Φίλοι μου,
Στο μπλόγκ μου παρουσιάζω τη μακριά λίστα των υποψήφιων ελληνικών βιβλίων του 2006 για λογοτεχνικό βραβείο.Η λίστα είναι μια συνάθροιση των καταλόγων των περιοδικών Νά Ενα Μήλο, Δέκατα και Διαβάζω.
Τα βιβλία που περιέχονται εδώ είναι μυθιστορήματα και διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων, ακόμη και πρωτοεμφανιζόμενων.
Επειδή δεν είναι δυνατόν να έχω άποψη για όλα τα βιβλία της λίστας και επειδή δεν θέλω να αδικήσω κανένα συγγραφέα ή βιβλίο, προτείνω σε όλους τους επισκέπτες του μπλόγκ καθώς και σε συγγραφείς ή φίλους συγγραφέων να μού αποστείλουν ένα κατατοπιστικό-κριτικό (κατά το δοκούν) κείμενο για το βιβλίο τους.
Αναλαμβάνω να το δημοσιεύσω και να ανοίξω συζήτηση επί του θέματος.
Παρακαλώ, η αποστολή να γίνει μέσω μέιλ στο zoipet@yahoo.gr (για να διατηρείται το απόρρητο του αποστολέως).
Ψηφίστε χωρίς φόβο και πάθος, με γνώμονα την προσωπική σας κρίση.
Τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στις αρχές Ιουνίου.
Το κατοικίδιο
_____________
Ελαβα διάφορα κείμενα για βιβλία. Αρχίζω απο το Μονοπάτι στη Θάλασσα του Αντώνη Σουρούνη
_____________
Το Μονοπάτι στη Θάλασσα του Αντώνη Σουρούνη
Καθημερινή 2-12-2006
Ολγα Σελλα
Ενα δύσκολο στοίχημα έβαλε ο Αντώνης Σουρούνης με το τελευταίο του βιβλίο. Αντλησε υλικό από την παιδική του ηλικία και έγραψε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα: «Το μονοπάτι στη θάλασσα» (εκδ. Καστανιώτης). Και κατάφερε να μην μπατάρει στο μελό ή στο γλυκερό, αλλά να συνδυάσει την παιδική αφέλεια και αθωότητα του παιδιού με τη γνώση και τη συνειδητοποίηση του ενήλικου. Για μια τέτοια συνταγή χρειάζεται μπόλικο χιούμορ. Και ο αναγνώστης του βιβλίου του Αντώνη Σουρούνη γελάει στις περισσότερες από τις 650 σελίδες του. Ακόμα και όταν οι αναμνήσεις συνδέονται με ουδόλως ευχάριστες στιγμές. «Τηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς έπρεπε να φάει ξύλο. Αν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου· αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Το φαΐ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα». Ο Αντώνης Σουρούνης περιγράφει μια δύσκολη εποχή. Τη δεκαετία του ’40 και τη μεταπολεμική Ελλάδα. Οταν μεγάλωναν όλα στα μάτια των παιδιών. Ακόμα και το Στενό, ένα από τα πολλά αδιέξοδα που υπήρχαν στη μη ρυμοτομημένες αστικές γειτονιές, το έβλεπε μεγάλο, αχανές. Σαν να ήταν όλος ο κόσμος. Και για να τον δει μια μέρα ο παππούς του μικρού αφηγητή τον ανέβασε στα κεραμίδια του σπιτιού του: «Εβλεπα όλο τον κόσμο και κανέναν άνθρωπο. Εβλεπα δέντρα μικρά και δέντρα μεγάλα, πουλιά να κάθονται και πουλιά να πετάνε, βουνά και βουναλάκια, έβλεπα τη γη πράσινη, τη γη κίτρινη, καφετιά, έβλεπα τη θάλασσα μπλε, τη θάλασσα άσπρη, εδώ με πλοία, εκεί χωρίς πλοία, ξανά δέντρα, ξανά τη γη και στο τέλος ένα μεγάλο κάτασπρο βουνό. Εκεί τελείωνε ο κόσμος, μετά δεν είχε τίποτ’ άλλο, το άσπρο βουνό ήταν το τέρμα και τόσο ψηλό, που δεν το ’βλεπες ολόκληρο, το μισό έμπαινε μες στα σύννεφα». Και μέσα από αυτό το Στενό ξεκίνησε ο ίδιος και η παρέα του, για να κατανοήσει τον κόσμο των μεγάλων, που ήταν πράγματι ακατανόητος: «Ο,τι και να δείξεις, για ό,τι και να ρωτήσεις, θα σου πούνε “έργο του Θεού είναι”, “πλάσμα του Θεού είναι”, ”έτσι το ’φτιαξε Εκείνος”. Εγώ όμως ξέρω πως το σπίτι μας το έφτιαξε ο παππούς μου. Κι όχι μόνο το σπίτι μας, αλλά και τη μάνα μου και τη θεία μου και το νονό μου». Είναι οπωσδήποτε μια προσωπική ματιά στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας. Μια προσωπική ματιά χωρίς νοσταλγία, αλλά με διορατικότητα, με τρυφερότητα και κατανόηση για τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις που σήμερα μοιάζουν γραφικές. Και γι’ αυτό καταφέρνει να μην είναι.