορές) και σίγουρα απέχουν πολύ αξιολογικά τόσο από την πρώτη της εμφάνιση στη γραφή (’’Η υπηρέτρια των αγγέλων’’) όσο και από την αμέσως προηγούμενη τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’.

Sunday, September 2, 2007

Το Κριτικόχρωμα του Κατοικίδιου

ΕΘΝΟΣ, Της Ελένης Γκίκα

Υπογράφει ως «Κατοικίδιο», η ιστοσελίδα του ονομάζεται «Κριτικόχρωμα», τη συναντάμε στη διεύθυνση http://kritikohroma.blogspot.com/ και υποστηρίζει πως είναι ομάδα. Ανεβάζει επώνυμες κριτικές για βιβλία, έχει τολμήσει ήδη δύο ψηφοφορίες («τα καλύτερα βιβλία του 2006», «ψηφίστε το τοπ βιβλιοφιλικό μπλογκ») και ο λόγος ανήκει στους ίδιους:
Το «κατοικίδιο» ξεκίνησε από μια τεράστια αγάπη για το ελληνικό βιβλίο αλλά και από το παράπονο μιας ομάδας ανθρώπων που βρίσκονται στο παρασκήνιο της βιβλιοπαραγωγής. Ο πιο έμπειρος στα ηλεκτρονικά φίλος το έστησε κι εμείς οι υπόλοιποι καταθέτουμε τις απόψεις μας για τον χώρο, τα πρόσωπα και τα βιβλία.
Είμαστε μια μικρή ομάδα επιμελητών βιβλίου, που γνωρίζουμε πολλά για τους διαδρόμους της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής. Παρακολουθούμε από κοντά τα δρώμενα, καταγράφουμε και προσπαθούμε να επέμβουμε μέσω του μπλογκ που παρά την ανωνυμία του προτείνει επώνυμες κριτικές για τα βιβλία.
Γι αυτό πολλές φορές θα δείτε τα εισαγωγικά μας κείμενα να είναι γραμμένα με διαφορετικούς τρόπους, επειδή ακριβώς προέρχονται από διαφορετικά άτομα και προσωπικότητες. Επίσης, καθένας από μάς έχει αγαπημένους συγγραφείς, είναι μοιραίο άλλωστε.
Η ζωή μας άλλαξε πραγματικά μέσα από το μπλόγκινγκ. Βρισκόμαστε πολλές φορές τα βράδια στο δικό μου σπίτι και κάνουμε σέρφινγκ στα άλλα βιβλιοφιλικά μπλογκς. Προσπαθούμε να κάνουμε παρεμβάσεις με διαφορετικά ονόματα αλλά και κάτω από την ετικέτα του Κατοικίδιου. Πιστεύουμε ότι όλα τα βιβλιοφιλικά ιστολόγια φέρνουν ένα νέο αέρα στο χώρο. Παρόλο που τις περισσότερες φορές πέφτουν θύματα της πεπατημένης των βιβλιοκριτικών, ωστόσο παρουσιάζουν και κάποια μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία που δεν ακούγονται αλλού.
Αυτό που πραγματικά μας κάνει να ξεχωρίζουμε ως μπλογκ ανάμεσα στα βιβλιόφιλα είναι η λίστα της ψηφοφορίας, όπου καταγράψαμε όλα τα υποψήφια για βράβευση βιβλία των μικρών και μεγάλων καταλόγων, καθώς και κάποια άλλα τα οποία ήταν ξεχωριστά αλλά παραγνωρισμένα από το σύστημα. Βέβαια, κάποιοι προσπάθησαν να διαβρώσουν την ψηφοφορία μας, αλλά ειδοποιηθήκαμε έγκαιρα από την εταιρεία του poll host κι έτσι το αντιμετωπίσαμε. Αν ξανασυμβεί πάντως θα καταφύγουμε στο ηλεκτρονικό έγκλημα για να διαπιστώσουμε ποιοι σαμποτάρουν την προσπάθεια και γιατί και μάλιστα ποιους συγγραφείς!
Δεν κάναμε πολλούς φίλους μέσα από το μπλόγκινγκ γιατί μας αντιμετωπίζουν με καχυποψία। Θεωρούμε πως κάποιοι μπλόγκερς που είναι για καιρό στο διαδίκτυο έχουν ένα στυλ που τείνει να γίνει συμβατικό και παρεϊστικο. Εμείς αυτό το ιστολόγιο το στήσαμε όχι από νεύρωση, αλλά από ανάγκη να τοποθετήσουμε το βιβλίο στη σωστή του διάσταση, πέρα από παρεϊστικες και άλλες νοοτροπίες. Πιστεύουμε πως έχουμε κερδίσει αυτό το στοίχημα προς το παρόν. Θα θέλαμε να σάς ανακοινώσουμε ότι ανάμεσα στην παρέα (όπου συχνάζουν και πολλοί φιλόλογοι άσχετοι με την επιμέλεια βιβλίων) σκεφτήκαμε να συγκεντρώσουμε ένα χρηματικό ποσόν για να βραβεύσουμε τα δημοφιλέστερα βιβλία του μπλογκ. Τελικά, όταν ήγγικεν η ώρα, επικράτησε η μετριοπαθής αντισυμβατική λογική να αναρτηθούν τα καλύτερα βιβλία της λίστας χωρίς να δοθούν βραβεία. Άλλωστε, τι θα μας ξεχωρίσει τελικά από τους διαπλεκόμενους περιοκατζήδες και κρατικούς καρεκλοκένταυρους; Ετσι στο μπλογκ ως επιβράβευση θα κρατήσουμε τον κατάλογο των καλύτερων 12 βιβλίων της χρονιάς μέχρι το τέλος του 2007».


Υστερόγραφο: Καθυστερήσαμε την ανάρτηση του πόστ, λόγω της τραγικής επικαιρότητας των ημερών। Θα φάνταζε αταίριαστη η υπεροψία της αυτοδημοσιότητας όταν οι πυρκαγιές λεληλατούσαν τη χώρα।
Πάντως, η προσπάθεια του Εθνους να αναδεικνύει χωρίς διάκριση και άλλα προσωπικά κριτήρια τα βιβλιοφιλικά ιστολόγια, αναπτερώνει τις επίδες πως επιτέλους προβάλλεται και η άλλη άποψη έστω κι αν είναι πιό αντικομφορμιστική!

Με εκτίμηση

Το Κατοικίδιο